Xρυσάνθου Mαρία ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 415

(1998) 3 ΑΑΔ 415

[*415]9 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/ ΄Η ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2152)

 

Αναθεωρητική Έφεση — Mη εμφάνιση του εφεσείοντος κατά την ακρόαση — Συνέπειες — Eφαρμογή της Δ.35, θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Διακριτική εξουσία του δικάζοντος Δικαστηρίου — Δυνατότητα συνεχίσεως της ακροάσεως στην απουσία του εφεσείοντος.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Ο Νικήτας, Δ. εξέδωσε ξεχωριστή απόφαση με διάφορο σκεπτικό και αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της πλειοψηφίας.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Έφεση.

Ενδιάμεση απόφαση με την οποία εξετάστηκαν οι επιπτώσεις από την απουσία της εφεσείουσας στην τύχη της έφεσης.

Καμιά εμφάνιση για την Εφεσείουσα.

Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Λουΐζα Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*416]ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφαση που θα δώσω συμφωνούν οι Δικαστές Καλλής, Κραμβής, Γαβριηλίδης. Ο Νικήτας, Δ., καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που αναφέρει στη χωριστή απόφασή του.

ΠΙΚΗΣ, Π.: H έφεση είναι ορισμένη για ακρόαση σήμερα. Ο ορισμός της γνωστοποιήθηκε και στα δύο μέρη, όπως μας βεβαίωσε η γραμματεία του Δικαστηρίου. Η εφεσείουσα απουσιάζει.  Εξετάζονται οι επιπτώσεις από την απουσία της στην τύχη της έφεσης.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε:

1.  Την αναβολή της ακρόασης για να δοθεί ακόμα μια ευκαιρία στην εφεσείουσα να εμφανιστεί· ή

2. Την ακρόαση της έφεσης στην απουσία της. Όχι όμως την απόρριψή της.

Ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, (ο Διαδικαστικός Κανονισμός), δεν κάμνει ειδική πρόνοια για τις συνέπειες της απουσίας του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της έφεσης.  Ισχύουν οι πρόνοιες της Δ.35, θ.13, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εφόσο δεν είναι ασυμβίβαστες με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού - (βλ. Κ.3 του Διαδικαστικού Κανονισμού).  Η Δ.35, θ.13 προβλέπει:

«13. If when the appeal is called on for hearing the respondent appears and the appellant does not, the appeal may, on the application of the respondent, be dismissed or otherwise dealt with as the Court of Appeal may think right.»

Παρόλο που η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, (βάσει του προαναφερθέντος θεσμού), συναρτάται άμεσα με τη θέση του εφεσίβλητου δεν περιορίζεται, όπως είναι ευνόητο, η άσκησή της από αυτή. Μπορεί να διαταχθεί η απόρριψη της έφεσης ανεξάρτητα από αυτή. Προσμετρά όμως ως παράγοντας σχετικός στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Η αναβολή της έφεσης, στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης για τη μή εμφάνιση της εφεσείουσας, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν δικαιολογείται η ακρόαση της  [*417]στην απουσία της ή ενδείκνυται η απόρριψή της.

Η Δ.35, θ.13, αποβλέπει στη ρύθμιση των επιπτώσεων από την απουσία του εφεσείοντα στην τύχη της έφεσης.  Δεν είναι τυχαίο ότι  δεν προδιαγράφει την απόρριψη της έφεσης ως αναπόφευκτο επακόλουθο της απουσίας του. Το Δικαστήριο έχει, κατά το πλείστο, τα στοιχεία να κρίνει την έφεση.

Η ειδοποίηση έφεσης προσδιορίζει το σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, της οποίας επιδιώκεται ο παραμερισμός, και τους λόγους που τείνουν να το θεμελιώσουν.  H παρεμβολή του περιγράμματος αγόρευσης, το οποίο θεσμοθέτησε ο Διαδικαστικός Κανονισμός, προσθέτει και την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα υπέρ της αποδοχής της έφεσης. Εξασθενούν επομένως οι επιπτώσεις που ενέχει η απουσία του, κατά την ακρόαση, στην προβολή και τεκμηρίωση της έφεσης. Ανάλογα, αδυνατίζουν και οι λόγοι που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόρριψη της έφεσης λόγω της αναμενόμενης προφορικής προβολής  της.

Διαφορετική πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της απουσίας του εφεσείοντα, όπου υπάρχουν θετικές ενδείξεις ότι αυτή οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος ή αδιαφορία για την προώθηση της έφεσης. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις επιβάλλεται η απόρριψή της.

Συνεκτιμώντας τα ενώπιόν μας στοιχεία, που άπτονται της άσκησης της διακριτικής μας ευχέρειας περιλαμβανομένης της θέσης των εφεσιβλήτων, κρίνουμε δικαιολογημένη τη συνέχιση της ακρόασης της έφεσης παρά την απουσία της εφεσείουσας.  Θα προχωρήσουμε, συνεπώς και θα ακούσουμε την προφορική αγόρευση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

Ό,τι άλλο μπορεί να προσθέσουμε είναι ότι, ενδεχομένως, δικαιολογείται η τροποποίηση του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, ενόψει της αναμόρφωσης του πλαισίου της ακρόασης της έφεσης που επέφερε, προς το σκοπό θεσμοθέτησης ειδικής ρύθμισης για τις συνέπειες της απουσίας διαδίκου κατά την ακρόαση της έφεσης.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο δικηγόρος της εφεσείουσας κατέθεσε περίγραμμα της αγόρευσής του. Δεν εμφανίστηκε όμως σήμερα, που είναι η συζήτηση της έφεσης, για να την υποστηρίξει. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας δε ζήτησε απόρριψη της, άνκαι έχει τέτοιο δικαίωμα, που παρέχει σε εφεσίβλητο η διάταξη της Δ.35, θ.13 του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας.  Ο περί Εφέσεων [*418](Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων κ.λ.π.) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, όπως τροποποιήθηκε, δεν περιέχει ρητή πρόνοια για αντιμετώπιση ενός τέτοιου ενδεχομένου.

Πιστεύω εντούτοις, αυτό είναι μέσα στο γράμμα και το πνεύμα και του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, ότι η συμμόρφωση με τις διατάξεις του που αφορούν την καταχώρηση περιγραμμάτων δεν καθιστά την παράσταση του δικηγόρου διακοσμητική. Το Εφετείο, ακόμη και στην περίπτωση που ο δικηγόρος υιοθετεί το περίγραμμα χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε, μπορεί, για παράδειγμα, να ζητήσει διευκρινίσεις αναφορικά με τα θέματα που τίθενται με την έφεση. Διαφορετικά το περίγραμμα θα αναβαθμιζόταν σε αγόρευση, που θα καθιστούσε αχρείαστη την παράσταση των δικηγόρων. Δε θα ήθελα να φανταστώ την κατάσταση που θα δημιουργηθεί αν η παράλειψη εμφάνισης προσλάβει διαστάσεις.

Έτσι, ανεξάρτητα από τη θέση που λαμβάνει ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, έχω τη γνώμη ότι τα περιθώρια άσκησης της διακριτικής εξουσίας που παρέχει ο θ.13 της Δ.35, για άλλο χειρισμό από το Εφετείο, εκτός από την απόρριψη, είναι πολύ στενά.  Η εξουσία πρέπει να χαρακτηρίζεται από φειδώ. Ο λόγος είναι ότι η αυστηρότητα στον τομέα αυτό συντελεί στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που θα με ωθούσε να ασκήσω την εξουσία του θ.13 υπέρ της εφεσείουσας. Θα απέρριπτα, χωρίς άλλο, την έφεσή της.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο