Kυπριανού Λοΐζος ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (Αρ. 1) (1998) 3 ΑΑΔ 355

(1998) 3 ΑΑΔ 355

[*355]29 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΟΪΖΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 1),

Καθ’ ης η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 672/96)

 

Eρμηνεία — Ερμηνεία νόμου — Γραμματική και τελολογική ερμηνεία — Όρια που τίθενται με βάση τη γραμματική ερμηνεία — Eρμηνεία του Άρθρου 2 του περί Nομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Aξιολόγηση, Eλευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Yπαλλήλων) Nόμου του 1990 (N. 155/90) — Tο γράμμα του Άρθρου δεν επιτρέπει την υπαγωγή της Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου στην έννοια του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Aρχή Tηλεπικοινωνιών Kύπρου — Nομική υπόσταση — Δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του Άρθρου 2 του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 (N. 155/90).

Ήχθη προς απόφαση απευθείας από την Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου το ζήτημα της ερμηνείας του N. 155/90 ως προς το κατά πόσο έχει συμμορφωθεί η καθ’ ης η αίτηση Aρχή με τις πρόνοιές του αλλά και για το αν δεσμεύεται, εν πάση περιπτώσει, να το πράξει, αν υπάγεται δηλαδή στη ρύθμιση που περιέχει ο Nόμος.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αποκρούοντας την υπαγωγή της A.TH.K. στην εμβέλεια του N.155/90, αποφάσισε ότι:

1.  H διασύνδεση του λεκτικού νοήματος μιας διάταξης με τη ratio [*356]legis τέθηκε στην υπόθεση αρ. 917/95, Aνδρέας Σωκράτους v. Δημοκρατίας, ημερ. 20/5/98. Φυσικά δεν είναι απόλυτος κανόνας η προσήλωση στις λέξεις, που εκφράζεται στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο με τη ρήση “the plain meaning rule”. Ωστόσο η εμπλοκή και άλλων ερμηνευτικών κανόνων προϋποθέτει αμφιβολίες ως προς το νόημα μιας διάταξης. H αληθινή βούληση του νομοθέτη συνάγεται κατά πρώτο λόγο από τις κείμενες διατάξεις.

     Aπό την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του Άρθρου 2 του N. 155/90 προκύπτει αβίαστα ότι η πρόνοια για κεφάλαια ή εγγυήσεις δεν αφορά μόνο τους οργανισμούς για τους οποίους προβλέπει η διάζευξη “ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου που ...” αλλά και “κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” στο πρώτο ζεύγμα. H πρόθεση του νομοθέτη φανερώνεται με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Kαι  εννοούμε τη χρήση των λέξεων “των οποίων”. Έχει φυσικά κάποια σημασία και το σημείο στίξης, το κόμμα που προηγείται. Aλλά η διπολικότητα της πρόνοιας για τα κεφάλαια και την εγγυοδοσία και η διασύνδεσή της τόσο με τους “άλλους οργανισμούς”, όσο και με “κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” καταφαίνεται από τη χρήση της παραπάνω φράσης, που είναι στον πληθυντικό. Kαι δεν είναι δυνατό παρά να αναφέρεται και στις δύο περιπτώσεις. Έτσι αποδοχή της ερμηνευτικής εκδοχής, που ανέπτυξε ο αιτητής, θα οδηγούσε αδικαιολόγητα σε υπέρβαση του γράμματος του νόμου. Περαιτέρω, δεν διαπιστώνεται καμιά διάσταση με ό,τι αναφέρει το άρθρο.

2.  H απάντηση στο ερώτημα είναι ότι οι διατάξεις του Άρθρου 3 του Nόμου αρ. 155/90 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Aρχής, που, ομολογουμένως, απέκτησε και διατηρεί την περιουσιακή της υπόσταση χωρίς κρατική παρέμβαση.

     Δε επιδικάζονται έξοδα γιατί επιλύθηκε νομικό ζήτημα που έχει αχθεί για πρώτη φορά στο δικαστήριο.

     O Πρόεδρος του Δικαστηρίου εξήγησε, σε χωριστή απόφαση, τις αρχικές επιφυλάξεις του να ομοφωνήσει και τον τρόπο της τελικής άρσεώς τους.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Tηλλυρίδης κ.ά. v. A.TH.K., Yποθέσεις Aρ. 849/94 & 853/94, ημερ. 29/11/1996,

[*357]Aλβάνης v. A.TH.K., Υπόθεση Aρ. 745/92, ημερ. 7/4/1994,

Περικλέους v. A.TH.K., Υπόθεση Aρ. 320/96, ημερ. 6/5/1997,

Σωκράτους v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 917/95, ημερ. 20/5/1998,

Θωμά v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 695/93, ημερ. 8/6/1994.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση να προάξει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Τομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού αντί του αιτητή. (Η υπόθεση εκδικάσθηκε απευθείας από την Ολομέλεια.)

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Χ”Ιωάννου, για την Καθ’ ης η αίτηση Αρχή.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π: Η απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα.

Σε ξεχωριστή απόφαση μου εκθέτω τις αρχικές μου επιφυλάξεις για την ορθότητα της ερμηνείας του όρου “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” που υιοθετείται και τους λόγους που με οδήγησαν στην άρση τους.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Τον Ιούνιο του 1996 έγιναν προαγωγές στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Με αναδρομική δύναμη από τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου. Πληρώθηκαν 8 θέσεις Τομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού, που χήρευαν. Ο αιτητής, που διεκδίκησε μια από αυτές, απέτυχε. Προάχθηκαν οι ενδιαφερόμενοι. Προβάλλει τώρα σειρά λόγων για να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Και να διευρύνει τις προοπτικές του για κατάληψη μιας από τις θέσεις.

Από την υπόθεση απομονώθηκε και συζητήθηκε ένα θέμα που δεσπόζει της προαγωγικής διαδικασίας.  Αφορά τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Υπάρχει ισχυρισμός ότι ετοιμάστηκαν το 1995 οι εκθέσεις των τριών προηγούμενων χρόνων.  Και ότι η μέθοδος αυτή ήταν παράνομη. Αντίκειται στις διατάξεις του άρθρ. 3(1) του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλή[*358]λων) Νόμου του 1990 (αρ. 155/90).

Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου ανέλαβε απευθείας δικαιοδοσία κατόπιν κοινής πρωτοβουλίας των διαδίκων. Συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει στο θέμα που ανέκυψε νομολογιακή καθοδήγηση.  Με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε εκκρεμότητα οι διαδικασίες προαγωγών όχι μόνο στην Αρχή, αλλά και σε άλλους ημικρατικούς φορείς, που δυνατό να επηρεάζει η παραπάνω πρόνοια, η οποία ορίζει ότι:

“3.(1)  Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη στους οικείους νόμους ή σε Κανονισμούς που έγιναν με βάση αυτούς και αφού τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, για όλους τους υπαλλήλους συντάσσονται Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο.”

Οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρ. 3 εξειδικεύουν τις βασικές αρχές, που πρέπει να διέπουν τη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεων. Η πιο σημαντική όμως πρόνοια παραμένει εκείνη που ενσωματώνει το εδ. 1. Οι ρυθμίσεις, που αφορούν τον τρόπο και το χρόνο κατάρτισης, πρέπει να γίνουν σε ορισμένο πλαίσιο που δεν είναι άλλο παρά η θέσπιση κανονισμών. Την έννοια του “καθορισμένος” προσφέρει πάλιν το άρθρ. 2:

“καθορισμένος” σημαίνει καθορισμένο με κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων νόμων και “καθορίζεται” ερμηνεύεται ανάλογα.”

Το αιωρούμενο σε όλες αυτές τις υποθέσεις ερώτημα είναι κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρ. 3 ισχύουν και στην περίπτωση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών ενόψει του ορισμού του όρου “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” στο άρθρ. 2 του νόμου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η παραπάνω φράση σημαίνει:

“κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου που έχει ιδρυθεί ή θα ιδρυθεί για το δημόσιο συμφέρον από νόμο, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.”

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι συζητήθηκε και μια παραπλήσια πτυχή του ερωτήματος. Ασχολήθηκαν με αυτή δύο πρωτόδικες αποφάσεις. Η κατάληξή τους όμως ήταν διαμετρικά αντίθετη. Είναι δεκτό πως η Αρχή δεν προώθησε τη ψήφιση κανονισμών με αναφορά στην εξουσιοδότηση του άρθρ. 3. Το [*359]Διοικητικό της Συμβούλιο θεώρησε πως ήταν αρκετό ότι είχε ήδη ρυθμίσει τα ζητήματα των εκθέσεων με απόφασή του, κατά την ενάσκηση σχετικής αρμοδιότητας, που παρείχε ο Καν. 23(4) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82).

Η παραπάνω θέση της Αρχής προβλήθηκε και κατίσχυσε στις υποθέσεις 849 και 853/94, Γ. Τηλλυρίδης κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ., ημερ. 29/11/96. Κρίθηκε ότι ο όρος “καθορισμένος” δεν αναφέρεται μόνο σε χρόνο μέλλοντα, αλλά και σε χρόνο παρελθόντα. Έτσι, η μεθοδολογία αξιολόγησης, που πρόκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο και ήταν σε χρήση, κατ’ εφαρμογή του Καν. 23(4), συνιστούσε συμμόρφωση προς τις διατάξεις του νέου νόμου. Αναζητήθηκε - και εντοπίστηκε - αιτιολογικό έρεισμα και στην προσφ. 745/92, Ελπιδοφόρος Αλβάνης ν. Α.ΤΗ.Κ., ημερ. 7/4/94. Η απόφαση αυτή ακύρωσε τις προαγωγές. Στην υπόθεση Τηλλυρίδη, που ακολούθησε, ζητήθηκε αναθεώρηση του αποτελέσματος της επανεξέτασης, που έγινε συνεπεία της παραπάνω ακυρωτικής απόφασης.  Θα σημειώναμε σύντομα πως άλλες ήταν οι παράμετροι που οδήγησαν σε ακύρωση στην Αλβάνης. Δεν υπήρχαν καθόλου υπηρεσιακές εκθέσεις. Η υπόθεση Τυλληρίδης προβλήθηκε από το δικηγόρο της Αρχής για ενίσχυση της θέσης της στο συζητούμενο ζήτημα.

Ο αιτητής παρέπεμψε στην προσφ. αρ. 320/96, Χαράλαμπος Περικλέους ν. Α.ΤΗ.Κ., ημερ. 6/5/97, που αφορά το ίδιο θέμα, αλλά είχε αντίθετο αποτέλεσμα.  Κρίθηκε, δηλαδή, ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις καταρτίστηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου.  Με την αιτιολογία ότι:

“Όταν ο Ν. 155/90 αναφέρεται σε καθορισμό του τρόπου σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων με Κανονισμό, δεν παραπέμπει στο φορέα της εξουσίας σύνταξής τους ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάθεση της στο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί τέτοιο “τρόπο”. Αναφέρεται στο περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και είναι αυτό που πρέπει να καθορίζεται από Κανονισμό για να υπάρχουν τα εχέγγυα που αυτή η αναβάθμιση συνεπάγεται.”

Παρόλο που η ανάμιξη στη συζήτηση των δύο παραπάνω αποφάσεων φωτίζει τις διαστάσεις του προβλήματος, εντούτοις δεν παρέχει ουσιαστική υποστήριξη σε οποιαδήποτε από τις απόψεις που έχουν εκφρασθεί.  Η υφή του ερωτήματος, που πρέπει να απαντηθεί, είναι άλλη. Η Αρχή ισχυρίζεται ότι δεν εμπίπτει στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου που περικλείει ο πα[*360]ραπάνω ορισμός. Ο λόγος που προβάλλει γιαυτό είναι πως το κράτος δεν προικοδότησε την Αρχή με τα κεφάλαια της ούτε παρέσχε εγγυήσεις γιαυτά. Με άλλα λόγια υπάρχει διαχωρισμός των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως επιμαρτυρεί η υιοθέτηση του ίδιου ορισμού από πολλά άλλα νομοθετήματα στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος της Αρχής. Με βάση το ξεχωριστό κριτήριο της προμήθειας ή εγγύησης των κεφαλαίων.

Η οικονομική αυτοτέλεια της Αρχής δεν έχει αμφισβητηθεί.  Ο αιτητής όμως ισχυρίζεται ότι ο ορισμός καλύπτει και την Αρχή. Το ίδιο το άρθρ. 122 του Συντάγματος τη χαρακτηρίζει σαν οργανισμό δημοσίου δικαίου. Την ίδια ιδιότητα της αποδίδει και ο περί των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμισις Θεμάτων Προσωπικού) Νόμος του 1970 (αρ. 61/70). Την αυτή αναγνώριση παρέχουν οι διατάξεις του περί Ωρισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων Νόμου του 1988 (αρ. 149/88). Ο νόμος αρ. 155/90 δε μεταβάλλει την αληθινή υπόσταση της Αρχής.  Είναι νομοθέτημα που αποβλέπει στην ομοιόμορφη ρύθμιση της αξιολόγησης των υπαλλήλων των οργανισμών αυτών.

Πέρα από το τελολογικό στοιχείο, το κυρίαρχο επιχείρημα στηρίχθηκε στο λεκτικό της διάταξης. Η ερμηνευτική εκδοχή που προβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή είναι ότι το πρώτο ζεύγμα, που ρητά αναφέρεται σε “κάθε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου”, περιλαμβάνει οπωσδήποτε και την Αρχή, που την υπόσταση της ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δέχθηκε εξαρχής και ο θεμελιακός μας νόμος (άρθρ. 122 του Συντάγματος).  Κατά την εισήγηση, το δεύτερο ζεύγμα (ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου) “μπορεί να καλύπτει και άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία δεν έχουν αυτούσια την ονομασία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου”.

Πρώτα ένα σύντομο διαδικαστικό θέμα, που έθιξε ο κ. Αγγελίδης, ότι ισχύει η αρχή της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας “approbation and reprobation”, που εκφράζει η λατινική φράση “quod approbo non reprobo”. Με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η συζήτηση του τεθέντος ερωτήματος. Δε διαπιστώνεται συνδρομή των προϋποθέσεων για επίκληση της αρχής. Η παρούσα δεν είναι η περίπτωση που η Αρχή αποδέχεται το πλεονέκτημα που παρέχει μια κατάσταση πραγμάτων και συγχρόνως βάλλει εναντίον της. Η υπόθεση της είναι ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάχθηκαν σύμφωνα με το νόμο, αλλά οι διατάξεις του, εν πάση περιπτώσει, δεν την αφορούν.  Είναι νόμιμες τοποθετήσεις μέσα στο πλαίσιο που δημιουργούν τα κλασσικά δικονομικά θέσμια.

[*361]Η διασύνδεση του λεκτικού νοήματος μιας διάταξης με τη ratio legis τέθηκε στην υπόθεση αρ. 917/95, Ανδρέας Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20/5/98:

“Η λεκτική διατύπωση της διάταξης αποτελεί την αφετηρία, αλλά και το όριο όλων των ερμηνευτικών προσπαθειών.  Για αυτή την αναζήτηση, το τελολογικό στοιχείο του νόμου, μπορεί, ασφαλώς, να λειτουργήσει σε συνάρτηση με το γραμματικό για τη νοηματοδότηση του.”

Φυσικά δεν είναι απόλυτος κανόνας η προσήλωση στις λέξεις, που εκφράζεται στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο με τη ρήση “the plain meaning rule”. Ωστόσο η εμπλοκή και άλλων ερμηνευτικών κανόνων προϋποθέτει αμφιβολίες ως προς το νόημα μιας διάταξης. Η αληθινή βούληση του νομοθέτη συνάγεται κατά πρώτο λόγο από τις κείμενες διατάξεις: Craies “Statute Law” 7η έκδοση (1971) σελ. 66:

“....the primary duty of a court of law is to find the natural meaning of the words used in the context in which they occur, that context including any other phrases in the Act which may throw light on the sense in which the makers of the Act used the words in dispute.”

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση αρ. 695/93, Θάσος Θωμά ν. Δημοκρατίας, ημερ. 8/6/94:

“Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του νόμου ούτε επιχειρεί με τα ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμη πιο επιθυμητή από αυτή που προβλέπει η διάταξη”.

Βλέπε επίσης απόσπασμα από το Maxwell “Interpretation of Statutes” 12η έκδοση στη σελ. 29 στο οποίο η απόφαση εκείνη παραπέμπει.

Από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου που παραθέσαμε προκύπτει αβίαστα ότι η πρόνοια για κεφάλαια ή εγγυήσεις δεν αφορά μόνο τους οργανισμούς για τους οποίους προβλέπει η διάζευξη “ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου που ...” αλλά και “κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” στο πρώτο ζεύγμα. Η πρόθεση του νομοθέτη φανερώνεται με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Και εννοούμε τη χρήση των λέξεων “των οποίων”. Έχει φυσικά κάποια σημασία και το σημείο στίξης, το [*362]κόμμα που προηγείται. Αλλά η διπολικότητα της πρόνοιας για τα κεφάλαια και την εγγυοδοσία και η διασύνδεση της τόσο με τους “άλλους οργανισμούς” όσο και με “κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” καταφαίνεται από τη χρήση της παραπάνω φράσης, που είναι στον πληθυντικό. Και δεν είναι δυνατό παρά να αναφέρεται και στις δύο περιπτώσεις. Έτσι αποδοχή της ερμηνευτικής εκδοχής, που ανέπτυξε ο αιτητής, θα οδηγούσε αδικαιολόγητα σε υπέρβαση του γράμματος του νόμου. Περαιτέρω, δε διαπιστώνεται καμιά διάσταση με ό,τι αναφέρει το άρθρο.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι οι διατάξεις του άρθρ. 3 του νόμου αρ. 155/90 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Αρχής που, ομολογουμένως, απέκτησε και διατηρεί την περιουσιακή της υπόσταση χωρίς κρατική παρέμβαση.

Δε θα επιδικάσουμε έξοδα γιατί επιλύθηκε νομικό ζήτημα που έχει αχθεί για πρώτη φορά στο δικαστήριο.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Θεωρώ υποχρέωσή μου να εκθέσω τις αρχικές μου επιφυλάξεις για την ορθότητα της ερμηνείας του όρου “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου”, που υιοθετούμε, και τους λόγους οι οποίοι με οδήγησαν στην άρση των επιφυλάξεων αυτών και, τελικά, στην ταύτισή μου με την απόφαση του Νικήτα, Δ..

Οι σκοποί του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 (Ν. 155/90) (ο “Νόμος”), όπως προβάλλουν μέσα από τις διατάξεις του, σχετίζονται με τη λειτουργία κάθε οργανισμού δημοσίου δικαίου. Αφορούν την αξιολόγηση, την αναγνώριση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και των πολιτικών δικαιωμάτων του προσωπικού και τη ρύθμιση της άσκησής τους. Τα θέματα, τα οποία ρυθμίζονται, δε σχετίζονται με τις ιδιομορφίες οποιασδήποτε κατηγορίας οργανισμών δημοσίου δικαίου. Η καθιέρωση ξεχωριστών ρυθμίσεων, στο πεδίο που καλύπτει ο Νόμος, στους διάφορους οργανισμούς δικαίου, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, αυθαίρετη. Ο περιορισμός της εμβέλειας του Νόμου σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου, τα κεφάλαια των οποίων είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, δύσκολα ευρίσκει αντικειμενικό έρεισμα. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που θεωρώ απίθανο ο νομοθέτης να ηθέλησε να περιορίσει την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου μόνο σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία· και να αποκλείσει οργανισμούς δημοσίου δικαίου, όπως η Αρχή Τηλεπικοινωνιών [*363]Κύπρου, στην οποία ρητά προσδίδεται αυτή η ιδιότητα από το Άρθρο 122 του Συντάγματος.

Η προαγωγή των σκοπών του Νόμου συνάδει με την εφαρμογή των προνοιών του σε όλους τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Όμως, η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων, όπως και πρόσφατα υποδείξαμε στην Τροκκούδη v. Πέτρου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 683 δεν καθιστά παραδεκτή, ούτε επιτρέπει απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις.

Όπως εξηγούμε στην Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86:- (σελ. 89)

“Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη.”

(Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται στη Synek Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 162. Βλ. επίσης, την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348.)

Το λεκτικό του όρου “νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου” στο Άρθρο 2 του Νόμου, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των κανόνων της γραμματικής, δεν αφήνει περιθώριο για ερμηνεία άλλη από εκείνη η οποία καθορίζεται στην απόφαση του Νικήτα, Δ..

Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, ο κατά τα άλλα, διαφαινόμενος σκοπός του νομοθέτη υποχωρεί μπροστά στο αναντίλεκτο γράμμα του Νόμου, που αποτελεί την αυθεντικότερη πηγή για τη διαπίστωση της βούλησής του.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο