Λεωνίδου Θεόδωρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 385

(1998) 3 ΑΑΔ 385

[*385]29 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΡΡΗ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1579)

 

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου του Tμήματος — Όροι νομιμότητός της — Eιδικά η ανάγκη αιτιολόγησης — Περιστάσεις αναιτιολογήτου της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση — Συνέπειες.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Έννομο συμφέρον συστηθέντος για προαγωγή δημοσίου υπαλλήλου να προσβάλει την επιλογή άλλου για το λόγο της αναιτιολόγητης σύστασης.

Aναθεωρητική Έφεση — Λόγοι εφέσεως — Aιτιολογία — Κατάλληλο στάδιο για προβολή του αναιτιολογήτου ενός λόγου εφέσεως είναι αυτό της προδικασίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας σύστασης προϊσταμένου επί προαγωγών ως έλλειψη αιτιολογίας της περί προαγωγής τελικής απόφασης και ως παράβαση ουσιώδους τύπου.

Διοικητική πράξη — Aιτιολογία — H αποκρυσταλλωμένη αρχή, ότι επί εκ του νόμου αιτιολογητέων πράξεων η αιτιολογία οφείλει να περιλαμβάνεται στο σώμα της πράξης.

O Eφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφα[*386]σης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Aνώτερους Eπιθεωρητές Προϊόντων. Eπίκεντρο της αμφισβήτησης, ήταν η εγκυρότητα της σύστασης του Διευθυντή.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το κατάλληλο στάδιο για την έγερση ζητήματος που άπτεται της αιτιολόγησης των λόγων της έφεσης είναι εκείνο της προδικασίας (Bλ. Eφέσεων, Προδικασία, Περιγράμματα Aγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου Προφορικών Aγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Aπόρριψη Προδήλως Aβάσιμων Eφέσεων, Διαδικαστικός Kανονισμός του 1996, Kαν. 10(ιι)). Eφόσον κατά το στάδιο της προδικασίας δεν είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα από το συνήγορο του ενδιαφερομένου μέρους, δεν μπορεί αυτό να τίθεται κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης.

2. Aναφορικά με την εισήγηση για έλλειψη έννομου συμφέροντος, η απλή περίληψη του εφεσείοντα στον κατάλογο των συστηθέντων  δεν τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη σύσταση εφόσον θεωρεί ότι αυτή πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

3. H νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως.

    Oι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου 35(4) του Nόμου έχουν αναβαθμίσει σημαντικά την αξία των συστάσεων. Tο άρθρο αυτό σε αντίθεση με το προϊσχύσαν του - Άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Yπηρεσίας Nόμου 1967 (33/67) - απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις από το Διευθυντή.

    H άποψη της Oλομέλειας ότι η απλή παραπομπή στα νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Άρθρου 35(4) για αιτιολογημένες συστάσεις έγινε δεκτή σε πολλές πρωτόδικες αποφάσεις.

    Το Δικαστήριο επικροτεί αυτές τις προσεγγίσεις. Λαμβάνεται υπόψη η μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται ο Προϊστάμενος ενός Tμήματος να περιγράψει τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Η απλή αναφορά στα πιο πάνω τρία θεσμοθετημένα κριτήρια δεν ικανοποιεί ποσώς την απαίτηση του Άρθρου 35(4) του Nόμου για αιτιολογημένες συστάσεις. H απαίτηση [*387]του Nόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

4. H επίδικη σύσταση δεν πληρεί τα πιο πάνω κριτήρια. Aποτελεί απλή αναπαραγωγή των νομοθετημένων κριτηρίων. Δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Nόμου για αιτιολογημένη σύσταση και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

5. Aποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι εφόσο η αιτιολογία απαιτείται ρητώς από το Nόμο, αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει εις το σώμα της πράξης και δεν μπορεί να αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

    Aκολουθεί πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη και λόγω της ενεργούς συμμετοχής του Διευθυντή στη διαδικασία προαγωγής είναι εσφαλμένη.

6. Eφόσον η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής απαραίτητο για την τελείωσή της. Στην απουσία έγκυρης αιτιολογίας η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. H αιτιολόγηση της σύστασης αποτελεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής, παρέκκλιση από το οποίο καθιστά την πράξη άκυρη. Aκολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου.

7. H έφεση επιτρέπεται. H προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιόν μας. Kαμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερομένου μέρους.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622,

Δημοκρατία v. Xριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,

[*388]Kέντα v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498,

Στυλιανού κ.ά. v. Xατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 A.A.Δ. 387,

Λοϊζίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4742,

Θεοκλήτου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 831/92, ημερ. 29/10/1993,

Aργύρη v. E.Δ.Y., Yπόθεση Aρ. 974/93, ημερ. 28/4/95.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδη, Δ.) που δόθηκε στις 15 Μαΐου, 1992 (Προσφυγές Αρ. 850/90 και 867/90) με την οποία επικυρώθηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Προϊόντων, Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Παπαδοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Κερίμη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με ξεχωριστές προσφυγές (με αρ. 850/90 και 867/90) οι εφεσείοντες πρόσβαλαν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (“η Ε.Δ.Υ.”) με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη (Παναγιώτης Καρσεράς και Αγαθοκλής Κερίμης) είχαν προαχθεί στη μόνιμη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή Προϊόντων, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τις δύο προσφυγές.

Η παρούσα έφεση είχε αρχικά ασκηθεί και από τους δύο εφεσείοντες. Με έγγραφο του δικηγόρου του, ημερ. 20.1.98, ο εφε[*389]σείων 2 (Ανδρέας Σαρρής, αιτητής στην Προσφυγή 867/90) απέσυρε την έφεση του στο βαθμό που τον αφορούσε. Ενόψει της απόσυρσης η έφεση του εφεσείοντα 2 απορρίπτεται χωρίς διαταγή για τα έξοδα. Θα μας απασχολήσει μόνο η έφεση του εφεσείοντα 1 (“ο εφεσείων”).

Τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα επικεντρώθηκε στη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος (“ο Διευθυντής”). Υποστήριξε ότι στερείται αιτιολογίας κατά παράβαση του άρθρου 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) (“ο Νόμος”). Παράθεση της  σύστασης θεωρείται απαραίτητη.  Θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της επιχειρηματολογίας των μερών:

“Στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής διευκρίνισε ότι, όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο του εν λόγω πρακτικού, από τους 24 υποψηφίους μόνο 15 κατέχουν όλα τα απαιτούμενα προσόντα. Από αυτούς, αφού έλαβε υπόψη ο ίδιος τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνει για προαγωγή 4 ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τους Παναγιώτη Καρσερά, Ανδρέα Σαρρή, Αγαθοκλή Κερίμη και Θεόδωρο Λεωνίδου και αφήνει στην Επιτροπή να κρίνει τους δυο καταλληλότερους.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη για τους πιο κάτω λόγους:

“Ο Γενικός Διευθυντής μετείχε ενεργά στην όλη διαδικασία προαγωγής.  Γι’ αυτό και κατέθεσε ενώπιον της ΕΔΥ το πρακτικό με τα πορίσματα της υπηρεσιακής ομάδας που εξήτασε την επάρκεια γνώσεως των υποψηφίων της Αγγλικής γλώσσας. Διευκρίνισε μάλιστα ο ίδιος στην Επιτροπή πως από τους 24 υποψηφίους μόνο οι 15 κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Στη συνέχεια δήλωσε πως, αφού έλαβε υπόψη του τα τρία κριτήρια στο σύνολο τους σύστηνε για προαγωγή 4 από τους υποψηφίους, ενώ οι θέσεις ήταν 2. Άφησε δε το θέμα της τελικής επιλογής των καταλληλότερων στην ΕΔΥ. Έγινε δηλαδή πλήρης αναφορά στην αξία, προσόντα και αρχαιότητα των υποψηφίων, που εν πάση περιπτώσει ήσαν και ενώπιον της Επιτροπής, και έκρινε πως τέσσερις από αυτούς ήσαν οι καταλληλότεροι. Με βάση αυτά τα στοιχεία δεν νομίζω να υπήρχε ο,τιδήποτε άλλο που να μπορούσε να προσθέσει ο γενικός διευθυντής για να καταστήσει τη σύσταση του πιο αιτιολογημένη.”

[*390]Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι η ενεργός συμμετοχή του Διευθυντή στη διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της σύστασης. Υποστήριξε, επίσης: η σύσταση απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου και σαν τέτοια δεν ικανοποιεί την  απαίτηση του Νόμου για αιτιολόγηση της. Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ένας από τους 4 συστηθέντες δεν μετριάζει και δεν αμβλύνει την ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή. Ο τελευταίος έχει εξισώσει τον εφεσείοντα με τους άλλους 3 συστηθέντες και η εξίσωση ήταν εντελώς αναιτιολόγητη, ενώ έπρεπε να είχε αιτιολογηθεί.

Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της Ε.Δ.Υ. αντέταξε ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη επειδή υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων. Με τη θέση αυτή συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ε.Μ. Κερίμη. Ο τελευταίος υποστήριξε - στη συνέχεια - ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλει τον πιο πάνω λόγο έφεσης “εφόσον και ο ίδιος περιελήφθηκε στους συστηθέντες από το Διευθυντή”. Εισηγήθηκε, επίσης, ότι ο πιο πάνω λόγος έφεσης στο βαθμό που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Κερίμη είναι αναιτιολόγητος.

Αρχίζουμε από την τελευταία θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του ενδιαφερόμενου μέρους.   Πρέπει να υποδείξουμε ότι το κατάλληλο στάδιο για την έγερση ζητήματος που άπτεται της αιτιολόγησης των λόγων της έφεσης είναι εκείνο της προδικασίας (Βλ. Εφέσεων, Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων, Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, Καν. 10(ιι)). Εφόσον κατά το στάδιο της προδικασίας δεν είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα από το συνήγορο του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν μπορεί αυτό να τίθεται κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης.

Αναφορικά με την εισήγηση για έλλειψη έννομου συμφέροντος θεωρούμε ότι η απλή περίληψη του εφεσείοντα στον κατάλογο των συστηθέντων δεν τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την σύσταση εφόσο θεωρεί ότι αυτή πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622, 632, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 A.A.Δ. 267, Κέντα ν. Δη[*391]μοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 A.A.Δ. 422).

Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 35(4) του Νόμου έχουν αναβαθμίσει σημαντικά την αξία των συστάσεων. Το άρθρο αυτό σε αντίθεση με το προϊσχύσαν  του - άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (33/67) - απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις από το Διευθυντή.

Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης.  Τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. και Ψωμά, πιο πάνω).

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή πηγάζει από τη ρητή επιταγή του πιο πάνω άρθρου 35(4). Στην Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψήφιους είναι ο αξιότερος από την άποψη  της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των  ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της  θέσης.

Η πιο πάνω άποψη της Ολομέλειας ότι η απλή παραπομπή στα νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) δεν ικανοποιεί την απαίτηση του άρθρου 35(4) για αιτιολογημένες συστάσεις έγινε δεκτή σε πολλές πρωτόδικες αποφάσεις (Βλ. ενδεικτικά Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4742 και Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 831/92/29.10.93 - απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)

Στην Λοϊζίδης (πιο πάνω) το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

“Ο νέος νόμος απέβλεψε στη δημιουργία πιό άξιας και απο[*392]τελεσματικής διοίκησης. Το άρθρο 35(4) ήλθε να ενισχύσει την αξιοκρατική επιλογή των δημοσίων υπαλλήλων με το να προνοήσει ρητά πως η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Το άρθρο μνημονεύει τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων και των προσωπικών φακέλων ανάμεσα στους παράγοντες που επενεργούν στην απόφαση για προαγωγή. Άρα πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απεγκλωβιστούν οι συστάσεις του Διευθυντή που συνιστούν πρόσθετο κριτήριο ανέλιξης από τα προαναφερθέντα στοιχεία.”

Στην Θεοκλήτου (πιο πάνω) το θέμα προσεγγίστηκε ως πιο κάτω:

“Η σύσταση εμπεριέχει εξ ορισμού την άποψη του Διευθυντή ως προς της υπεροχή του συστηνόμενου. Μόνη η σύνδεση της σύστασης προς τα τρία κριτήρια δεν προσθέτει οτιδήποτε. Δεν αποκαλύπτει τα πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της άποψης και δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.”

Επικροτούμε τις πιο πάνω προσεγγίσεις. Λαμβάνουμε υπόψη την μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται ο Προϊστάμενος ενός Τμήματος να περιγράψει τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Έχουμε την άποψη πως η απλή αναφορά στα πιο πάνω τρία θεσμοθετημένα κριτήρια δεν ικανοποιεί ποσώς την απαίτηση του άρθρου 34(5) του Νόμου για αιτιολογημένες συστάσεις. Η απαίτηση του Νόμου ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης (Βλ. Στυλιανού, πιο πάνω).

Η επίδικη σύσταση δεν πληρεί τα πιο πάνω κριτήρια. Αποτελεί απλή αναπαραγωγή των νομοθετημένων κριτηρίων. Δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογημένη σύσταση και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι εφόσο η αιτιολογία απαιτείται ρητώς από το Νόμο αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει εις το σώμα της πράξης και δεν μπορεί να αναπληρώνε[*393]ται από τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 185 και 267 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων (Ανατύπωση 1982), σελ. 216). Ακολουθεί πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη και λόγω της ενεργούς συμμετοχής του Διευθυντή στη διαδικασία προαγωγής είναι εσφαλμένη.

Εφόσον η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής απαραίτητο για την τελείωση της.  Στην απουσία έγκυρης αιτιολογίας η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η αιτιολόγηση της σύστασης αποτελεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής, παρέκκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη (Βλ. Αργύρη ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. 974/93/28.4.95 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, και Στασινόπουλου, πιο πάνω, σελ. 216). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου.

Η έφεση επιτρέπεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο