Ξενοδοχειακές Eπιχειρήσεις Πλάζα Λτδ και Άλλοι ν. Συμβουλίου Bελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 ΑΑΔ 348

(1998) 3 ΑΑΔ 348

[*348]20 Μαΐου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΛΑΖΑ ΛΤΔ ΚΑΙ ΆΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1804)

 

Ξενοδοχεία και Tουριστικά Kαταλύμματα — Πληρωτέα δικαιώματα — Ο Κανονισμός 181 των περί Χωρίων (Διοίκησις και Bελτίωσις) Kανονισμών Γερμασόγειας του 1963 (Κ.Δ.Π. 271/63) — Eρμηνεία — Ποίος είναι το υποκείμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει η παράγραφος 2 του Kανονισμού.

Eρμηνεία — Eρμηνευτικές αρχές επί νομοθετημάτων — Aυστηρά γραμματική ερμηνεία και ερμηνεία με βάση το σκοπό του κανόνα δικαίου — Tάσεις και εξελίξεις — Eιδικά οι φορολογικές πρόνοιες.

H εφεσείουσα εταιρεία επιχείρησε και κατ’ έφεσιν να πείσει για την ορθότητα της ερμηνείας του Kαν. 2 (Κ.Δ.Π. 271/63) που πρότεινε, η οποία και είχε αποκρουστεί πρωτοδίκως. Tο ζητούμενο ήταν να αποδοθεί η υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων με βάση τον αριθμό διαμενόντων σε ξενοδοχείο, όχι στον ξενοδόχο, αλλά στον ιδιοκτήτη του ακινήτου.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Σύμφωνα με τη νομολογία που επικράτησε και στην Κύπρο, σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Οι λέξεις σε νομοθέτημα ερμηνεύονται κατ’ αρχήν με βάση τη φυσική και συνήθη έννοιά τους αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου.

[*349]2.       Συνάγεται από το λεκτικό του Kανονισμού 181 ως το μόνο λογικό συμπέρασμα, εφόσον ληφθεί υπόψη ο σκοπός του Kανονισμού, ότι η παράγραφος (2) η οποία αναφέρεται στην υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων, συναρτάται με την παράγραφο (3) στην οποία προσδιορίζεται το πρόσωπο, δηλαδή ο κάτοχος/διαχειριστής. Kι αυτό διότι εκείνο είναι το πρόσωπο που αρύεται το οικονομικό συμφέρον σε σχέση με το οποίο αποκτά νόημα η επιβολή της υποχρέωσης, εκείνο είναι το πρόσωπο που κατ’ επέκταση διατηρεί και τη δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης στη βάση της οποίας η υποχρέωση αποτιμάται.

    H χρήση της εναρκτήριας λέξης “Eπιπρόσθετα” στην παράγραφο (2) δεν αντιστρατεύτεται αυτό την ερμηνεία. Aν δεν υπήρχε ως δείκτης η παράγραφος (3), θα μπορούσε η λέξη να συνέδεε το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος (1) δηλαδή τον ιδιοκτήτη, με την υποχρέωση στην παράγραφο (2) και να καθίστατο αυτή η μόνη εφικτή ερμηνεία ανεξάρτητα βέβαια από το αποτέλεσμα. Όμως, με τον προσδιορισμό του προσώπου στην παράγραφο (3), δηλαδή του κατόχου/διαχειριστή, η λέξη “επιπρόσθετα” απλώς συνδέει τις αντίστοιχες ξεχωριστές υποχρεώσεις, στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι (1) και (2) με του αυτού γενικού είδους υποστατικά.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Magor and St Mellons v. Newport Corporation [1951] 2 All E.R. 839,

Carter v. Bradbeer [1975] 3 All E.R. 158,

Pepper v. Hart [1993] 1 All E.R. 42,

Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 A.A.Δ. 59,

W.T. Ramsay Ltd v. Inland Revenue Comrs [1981] 1 All E.R. 865.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) που δόθηκε στις 31 Μαΐου, 1993 (Προσφυγές Αρ. 142/92 - 157/92) με την οποία ερμηνεύθηκε πρωτόδικα ο Κανονισμός 181(2) των περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Κανονισμών Γερμασόγειας του 1963 όπως έχουν [*350]τροποποιηθεί.

Π. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χ”Αθανασίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τίθεται ως μόνο ζήτημα προς εξέταση το κατά πόσο ορθά ήταν που ερμηνεύτηκε πρωτόδικα ο Κανονισμός 181(2) των περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Κανονισμών Γερμασόγειας του 1963 (Δ.Π.Αρ. 271/63) όπως έχουν τροποποιηθεί. Παραθέτουμε τον Κανονισμό 181 ολόκληρο εφόσον, καθώς είναι προφανές, κατά την ερμηνευτική προσέγγιση της παραγράφου (2) καθίσταται αναγκαία η αναφορά και στο υπόλοιπο μέρος, κυρίως στις παραγράφους (1) και (3) στις οποίες επεκτάθηκε η συζήτηση. Έχει ως εξής:

“181. - (1) Θα πληρώνεται κάθε χρόνο από τον ιδιοκτήτη οποιουδήποτε οικήματος που βρίσκεται μέσα στην περιοχή Βελτιώσεως και το οποίο ενοικιάζεται ή παραχωρείται επί μισθώσει και χρησιμοποιείται ως ξενοδοχείο, οικοτροφείο, ξενώνας ή πανδοχείο κατά τη διάρκεια του χρόνου ή οποιοδήποτε μέρος του χρόνου, δικαίωμα το οποίο θα καθορίζεται από το Συμβούλιο κατά τον υπό εξέταση χρόνο και το οποίο δε θα υπερβαίνει το 5% (πέντε τοις εκατόν) του εισπραχθησομένου ενοικίου.

(2)  Επιπρόσθετα από τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο (1), θα πληρώνονται από την 1.1.1992 και τα πιο κάτω δικαιώματα για κάθε πρόσωπο ηλικίας άνω των δέκα χρόνων το οποίο διαμένει ή κατοικεί στα ακόλουθα υποστατικά:

Είδος υποστατικού                               Δικαιώματα

                                                                 για κάθε

                                                            διανυκτέρευση

.................................................................................................

.................................................................................................

(3) Κάθε πρόσωπο που διατηρεί οποιοδήποτε από τα πιο [*351]πάνω υποστατικά οφείλει -

(α)          Να καταχωρεί κάθε ημέρα σε βιβλίο το όνομα και το επώνυμο κάθε προσώπου που διαμένει ή κατοικεί στα υποστατικά που προαναφέρθηκαν. και

(β)          να παρουσιάζει το βιβλίο αυτό σε πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από το Συμβούλιο για επιθεώρηση, όταν τούτο ζητηθεί από αυτό.

(4) Τα πιο πάνω δικαιώματα θα πρέπει να πληρώνονται αμέσως μετά τη λήξη του μήνα τον οποίον αφορούν και όχι αργότερα από τις 30 ημέρες, διαφορετικά θα πληρώνεται τόκος 9% πάνω στα οφειλόμενα δικαιώματα.”

Το Δικαστήριο έκρινε ότι με την πρόνοια στην παράγραφο (2) η υποχρέωση για την πληρωμή των εκεί προβλεπόμενων δικαιωμάτων - τα οποία χαρακτήρισε ως “φόρο” - βαρύνει τον “κάτοχο-διαχειριστή” των υποστατικών. Κατέληξε σε αυτή την ερμηνεία αφού θεώρησε την εν λόγω υποχρέωση ως συναρτημένη με τα όσα προβλέπονται στην παράγραφο (3) ως οι ευθύνες του προσώπου που “διατηρεί” τα υποστατικά. 

Με την έφεση αμφισβητείται ότι με την εν λόγω πρόνοια επιβάλλεται οποιαδήποτε υποχρέωση στον κάτοχο-διαχειριστή. Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι, αν παρά την έλλειψη ρητού προσδιορισμού στην ίδια την παράγραφο (2) αναφορικά με το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση, μπορεί κανείς να ανατρέξει ερμηνευτικά στο υπόλοιπο του Κανονισμού, τότε πρέπει να καταλήξει ότι το πρόσωπο που υπέχει την υποχρέωση είναι το ίδιο με εκείνο στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος (1) δεδομένου ότι η υποχρέωση δυνάμει της παραγράφου (2) επιβάλλεται, όπως ρητά εκεί καθορίζεται, “επιπρόσθετα” προς εκείνη της παραγράφου (1). Το “επιπρόσθετα” σήμαινε, κατά τον συνήγορο, ότι και στις δύο περιπτώσεις κοινό σημείο αναφοράς των αντίστοιχων υποχρεώσεων  ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο. Τόνισε ότι αν επρόκειτο να πληρώνονταν τα δικαιώματα από κάποιον άλλον, δεν θα περιγράφονταν ως επιπρόσθετα. Εισηγήθηκε εξ άλλου ότι δεν μπορούσε λογικά να συνδεθεί και να ταυτιστεί η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος (3) με την υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει της παραγράφου (2). Πρόσθεσε ότι όσο και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί παράλογη η επιβολή τέτοιας υποχρέωσης στον ιδιοκτήτη, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόταν στην ερμηνεία του Κανονι[*352]σμού, όποια άποψη και αν διατηρούσε αναφορικά με τη σκοπιμότητα του Κανονισμού ή ακόμα και αν εύλογα υποψιαζόταν ότι ο Κανονισμός  δεν εξέφραζε εκείνο για το οποίο προοριζόταν. Στην προκείμενη περίπτωση, συμπέρανε ο συνήγορος, το Δικαστήριο για να “αποφύγει ..... εκείνο που θεώρησε ότι δεν θα ήταν λογικό να προβλέπει ο Κανονισμός, εισήξε ουσιαστικά στο κείμενο δικές του αντιλήψεις και πρόνοιες”. 

Η συνήγορος της άλλης πλευράς, που είχε πρωτόδικα εισηγηθεί τη δοθείσα ερμηνεία, την υποστήριξε κατά τη συζήτηση της έφεσης, ως προκύπτουσα από το ίδιο το λεκτικό του συνόλου του Κανονισμού εφόσον, όπως έπρεπε, λαμβανόταν υπόψη και ο σκοπός για τον οποίο εκδόθηκε, έτσι ώστε να του δοθεί λειτουργικότητα και λογική.

Κατά την κρίση μας, η πρωτόδικη ερμηνευτική προσέγγιση ήταν ορθή και το αποτέλεσμα της αναπόφευκτο. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία, παραδείγματα της οποίας αφθονούν στην Αγγλική νομολογία - η Magor and St Mellons v. Newport Corporation [1951] 2 All E.R. 839 (H.L.) ίσως να είναι η πιο συχνά αναφερθείσα - ανήκει, ύστερα από πολλή ταλάντευση και διχογνωμία, στο παρελθόν. Ήδη από το 1975 ο δικαστής Diplock παρατήρησε τα εξής στην Carter v. Bradbeer [1975] 3 All E.R. 158 (σελ. 161 g):

“If one looks back to the actual decisions of this House on questions of statutory construction over the past thirty years one cannot fail to be struck by the evidence of a trend away from the purely literal towards the purposive construction of statutory provisions.”

Η ερμηνεία με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος ή του Κανονισμού βέβαια, έχει πλέον εδραιωθεί και πλαισιώνεται με διάφορες εξειδικεύσεις. Η πιο σημαντική επί του ζητήματος υπόθεση είναι η Pepper v. Hart [1993] 1 All E.R. 42 (H.L.). Επιλήφθηκε της υπόθεσης η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων με ενισχυμένη σύνθεση. Ο δικαστής Browne-Wilkinson που εξέδωσε την πρώτη απόφαση ανέφερε σχετικά τα εξής (σελ. 65 c): 

“Given the purposive approach to construction now adopted by the courts in order to give effect to the true intentions of the legislature, the fine distinctions between looking for the mischief and looking for the intention in using words to provide the remedy, are technical and inappropriate.”

[*353]Ο δικαστής Griffiths σε ξεχωριστή αλλά συγκλίνουσα ομιλία  υπογράμμισε τη μεταβολή λέγοντας ότι (σελ. 50 a-b):

“The days have long passed when the courts adopted a strict constructionist view of interpretation which required them to adopt the literal meaning of the language. The courts now adopt a purposive approach which seeks to give effect to the true purpose of legislation ........”

Επικράτησε και στην Κύπρο η ίδια προσέγγιση. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59 η οποία αφορούσε, όπως και εδώ, την ερμηνεία διάταξης για την επιβολή φορολογίας. Λέχθηκαν σχετικά τα εξής (σελ. 64):

“Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ’ ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου.”

Στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά και στις ιδιαίτερες ανάγκες φορολογικών διατάξεων. Υπομνήστηκε ότι:

“Οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και δεν επιβάλλεται στον πολίτη φορολογία, εκτός εάν το λεκτικό του νόμου καθαρά επιβάλλει φορολογική υποχρέωση. Ο κανόνας ερμηνείας ότι οι φορολογικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά προς όφελος του φορολογουμένου δεν εφαρμόζεται σε πρόνοιες που, σε ορισμένες περιπτώσεις παρέχουν στο φορολογούμενο ανακούφιση ή έκπτωση.”

Δεν σήμαινε όμως ότι σε περιπτώσεις αυστηρής ερμηνείας δεν είχε θέση η αναφορά στο σκοπό του νόμου, κι αυτό προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο η Ολομέλεια εκεί προσέγγισε τη σχετική διάταξη. Το γιατί και στην περίπτωση αυστηρής ερμηνείας λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της διάταξης, το εξήγησε ο δικαστής Wilberforce στην W.T. Ramsay Ltd v. Inland Revenue Comrs [1981] 1 All E.R. 865 (H.L.) με τα εξής (σελ. 870):

“A subject is only to be taxed on clear words, not on “intendment” or on the “equity” of an Act ... What are “clear [*354]words” is to be ascertained on normal principles; these do not confine the courts to literal interpretation. There may, indeed should, be considered the context and scheme of the relevant Act as a whole, and its purpose may, indeed should, be regarded ....”

Στην προκείμενη περίπτωση συνάγεται από το λεκτικό του Κανονισμού 181 ως το μόνο λογικό συμπέρασμα, εφόσον ληφθεί υπόψη ο σκοπός του  Κανονισμού, ότι η παράγραφος (2) η οποία αναφέρεται στην υποχρέωση, συναρτάται με την παράγραφο (3) στην οποία προσδιορίζεται το πρόσωπο.  Κι αυτό διότι εκείνο είναι το πρόσωπο που αρύεται το οικονομικό συμφέρον σε σχέση με το οποίο αποκτά νόημα η επιβολή της υποχρέωσης, εκείνο είναι το πρόσωπο που κατ’ επέκταση διατηρεί και τη δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης στη βάση της οποίας η υποχρέωση αποτιμάται.

Η χρήση της εναρκτήριας λέξης “Επιπρόσθετα” στην παράγραφο (2) δεν αντιστρατεύεται αυτή την ερμηνεία. Αν δεν υπήρχε ως δείκτης η παράγραφος (3), θα μπορούσε η λέξη να συνέδεε το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος (1) με την υποχρέωση στην παράγραφο (2) και να καθίστατο αυτή η μόνη εφικτή ερμηνεία ανεξάρτητα βέβαια από το αποτέλεσμα. Όμως, με τον προσδιορισμό του προσώπου στην παράγραφο (3), η λέξη “επιπρόσθετα” απλώς συνδέει τις αντίστοιχες ξεχωριστές υποχρεώσεις στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι (1) και (2) με του αυτού γενικού είδους υποστατικά.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο