Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394

(1998) 3 ΑΑΔ 394

[*394]29 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΖΙΤΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2082)

 

Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Ενσωμάτωση διοικητικής πράξης σε μεταγενέστερα εκδιδόμενη εκτελεστή πράξη — Προϋποθέσεις — Προϋποθέσεις εκτελεστότητας της επιγενόμενης πράξης και το διάφορο θέμα της ενσωμάτωσης — Bεβαιωτική η δεύτερη πράξη στην κριθείσα περίπτωση — Mόνη εκτελεστή η πρώτη και προσβληθείσα στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική — Bεβαιωτική πράξη στερούμενη εκτελεστότητας — Kριτήρια και όροι — Tο ζήτημα της μεσολάβησης νέας έρευνας της υπόθεσης — Πότε προσδίδει αυτή εκτελεστότητα.

O εφεσείων αμφισβήτησε με την έφεση την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη για το λόγο ότι η πράξη κατά της οποίας στρεφόταν, είχε απωλέσει την εκτελεστότητά της ως ενσωματωθείσα σε μεταγενέστερη επί του αυτού αντικειμένου εκτελεστή πράξη των καθ’ ων η αίτηση.

O Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η απόφαση, που κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερ. 8.11.93, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, στην οποία έχει ενσωματωθεί η προσβαλλόμενη προγενέστερη εκτελεστή διοικητική πράξη ημερ. 15.10.93, ή κατά πόσο αποτελεί βεβαιωτική πράξη.

[*395]          Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της “διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν”.  Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

    (α)            Tαυτότητα της Aρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

    (β)            Tαυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

    (γ)            Tαυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

    (δ)            Tαυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

    (ε)            Tαυτότητα του διατακτικού.

2. H ενσωμάτωση εκτελεστής πράξης σε άλλη εκτελεστή πράξη επέρχεται όταν ασκείται η λεγόμενη ενδικοφανής ιεραρχική προσφυγή, οπότε η προς αναθεώρηση πράξη ενσωματώνεται στην πράξη που εκδίδεται. Το ίδιο όταν προβλέπεται από το νόμο ένσταση ή διοικητική προσφυγή σε δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο.

    Aλλά και όταν δεν πρόκειται για νέωτερη πράξη που έχει εκδοθεί μετά από ενδικοφανή προσφυγή ή ένσταση κλπ. που προβλέπεται από ειδική διάταξη, επέρχεται ενσωμάτωση μιας πράξης στην νεώτερη, όταν η τελευταία εκδόθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης “επί του αυτού αντικειμένου ανεξαρτήτως του αν έχη το αυτό ή διάφορον περιεχόμενον”.

    Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα.

3. Mε την απόφαση της 8.11.93 βεβαιούται η εμμονή της διοίκηση στην προγενέστερη απόφασή της. H απόφαση της 8.11.93 περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης. Aυτό που απομένει να εξεταστεί, είναι κατά πόσο έχει ληφθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

    Mε βάση το περιεχόμενο της επιστολής της διοίκησης προς τον εφεσείοντα, ημερ. 2.11.93, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης ημερ. 15.10.93 η διοίκηση είχε υπόψη της πληροφορίες ότι στην “Eλλάδα ενδημεί μια νέα ασθένεια που προσβάλλει και διαδίδεται με τα ακτινίδια και η οποία έχει επεκταθεί σ’ όλες τις περιοχές στην Eλλάδα που καλλιεργούνται ακτινίδια. Eπομένως η διερεύνηση η οποία έλαβεν χώραν με το διάβημα της διοίκησης προς τις αρμόδιες Eλληνικές Yπηρεσίες [*396](βλ. επιστολή της ημερ. 25.10.93) αποσκοπούσε στην διερεύνηση προϋπαρχόντων μεν στοιχείων αλλά “ουχί τέως αγνώστων”.

    Mε την “νέα έρευνα” η διοίκηση διερεύνησε το στοιχείο των φυτοϋγειονομικών όρων. Αυτό το στοιχείο προϋπήρχε, δεν ήταν τέως άγνωστο και είχε ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης.

    Aπό τα πιο πάνω και από τον όλο φάκελο προκύπτει ότι η απόφαση - της 8.11.93 - η οποία έχει εκδοθεί σαν αποτέλεσμα του πιο πάνω διαβήματος, δεν έχει εκδοθεί “επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων, αλλά κατόπιν επανερεύνης των αυτών πραγματικών στοιχείων, άτινα είχαν ληφθή υπ’ όψει κατά την έκδοσιν της προγενεστέρας πράξεως”. Aκολουθεί πως η μεταγενέστερη απόφαση - της 8.11.93 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτική. Σαν πράξη βεβαιωτική δεν είναι ικανή να ενσωματώσει την προγενέστερη - ημερ. 15.10.93 - εκτελεστή πράξη. H περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

4. H “νέα έρευνα” στην οποία έχει προβεί η διοίκηση δεν είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή εκτελεστής διοικητικής πράξης και για τον πιο κάτω λόγο:

    Έχει απλώς απολήξει σε συμπλήρωση, ενίσχυση και επιβεβαίωση της αρχικής αιτιολογίας την οποία δεν έχει ποσώς ανατρέψει. Περαιτέρω, καθώς φαίνεται από το φάκελό της, η διοίκηση εξακολουθεί πράγματι να κρίνει ότι η αρχική αιτιολογία ήταν επαρκής.

    O Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε σε διάφορο αποτέλεσμα σε χωριστή απόφασή του ενώ ο Γαβριηλίδης, Δ., στη δική του απόφαση συμφώνησε με το διατακτικό της αποφάσεως της πλειοψηφίας, αλλά με διάφορο σκεπτικό.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1994) 3 A.A.Δ. 519,

Kωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,

Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566,

Asaad v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1529.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 18 Απριλίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 929/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων να απαγορεύσει την εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα.

Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου (Νικήτας, Καλλής, Κραμβής, Δ.Δ.) θεωρεί το αντικείμενο της προσφυγής ως εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Καλλής. Στο παραδεκτό της έφεσης συμφωνεί και ο Δικαστή Γαβριηλίδης αλλά για διαφορετικούς λόγους οι οποίοι εξηγούνται στη δική του απόφαση.  Εγώ καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγούνται στην ξεχωριστή μου απόφαση.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με επιστολή του ημερ. 20.9.93 προς τον Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, ο εφεσείων ζήτησε άδεια “για φυτοπαθολογικούς όρους” για την εισαγωγή 100 τόνων ακτινιδίων για το μήνα Οκτώβριο. Το Τμήμα Γεωργίας αρνήθηκε να χορηγήσει την ζητηθείσα άδεια. Πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι “για φυτοϋγειονομικούς λόγους δεν παραχωρείται άδεια εισαγωγής ακτινιδίων” (Βλ. επιστολή ημερ. 15.10.93*).

Ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία του εφεσείοντα με αρμοδίους υπαλλήλους του Τμήματος Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, όπως επίσης και ανταλλαγή επιστολών των δικηγόρων του εφεσείοντα με αρμόδιους του Τμήματος και με τον ίδιο τον Υπουργό Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.

Ο Υπουργός απάντησε στην επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 1.11.93. Ανέφερε ότι δεν ήταν ακόμα δυνατή η έκδοση οποιασδήποτε φυτοϋγειονομικής άδειας εισαγωγής στον πελάτη τους, γιατί βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η διερεύνηση πληροφοριών ότι στην Ελλάδα ενδημούσε μια νέα ασθένεια.

Το Τμήμα Γεωργίας με επιστολή του ημερ. 25.10.93*, ζήτησε να πληροφορηθεί από τη Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία Διεύθυνσης Προστασίας Φυτών, Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας, κατά πόσον η εν λόγω υπηρεσία μπορούσε να συμμορφωθεί πλήρως με τους φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούνται για την εισαγωγή ακτινιδίων στην Κύπρο και επιπρόσθετα με τον όρο 1 ότι τα ακτινίδια “προέρχονται από περιοχή που δεν έχουν εντοπιστεί κατά την τελευταία καλλιεργητική περίοδο τα έντομα” τα οποία αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή.

Στις 2.11.93 λήφθηκε στο Τμήμα Γεωργίας η απάντηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας της Ελλάδας.   Πληροφόρησε το Τμήμα Γεωργίας ότι δεν μπορούσε να εκπλη[*399]ρώσει τους ειδικούς φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούντο για την εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Ακολούθησαν και άλλες επιστολές μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων και στις 8.11.93 στάληκε στον εφεσείοντα από το Τμήμα Γεωργίας, η εξής επιστολή:

“Σε συνέχεια των επιστολών μας με ημερ. 15.10.93, 22.10.93 και 2.11.93 με αρ. φακ. 141/80 σχετικά με την εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα, σας πληροφορώ ότι κατόπιν των σχετικών επαφών μας με τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, μας πληροφόρησαν ότι δεν δύνανται να εκπληρώσουν τους φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούνται για την εισαγωγή ακτινιδίων στην Κύπρο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει τέτοια εισαγωγή.”

Η προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων στις 26.11.93 στρεφόταν κατά της απόφασης που περιεχόταν στην πιο πάνω επιστολή, ημερ. 15.10.93. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 15.10.93 στερείται εκτελεστότητας, εφόσον έχει τυπικά και ουσιαστικά ενσωματωθεί στην μεταγενέστερη απόφαση των εφεσιβλήτων, και η οποία είναι και η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε και ο χρόνος για την έγκαιρη προσβολή της έχει ήδη παρέλθει.

Το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση των εφεσιβλήτων. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

“Είναι κατά την άποψη μου καθαρό, ειδικά από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα με τις αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα για διαπίστωση ύπαρξης ασθενειών πριν την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 15.10.93. Οι καθ’ ων η αίτηση πιθανό να είχαν πληροφορίες (όπως εξάλλου ισχυρίζονται) για ύπαρξη τέτοιων ασθενειών τις οποίες όμως δεν διερεύνησαν. Απλώς πληροφόρησαν τον αιτητή με την επιστολή ημερ. 15.10.93, ότι η αίτηση του για εισαγωγή ακτινιδίων απορρίπτεται ’για φυτοϋγειονομικούς λόγους’. Η μόνη έρευνα που διεξήχθη είναι αυτή που έλαβε χώρα μετά την απόρριψη της αίτησης και μετά την επιστολή των δικηγόρων του αιτητή ημερ. 25.10.93, με την οποία ζητείτο επανεξέταση της υπόθεσης.

Η έρευνα αυτή, παρόλον που δεν αποτελεί ‘νέα έρευνα’ [*400]και παρόλον που κατά την άποψη μου για σκοπούς χρηστής διοίκησης θα έπρεπε να είχε γίνει πριν τη λήψη της απόφασης ημερ. 15.10.93, δεν παύει από του να είναι έρευνα της υπόθεσης η οποία επιβεβαίωσε ότι οι φυτοϋγειονομικοί όροι που απαιτούντο για την εισαγωγή ακτινιδίων, δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.

Το γεγονός αυτό προσδίδει κατά την άποψή μου, εκτελεστότητα στη μεταγενέστερη απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 8.11.93 και αποστερεί την πρώτη από την εκτελεστότητά της, η οποία αναπόφευκτα ενσωματώθηκε στην απόφαση ημερ. 8.11.93.”

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης του το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

Η έφεση.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 15.10.93 είναι εκτελεστή διοικητική απόφαση “εφ’ όσον δι’ αυτής παράγονται έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να εφαρμοστούν αμέσως”. Ο εκτελεστός χαρακτήρας της προσβαλλόμενης απόφασης - συνεχίζει η εισήγηση - “συνίσταται στο ότι δι’ αυτής επήλθε για πρώτη φορά και αμέσως μεταβολή στην υφιστάμενη έννομη κατάσταση του εφεσείοντα εφ’ όσον αυτός στερήθηκε του διοικητικής φύσεως δικαιώματος του να εισάγει ακτινίδια από την Ελλάδα (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236-7 και Η. Κυριακόπουλου, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Γ΄ Ειδικόν Μέρος, Έκδοσις Τέταρτη 1962, σελ. 92-96, και Θ. Τσάτσος, Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η έκδοση, σελ. 120-123).

Ο εφεσείων υποστήριξε περαιτέρω ότι το περιεχόμενο της επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 8.11.93, απλώς επιβεβαιώνει ή/και επαναλαμβάνει την προγενέστερη εκτελεστή απορριπτική απόφαση τους ημερ. 15.10.93 σχετικώς με αίτημα του εφεσείοντος, το οποίο υποβλήθηκε δι’ επιστολής ημερ. 20.9.93 όπως του επιτραπεί η εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα.  Η απλή εμμονή των εφεσιβλήτων στην προειλημμένη απορριπτική απόφαση τους ημερ. 15.10.93 και η διατήρηση της έννομης κατάστασης που η απόφαση ημερ. 15.10.93 είχε ήδη δημιουργήσει καθιστά το περιεχόμενο της επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 8.11.93 απλώς επιβεβαιωτικό. Ο βεβαιωτικός χαρακτήρας του περιεχομένου της επιστολής ημερ. 8.11.93 καταδεικνύεται και από το γεγονός πως τόσο η προσβαλ[*401]λόμενη απόφαση ημερ. 15.10.93 όσον και η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 8.11.93:

“α) εξεδόθηκαν από την ίδια διοικητική αρχή (τον Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων) και

β)     απευθύνονται στο ίδιο πρόσωπο (τον εφεσείοντα) και

γ) παραθέτουν την ίδια αιτιολογία (απόρριψη του επίδικου αιτήματος για ‘φυτοϋγειονομικούς λόγους’) την οποίαν, εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείωνθεωρεί ως ανεπαρκή ή/και παράνομη ή/και αόριστη και

δ)     έχουν το ίδιο διατακτικό (απόρριψη του επίδικου αιτήματος)”.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η απόφαση που κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερ. 8.11.93 αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη στην οποία έχει ενσωματωθεί η προσβαλλόμενη προγενέστερη εκτελεστή διοικητική πράξη ημερ. 15.10.93 ή κατά πόσο αποτελεί βεβαιωτική πράξη.

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της “διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν”. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α)   Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β)   Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ)   Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ)   Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, “Αίτησις Ακυρώσεως”, Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 [*402]- απόφαση της Ολομέλειας).

Η ενσωμάτωση εκτελεστής πράξης σε άλλη εκτελεστή πράξη επέρχεται “οσάκις ασκείται κατά ταύτης” η λεγόμενη ενδικοφανής ιεραρχική προσφυγή, όπως π.χ. αίτηση αναθεώρησης “θεσπιζόμενη ειδικώς υπό του Νόμου” για το συγκεκριμένο θέμα οπότε “η καθ’ ης η αίτησις αναθεωρήσεως, πράξις ενσωματούται εις την κατ’ αναθεώρησιν εκδιδομένην. Το αυτό ισχύει και επί πράξεως, καθ’ ης ησκήθη ένστασις νόμω προβλεπομένη, και ήτις ενσωματούται εις την επί της ενστάσεως εκδιδομένην. Επίσης ενσωματούται η πράξις πρωτοβαθμίου διοικητικού οργάνου κατόπιν προσφυγής, κατά νόμον ασκουμένης ενώπιον δευτεροβαθμίου, εις την απόφασιν του τελευταίου, ως λ.χ. γνωμοδότησις ανακριτικού συμβουλίου κατά τον νόμον περί καταστάσεως αξιωματικών: 799(55).”

Αλλά και όταν δεν πρόκειται για νεώτερη πράξη που έχει εκδοθεί μετά από ενδικοφανή προσφυγή ή ένσταση κλπ. που προβλέπεται από ειδική διάταξη, επέρχεται ενσωμάτωση μιας πράξης στην νεώτερη, όταν η τελευταία εκδόθηκε μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης “επί του αυτού αντικειμένου ανεξαρτήτως του αν έχη το αυτό ή διαφόρον περιεχόμενον” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 242).

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)

Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών”, Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

“Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ’ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ’ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θε[*403]ωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ’ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ’ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέως πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ’ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.”

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)

Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:

“Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί.  Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν’ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή.  Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

.......................................................................................................

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ’ όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ’ ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν [*404]εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.”

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: “Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ’ όψιν”).

Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε “ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων” αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1529, 1532).

Με την απόφαση της 8.11.93 βεβαιούται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφασή της. Η απόφαση της 8.11.93 περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης (Βλ. Pieris, πιο πάνω). Αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο έχει ληφθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Με βάση το περιεχόμενο της επιστολής της διοίκησης προς τον εφεσείοντα, ημερ. 2.11.93, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης ημερ. 15.10.93 η διοίκηση είχε υπόψη της πληροφορίες ότι στην “Ελλάδα ενδημεί μια νέα ασθένεια που προσβάλλει και διαδίδεται με τα ακτινίδια και η οποία έχει επεκταθεί σ’ όλες τις περιοχές στην Ελλάδα που καλλιεργούνται ακτινίδια.” Επομένως η διερεύνηση η οποία έλαβε χώραν με το διάβημα της διοίκησης προς τις αρμόδιες Ελληνικές Υπηρεσίες (βλ. επιστολή της ημερ. 25.10.93) αποσκοπούσε στην διερεύνηση προϋπαρχόντων μεν στοιχείων αλλά “ουχί τέως αγνώστων”.

Με την “νέα έρευνα” η διοίκηση διερεύνησε το στοιχείο των φυτοϋγειονομικών όρων. Αυτό το στοιχείο προϋπήρχε, δεν ήταν τέως άγνωστο και είχε ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Όπως έχει υποδειχθεί η διοίκηση είχε υπόψη της σχετικές πληροφορίες κατά την έκδοση της απόφασης της 15.10.93.

[*405]Από τα πιο πάνω και από τον όλο φάκελο προκύπτει ότι η απόφαση - της 8.11.93 - η οποία έχει εκδοθεί σαν αποτέλεσμα του πιο πάνω διαβήματος, δεν έχει εκδοθεί “επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων, αλλά κατόπιν επανερεύνης των αυτών πραγματικών στοιχείων, άτινα είχαν ληφθή υπ’ όψει κατά την έκδοσιν της προγενεστέρας πράξεως”. Ακολουθεί πως η μεταγενέστερη απόφαση - της 8.11.93 - δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη βεβαιωτική (Βλ. απόφαση του Στ.Ε. 1833/65 και Asaad (πιο πάνω)). Σαν πράξη βεβαιωτική δεν είναι ικανή να ενσωματώσει την προγενέστερη - ημερ. 15.10.93 - εκτελεστή πράξη. Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη και η έφεση επιτρέπεται.

Η “νέα έρευνα” στην οποία έχει προβεί η διοίκηση δεν είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή εκτελεστής διοικητικής πράξης και για τον πιο κάτω λόγο:

Έχει απλώς απολήξει σε συμπλήρωση, ενίσχυση και επιβεβαίωση της αρχικής αιτιολογίας την οποία δεν έχει ποσώς ανατρέψει. Περαιτέρω, καθώς φαίνεται από το φάκελό της, η διοίκηση εξακολουθεί πράγματι να κρίνει ότι η αρχική αιτιολογία ήταν επαρκής (Βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 237).

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Θα δοθεί ημερομηνία για την εξέταση της νομιμότητας της απόφασης της 15.10.93.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή του ημερομηνίας 20/9/1993 ο εφεσείων αποτάθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας (ο Διευθυντής), του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, για να εξασφαλίσει φυτοϋγειονομική άδεια εισαγωγής 100 τόνων ακτινιδίων από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(δ) των Περί Εισαγωγής (Έλεγχος) των Γεωργικών Προϊόντων Διαταγμάτων 1957-1992, η εισαγωγή φρέσκων φρούτων στην Κύπρο απαγορεύεται, εκτός αν έχει εκ των προτέρων εξασφαλιστεί άδεια  από το Διευθυντή η οποία να περιέχει τους εκάστοτε φυτοϋγειονομικούς όρους που πρέπει να τηρούνται για τη συγκεκριμένη εισαγωγή.

Στις 15/10/1993 αποστάληκε στον αιτητή η ακόλουθη απαντητική επιστολή, εκ μέρους του Διευθυντή:-

“Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 20/9/93 με την [*406]οποία ζητάτε άδεια εισαγωγής 100 τόνων ακτινιδίων από την Ελλάδα και σας πληροφορώ ότι, για φυτοϋγειονομικούς λόγους, δεν παραχωρείται άδεια εισαγωγής ακτινιδίων.”

Ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία του εφεσείοντα με αρμόδιους του Τμήματος Γεωργίας όπως, επίσης, και ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δικηγόρων του εφεσείοντα και αρμοδίων του Υπουργείου, περιλαμβανομένου του ιδίου του Υπουργού Γεωργίας.

Με νεότερη επιστολή του, ημερομηνίας 22/10/1993, το Τμήμα Γεωργίας πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι, για σκοπούς καλύτερης φυτοπροστασίας του τόπου, οι φυτοϋγειονομικοί όροι εισαγωγής ακτινιδίων τελούσαν υπό επαναθεώρηση και ότι θα του παραχωρείτο η φυτοϋγειονομική άδεια με τους απαιτούμενους αναθεωρημένους όρους όταν θα ολοκληρώνετο η μελέτη του θέματος.

Ακολούθησε νέα επείγουσα επιστολή των δικηγόρων του εφεσείοντα προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 25/10/1993, με την οποία εκαλείτο να δώσει οδηγίες για την άμεση επανεξέταση του θέματος και τη χορήγηση της σχετικής φυτοϋγειονομικής άδειας στον εφεσείοντα.

Αυθημερόν, το Τμήμα Γεωργίας, πρώτα από τηλεφώνου και, στη συνέχεια, γραπτώς, ζήτησε να πληροφορηθεί από τη Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας της Ελλάδας κατά πόσον, η Υπηρεσία, μπορούσε να συμμορφωθεί πλήρως με τους φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούντο για την εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Η σχετική επιστολή προς την Ελληνική Υπηρεσία είχε ως εξής:-

“25 Οκτωβρίου, 1993

Αγαπητέ κ. Λούσκα,

Σε συνέχεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχατε στις 25/10/93 με τον κ. Λ. Κασάπη, Γεωργικό Λειτουργό στον Κλάδο Προστασίας Φυτών του Τμήματος Γεωργίας, επισυνάπτω τους φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούνται για την εισαγωγή ακτινιδίων στην Κύπρο.

Παρακαλώ όπως μας πληροφορήσετε το συντομότερο δυνατό, κατά πόσο η φυτοϋγειονομική υπηρεσία της Ελλάδας [*407]μπορεί να συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους αυτούς και ιδιαίτερα με τον επιπρόσθετο όρο 1, ότι τα ακτινίδια προέρχονται από περιοχή που δεν έχουν εντοπιστεί κατά την τελευταία καλλιεργητική περίοδο τα έντομα:-

-Pseudaulacaspispentagona,

-Bothynoderes punctiventris,

-Tamymecus dilaticollis,

-Empoasca flavescens,

-Melolontha melolontha,

-Panomychus ulmi,

-Epiphyas postvittana,

-Pucciniastum actinidiae,

-Hemiberlesia rapax

                                                           Με εκτίμηση,

                                                       (Δρ. Ι.Φ. Ζύγκας)

                                           για Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας”

Στις 2/11/1993 λήφθηκε στο Τμήμα Γεωργίας η απάντηση από την Ελλάδα στην οποία αναφέρετο ότι η εκεί Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία δεν μπορούσε να εκπληρώσει τους εν λόγω φυτοϋγειονομικούς όρους.

Ακολούθησε και άλλη αλληλογραφία μεταξύ του εφεσείοντος και του Τμήματος Γεωργίας μέχρι που, στις 8/11/1993, αποστάληκε στον εφεσείοντα η ακόλουθη επιστολή:-

“Σε συνέχεια των επιστολών μας με ημ. 15/10/93, 22/10/93 και 2/11/93 με αρ. φακ. 141/80 σχετικά με την εισαγωγή ακτινιδίων από την Ελλάδα, σας πληροφορώ ότι κατόπιν των σχετικών επαφών μας με τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, μας πληροφόρησαν ότι δεν δύνανται να εκπληρώσουν τους φυτοϋγειονομικούς όρους που απαιτούνται για την εισαγωγή ακτινιδίων στην Κύπρο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει τέτοια εισαγωγή.”

Στις 26/11/1993 ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αντικείμενο το περιεχόμενο της επιστολής του Τμήματος Γεωργίας ημερομηνίας 15/10/1993.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η συνήγορος των εφεσιβλήτων πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλ[*408]λόμενη απόφαση της 15/10/1993 είχε απωλέσει την εκτελεστότητά της, εφ’ όσον, τυπικά, αλλά και ουσιαστικά, είχε ενσωματωθεί στη μεταγενέστερη απόφαση των εφεσιβλήτων, η οποία, αφού λήφθηκε ύστερα από διερεύνηση του θέματος με τις αρμόδιες ελληνικές Αρχές, κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή της 8/11/1993.  Η δεύτερη αυτή απόφαση, που είναι και η μόνη εκτελεστή, δεν προσβλήθηκε μέσα στην προθεσμία που προβλέπει το Σύνταγμα.

Αντίθετα, οι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ότι εκτελεστή είναι η απόφαση της 15/10/1993 γιατί με αυτή επηρεάστηκαν, για πρώτη φορά, αρνητικά τα δικαιώματα του εφεσείοντα.  Με την επιστολή της 8/11/1993, συνέχισαν, οι εφεσίβλητοι απλώς επιβεβαίωσαν την απόφαση της 15/10/1993, με την οποία απέρριψαν το αίτημα του εφεσείοντα, και, επομένως, η απόφαση της 8/11/1993 είναι καθαρά βεβαιωτική εκείνης της 15/10/1993.  Οι συνήγοροι του εφεσείοντα ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν φαίνεται να είχε μεσολαβήσει οποιαδήποτε νέα έρευνα μεταξύ της αποφάσεως της 15/10/1993 και της αποφάσεως της 8/11/1993.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή τη θέση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων και απέρριψε την προσφυγή με το δικαιολογητικό ότι στρεφόταν κατά αποφάσεως που είχε απωλέσει την εκτελεστότητά της λόγω ενσωματώσεώς της σε μεταγενέστερη εκτελεστή απόφαση, η οποία, όμως, δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα.  Είπε χαρακτηριστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

“Είναι κατά την άποψη μου καθαρό, ειδικά από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα με τις αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα για διαπίστωση ύπαρξης ασθενειών πριν την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 15.10.93. Οι καθ’ ων η αίτηση πιθανό να είχαν πληροφορίες (όπως εξάλλου ισχυρίζονται) για ύπαρξη τέτοιων ασθενειών τις οποίες όμως δεν διερεύνησαν. Απλώς πληροφόρησαν τον αιτητή με τηνεπιστολή ημερ. 15.10.93, ότι η αίτηση του για εισαγωγή ακτινιδίων απορρίπτεται “για φυτοϋγειονομικούς λόγους”.  Η μόνη έρευνα που διεξήχθη είναι αυτή που έλαβε χώρα μετά την απόρριψη της αίτησης και μετά την επιστολή των δικηγόρων του αιτητή ημερ. 25.10.93, με την οποία ζητείτο επανεξέταση της υπόθεσης.

Η έρευνα αυτή, παρόλον που δεν αποτελεί “νέα έρευνα” [*409]και παρόλον που κατά την άποψη μου για σκοπούς χρηστής διοίκησης θα έπρεπε να είχε γίνει πριν τη λήψη της απόφασης ημερ. 15.10.93, δεν παύει από του να είναι έρευνα της υπόθεσης η οποία επιβεβαίωσε ότι οι φυτοϋγειονομικοί όροι που απαιτούντο για την εισαγωγή ακτινιδίων, δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές.

Το γεγονός αυτό προσδίδει κατά την άποψή μου, εκτελεστότητα στη μεταγενέστερη απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 8.11.93 και αποστερεί την πρώτη από την εκτελεστότητα της, η οποία αναπόφευκτα ενσωματώθηκε στην απόφαση ημερ. 8.11.93.

Ενόψει του πιο πάνω συμπεράσματός μου, καθίσταται περιττή η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.”       

Τόσο στα περιγράμματα των αγορεύσεών τους όσο και στις προφορικές αγορεύσεις τους ενώπιόν μας οι συνήγοροι των δύο πλευρών τήρησαν τις ίδιες θέσεις, όπως και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Μελέτησα με προσοχή το ερώτημα κατά πόσον είναι ορθό το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της 8/11/1993 είναι εκτελεστή και ότι σ’ αυτή ενσωματώθηκε η απόφαση της 15/10/1993, με αποτέλεσμα να απωλέσει την εκτελεστότητά της. Κατάληξα σε θετική απάντηση. Από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου, η απόφαση της 15/10/1993 δεν φαίνεται να λήφθηκε μετά από οποιαδήποτε σοβαρή ή αξιόλογη έρευνα. Ουσιαστική έρευνα έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο, ύστερα από τις διαμαρτυρίες του εφεσείοντος και των δικηγόρων του, έρευνα που οδήγησε στην απόφαση της 8/11/1993. Άλλωστε, όπως προκύπτει με σαφήνεια από την ίδια την επιστολή της 8/11/1993, το Τμήμα Γεωργίας εξάρτησε απόλυτα την παροχή ή μη της σχετικής άδειας στον εφεσείοντα από τη γραπτή απάντηση, θετική ή αρνητική, που θα έπαιρνε, όπως και πήρε, στις 2/11/1993, από την Ελληνική Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία με την οποία, σημειωτέον, η πρώτη τηλεφωνική επαφή έγινε μετά τις 15/10/1993, κατ’ ακρίβεια στις 25/10/1993 (Κασάπης - Λούσκας). Αν η απάντηση, αντί αρνητική, ήταν θετική, τότε, αναμφίβολα, θετική θα ήταν και η ανταπόκριση του Τμήματος στο αίτημα του εφεσείοντα. 

Συμφωνώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην απόφαση [*410]της 8/11/1993 πράγματι ενσωματώθηκε εκείνη της 15/10/1993.

Το ζήτημα, όμως, κατά την άποψή μου, δεν λήγει εδώ.

Προβάλλει το ακόλουθο ερώτημα: Μήπως θα ’πρεπε να θεωρηθεί ότι, με την απόφαση της 15/10/1993, που προσβάλλεται με την προσφυγή, παράλληλα συμπροσβάλλεται και η συνδεόμενη μεταγενέστερη απόφαση της 8/11/1993, που λήφθηκε πριν την καταχώριση της προσφυγής, στην οποία και ενσωματώθηκε, επειδή απώλεσε την εκτελεστότητά της, εκείνη της 15/10/1993;

Επειδή το ερώτημα άπτεται του παραδεκτού της προσφυγής (αν, δηλαδή, το δικόγραφο της προσφυγής θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο που να θεωρηθεί ότι προσβάλλει εμπρόθεσμα και την εκτελεστή απόφαση της 8/11/1993) και, κατ’ επέκταση, της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να υπεισέλθει και εξετάσει την προσφυγή στην ουσία της, θα προχωρήσω και θα το εξετάσω αυτεπάγγελτα.

Η κυπριακή νομολογία δεν δίδει την απάντηση. Την δίδει, όμως, καταφατικά, η μητέρα τροφός της, η ελληνική.

Το ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ήδη από το 1932.

Στην υπόθεση Σ.Ε. 111/1932 αναφέρονται τα εξής:-

“Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις στρέφεται μεν ρητώς κατά της πρώτης πράξεως του Ανωτάτου Στρατ. Συμβουλίου αλλ’ εφ’ όσον και η δευτέρα πράξις, εκδοθείσα μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως αποτελεί ιδίαν εκτελεστήν και ουχί επιβεβαιωτικήν απλώς πράξιν, η αίτησις δέον να ερμηνευθή ως στρεφομένη και κατ’ αυτής. ...”

Ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας πάνω στις ίδιες γραμμές.  Θα παραθέσουμε μερικές.

Στην υπόθεση Σ.Ε. 143/1955 (Ολομέλειας) αναφέρεται :-

“Επειδή διά της υπό κρίσιν, εμπροθέσμως ασκηθείσης, αιτήσεως ακυρώσεως, ... ο αιτών, ... εξαιτείται την ακύρωσιν της ... υπ’ ... 2-7-1954 αποφάσεως του Υπουργού Συγκοινωνιών, ...

Επειδή προ της ασκήσεως της υπό κρίσιν αιτήσεως ακυ[*411]ρώσεως, ... εξεδόθησαν το μεν αι υπ’ ... 4-8-1954 υπουργικαί αποφάσεις, δι’ ων ετροποποιήθη η προσβαλλομένη ..., το δε η υπ’ ... 13-8-1954 απόφασις του Υπουργού Συγκοινωνιών, δι’ ης επετράπη ... Αι πράξεις αύται, συμπληρούσαι την προσβαλλομένην τοιαύτην, ήτις μάλιστα ενεσωματώθη εις την ολοκληρώσασαν την διοικητικήν ενέργειαν της τοποθετήσεως του λεωφορείου υπ’ ... 13-8-1954 υπουργικήν απόφασιν, δέον να θεωρηθώσιν ως συμπροσβαλλόμεναι μετά της αρχικής και δια της υπό κρίσιν αιτήσεως προσβαλλομένης υπ’ ... 2-7-1954 αποφάσεως ...”

Στην υπόθεση Σ.Ε. 537/1957 (Ολομέλειας) αναφέρεται:-

“Επειδή διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, ... διώκεται η ακύρωσις της υπ’ ... 6-3-1956 αποφάσεως ...

Επειδή η υπ’ ... 20-4-1956 απόφασις ... δι’ ης απερρίφθη αίτησις του προσφεύγοντος περί ανακλήσεως της προσβαλλομένης υπ’ ... 6-3-1956 πράξεως ... εξεδόθη μετά νέαν της υποθέσεως έρευναν, ... Επομένως, η ανωτέρω απόφασις συνιστά ουχί βεβαιωτικήν, αλλ’ εκτελεστήν διοικητικήν πράξιν και μετά την έκδοσιν αυτής η προσβαλλομένη απόφασις, ενσωματωθείσα εις ταύτην, απέβαλε τον εκτελεστόν αυτής χαρακτήρα και απαραδέκτως ασκείται κατ’ αυτής η υπό κρίσιν αίτησις. Εκ τούτου όμως δεν καθίσταται απαράδεκτος η υπό κρίσιν αίτησις, διότι δέον να ερμηνευθή ότι στρέφεται και κατά της ως άνω μεταγενεστέρας αποφάσεως, εφ’ όσον εξεδόθη προ της καταθέσεως της ανωτέρω αιτήσεως ... Όθεν κατά της μεταγενεστέρας ταύτης αποφάσεως στρεφομένη η υπό κρίσιν αίτησις, νομοτύπως δε και εμπροθέσμως κατ’ αυτής ασκηθείσα, τυγχάνει τύποις δεκτή και κατ’ ουσίαν εξεταστέα.”

Στην υπόθεση Σ.Ε. 1884/1964 (Τμήμα Α΄)  αναφέρεται:-

“Επειδή, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, ... διώκεται η ακύρωσις της υπ’ ... 19.6.63 Δ/γής του Διοικητού της Διοικήσεως Χωροφυλακής Αιγάλεω, δι’ ης επεβλήθη εις τον αιτούντα, Μοίραρχον, η πειθαρχική ποινή της 8ημέρου απλής κρατήσεως ...

Επειδή, ο αιτών, κατά της ανωτέρω Δ/γής, ... ήσκησε ... αναφοράν παραπόνων, εφ’ ης εξεδόθη, μετά νέαν έρευναν της υποθέσεως η υπ’ ... 7 Οκτ. 1963 Διαταγή του Αρχηγού της Β. Χωροφυλακής.

[*412]Επειδή, εις την νεωτέραν Διαταγήν, δέον όπως θεωρηθή ενσωματωθείσα και η διά της αιτήσεως ακυρώσεως προσβαλλομένη πράξις, ήτις απώλεσε την αυτοτέλειαν και εκτελεστότητα αυτής, η δ’ υπό κρίσιν αίτησις δέον όπως ερμηνευθή ως στρεφομένη κατά της Διαταγής ταύτης του Αρχηγού της Χωροφυλακής, αποτελούσης την μόνην παραδεκτώς προσβαλλομένην διά της υπό κρίσιν αιτήσεως πράξιν.”

Στην υπόθεση Σ.Ε. 1985/1966 (Τμήμα Α΄) αναφέρεται:-

“Επειδή, διά της υπό κρίσιν αιτήσεως .. διώκεται η ακύρωσις ... αποφάσεως ... της 28 Ιουνίου 1963 ...

Επειδή, μετά την άσκησιν της από 7 Ιανουαρίου 1964 υποβληθείσης υπό της προσφευγούσης αιτήσεως επανεξετάσεως, ... και την έκδοσιν, μετά νέαν ουσιαστικήν έρευναν της υποθέσεως, της υπ’ αριθ. 1712 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ... της 17 Μαρτίου 1964 ... η πρώτη απορριπτική απόφασις του Διοικητικού Συμβουλίου απώλεσε τον εκτελεστόν αυτής χαρακτήρα και ενεσωματώθη εις την δευτέραν, μόνην παραδεκτώς προσβαλλομένην η δε υπό κρίσιν αίτησις, ορθώς, ερμηνευομένη, δέον να θεωρηθή ότι στρέφεται και κατά της αποφάσεως ταύτης, απορριψάσης επί τη αυτή αιτιολογία το περί συνταξιοδοτήσεως αίτημα της προσφευγούσης.”

Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Σ.Ε. 2197/95 τονίστηκε ότι εάν η αίτηση ακυρώσεως ασκηθεί κατά επιμέρους πράξης, μετά από την έκδοση της τελικής, μπορεί κατά ερμηνεία του δικογράφου να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της τελευταίας πράξης (βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, όγδοη έκδοση, (1997), παράγραφος 483, σελ. 495).

Με βάση τις νομικές αρχές που διαγράφονται στην πιο πάνω   ελληνική νομολογία, τις οποίες και υιοθετώ πλήρως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το δικόγραφο της προσφυγής, αν και στρέφεται ρητά κατά της αποφάσεως των εφεσιβλήτων της 15/10/1993, πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της νέας αποφάσεώς τους, εκείνης της 8/11/1993, στην οποία και ενσωματώθηκε η προσβαλλόμενη, εκείνη, δηλαδή, της 15/10/1993, πριν την καταχώριση της προσφυγής.

Η έφεση επιτυγχάνει.

[*413]ΠΙΚΗΣ, Π.: Αντίθετα προς την πλειοψηφία, (Νικήτας, Καλλής, Κραμβής, Δ.Δ.), κρίνω, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., ότι η διοικητική απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1993, η οποία τέθηκε προς αναθεώρηση και αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής, απώλεσε την εκτελεστότητά της λόγω της επανεξέτασης του θέματος και της έκδοσης νέας εκτελεστής απόφασης την 8η Νοεμβρίου 1993.

Το θέμα που εξετάζεται από το Γαβριηλίδη, Δ., κατά πόσο η προσφυγή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως στρεφόμενη και κατά της εκτελεστής απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 1993, που εκδόθηκε μετά την επανεξέταση, απασχόλησε και εμένα.

Κρίνω ότι το θέμα δεν εγείρεται στην έφεση και γι  αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί.  Δεν τέθηκε πρωτόδικα τέτοιο ζήτημα ούτε καθορίστηκαν οι λόγοι για τους οποίους, η εκτελεστή απόφαση της 8ης Νοεμβρίου, 1993, ήταν ακυρωτέα.

Το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης παραμένει, όπως και εκείνο της προσφυγής, η θεώρηση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία προσβάλλεται. Το βασικό αντικείμενο της διαδικασίας παραμένει το ίδιο και στην έφεση.  Εξετάζεται όμως υπό το πρίσμα των λόγων που καθορίζονται στην ειδοποίηση έφεσης, και περιορίζεται σ’ αυτούς. Αυτό προκύπτει από τις θεσμικές διατάξεις που διέπουν τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. (Βλ. περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964. και Δ.35 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.) Και βεβαιώνεται από τη νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594. G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.) Χωρεί παραλληλισμός μεταξύ των λόγων έφεσης και των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται στην προσφυγή.  Και στις δύο περιπτώσεις οι αντίστοιχοι λόγοι στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα της δίκης. Μόνο θέματα δημόσιας τάξης μπορεί να εγερθούν και να εξεταστούν έξω από το στοιχειοθετημένο από τη δικογραφία πλαίσιο της δίκης ή της έφεσης, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτά αφορούν κυρίως, την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. (Βλ. μεταξύ άλλων  Κουκκουρή (ανωτέρω), και Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 225. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. υπ. 48/92, κ.α. - 7.7.1997. Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 515/93 - 19.1.1998, ως προς το δεδικασμένο.)

[*414]Η πράξη η οποία προσβάλλεται αποτελεί το θεμέλιο της προσφυγής. Προς αυτή συναρτάται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής και η άσκηση δικαιοδοσίας για αναθεώρηση του αντικειμένου της. Ο περαιτέρω προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων αποτελεί κατ’ εξοχή θέμα αναγόμενο στη δικονομία.  Επίσης δικονομικό  είναι και το θέμα κατά πόσο είναι παραδεχτή η προσβολή περισσότερων της μιας διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων με το ίδιο ένδικο μέσο. (Βλ. Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 2558. Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379. Παπαστυλιανού κ.α. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά., Συνεκδ. υπ. αρ. 138/95 κ.ά. - 18.2.1997.)

Δεν παραγνωρίζω ότι οι κανόνες που διέπουν την προσβολή περισσότερων της μιας αποφάσεων, με το ίδιο ένδικο μέσο, αναφέρονται σε εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Εφόσον όμως η αναθεώρηση αυτής τούτης της πράξης, η οποία προσβάλλεται, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η προσφυγή καταπίπτει ως απαράδεχτη.  Η θεώρηση της απόφασης της 8ης Νοεμβρίου 1993, μπορούσε να επιδιωχθεί μόνο με την τροποποίηση του δικόγραφου, θέμα καθαρά δικονομικό. Τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε, ακόμα σημαντικότερο για τους σκοπούς έφεσης, δεν εγείρεται με την ειδοποίηση έφεσης. Το θέμα δεν ανάγεται στη δημόσια αλλά στη δικονομική τάξη και δεν μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Κατά πόσο θα ήταν παραδεχτή η τροποποίηση της προσφυγής, ώστε να τεθεί προς αναθεώρηση μεταγενέστερη της προσβληθείσας εκτελεστή πράξη, είναι θέμα το οποίο δεν εξετάστηκε και για το οποίο δεν θα εκφέρω οριστική άποψη. Σημειώνω μόνο ότι σ’ εκείνη την περίπτωση θα απουσίαζαν ολοσχερώς οι λόγοι ακύρωσής της. Περιορίζομαι μόνο στη διατύπωση των επιφυλάξεών μου για το παραδεχτό τέτοιου ενδεχομένου. 

Η κατάληξή μου είναι ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Είμαι στη μειοψηφία. Σύμφωνα με την πλειοψηφία η επίδικη απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1993, είναι εκτελεστή.  Γι’ αυτό η έφεση πρέπει να επιτραπεί και να δοθεί ημερομηνία διερεύνησης της νομιμότητάς της.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο