Aγαθαγγέλου Nεοκλής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 3 ΑΑΔ 369

(1998) 3 ΑΑΔ 369

[*369]29 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π. ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΟΚΛΗΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΆΜΥΝΑΣ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2121)

 

Στρατός της Δημοκρατίας — Aξιωματικοί — Προαγωγές — Kατ’ εξαίρεση κρίσεις αξιωματικών δυνάμει του Kαν. 27(4) της K.Δ.Π. 90/90 — Eρμηνεία του όρου “εξαιρετικές περιστάσεις” — Διάγνωση των ορθών προϋποθέσεων εφαρμογής του Kαν. 27(4).

Oι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεση την ακύρωση των κατ’ εξαίρεση κρίσεων και προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών σε λοχαγούς, οι οποίες είχαν επικυρωθεί πρωτοδίκως.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Oι περιστάσεις που καθορίζονται στην απόφαση, σχετίζονται αποκλειστικά με τα άτομα των ενδιαφερομένων προσώπων και αφορούν την ανέλιξή τους στο στράτευμα. Oι περιστάσεις τους δεν συσχετίζονται με εκείνες άλλων αξιωματικών του στρατεύματος ούτε εξειδικεύονται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να τους προσδίδουν ιδιάζοντα χαρακτήρα. Tα γεγονότα, τα οποία προσδιορίζουν το δημόσιο συμφέρον και συντελούν στην προαγωγή τους με τη ληφθείσα απόφαση, επίσης δεν εξειδικεύονται.

     Eίναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου “εξαιρετικές περιστάσεις”, που απαντάται στον K.27(4). Kοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους. Σ’ αυτά τα στοιχεία πρέπει να θεμελιώνεται η εξαίρεση από τον κανόνα. H ύπαρξη και μό[*370]νο εξαιρετικών περιστάσεων, δεν δικαιολογεί την επίκληση του K.27(4). H άσκηση της εξουσίας πρέπει να επιβάλλεται για την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Tα γεγονότα που στοιχειοθετούν και προάγουν το δημόσιο συμφέρον, στον συγκεκριμένο τομέα της δημόσιας λειτουργίας, πρέπει να εξειδικεύονται.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση περίπτωση απουσιάζουν και οι δύο προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επίκληση του K.27(4). Oι περιστάσεις, τις οποίες επικαλείται ο Yπουργός και ενέκρινε το Yπουργικό Συμβούλιο, σχετίζονται άμεσα και αποκλειστικά με τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων προσώπων για ανέλιξη στο στράτευμα. Eλλείπει ολοσχερώς, από τις περιστάσεις αυτές, το ιδιάζων εκείνο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως εξαιρετικές. Όπως φαίνεται, οι περιστάσεις τους είναι σε γενικές γραμμές, όμοιες με εκείνες των εφεσειόντων.

3.  H συνισταμένη του δημοσίου συμφέροντος, ως προς το στράτευμα, εντοπίζεται στη λειτουργικότητα και το αξιόμαχο της δύναμης. Aπουσιάζει το στοιχείο αυτό από την απόφαση, όπως και κάθε αναφορά σε ο,τιδήποτε το οποίο θα ενίσχυε το άρτιο της δύναμης. Στην απουσία των προϋποθέσεων που έχουν προσδιοριστεί, η άσκηση της εξουσίας κάτω από τον K.27(4) απογυμνώνεται από κάθε νομικό έρεισμα. Tο παράνομο της εισήγησης του Yπουργού, που αποτελεί το θεμέλιο της απόφασης η οποία προσβάλλεται, καταρρίπτει το βάθρο της νομιμότητας και των μεταγενέστερων πτυχών της σύνθετης διοικητικής πράξης, απολήγουσας στην προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου κ.ά. v. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,

Στεφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 367,

Aντωνιάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295,

Kυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 10 Ιουλίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 256/94) με την οποία επικυρώθηκε η κατ’ εξαίρεση προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε λοχαγούς.

Σ. Οικονομίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv.vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου, 1998, κρίναμε την προσφυγή των εφεσειόντων παραδεχτή και παραμερίσαμε την πρωτόδικη απόφαση περί του αντιθέτου. Εξετάσαμε στη συνέχεια τη νομιμότητα της σύνθετης διοικητικής απόφασης, απολήγουσας στην προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, κατ΄ εξαίρεση προς τις κανονιστικές διατάξεις. Αφετηρία αποτέλεσε η απόφαση του Υπουργού για την κατ’ εξαίρεση κρίση των ενδιαφερομένων προσώπων. Εξουσία για τέτοια ενέργεια παρέχει ο Κ.27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του  1990, (Κ.Δ.Π. 90/90)* (εφεξής οι Κανονισμοί).

Ο Υπουργός Άμυνας, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, διέταξε την κατ’ εξαίρεση κρίση των ενδιαφερομένων προσώπων, μετά τη διενέργεια της οποίας αυτοί προάχθηκαν σε λοχαγούς. Το θεμέλιο των προαγωγών τέθηκε με την απόφαση του Υπουργού και την επακόλουθη έγκρισή της, για την κρίση των ενδιαφερομένων προσώπων, έξω από το καθιερωμένο νομικό πλαίσιο.

Οι εφεσείοντες κατείχαν τον ίδιο βαθμό με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ήσαν στην ίδια ουσιαστικά θέση. Παρεμβαλλόταν και στη δική τους προαγωγή η απουσία των προβλεπομένων ετησίων κρίσεων. Υποστηρίζουν πρώτο, ότι δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις που προβλέπει ο Κ.27(4), οι οποίες θα μπο[*372]ρούσαν να δικαιολογήσουν την τροχιοδρόμηση της, κατ’  εξαίρεση προς τους ισχύοντες κανονισμούς, προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων. Δεύτερο, ότι είχαν εξ αντικειμένου τις ίδιες ή καλύτερες διεκδικήσεις, σε σύγκριση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, για να τύχουν του ευεργετήματος το οποίο παρέχει ο Κ.27(4). Υπέβαλαν ότι, η κατ’ εξαίρεση προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων είναι αυθαίρετη.

Όπως υποδεικνύεται στην απόφασή μας, της 17ης Φεβρουαρίου, 1998, το συμφέρον των αιτητών να προσβάλουν την επίδικη απόφαση πηγάζει από τη θέση την οποία κατέχουν στο στράτευμα και θεμελιώνεται στο συμφέρον για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας για την κατ’ εξαίρεση προαγωγή των ομοιόβαθμών τους βάσει του Κ.27(4). Επισημάναμε ότι: «Το αντικείμενο της αναθεώρησης, εφόσον κρίνεται πραδεχτή η προσφυγή των εφεσειόντων, είναι η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού καθώς και εκείνων που προηγήθηκαν και έθεσαν το θεμέλιο για τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης.»

Παραλληλίζεται, το συμφέρον των εφεσειόντων (αιτητών), με εκείνο των μελών της αστυνομικής δύναμης, στους οποίους αναγνωρίζεται συμφέρον για τη σύννομη άσκηση εξουσίας για την προαγωγή μελών του σώματος κατ’ εξαίρεση. (Βλ. Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.) Προέχει να αποφασίσουμε, υπό το φως των γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην άσκηση της εξουσίας του Υπουργού βάσει του Κ.27(4) των Κανονισμών, κατά πόσο συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις που προβλέπει ο κανονισμός αυτός για την κατ’ εξαίρεση κρίση αξιωματικών του στρατεύματος.

Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο Υπουργός, οι οποίοι σύμφωνα με τη Δημοκρατία αποκαλύπτουν την ύπαρξη των εξαιρετικών περιστάσεων, και προσδίδουν έρεισμα την άσκηση της εξουσίας που παρέχει ο Κ.27(4), προσδιορίζονται στην πρόταση του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο και είναι οι εξής:

«4. Το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς εξέτασε, κατόπιν σχετικών αναφορών, τις παρακάτω τέσσερις περιπτώσεις Αξιωματικών  του Στρατού της Δημοκρατίας, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, θεωρούνται εξαιρετικές και εισηγείται όπως εφαρμοστούν οι διατάξεις του Κανονισμού 27(4) των προαναφερθέντων Κανονισμών:

Πρώτη περίπτωση:-

[*373]

Δύο απόφοιτοι της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ) οι:

Ανθλγός (ΤΧ) Μαλιάπης Φώτιος του Θωμά,  ΑΜ 3294 και Ανθλγός (ΥΠ) Λιασίδης Χριστόδουλος του Θρασυβούλου, ΑΜ 3299

λόγω μετεκπαίδευσής τους σε διάφορα Σχολεία εφαρμογής στην Ελλάδα και Γαλλία, αντίστοιχα, δεν είχαν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν τον προβλεπόμενο για το βαθμό τους χρόνο διοικήσεως.

Δεύτερη περίπτωση:-

Ο Ταγματάρχης (ΥΠ) Κυρκιλλής Ευάγγελος του Γεωργίου, ΑΜ 2205, λόγω υπηρεσιακών αναγκών υπηρετεί σε ειδική θέση στην οποία δεν αποκτάται χρόνος διοικήσεως για το βαθμό του.

Τρίτη περίπτωση:-

Οι Υπολοχαγοί απόφοιτοι των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών Ελλάδας των Τάξεων 1984 και 1985, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται στα συνημμένα Παραρτήματα “Α” και “Β”, για αντικειμενικούς λόγους, καθυστέρησαν να προαχθούν στο βαθμό που φέρουν, κατά 3 και 2 χρόνια, αντίστοιχα.  Οι Αξιωματικοί αυτοί κρίθηκαν κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του έτους 1990 και προήχθησαν όλοι μαζί την 1.9.1990, ενώ  κανονικά θα έπρεπε να είχαν κριθεί και προαχθεί στο βαθμό του Υπολοχαγού κατά τα έτη 1987 και 1988, αντίστοιχα, όπως συνέβη και με τους Ελλαδίτες συμμαθητές τους.

Για την περίπτωση των Αξιωματικών αυτών έχουν ήδη εξασφαλιστεί οι αναγκαίες θέσεις στον Τακτικό Προϋπολογισμό του 1993.

Τέταρτη περίπτωση:-

Ο Υπολοχαγός (ΠΖ) του Στρατού της Δημοκρατίας Κυριάκου Ανδρέας του Σπύρου, ΑΜ 2911, ο οποίος δεν είναι απόφοιτος Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής και κατέχει το βαθμό του από 1.9.1990 παρουσιάζεται στην Επετηρίδα των Υπολοχαγών Όπλων του Στρατού Ξηράς, αρχαιότερος από τους [*374]Αξιωματικούς απόφοιτους των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών Τάξεων 1984 και 1985, που αναφέρονται στην 3η περίπτωση. Κατά συνέπεια και νοουμένου ότι θα κριθούν οι Αξιωματικοί αυτοί, εκ των πραγμάτων θα πρέπει να συμπεριληφθεί μαζί τους στις κρίσεις και ο Υπολοχαγός Κυριάκου.

5. Ο Υπουργός Άμυνας, αφού έλαβε υπόψη τα δεδομένα των πιο πάνω περιπτώσεων, καθώς και τη σχετική εισήγηση του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, έκρινε ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι εξαιρετικές και ότι το συμφέρον της Υπηρεσίας απαιτεί όπως οι επηρεαζόμενοι Αξιωματικοί συμπεριληφθούν στις προσεχείς τακτικές ετήσιες κρίσεις των Αξιωματικών για το έτος 1993, οι οποίες, για αντικειμενικούς λόγους δεν έγιναν μέσα στον προβλεπόμενο από τους σχετικούς Κανονισμούς χρόνο (Μάρτιο) και προγραμματίστηκε να γίνουν μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1993.»

Οι περιστάσεις που καθορίζονται στην απόφαση, σχετίζονται αποκλειστικά με τα άτομα των ενδιαφερομένων προσώπων και αφορούν την ανέλιξή τους στο στράτευμα.  Οι περιστάσεις τους δεν συσχετίζονται με εκείνες άλλων  αξιωματικών του στρατεύματος ούτε εξειδικεύονται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία να τους προσδίδουν ιδιάζοντα χαρακτήρα. Τα γεγονότα, τα οποία  προσδιορίζουν το δημόσιο συμφέρον και συντελούν στην προαγωγή του με τη ληφθείσα απόφαση, επίσης δεν εξειδικεύονται.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις», που  απαντάται στον Κ.27(4). Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους. Σ’ αυτά τα στοιχεία πρέπει να θεμελιώνεται η εξαίρεση από τον κανόνα. Η ύπαρξη και μόνο εξαιρετικών περιστάσεων, δεν δικαιολογεί την επίκληση του Κ.27(4). Η άσκηση της εξουσίας πρέπει να επιβάλλεται για την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν και προάγουν το δημόσιο συμφέρον, στο συγκεκριμένο τομέα της δημόσιας λειτουργίας, πρέπει να εξειδικεύονται. (Βλ. Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367. Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295. Ηλίας Κυριακίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485.)

Στην προκείμενη περίπτωση απουσιάζουν και οι δύο προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επίκληση του Κ.27(4). Οι περιστάσεις, τις οποίες επικαλείται ο Υπουργός [*375]και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο, σχετίζονται άμεσα και αποκλειστικά με τις προσδοκίες των ενδιαφερομένων προσώπων για ανέλιξη στο στράτευμα. Ελλείπει ολοσχερώς, από τις περιστάσεις αυτές, το ιδιάζον εκείνο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως εξαιρετικές. Όπως φαίνεται οι περιστάσεις τους είναι, σε γενικές γραμμές, όμοιες με εκείνες των εφεσειόντων.

Η συνισταμένη του δημοσίου συμφέροντος, ως προς το στράτευμα, εντοπίζεται στη λειτουργικότητα και το αξιόμαχο της δύναμης. Απουσιάζει το στοιχείο αυτό από την απόφαση, όπως και κάθε αναφορά σε ο,τιδήποτε το οποίο θα ενίσχυε το άρτιο της δύναμης. Στην απουσία των προϋποθέσεων που έχουμε προσδιορίσει, η άσκηση της εξουσίας κάτω από τον Κ.27(4) απογυμνώνεται από κάθε νομικό έρεισμα. Το παράνομο της εισήγησης του Υπουργού, που αποτελεί το θεμέλιο της απόφασης η οποία προσβάλλεται, καταρρίπτει το βάθρο της νομιμότητας και των μεταγενέστερων πτυχών της σύνθετης διοικητικής πράξης, απολήγουσας στην προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι επίδικες διοικητικές αποφάσεις ακυρώνονται στην ολότητά τους.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο