(1998) 3 ΑΑΔ 307
[*307]13 Απριλίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΝΤΩΝΗ ΣΠΥΡΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
1. ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,
2. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΤΩ ΠΟΛΕΜΙΔΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2030)
Aναγκαστική Aπαλλοτρίωση — Προϋποθέσεις κύρους — Αναγκαιότητα προηγούμενης ολοκληρωμένης μελέτης επί των δυνατοτήτων πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης — Περιστάσεις προχειρότητας κατά την προπαρασκευή της απαλλοτρίωσης στην κριθείσα περίπτωση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Πολλαπλές ελλείψεις της έρευνας προ της διενέργειας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στην κριθείσα περίπτωση.
O εφεσείων ενέμεινε με την έφεση στην αμφισβήτηση του κύρους της απαλλοτριώσεως ακινήτου του, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στη λήψη απόφασης για απαλλοτρίωση, προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση. Η Απαλλοτριούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης.
2. Από τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι εφεσί[*308]βλητοι προχώρησαν στη λήψη της απόφασης για την απαλλοτρίωση χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα και ετοιμασία μελέτης της φύσης και λειτουργίας του έργου, που θα ικανοποιούσε τις ανάγκες του Δημοτικού Συμβουλίου, που θα συμπεριελάμβανε μεταξύ άλλων και την έκταση του χώρου που θα ήταν αναγκαίος για τις πιο πάνω απαιτήσεις. Δεν υπάρχει τίποτε στα πρακτικά που να υποδεικνύει ότι εξετάστηκε η υλοποίηση του “σχεδίου” με όλα τα σχετικά σοβαρά οικονομικά επακόλουθα που θα επέφερε μια τέτοια απόφαση ούτε και η δυνατότητα πραγμάτωσης των σκοπών της απαλλοτρίωσης. Επιπρόσθετα η εκ των υστέρων συμπερίληψη του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου μέσα στο σχέδιο της απαλλοτρίωσης χωρίς να εξεταστεί η δυνατότητα απόκτησής του με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 132/91 και η παράλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών για την εξέταση της πιθανότητας παραχώρησης της Τουρκοκυπριακής γης, πλήττει καίρια την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης. Οι αρχές που διέπουν την ορθή εξάσκηση της χρηστής διοίκησης, υπαγόρευαν τουλάχιστον τη διερεύνηση της δυνατότητας απόκτησης του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου πάνω στο οποίο θα ανεγειρόταν το μεγαλύτερο μέρος των κτιριακών συγκροτημάτων που είχαν υπόψη τους οι εφεσίβλητοι, προτού ληφθεί η σχετική απόφαση για την απαλλοτρίωση του παρακείμενου τεμαχίου του εφεσείοντος. Οι ενέργειες του Δημοτικού Συμβουλίου υποδεικνύουν μια πρωτοφανή προχειρότητα που προκαλεί κατάπληξη.
3. Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω και ιδιαίτερα την έλλειψη ολοκληρωμένης μελέτης για τις ανάγκες του Δημοτικού Συμβουλίου που θα καθόριζαν τους αναγκαίους χώρους για την απαλλοτρίωση, την έλλειψη συζήτησης και εξέτασης αν το “σχέδιο” που ετοιμάστηκε ικανοποιούσε τις πιο πάνω απαιτήσεις, την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον Κηδεμόνα για την απόκτηση του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου, το Δικαστήριου κατέληξε, ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα που θα υποστήλωνε την επίδικη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
4. Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται να καταβάλουν τα έξοδα του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
[*309]Aναφερόμενες υποθέσεις:
Κολοκασίδου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427,
Μεστάνας και Άλλοι v. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή τότε του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 24 Nοεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 215/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου να απαλλοτριώσει την ακίνητη περιουσία του για τη δημιουργία Δημοτικού Mεγάρου, Πολιτιστικού Kέντρου και χώρων στάθμευσης και πρασίνου.
Ι. Φαίδωνος με Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Καλλίγερου για Γ. Αγαπίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Το βασικό ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα έφεση είναι κατά πόσο το Δημοτικό Συμβούλιο Κάτω Πολεμιδιών είχε προβεί στη δέουσα έρευνα προτού αποφασίσει να απαλλοτριώσει την ακίνητη περιουσία του εφεσείοντος για τη δημιουργία Δημοτικού Μεγάρου, Πολιτιστικού Κέντρου και χώρων στάθμευσης και πρασίνου.
Τα γεγονότα
Ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης των τεμαχίων 370/1/2 και 370/2 που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, συνολικής έκτασης 2000 τ.μ. στο χωριό Κάτω Πολεμίδια. Στις 13/11/92 δημοσιεύτηκε η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης των πιο πάνω τεμαχίων για την “ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου, Πολιτιστικού Κέντρου και δημιουργία χώρου στάθμευσης και χώρου πρασίνου”. Ακολούθησε στις 5/2/93 η δημοσίευση της επίταξης και στις 19/2/93 η δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης.
[*310]Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτόδικα ότι η σχετική απόφαση για το διάταγμα απαλλοτρίωσης της 19/2/93 εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο αφού για την έκδοση διαταγμάτων απαλλοτρίωσης το αρμόδιο όργανο είναι ο ίδιος ο Δήμος και όχι το Δημοτικό Συμβούλιο Κάτω Πολεμιδιών. Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι δεν διερευνήθηκε η δυνατότητα απόκτησης άλλων καταλληλότερων κτημάτων για την επίταξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης και επιπρόσθετα ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε χωρίς να γίνει προηγουμένως μελέτη ή σχεδιασμός του έργου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είχε γίνει μελέτη για την αναγκαιότητα και το σχεδιασμό του έργου από το Δημοτικό Μηχανικό που υποβλήθηκε στις 25/5/92 και εξετάστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο προτού ληφθεί η σχετική απόφαση για την απαλλοτρίωση του κτήματος. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα γεγονότα όπως επίσης και την αναγκαιότητα για τη χρήση του παρακείμενου κτήματος που ανήκε σε Τουρκοκύπριο και έκρινε ότι η υλοποίηση του έργου ήταν εφικτή. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο βασικό λόγο επιλογής του χώρου που ήταν η τοποθέτηση του έργου στο εμπορικό κέντρο της κοινότητας και στις υπαλλακτικές λύσεις που υπεδείκνυε η μελέτη των Αρχιτεκτόνων - Πολεοδόμων - Οικονομολόγων κκ. Phedonos Consultants Ltd που είχε υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμιά από τις πιο πάνω προτεινόμενες εισηγήσεις του εφεσείοντος δεν παρείχε τη δυνατότητα εκτέλεσης του έργου στο εμπορικό κέντρο της κοινότητας και ότι η επιλογή των εφεσιβλήτων ήταν εύλογη.
Ο εφεσείων στην έφεση που ασκήθηκε υπέβαλε ότι η απόφαση για την απαλλοτρίωση λήφθηκε χωρίς να γίνει ολοκληρωμένη μελέτη που θα εξέταζε μεταξύ άλλων τους παράγοντες της αναγκαιότητας, σκοπιμότητας, πληθυσμού, αναγκών σε εμβαδόν και ύψος κτιρίων, χωροταξικής μελέτης, αρχιτεκτονικού σχεδιασμού κτιρίων, προϋπολογισμού δαπάνης και τις οικονομικές δυνατότητες του Δήμου. Επιπρόσθετα ο εφεσείων υποστήριξε ότι το αρμόδιο όργανο για την απαλλοτρίωση ήταν ο Δήμος Κάτω Πολεμιδιών και όχι το Δημοτικό Συμβούλιο Κάτω Πολεμιδιών και ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κτήμα του εφεσείοντος ήταν το πλέον κατάλληλο για την υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης είναι εσφαλμένο.
Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα όπως προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι στις 18/5/92 ο [*311]Δήμος Κάτω Πολεμιδιών απεφάσισε όπως προβεί στην απαλλοτρίωση του τεμαχίου 370 του εφεσείοντος για την ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου και/ή Πολιτιστικού Κέντρου. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό κείμενο των πρακτικών της 18/5/92:
“ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Ή ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΗΜΕΡ. 18/5/92
1. Απαλλοτρίωση του τεμ. 370 Φ/Σχ. 53/56, χωρ. Κ. Πολεμίδια (Αρ. Φακ. 4.1.0)
Η πιο πάνω απαλλοτρίωση σκοπό έχει την ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου και Πολιτιστικού Κέντρου. Οι διαδικασίες της απαλλοτρίωσης αυτής, έχουν ανατεθεί στον κ. Ε. Ρουμπά με την επιθυμία να επισπευσθούν.
Παράλληλα ο Δημοτικός Μηχανικός να κάμει μελέτη κατά πόσο ο χώρος αυτός είναι ικανοποιητικός για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.”
Δύο μέρες αργότερα, στις 20/5/92, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι “η απαλλοτρίωση θα γίνει για χώρους στάθμευσης, χώρους πρασίνου και Πολιτιστικού Κέντρου”, εγκαταλείποντας έτσι την πρόθεση ανέγερσης Δημοτικού Μεγάρου.
Τέσσερις μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 3/9/92 το Δημοτικό Συμβούλιο απεφάσισε εκ νέου ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης θα είναι
“(α) Η ανέγερση Πολιτιστικού Κέντρου και Δημοτικού Μεγάρου και
(β) Η δημιουργία χώρου στάθμευσης οχημάτων και χώρου πρασίνου.”
Στην ίδια συνεδρία της 3/9/92 αποφασίστηκε επίσης να γίνουν το συντομότερο δυνατό οι κατάλληλες ενέργειες για την απόκτηση του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου 125 όπως επίσης και του 263. Το σχετικό πρακτικό της 3/9/92 σημειώνει επίσης ότι “Μετά την απόκτηση όλων των προαναφερθέντων χώρων αποφασίστηκε όπως οι Τεχνικές Υπηρεσίες προχωρήσουν στις σχετικές διαδικασίες για την προκήρυξη διαγωνισμού εκπόνησης [*312]των αρχιτεκτονικών σχεδίων”.
Αναφορικά με την εισήγηση του εφεσείοντος ότι το διάταγμα εκδόθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών αντί από τον ίδιο το Δήμο συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ορθά η απόφαση εκδόθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11(1) του περί Δήμων Νόμου αρ. 111/85 το Δημοτικό Συμβούλιο ασκεί όλες τις εξουσίες με τις οποίες είναι περιβεβλημένος ένας Δήμος και η έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης από το Δημοτικό Συμβούλιο δεν αποτελεί οποιαδήποτε παρατυπία αφού εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της νομότυπης άσκησης εξουσίας από το Δημοτικό Συμβούλιο ως του φορέα και εκφραστικού οργάνου του Δήμου.
Το σχέδιο
Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν στο Δικαστήριο (παρά την ένσταση που πρόβαλε ο εφεσείων) ένα “σχέδιο” το οποίο κατά την εισήγηση τους παρουσιάζει τη μελέτη που είχε γίνει για την απαλλοτρίωση. Το σχέδιο που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα σκαρίφημα φέρει αύξοντα αριθμό 33 στο σχετικό φάκελο του Δημοτικού Συμβουλίου. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το “σχέδιο” είχε ετοιμαστεί μετά τη λήψη της απόφασης για την απαλλοτρίωση. Και τούτο γιατί αν το “σχέδιο” αυτό βρισκόταν ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου κατά την εξέταση της απόφασης για την απαλλοτρίωση θα έπρεπε να φέρει αύξοντα αριθμό 4 και όχι 33. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πάνω σε αυτό το σημείο δέχθηκε τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων που “απέδωσαν την απουσία της μελέτης και των εγγράφων από το φάκελο στην αταξία που επικρατεί στο Δήμο στην αρχειοθέτηση των εγγράφων”.
Πάνω στο πιο πάνω “σχέδιο” που είχε ετοιμαστεί στις 25/5/92 πάνω σε κλίμακα 1 προς 250 υπάρχει μια σημείωση στο κέντρο του σχεδίου ότι “αποτελεί μελέτη του Δημοτικού Μηχανικού για την απαλλοτρίωση των τεμαχίων 370/1/2, 370/2 με σκοπό την ανέγερση Δημοτικού Μεγάρου, Πολιτιστικού Κέντρου, χώρου στάθμευσης και χώρου πρασίνου με βάση απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου 18/5/92”. Σημειώνουμε ότι η ετοιμασία του πιο πάνω “σχεδίου” για ένα μεγαλεπήβολο έργο ανέγερσης Δημοτικού Μεγάρου, Πολιτιστικού Κέντρου, χώρων στάθμευσης και χώρων πρασίνου ετοιμάστηκε μέσα σε 7 μέρες. Στο κάτω δεξιό μέρος το “σχέδιο” χαρακτηρίζεται ως “Πρόταση ένταξης του μελλοντικού Δημοτικού Μεγάρου μέσα στα τεμάχια 370/1/2, 370/2 [*313]και 125/1”. Εκδηλη είναι η παραγνώριση εκ μέρους του Δημοτικού Μηχανικού των οδηγιών που του είχαν δοθεί σύμφωνα με την απόφαση της 18/5/92 να ετοιμάσει μελέτη αν τα τεμάχια 370/1/2 και 370/2 του εφεσείοντος ήταν ικανοποιητικά για τις ανάγκες της απαλλοτρίωσης. Ο Δημοτικός Μηχανικός αντί να περιοριστεί στα πιο πάνω τεμάχια του εφεσείοντος συμπεριέλαβε μέσα στο “σχέδιο” του και το παρακείμενο Τουρκοκυπριακό 125 (που είναι τριπλάσιο σχεδόν σε έκταση από εκείνο του εφεσείοντος) τοποθετώντας με ένα σκίτσο το 1/4 του προτεινόμενου Δημοτικού Μεγάρου μέσα στο τεμάχιο του εφεσείοντος και τα υπόλοιπα 3/4 μέσα στο Τουρκοκυπριακό τεμάχιο.
Το Τουρκοκυπριακό τεμάχιο
Εφόσον κρίθηκε από τις 3/9/92 ότι το Τουρκοκυπριακό τεμάχιο 125 ήταν αναγκαίο μαζί με το 370 του εφεσείοντος για την επίτευξη των σκοπών της απαλλοτρίωσης και είχε αποφασιστεί να ληφθούν μέτρα για την απόκτηση του το συντομώτερο δυνατό, θα ανέμενε κανείς ότι οι Τεχνικές Υπηρεσίες θα προέβαιναν αμέσως στις δέουσες ενέργειες. Είναι δε χαρακτηριστική η παρατήρηση του Δημοτικού Μηχανικού του Δήμου στις 25/5/92 ότι κάθε αναβολή για την εξασφάλιση του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου “θα αποτελέσει σφάλμα, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου χρόνου και την πιθανότητα να μην γίνει δυνατή η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος όπως πιο πάνω έχουμε αναλύσει”. Όμως δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε οποιαδήποτε μέτρα για να υλοποιήσουν την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Αναφορικά με την απόκτηση του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου ένα στοιχείο που θα έπρεπε να είχε προβληματίσει σοβαρά τους εφεσίβλητους είναι και οι πρόνοιες του Νόμου 139/91 σύμφωνα με τις οποίες κάθε ιδιοκτησία κινητής ή ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από το Κράτος περιοχές που ανήκει σε Τουρκοκύπριους περιέρχεται στην κυριότητα του Κηδεμόνα. Ο τελευταίος αναλαμβάνει άμεση κατοχή της πιο πάνω περιουσίας και τη διαχειρίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του πιο πάνω Νόμου. Κατά τη διαχείριση ο Κηδεμόνας θα μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις η διαχείριση επιτρέπεται για σκοπούς που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των προσφύγων. Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία ότι οι καθ’ων η αίτηση ήλθαν σε επαφή με τον Κηδεμόνα για την προώθηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης.
[*314]Η νομική πλευρά
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στη λήψη απόφασης για απαλλοτρίωση προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση. (Ίδε Κολοκασίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427.) Η Απαλλοτριούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης. (Ίδε Μεστάνας και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185. Ίδε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, 87, Οικονόμου “Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας” (1966) 186).
Από τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στη λήψη της απόφασης για την απαλλοτρίωση χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα και ετοιμασία μελέτης της φύσης και λειτουργίας του έργου που θα ικανοποιούσε τις ανάγκες του Δημοτικού Συμβουλίου, που θα συμπεριελάμβανε μεταξύ άλλων και την έκταση του χώρου που θα ήταν αναγκαίος για τις πιο πάνω απαιτήσεις. Δεν υπάρχει τίποτε στα πρακτικά που να υποδεικνύει ότι εξετάστηκε η υλοποίηση του “σχεδίου” με όλα τα σχετικά σοβαρά οικονομικά επακόλουθα που θα επέφερε μια τέτοια απόφαση ούτε και η δυνατότητα πραγμάτωσης των σκοπών της απαλλοτρίωσης. Επιπρόσθετα η εκ των υστέρων συμπερίληψη του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου μέσα στο σχέδιο της απαλλοτρίωσης χωρίς να εξεταστεί η δυνατότητα απόκτησης του με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 132/91 και η παράλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών για την εξέταση της πιθανότητας παραχώρησης της Τουρκοκυπριακής γης πλήττει καίρια την εγκυρότητα της σχετικής απόφασης. Οι αρχές που διέπουν την ορθή εξάσκηση της χρηστής διοίκησης υπαγόρευαν τουλάχιστον τη διερεύνηση της δυνατότητας απόκτησης του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου πάνω στο οποίο θα ανεγειρόταν το μεγαλύτερο μέρος των κτιριακών συγκροτημάτων που είχαν υπόψη τους οι εφεσίβλητοι, προτού ληφθεί η σχετική απόφαση για την απαλλοτρίωση του παρακείμενου τεμαχίου του εφεσείοντος. Οι ενέργειες του Δημοτικού Συμβουλίου υποδεικνύουν μια πρωτοφανή προχειρότητα που προκαλεί κατάπληξη.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαίτερα την έλλειψη ολοκληρωμένης μελέτης για τις ανάγκες του Δημοτικού Συμβουλίου [*315]που θα καθόριζαν τους αναγκαίους χώρους για την απαλλοτρίωση, την έλλειψη συζήτησης και εξέτασης αν το “σχέδιο” που ετοιμάστηκε ικανοποιούσε τις πιο πάνω απαιτήσεις, την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής με τον Κηδεμόνα για την απόκτηση του Τουρκοκυπριακού τεμαχίου, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα που θα υποστήλωνε την επίδικη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται να καταβάλουν τα έξοδα του εφεσείοντος τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο