(1998) 3 ΑΑΔ 342
[*342]20 Mαΐου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 1920)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας — Περιστάσεις βασιμότητάς τους στην κριθείσα περίπτωση επιλογής συμβασιούχου για θέση που απαιτούσε πολύ καλή γνώση αγγλικών.
Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων — Προκήρυξη θέσης για πλήρωσή της με διετές συμβόλαιο — Διορισμός αρχιτέκτονα/συμβούλου με διετές συμβόλαιο — Aπαιτούμενο προσόν η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας — Απαιτούμενη έρευνα και ακυρωτικός έλεγχός της με βάση τη νομολογία.
O εφεσείων συνέχισε με την έφεση την προσπάθειά του να επιτύχει την ακύρωση της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους ως του καταλληλότερου για πρόσληψη με συμβόλαιο από το Yπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων. H επιλογή του ενδιαφερομένου είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως, ενώ το θέμα που απασχόλησε στην κατ’ έφεση διαδικασία ήταν η εγκυρότητα της αποδοχής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος γνώριζε τα πολύ καλά αγγλικά που απαιτούντο.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη νομολογία του Aνωτάτου Δικαστηρίου η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας καθιστά τη διοικητική απόφαση τρωτή, ως αποτέλεσμα πλημμελούς άσκησης διακριτικής εξουσίας, και κατ’ επέκταση, ακυρωτέα ως ληφθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας. H γενική [*343]αυτή αρχή ισχύει και στην περίπτωση που η έρευνα διεξάγεται με σκοπό τη διαπίστωση της γνώσης κάποιας ξένης γλώσσας εκ μέρους των υποψηφίων. Πέραν τούτου, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας των ευρημάτων της διοίκησης από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν, από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών.
2. Στην προκείμενη περίπτωση, για όλους τους λόγους που εύστοχα προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα για να εξακριβώσουν κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Aγγλικής, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. H δε αιτιολογία του ευρήματός τους ότι το κατείχε δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, αφού αυτά, όπως εξηγήθηκε, ήσαν κάτι περισσότερο από ελλιπή και αμφίβολα. Tα περί του αντιθέτου ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθά.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Συμεωνίδου και Άλλη v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,
Demetriou v. Municipal Committee οf Larnaca (1986) 3 C.L.R. 2171,
Vassilliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,
Protoyeroς v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2025.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) που δόθηκε στις 18 Μαρτίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 750/92) με την οποία επικυρώθηκε η μίσθωση του ενδιαφερομένου μέρους για την παροχή των υπηρεσιών του ως Συμβούλου Αρχιτέκτονα για περίοδο δύο χρόνων.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
[*344]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 14/3/1991 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την πρόσληψη προσωπικού με συμβόλαιο για τις ανάγκες του Γραφείου του Διευθυντή Έργου Νέου Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Με προκήρυξη στον εγχώριο Τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ζητήθηκε η υποβολή αιτήσεων, μεταξύ άλλων, και για μια θέση Σύμβουλου Αρχιτέκτονα. Ανταποκρίθηκαν δεκατέσσερα άτομα.
Ακολούθως συστάθηκε τριμελής Επιτροπή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου.
Στις 17/6/1992, η Επιτροπή, με επιστολή της, κάλεσε όλους τους αιτητές σε προφορική συνέντευξη. Προσήλθαν μόνο δώδεκα, μεταξύ των οποίων ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος. Μετά την αξιολόγηση των υποψήφιων δύο από τα μέλη της Επιτροπής επέλεξαν ως πλέον κατάλληλο το ενδιαφερόμενο μέρος και ένα τον εφεσείοντα. Η Επιτροπή πρότεινε την υπογραφή του συμβολαίου με το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις 22/7/1992, η εισήγηση της Επιτροπής διαβιβάστηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων ο οποίος και την υιοθέτησε με αποτέλεσμα, στις 21/8/1992, να υπογραφεί συμβόλαιο μεταξύ εκείνου και του ενδιαφερόμενου μέρους για τη μίσθωση των υπηρεσιών του τελευταίου ως Σύμβουλου Αρχιτέκτονα για περίοδο δύο χρόνων από την 1/9/1992.
Με την προσφυγή ο εφεσείων επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης για την πρόσληψη του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί αυτού.
Τα προσόντα που ζητήθηκαν για τη θέση ήσαν τα ακόλουθα:-
“2.1 Οι υποψήφιοι θα πρέπει να είναι κάτοχοι διπλώματος στην Αρχιτεκτονική και να είναι εγγεγραμμένοι στο Συμβούλιο Εγγραφής Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου.
2.2. Θα πρέπει να έχουν τουλάχιστο 7 χρόνια μεταπτυχιακή πείρα στα πιο κάτω θέματα:
[*345](α) Εκπόνηση αρχιτεκτονικών μελετών μεγάλων και σημαντικών οικοδομικών έργων. Πείρα σε έργα παρόμοιας φύσης με το προτεινόμενο, θα αποτελέσει ουσιώδες πλεονέκτημα.
(β) Άσκηση τεχνικού ελέγχου και επίβλεψη αρχιτεκτονικού μέρους μεγάλων και σημαντικών έργων και διαχείριση συμβολαίων.
(γ) Ετοιμασία εγγράφων συμβολαίου.
(δ) Ετοιμασία εκθέσεων προόδου και άλλων εκθέσεων.
(ε) Γνώση και πείρα στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή στη σχεδίαση, αποτελεί πλεονέκτημα.
2.3 Οι υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας τόσο στην ομιλία όσο και στη γραφή.”
Ο εφεσείων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, τόσο στην ομιλία όσο και στη γραφή, η δε περί τούτου έρευνα της Επιτροπής δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, η ενδεδειγμένη.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο σημείο αυτό έχει ως εξής:-
“Στην αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους αναφέρεται: “Speak, read and write fluently Greek, German and English.”
Το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως φανερώνεται από τα στοιχεία του Φακέλου, είχε εκπονήσει σειρά μελετών βιωσιμότητας (feasibility studies) στην Αγγλική γλώσσα.
Στην παράγραφο (η) του Καταλόγου Ενδεικτικών Μελετών αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προετοίμαζε “Architects report”. Τα reports αυτά γίνονταν στην Αγγλική γλώσσα.
Κατά τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, που ήταν απόφοιτοι μη αγγλόφωνων Πανεπιστημίων, υποβλήθηκαν και ερωτήσεις στην Αγγλική γλώσσα και το ενδιαφερόμενο μέρος απέδωσε πολύ καλά.
[*346]Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι έγινε έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το προσόν αυτό.”
Είναι η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους λόγους:-
α) Το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε αποφοιτήσει αγγλόγωνο πανεπιστήμιο και δεν κατείχε οποιοδήποτε επίσημο πιστοποιητικό που να αποδεικνύει γνώση της Αγγλικής στο απαιτούμενο ψηλό επίπεδο έπρεπε να είχε οδηγήσει τη διοικητική αρχή σε μία σε βάθος έρευνα για την εξακρίβωση της κατοχής ή μη του προσόντος αυτού από το ενδιαφερόμενο μέρος, πράγμα που δεν έγινε.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε το εύρημά του στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως αναφερόταν στο διοικητικό φάκελο, είχε εκπονήσει σειρά μελετών βιωσιμότητας (feasibility studies) στην Αγγλική και στο ότι είχε προετοιμάσει “Architects reports” τα οποία, όπως το ίδιο δήλωσε στην προφορική συνέντευξη, συντάσσονταν στα Αγγλικά. Οι μελέτες, όμως, βιωσιμότητας δεν περιλαμβάνονταν στο φάκελο και ούτε, επομένως, ήσαν ενώπιον της Επιτροπής ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ότι αυτές πράγματι συντάσσονταν στα Αγγλικά και, αν ναι, κατά πόσο το επίπεδό τους ήταν εκείνο που ρητά απαιτείτο από την προκήρυξη. Οι δε δύο εκθέσεις (Architects reports), που περιείχοντο στο σχετικό διοικητικό φάκελο, δεν είχαν συνταχθεί, όπως σημειωνόταν στην πρώτη τους σελίδα, κατ’ αποκλειστικότητα από το ενδιαφερόμενο μέρος αλλά σε συνεργασία με τον αρχιτέκτοντα Χάρη Θράσου με αποτέλεσμα να παραμένει απροσδιόριστη η συμβολή και ο ρόλος του ενδιαφερόμενου μέρους στη σύνταξη αυτών των εκθέσεων.
γ) Από την προετοιμασία και μόνο εργασιών που απαιτούνται για το επάγγελμα κάποιου, στις οποίες χρησιμοποιείται συνήθως η ίδια κατ’ εξοχήν επαγγελματική ορολογία, δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα του ψηλού επιπέδου γνώσης μιας γλώσσας στο γραπτό λόγο.
δ) Το επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στον προφορικό λόγο διαπιστώθηκε μόνο από τη συνέντευξη του ενδιαφερόμενου μέρους ενώπιον της Επιτροπής.
[*347]Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας καθιστά τη διοικητική απόφαση τρωτή ως αποτέλεσμα πλημμελούς άσκησης διακριτικής εξουσίας, και κατ’ επέκταση, ακυρωτέα ως ληφθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Η γενική αυτή αρχή ισχύει και στην περίπτωση που η έρευνα διεξάγεται με σκοπό τη διαπίστωση της γνώσης κάποιας ξένης γλώσσας εκ μέρους των υποψηφίων (βλ., μεταξύ άλλων, Χρυστάλλα Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας και Λουΐζα Χριστοδουλίδου ν. Της Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 145). Πέραν τούτου, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας των ευρημάτων της διοίκησης από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν, από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών (βλ., Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) 185, Demetriou v. Municipal Committee Larnaca (1986) 3 C.L.R. 2171, Vassiliou v. the Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Protoyeros v. the Republic (1987) 3 C.L.R. 2025).
Στην προκείμενη περίπτωση, για όλους τους λόγους που εύστοχα προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, ευρίσκουμε ότι οι εφεσίβλητοι δεν διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα για να εξακριβώσουν κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Η δε αιτιολογία του ευρήματος τους ότι το κατείχε δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου αφού αυτά, όπως εξηγήθηκε, ήσαν κάτι περισσότερο από ελλιπή και αμφίβολα. Τα περί του αντιθέτου ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθά.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο