Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364

(1998) 3 ΑΑΔ 364

[*364]29 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2119)

 

Διοικητική πράξη — Bεβαιωτική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή πράξη — Θεωρία και νομολογία — Περιστάσεις του βεβαιωτικού χαρακτήρα της πράξης στην κριθείσα περίπτωση — Aνυπαρξία νέας έρευνας ελλείψει νέων στοιχείων — Συνέπειες.

O εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή του, για το λόγο ότι προσέβαλλε μη εκτελεστή απόφαση.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Στην προκειμένη υπόθεση, το έγγραφο του αιτητή δεν αναφέρει νεώτερα στοιχεία προς εκτίμηση - όπως διαπιστώνει και ο Διευθυντής του Tμήματος - αλλά περιορίζεται σε απλή αντίκρουση των ευρημάτων του Διευθυντή. Δεν μαρτυρείται νέα έρευνα της υπόθεσης ή υποχρέωση για τέτοια έρευνα. Θα αρκεστούμε σε ένα παράδειγμα: το ωράριο εργασίας, που ο αιτητής θίγει στην επιστολή για αναθεώρηση ημερ. 9/6/93, ήταν αντικείμενο προηγούμενης διερεύνησης, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις. Oυσιαστικά, εδώ δεν έχουμε νέα πραγματικά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της διοίκησης κατά την αρχική της απόφαση. H επιστολή της 2/7/93 δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά επιβεβαιωτική.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*365]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Bαρέλια v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3418,

Kόμμα των Φιλελευθέρων κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Aρ. 952/91, ημερ. 14/5/93,

Δήμος Λευκωσίας v. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδης, Δ.) που δόθηκε στις 22 Μαρτίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 587/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει υποβληθέν γραπτό παράπονό του.

Ο εφεσείων παρίσταται αυτοπροσώπως.

Ε. Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Θα μας απασχολήσει μόνο η φύση της πράξης, που ήταν αντικείμενο της προσφυγής του εφεσείοντα. Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού εξέτασε την ιστορική της βάση, κατέληξε πως η επίδικη απόφαση, ημερ. 2/7/93, είναι επιβεβαιωτική της αρχικής κρίσης της διοίκησης, ημερ. 13/5/93. Και, επομένως, στερείται εκτελεστότητας. Το θέμα τέθηκε με προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας, η οποία και έγινε δεκτή. Με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής, χωρίς συζήτηση της ουσίας.

Τα γεγονότα μπορούν να καταγραφούν σχετικά σύντομα. Ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος. Άρχισε να δικηγορεί μετά την αφυπηρέτησή του από τη δημόσια υπηρεσία. Ανέκυψε θέμα κατά πόσον κατά την περίοδο μεταξύ 13/1/92 και 1/10/92 ήταν αυτοεργοδοτούμενος δικηγόρος ή εργαζόταν, με την ίδια ιδιότητα, ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο της Λευκωσίας. Στην πρώτη περίπτωση, με βάση τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας για την κοινωνική ασφάλιση, ο αιτητής είχε προσωπικά την υποχρέωση καταβολής εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσε[*366]ων. Σε αντίθετη περίπτωση υπείχε ευθύνη ο εργοδότης του.

Το γραπτό παράπονο του αιτητή, ημερ. 17/2/93, προς το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για παράλειψη του εργοδότη του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει ο νόμος έτυχε διερεύνησης. Για το σκοπό αυτό λήφθηκαν καταθέσεις από τον αιτητή καθώς και από συνεταίρους ή συνεργάτες του εν λόγω γραφείου. Ο Διευθυντής του Τμήματος, ενόψει των στοιχείων που συνέλεξε, έκρινε ότι δεν υπήρχε η απαραίτητη σχέση εξάρτησης του αιτητή με το φερόμενο ως εργοδότη του. Και τον κατέταξε στην κατηγορία των αυτοεργοδοτουμένων.

Ακολούθησε, στις 13/5/93, κοινοποίηση της παραπάνω απόφασης στον αιτητή. Μεταφέρουμε το αιτιολογικό:

“Η απόφασή μας βασίστηκε στους πιο κάτω λόγους:

(α) Με την έναρξη της συνεργασίας σας με το δικηγορικό γραφείο του κ. Παπαφιλίππου, είχατε απευθύνει επιστολή προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο στην οποία φαίνεται καθαρά ότι είσαστε συνεργάτης με το πιο πάνω αναφερόμενο δικηγορικό γραφείο.

(β) Το ωράριο εργασίας σας δεν ήταν καθορισμένο, και

(γ) Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας σας δεν ασκήτο οποιοσδήποτε έλεγχος κατά τη διεξαγωγή της εργασίας σας.”

Ο αιτητής απάντησε στις 9/6/93. Προσπάθησε να ανασκευάσει τα παραπάνω ευρήματα, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς. Ο Διευθυντής του Τμήματος δε μεταπείσθηκε. Επέμεινε ότι τους ισχυρισμούς αυτούς τους είχε ήδη εξετάσει και απορρίψει. Στην ανταπάντηση ημερ. 2/7/93 αναφέρει:

“Όλα τα σημεία που εγείρετε στην επιστολή σας είχαν αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς έρευνας που είχε διεξαχθεί από Επιθεωρητή της υπηρεσίας μας πριν σας κοινοποιηθεί η απόφαση μας ημερ. 13/5/93. Στην επιστολή σας δεν υπάρχουν νεώτερα στοιχεία που να δικαιολογούν αναθεώρηση της αρχικής απόφασης.”

Αυτή είναι η πράξη που προσβάλλει ο αιτητής.

Οι λόγοι έφεσης, που προώθησε ο εφεσείων ενώπιόν μας, κατατείνουν σε τούτο: ότι η βασική διαπίστωση του πρωτόδικου [*367]δικαστηρίου ότι η παραπάνω πράξη έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα της αρχικής άρνησης να καταταγεί ο αιτητής στην κατηγορία των μισθωτών και ότι δεν είναι εκτελεστή πράξη, είναι λανθασμένη. Όπως και το συνακόλουθο συμπέρασμα πως η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Δεδομένου ότι κατατέθηκε στις 14/9/93, μετά τη λήξη της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών.

Η θέση του εφεσείοντα, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα-αγόρευσή του, που υιοθέτησε ενώπιόν μας, είναι ότι με την επιστολή της 9/6/93 έδωσε νέα στοιχεία στη διοίκηση προς διερεύνηση Έτσι η απόφαση της 2/7/93 αποτελεί νέα κρίση εφόσον, στο μεταξύ, ο εφεσείων έδωσε με την παραπάνω επιστολή του πρόσθετα στοιχεία, τα οποία έπρεπε να είχαν εξετασθεί. Υπήρχαν, κατά την αντίληψη του αιτητή, οι προϋποθέσεις για τη λήψη εκτελεστής απόφασης. Και αυτός είναι ο αληθινός χαρακτήρας της πράξης που προσβάλλεται.

Ο αιτητής έδωσε βαρύτητα στην απόφαση του Πική, Π. (όπως δεν ήταν τότε) στην Βίκτωρα Βαρέλια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3418:

“Η σύμπτωση του περιεχομένου δυο αποφάσεων αρμόδιου οργάνου, δε συνεπάγεται απαραίτητα το χαρακτηρισμό της δεύτερης απόφασης ως βεβαιωτικής της πρώτης. Εαν η δεύτερη απόφαση εκδόθηκε μετά τη διεξαγωγή νέας έρευνας, μπορεί, ανάλογα με το περιεχόμενο της έρευνας, να αποκτήσει εκτελεστό χαρακτήρα.”

Δε διαφωνούμε με τις θέσεις αυτές. Κατοπτρίζουν τη φύση της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο. Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε και στις αποφάσεις: προσφ. αρ. 952/91, Κόμμα των Φιλελευθέρων κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 14/5/93 και Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία διέπει το ζήτημα, που ενστερνίστηκε η νομολογία μας, εξηγεί ο Μ. Δ. Στασινόπουλος “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών”, 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176, με τη συνηθισμένη καθαρότητα έκφρασης του συγγραφέα:

“Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ’ επίφασιν μεν κατόπιν νέας [*368]ερεύνης, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.”

Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:

“Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ’ όψιν.”

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το έγγραφο του αιτητή δεν αναφέρει νεώτερα στοιχεία προς εκτίμηση - όπως διαπιστώνει και ο Διευθυντής του Τμήματος - αλλά περιορίζεται σε απλή αντίκρουση των ευρημάτων του Διευθυντή. Δε μαρτυρείται νέα έρευνα της υπόθεσης ή υποχρέωση για τέτοια έρευνα. Θα αρκεστούμε σε ένα παράδειγμα:  το ωράριο εργασίας, που ο αιτητής θίγει στην επιστολή για αναθεώρηση ημερ. 9/6/93, ήταν αντικείμενο προηγούμενης διερεύνησης, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις.

Ουσιαστικά, εδώ δεν έχουμε νέα πραγματικά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της διοίκησης κατά την αρχική της απόφαση.  Η επιστολή της 2/7/93 δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά επιβεβαιωτική. Απλά υποδηλώνει την εμμονή της διοίκησης στη λύση που δόθηκε αρχικά.  Για το λόγο αυτό ορθά κρίθηκε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη. Και, πρόσθετα, εκπρόθεσμη.

Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο