Iεροδιακόνου Παύλος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 419

(1998) 3 ΑΑΔ 419

[*419]10 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΥΛΟΣ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ/΄Η

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ/΄Η

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Εφεσίβλητων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2110)

 

Στρατός της Δημοκρατίας — Aξιωματικοί — Aρχαιότητα — Απονεμόμενο από τους κακονισμούς προβάδισμα στην αρχαιότητα των αποφοίτων ανώτατων στρατιωτικών σχολών — Προβάδισμα δεν απονέμεται έναντι των προσληφθέντων  ενδιαφερομένων προσώπων βάσει του Kαν. 3(1)(β) της K.Δ.Π. 118/81 — Δεν τίθεται κατά συνέπεια θέμα κατά πόσο προηγούνται αυτών 11 αξιωματικοί απόφοιτοι ανωτάτων στρατιωτικών σχολών.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον αξιωματικού να προσφύγει κατά της σειράς κατάταξης του στην Eπετηρίδα — Δεν υφίστατο στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.

Oι αιτητές επέμειναν και με την καταχώρηση έφεσης, στην διεκδίκηση προβαδίσματος αρχαιότητας, έναντι των ενδιαφερομένων μερών παρά το ότι η προέλευση των τελευταίων δεν περιλαμβανόταν σε αυτές για τις οποίες αναγνωριζόταν προβάδισμα ρητώς υπέρ των αποφοίτων ανωτάτων στρατιωτικών παραγωγικών σχολών, όπως ήταν και οι αιτητές.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά την εξέταση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που αφορούν την ουσία της υπόθεσης.

[*420]         Η θέση του πρωτόδικου Δικαστή, ότι οι εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, είναι απόλυτα ορθή. Oι εφεσείοντες δεν έχουν αποδείξει αλλ’ ούτε καν πιθανολογήσει, ως εβαρύνοντο, έννομο συμφέρον, υλικόν ή, έστω, ηθικόν. Oύτε ο Kανονισμός 14(2)(δ) του βασικού Kανονισμού, στον οποίο επιχείρησαν να στηρίξουν το έννομο συμφέρον τους, ούτε η τροποποίησή του με την K.Δ.Π. 157/91, έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους Aξιωματικούς που προσλήφθηκαν με βάση τον Kανονισμό 3(1)(β) της K.Δ.Π. 118/81, οι οποίοι και αποτελούν κατηγορία Aξιωματικών άλλη από εκείνες στις οποίες αναφέρεται ο Kανονισμός 4 του βασικού Kανονισμού και στην οποία, κατηγορία, ανήκει το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Oικονομίδης v. Eπιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 928,

Xαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,

Aγαθαγγέλου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 369.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 20 Ιουνίου, 1995 (Προσφυγές Αρ. 586/91 και 587/91) με την οποία επικυρώθηκε η σειρά των ενδιαφερομένων μερών στις Επετηρίδες που περιέχονται στα παραρτήματα Α-Η των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 και 1991.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Π. Παπαγεωργίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 9-11, 12, 13, 21, 24, 27, 33, 35 και 36.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικα[*421]στής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την Προσφυγή Αρ. 586/91, στην οποία η πρωτόδικη απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, οι τριάντα ένα αιτητές ζήτησαν την ακόλουθη θεραπεία:-

(α) Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να άρουν την παρανομία στη σειρά που έδωσαν στους αιτητές έναντι των ενδιαφερομένων μερών στις Επετηρίδες που περιέχονται στα Παραρτήματα Α έως Η των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 και 1991 (Κ.Δ.Π. 90/90 όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 157/91).

(β)  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω Επετηρίδες είναι άκυρες.

Τόσον οι εφεσείοντες όσον και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας.

Οι εφεσείοντες είναι απόφοιτοι Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής, της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.  Τα ενδιαφερόμενα μέρη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους που δεν αμφισβητήθηκαν, είναι Αξιωματικοί προερχόμενοι από Έφεδρους Αξιωματικούς που διορίστηκαν απ’ ευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(1)(β) των Περί Ιεραρχίας και Προαγωγής Μονίμων Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1981 (Κ.Δ.Π. 118/81).  Οι Κανονισμοί αυτοί, στο βαθμό που αφορούσαν τους Αξιωματικούς, καταργήθηκαν με τον Κανονισμό 57 των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90).

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4 της Κ.Δ.Π. 90/90 (“ο βασικός Κανονισμός”):-

“4. Οι Αξιωματικοί προέρχονται από:

(α)          Αποφοίτους ανώτατων στρατιωτικών σχολών.

(β)          πρόσωπα τα οποία διορίζονται απευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 8 του Νόμου και τα οποία ικανοποιούν τα προσόντα που ανα[*422]φέρονται στον Κανονισμό 6. και

(γ)          πρόσωπα τα οποία διορίζονται από την τάξη των Υπαξιωματικών δυνάμει των προνοιών του Μέρους VII των παρόντων Κανονισμών.”

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 14(1) του βασικού Κανονισμού η αρχαιότητα του Αξιωματικού (ανεξάρτητα προέλευσης) σε κάθε βαθμό προσδιορίζεται από την ημερομηνία του διορισμού ή της προαγωγής του στο βαθμό αυτό. Τηρουμένης της διατάξεως αυτής, βάσει της παραγράφου 2(δ) του ιδίου Κανονισμού, Αξιωματικός που είναι απόφοιτος Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής είναι αρχαιότερος Αξιωματικού που διορίζεται απ’ ευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς να είναι απόφοιτος Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής. Με τον Κανονισμό 6 των τροποποιητικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 157/91), η πιο πάνω παράγραφος 2(δ) του Κανονισμού 14 αντικαταστάθηκε με νέα παράγραφο κατά τρόπο που να μην αφήνεται αμφιβολία ότι, η υπεροχή σε αρχαιότητα των αποφοίτων Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής έναντι των ομοβάθμων των Αξιωματικών που διορίστηκαν απ’ ευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς να είναι απόφοιτοι Στρατιωτικής Σχολής, αλλά απέκτησαν το βαθμό τους την ίδια ημερομηνία, αφορά μόνον την περίπτωση ταυτόχρονου αρχικού διορισμού.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 του βασικού Κανονισμού  “Επετηρίδα” σημαίνει το επίσημο βιβλίο στο οποίο φαίνεται η αρχαιότητα των Αξιωματικών κατά κλάδο και βαθμό. 

Κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1990 οι εφεσείοντες κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ως προακτέοι και προήχθησαν στον επόμενο βαθμό κατ’ εφαρμογήν των βασικών Κανονισμών. Ανάλογα με την περίπτωση, άλλοι προήχθησαν σε Ταγματάρχες, άλλοι σε Λοχαγούς και άλλοι σε Υπολοχαγούς. Όλες οι προαγωγές τέθησαν σε ισχύ από την 1/9/1990. Κατά το χρόνο των προαγωγών αυτών δεν υπήρχαν έγκυρες επετηρίδες των Αξιωματικών διότι εκείνες που υπήρχαν είχαν κηρυχθεί άκυρες με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προηγήθηκε.

Την 31/8/1990 με έγγραφο του τότε Αρχηγού του Στρατού, αφού κοινοποιούντο, μεταξύ άλλων, και οι προαγωγές των εφεσειόντων αναφέρονταν τα ακόλουθα:-

“Οι προαγόμενοι Αξιωματικοί να γραφούν στην Επετηρίδα με την πιο πάνω σειρά μετά τους τώρα υπηρετούντες ομό[*423]βαθμους τους μέχρι εκδόσεως της νέας Επετηρίδας.”

Έτσι τα ενδιαφερόμενα μέρη τέθηκαν σε σειρά πριν τους εφεσείοντες.

Στις 19/10/1990 οι εφεσείοντες, με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον Υπουργό Άμυνας, υπέβαλαν ένσταση στη σειρά που καθορίστηκε από τον Αρχηγό του Στρατού για αναγραφή τους στην Επετηρίδα και ζήτησαν την άρση της, κατά τους ισχυρισμούς τους, παρανομίας. Στο αίτημά τους αυτό δεν πήραν οποιαδήποτε απάντηση επειδή, στις 14/11/1990, καταχώρησαν την Προσφυγή Αρ. 961/90 με την οποίαν πρόσβαλαν την αμφισβητούμενη απόφαση. Παρενθετικά σημειώνεται ότι η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είχε περιορισμένη διάρκεια, έληξε και έχασε την εκτελεστότητά της με τον καθορισμό των επετηρίδων από την Κ.Δ.Π. 157/91 που ακολούθησε και, επομένως, έχασε το αντικείμενό της εφ’ όσον οι αιτητές δεν είχαν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά κατά τη διάρκεια της ισχύος της απόφασης που προσβλήθηκε.

Στις 17/4/1991 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η Κ.Δ.Π. 157/91. Με τον Κανονισμό 6, όπως εξηγήσαμε, τροποποιήθηκε με αντικατάσταση η παράγραφος 2(δ) του Κανονισμού 14 του βασικού Κανονισμού. Με τον Κανονισμό 7 αντικαταστάθηκε και η παράγραφος 6 του Κανονισμού 15 του βασικού Κανονισμού που προνοούσε ότι:-

“(6) Οι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων (Τροποποιητικών) Κανονισμών Επετηρίδες των Αξιωματικών εμφαίνονται στα Παραρτήματα Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ και Η των παρόντων Κανονισμών και ενημερώνονται κατάλληλα, ανάλογα με τις εκάστοτε μεταβολές που επέρχονται.”

Ενσωματώθηκαν δηλαδή οι επετηρίδες στους Κανονισμούς ως Παραρτήματα.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, εγείροντας και εξετάζοντας αυτεπάγγελτα το ερώτημα κατά πόσον οι αιτητές-εφεσείοντες είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να είναι η προσφυγή παραδεκτή ώστε να μπορεί, να έχει δηλαδή τη δικαιοδοσία, να προχωρήσει και να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της, είπε τα ακόλουθα:-

“Το επόμενο ερώτημα που χρήζει εξέτασης από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η αρχαιότητα των αιτητών στην προ[*424]σφυγή αρ. 586/91 ως αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων έχει επηρεαστεί αρνητικά από την παράλειψη σύνταξης Επετηρίδας με βάση το ισχύον δίκαιο κατά την ημερομηνία των προαγωγών, δηλαδή με βάση τους Καν. 14(2)(δ) και 15(6) όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση τους με την Κ.Δ.Π. 157/91, και από την οριστικοποίηση με τις Επετηρίδες του 1991, και επίσημα πλέον, της σειράς με την οποία κατατάγηκαν στο έγγραφο του Αρχηγού ημερ. 31.8.90.

Ο Καν.4 της Κ.Δ.Π. 90/90 αναφέρεται στην προέλευση των αξιωματικών και καθορίζει ότι αυτοί προέρχονται από: α)  απόφοιτους ανώτατων στρατιωτικών σχολών, β) πρόσωπα τα οποία διορίζονται απευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 8 του Νόμου 33/90 και τα οποία ικανοποιούν τα προσόντα που αναφέρονται στον Καν.6 και γ)  πρόσωπα τα οποία διορίζονται από την τάξη των Υπαξιωματικών δυνάμει των προνοιών του Μέρους VII της Κ.Δ.Π. 90/90.

Ο Καν. 14(1) της Κ.Δ.Π. 90/90, προνοεί ότι η αρχαιότητα του αξιωματικού σε κάθε βαθμό προσδιορίζεται από την ημερομηνία του διορισμού ή της προαγωγής του στο βαθμό αυτό. Τηρουμένης δε της πρόνοιας αυτής ισχύει μεταξύ άλλων και η πρόνοια της παραγράφου (2)(δ) (βλέπε πιο πάνω), η οποία ρυθμίζει την αρχαιότητα μεταξύ αξιωματικών που είναι απόφοιτοι Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής, αξιωματικών που διορίζονται απευθείας σύμφωνα με τις πρόνοεις του Καν.6 και αξιωματικών που διορίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VII της Κ.Δ.Π. 90/90.

Ο Καν.6(1) προβλέπει πως οι κενές θέσεις για απευθείας διορισμό αξιωματικών προκηρύσσονται με σχετική γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στη συνέχεια (βλ. Καν. 6(2)(3)(4) και (5)), γίνεται αναφορά στα απαιτούμενα προσόντα μεταξύ των οποίων είναι και πανεπιστημιακό δίπλωμα σε προκαθορισμένα θέματα, όπως επίσης και η διαδικασία επιλογής των αξιωματικών. Το Μέρος VII αναφέρεται σε διορισμούς υπαξιωματικών σε ανθυπολοχαγούς.

Ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων μερών ισχυρίστηκε στη γραπτή του αγόρευση, ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 5 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Σύνθεσις, Κατάταξις και Πειθαρχία) Νόμων του 1961-1983, που καταργήθηκαν από το άρθρο 29 του Ν.33/90, και προέρχονται από έφεδρους αξιωματικούς που διορίστη[*425]καν απ’ ευθείας από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Παρέπεμψε επίσης στον Καν.4 της Κ.Δ.Π. 90/90 για να υποστηρίξει ότι τα “πρόσωπα που διορίζονται απ’ ευθείας” (βλ. Καν. 4(β) πιο πάνω) δεν έχουν καμιά σχέση με τα πρόσωπα που διορίζονταν απ’ ευθείας με βάση τον Καν.3(1)(β) της καταργηθείσας Κ.Δ.Π. 118/81.

Η θέση του δικηγόρου των ενδιαφερομένων μερών ότι αυτοί έχουν διοριστεί ως έφεδροι με βάση τις διατάξεις προγενέστερου Νόμου και Κανονισμών και ως εκ τούτου δεν καλύπτονται από καμμιά πρόνοια της Κ.Δ.Π. 90/90, δεν έχει αμφισβητηθεί από τους αιτητές. Επί του σημείου τούτου η Δημοκρατία δεν έχει υποβάλει οποιαδήποτε εισήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν στο Στρατό. Κατά συνέπεια θεωρώ ότι η εισήγηση του δικηγόρου των ενδιαφερομένων μερών είναι ορθή, και, εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν εμπίπτουν ούτε στην κατηγορία των αξιωματικών που διορίζονται με βάση το άρθρο 8 του Ν.33/90 και ικανοποιούν τα προσόντα του Καν.6 ούτε στην κατηγορία αυτών που διορίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VII της Κ.Δ.Π. 90/90, δεν βλέπω πώς οι αιτητές ως απόφοιτοι Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών θα μπορούσαν να έχουν προβάδισμα έναντι των ενδιαφερομένων μερών ακόμα και αν εφαρμοζόταν το ισχύον δίκαιο και συντασσόταν Επετηρίδα κατά το χρόνο των προαγωγών.  Με βάση τον Καν. 14(2)(δ) τόσο πριν την τροποποίηση του όσο και μετά, οι αιτητές προηγούνται σε αρχαιότητα μόνο έναντι των δύο κατηγοριών αξιωματικών που προσδιορίζονται στον Καν.14(2(δ). Εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν προέρχονται από καμμιά από τις εν λόγω δύο κατηγορίες, οι αιτητές δεν θα μπορούσαν να έχουν έναντι τους προβάδισμα στην αρχαιότητα, και συνεπώς δεν έχουν έννομο συμφέρο να προσβάλουν τη σειρά κατάταξης στις Επετηρίδες.

.......................................................................................................

.......................................................................................................

Οι προσφυγές απορρίπτονται.”

Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας μας ότι κατά την εξέταση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που αφορούν την ουσία της υπόθεσης (βλ., Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας (1990) 3 Α.Α.Δ. 928).

[*426]Ευρίσκουμε ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστή, όπως διατυπώνεται στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφασή του, είναι απόλυτα ορθή. Οι εφεσείοντες δεν έχουν αποδείξει αλλ’ ούτε καν πιθανολογήσει, ως εβαρύνοντο, έννομο συμφέρον, υλικόν ή, έστω, ηθικόν. [Βλ. Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73 και Νεοκλής Αγαθαγγέλου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 369.] Ούτε ο Κανονισμός 14(2)(δ) του βασικού Κανονισμού, στον οποίο επιχείρησαν να στηρίξουν το έννομο συμφέρον τους, ούτε η τροποποίηση του με την ΚΔΠ 157/91 έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους Αξιωματικούς που προσλήφθηκαν με βάση τον Κανονισμό 3(1)(β) της Κ.Δ.Π. 118/81 οι οποίοι και αποτελούν κατηγορία Αξιωματικών άλλη από εκείνες στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 4 του βασικού Κανονισμού και στην οποία, κατηγορία, ανήκει το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο