Tσαγγάρης Πανίκκος Eυθυμίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 434

(1998) 3 ΑΑΔ 434

[*434]11 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2088)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Προσωπικό και άμεσο το συμφέρον που νομιμοποιεί τον αιτητή να ασκήσει προσφυγή — Περιστάσεις της έλλειψης αμεσότητας του συμφέροντος στην κριθείσα περίπτωση και της προκύπτουσας ευρύτερης έλλειψης συμφέροντος συνεπεία αυτής.

Λέξεις και Φράσεις — “Iδιόκτητη κατοικία” — Γραμματική και συστηματική ερμηνεία του όρου — Eιδικά η κατοχή δυνάμει δωρεάς ακινήτου κατά την περίοδο προ της συντελέσεως εγγραφής υπέρ του δωρεοδόχου.

O εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του κατά της μη παραχώρησης σε αυτόν κατοικίας στο χωρίο Άλασσα, στο πλαίσιο της διαδικασίας μετακίνησης του χωριού σε νέα τοποθεσία.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής.

     Eίναι σαφές εν προκειμένω, ότι η διεκδίκηση του εφεσείοντα, όπως υποβλήθηκε στη διοίκηση και όπως θεμελιώθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής του, βασίζεται πάνω στον ισχυρισμό του για κατοχή κατοικίας από το 1979 την οποία του είχε παραχωρήσει “ως δωρεά” η μητέρα του από το 1979. Ήταν αποδεκτό και από τον ίδιο ότι δεν ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της κατοικίας εκείνης. Προκύπτει λοιπόν για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

     Kατά πόσο η πιο πάνω κατοχή ικανοποιεί τα σχετικά διευρυμένα κριτήρια για την παραχώρηση κατοικίας. Tα κριτήρια εκείνα ομιλούν για κατοχή χρησιμοποιήσιμης ιδιόκτητης κατοικίας.

2.  Έχει εξεταστεί η έννοια του όρου “ιδιόκτητη κατοικία”. Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του ο όρος “ιδιόκτητος” σημαίνει “ο κατεχόμενος υπό τινός ως ατομικόν κτήμα, προσωπική περιουσία” (βλ. Δημητράκου, Oρθογραφικό και Eρμηνευτικό Λεξικό, σελ. 634).

     Έχει ληφθεί υπόψη ότι ο όρος αναφέρεται σε ακίνητη ιδιοκτησία. Για το λόγο αυτό λήφθηκε υπόψη και ο ορισμός του όρου “owner”* (“κύριος”**) στο Άρθρο 2 του περί Aκίνητης Iδιοκτησίας (Διακατοχή, Eγγραφή και Eκτίμηση) Nόμου, Kεφ. 224. Για τον ίδιο λόγο αναζητήθηκε καθοδήγηση και από τις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν την ιδιοκτησία ακινήτου, το οποίο κατέχεται δυνάμει δωρεάς.

     Έχει νομολογηθεί ότι κατοχή ακινήτου για την περίοδο παραγραφής, δυνάμει δωρεάς, η οποία δεν τελειοποιείται με την εγγραφή, δεν λειτουργεί για να συμπληρώσει την έλλειψη εγγραφής έτσι που να δώσει καλό τίτλο στον δωρεαδόχο, εκτός αν μια τέτοια κατοχή ελάμβανε χώραν κατά τρόπο εχθρικό προς τον δωρητή και ήταν τέτοιας φύσης που απέκλειε τον δωρητή συνεχώς και ουσιωδώς από την απόλαυση της ιδιοκτησίας.

3.  Λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. H ισχυριζόμενη κατοχή του εφεσείοντα ήταν διάρκειας 18 ετών - το Άρθρο 10 του Kεφ. 224, απαιτεί εχθρική κατοχή 30 ετών. Aκόμη και αν ο εφεσείων ικανοποιούσε τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που σχετίζονται με τον τρόπο και την φύση της κατοχής του, για να μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέχει “καλό τίτλο” του ακινήτου έπρεπε, είτε να είχε συμπληρώσει εχθρική κατοχή 30 ετών, ή να είχε εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του ακινήτου. H δωρήτρια μητέρα του [*436]μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει τη δωρεά. Δεν ήταν, επομένως, πρόσωπο “δικαιούμενον όπως εγγραφή ως ο κύριος” της κατοικίας. H επίδικη κατοικία δεν κατείχετο από τον εφεσείοντα ως ατομικό κτήμα, ως προσωπική περιουσία. Ακολουθεί πως η επίδικη κατοικία δεν ήταν “ιδιόκτητη κατοικία” και πως ο εφεσείων δεν ικανοποιούσε τα σχετικά διευρυμένα κριτήρια.

4.  H θέση του εφεσείοντα μπορεί να παραλληλισθεί με εκείνη υποψηφίου για κατάληψη θέσης στη δημόσια υπηρεσία. Oσάκις ένας τέτοιος υποψήφιος δεν κατέχει τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα δεν νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής. Oμοίως η μη ικανοποίηση των σχετικών κριτηρίων από τον εφεσείοντα τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή. Tο συμφέρον του αιτητή δεν ήταν προσωπικό ή άμεσο. Δεν ανήκε απευθείας στον ίδιο. Aνήκε με τρόπο άμεσο στη μητέρα του.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinides v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416,

Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,

Ierodiaconos v. Republic, 3 R.S.C.C. 55,

Americanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 540,

Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,

Chrysostomides v. Republic (1964) C.L.R. 397,

Kontoyiannis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 313,

Georghiou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1571,

G.C. School of Careers κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 171,

Xαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,

Charalambous v. Ioannides (1969) 1 C.L.R. 72,

Iωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 390.

[*437]Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 5 Μαΐου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 442/92) με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Επάρχου Λεμεσού να μην παραχωρήσει στον αιτητή κατοικία στο μετακινηθέν χωριό Άλασσα.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαδοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση του ημερ. 25.2.82 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως το χωριό Άλασσα μετακινηθεί σε νέα ασφαλή θέση λόγω του κινδύνου κατακλυσμού του “ένεκεν της κατασκευής του φράγματος Κούρρη”. Με μεταγενέστερη απόφαση του, ημερ. 27.9.84, ενέκρινε τους όρους μετακίνησης του χωριού καθώς και τα κριτήρια που διέπουν την παραχώρηση των κατοικιών στο νέο χωριό. Σύμφωνα με τα εγκριθέντα  κριτήρια δικαίωμα παραχώρησης κατοικίας είχαν οι πιο κάτω:

“(α) Οι έχοντες μόνιμη διαμονή στο χωριό κατά την ημερομηνία λήψεως της καταρχή έγκρισης από το Υπουργικό Συμβούλιο για μετακίνηση του χωριού, και

(β)   Οι έχοντες ιδιόκτητη κατοικία στο χωριό οι οποίοι όμως λόγω της φύσεως του επαγγέλματος των αναγκαστικά την εγκατέλειψαν, νοουμένου ότι δεν κατέχουν ιδιόκτητη κατοικία στον τόπο εργασίας τους, είτε οι ίδιοι, είτε οι σύζυγοι των.”

Οι γονείς του εφεσείοντα διέμεναν στο χωριό Άλασσα. Κατά τον κρίσιμο χρόνο ο ίδιος κατοικουσε στη Λεμεσό με την οικογένεια του. Οι γονείς του θεώρησαν ότι ήταν και ο εφεσείων δικαιούχος. Ανέλαβαν τη λήψη διαβημάτων για παραχώρηση κατοικίας και στον εφεσείοντα. Το διάβημα αποτελείται από επιστολή τους προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 22.2.1996.  Την παραθέτουμε αυτούσια γιατί αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους ο εφεσείων είχε θεωρηθεί από τους γονείς του ως δικαιούχος:

[*438]“Έντιμε κύριε,

Είμαστε αντρόγυνο και κάτοικοι του χωριού Άλασσα.  Με την κατασκευήν του φράκτη αποταθήκαμε αμέσως διά την παραχώρηση δύο κατοικιών, ήτοι μια δι’ εμάς και μια για τον γιόν μας τον Πανίκκον Ευθυμίου καθ’ ότι είχαμεν 2 κατοικίες εις την Άλασσα, ήτοι μια εις την οποίαν κατοικούσαμεν εμείς και την άλλην την παραχωρήσαμεν στον γιο μας από το έτος 1979 πλήν όμως δεν μπορέσαμεν να την μεταβιβάσουμεν καθ’ ότι υπήρχαν αρκετές δυσκολίες διότι δεν υπήρχε τίτλος και η διαδικασία εκδόσεως τίτλου ώστε να μπορέσουμεν να το μεταβιβάσομεν επ’ ονόματι του εσκόνταψε καθ’ ότι ωρισμένοι γείτονες δεν υπέγραφαν τις σχετικές φόρμες του κτηματολογίου. Για όλα αυτά έντιμε κύριε Υπουργέ δύνασθε εάν θέλετε να τα εξακριβώσετε από το Κτηματολόγιον Λεμεσού.

Πιστεύουμεν ότι το αίτημά μας είναι δίκαιον διά να παραχωρηθεί και δευτέρα κατοικία εις τον υιόν μας Πανίκκον διότι θα απωλέσει την κατοικίαν την οποίαν είχεν και εχρησιμοποιούσε από το 1979 διά τον λόγον ότι διά τυπικές δυσκολίες δεν ευρέθη εγγεγραμμένη επ’ ονόματί του.”

Το αίτημα των γονέων του εφεσείοντα έτυχε διερεύνησης από το Γραφείο του Επάρχου Λεμεσού. Το αποτέλεσμα της έρευνας περιέχεται σε επιστολή του Επάρχου προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 15.4.1986. Σύμφωνα με την επιστολή εκείνη,

(α)       Δικαιούχος κατοικίας κρίθηκε ο πατέρας του εφεσείοντα.

(β)       Δίπλα από την κατοικία που διέμεναν οι γονείς του εφεσείοντα υπήρχε άλλη οικοδομή. Η τελευταία ανήκε στη μητέρα του εφεσείοντα.  Δεν ήταν όμως εγγεγραμμένη στο όνομα της. Η μητέρα του αποτάθηκε στο Κτηματολόγιο στις 15.9.71 για εγγραφή του τεμαχίου στο οποίο βρισκόταν η κατοικία, καθώς και άλλων δύο παρακείμενων τεμαχίων στο όνομα της.  Η εγγραφή δεν κατέστη δυνατή λόγω άρνησης της ιδιοκτήτριας του παρακείμενου τεμαχίου να συγκατατεθεί στην εγγραφή. Η τελευταία έδωσε την συγκατάθεση της στις 17.8.1984 και έτσι η μητέρα του εφεσείοντα μπορούσε μετά την ημερομηνία εκείνη να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια και να μεταβιβάσει το πιο πάνω τεμάχιο όπου ήθελε.

(γ)        Ο εφεσείων για τον οποίο ζητήθηκε η παραχώρηση κατοικίας [*439]ήταν ηλικίας 28 ετών και διέμενε στη Λεμεσό μαζί με την οικογένεια του σε μη ιδιόκτητη κατοικία.

Στην πιο πάνω επιστολή του Επάρχου υπενθυμίζεται “πως για την ετοιμασία του καταλόγου προσώπων για παραχώρηση κατοικιών στο νέο χωριό Άλασσα λήφθηκαν υπόψη τα πρόσωπα που ήταν ιδιοκτήτες κατοικιών στο υφιστάμενο χωριό μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου, 1984, ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου”. Αναφέρεται επίσης πως “ο λόγος που δεν περιλήφθηκε η μητέρα του εφεσείοντα στον κατάλογο προσώπων για παραχώρηση κατοικιών στο νέο χωριό Άλασσα οφείλεται στο ότι παραχωρήθηκε ήδη κατοικία στο σύζυγό της.  Επίσης η μη παραχώρηση κατοικίας στον εφεσείοντα οφείλεται στο ότι αυτός δεν ικανοποιεί τα υφιστάμενα σχετικά κριτήρια”.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εξουσιοδότησε τον Έπαρχο όπως με βάση το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής - ημερ. 15.4.86 - ενημερώσει κατάλληλα τους γονείς του εφεσείοντα. Ακολούθησε επιστολή του Επάρχου - ημερ. 2.6.86 - προς τους γονείς του εφεσείοντα με την οποία πληροφορήθηκαν ότι το αίτημά τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί ο γιός τους “δεν ικανοποιεί τα υφιστάμενα σχετικά κριτήρια”.

Με νέα απόφαση του, ημερ. 18.9.86, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να διευρυνθούν “τα υφιστάμενα κριτήρια ώστε να δικαιούνται παραχώρησης ιδιόκτητης κατοικίας και πρόσωπα τα οποία κατείχαν χρησιμοποιήσιμη ιδιόκτητη κατοικία στην Άλασσα, πριν την 27/9/84 (ημερομηνία τελικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για τη μετακίνηση του χωριού) ανεξάρτητα από το αν δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ή κατέχουν ιδιόκτητη κατοικία στον τόπο διαμονής και νοουμένου ότι δεν τους έχει παραχωρηθεί ήδη άλλη ιδιόκτητη κατοικία στο νέο χωριό Άλασσα”.

Η διεύρυνση των κριτηρίων είχε σαν αποτέλεσμα την υποβολή αίτησης για παραχώρηση κατοικίας από τον ίδιο τον εφεσείοντα. Με επιστολή του ημερ. 22.1.88 πληροφόρησε τον Υπουργό Εσωτερικών ότι κατείχε από το έτος 1979 κατοικία εις το χωριό Άλασσα την οποία του παρεχώρησε η μητέρα του “ως δωρεά”. Στην κατοικία εκείνη διέμενε από το 1979 με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά τους “μέχρι την ημέρα εκκενώσεως του, κάθε Σαββατοκυριάκο, τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα ως και ολόκληρο το καλοκαίρι”.

[*440]Το αίτημα του εφεσείοντα έτυχε απορριπτικής απάντησης για το λόγο ότι “δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα σχετικά κριτήρια παραχώρησης κατοικιών στο νέο χωριό Άλασσα” (Βλ. επιστολή του Επάρχου Λεμεσού, ημερ. 26.3.1992).

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα η οποία στρεφόταν κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Επάρχου - ημερ. 26.3.92. Έκρινε, μετά από αξιολόγηση των ενώπιον του στοιχείων, ότι οι γονείς του εφεσείοντα ήταν ιδιοκτήτες δύο κατοικιών, διεκδίκησαν δύο κατοικίες και  τους παραχωρήθηκαν δύο κατοικίες.

Η βασική θέση του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση ήταν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τα γεγονότα του διοικητικού φακέλου και έτσι κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η δεύτερη κατοικία που διεκδικούσαν οι γονείς του για λογαριασμό του “επρόκειτο για δεύτερη κατοικία που ήδη παραχωρήθηκε στους γονείς του ενώ από τα γεγονότα του φακέλου είναι καθαρό ότι ο εφεσείων διεκδικούσε κατοικία πέρα από τις δύο που παραχωρήθηκαν, μια στον πατέρα του και μια στη μητέρα του”.

Στη διάρκεια της ακρόασης το  δικαστήριο ήγειρε αυτεπάγγελτα θέμα έννομου συμφέροντος του εφεσείοντα, δυνάμει του άρθρου 146.2 του Συντάγματος, να ασκήσει προσφυγή. Υποδείχθηκε στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με τη νομολογία δεν μπορεί να θεμελιωθεί έμμεσο συμφέρον αλλά πρέπει το συμφέρον να είναι άμεσο. Το θέμα έχει εγερθεί ενόψει των κριτηρίων δυνάμει των οποίων δικαίωμα παραχώρησης κατοικίας έχουν πρόσωπα τα οποία κατείχαν χρησιμοποιήσιμη ιδιόκτητη κατοικία πριν τις 27.9.1984 και ενόψει του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι ιδιοκτήτρια της παλιάς κατοικίας ήταν η μητέρα του εφεσείοντα.

Τονίζουμε, συναφώς, ότι το ζήτημα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος και ως εκ τούτου μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Βλ. Constantinides v. Republic (1974) 3 C.L.R. 416).

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι το συμφέρον ήταν άμεσο γιατί η κατοικία του δωρήθηκε το έτος 1979 “και από την ώρα που του δωρήθηκε του ανήκει”. Τόνισε ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν κάμνει αναφορά σε εγγεγραμμένη κατοικία αλλά σε ιδιόκτητη κατοικία.

[*441]

Έχει νομολογηθεί ότι το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής (Βλ. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81 και Efthymios Ierodiaconos etc. v. Republic, 3 R.S.C.C. 55).

Όπως έχει τεθεί στην υπόθεση Americanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 540, 544:

“Το συμφέρον που απαιτείται για να στηρίξει προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146.2, πρέπει να είναι προσωπικό ή άμεσο. Δεν πρέπει να πηγάζει από ζημιά που έχει προκληθεί σε τρίτους.”

(Βλ. και Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583 στην οποία κρίθηκε ότι οι εργοδότες αλλοδαπού στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την άρνηση των αρχών να του επιτρέψουν είσοδο στην Κύπρο.)

Ακόμη και οι κληρονόμοι ενός αιτητή, ο οποίος αποθνήσκει ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση της προσφυγής του, κατά κανόνα δεν νομιμοποιούνται να συνεχίσουν την προσφυγή στο όνομα τους λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (Βλ. Chrysostomides v. Republic (1964) C.L.R. 397, Kontoyiannis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 313 και Georghiou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1571).

Όπως το θέτει ο Π. Δ. Δαγτόγλου στο “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, δεύτερη έκδοση, παραγ. 542 “το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να ανήκει απευθείας στον ασκούντα το ένδικο βοήθημα και όχι σε τρίτο πρόσωπο και εμμέσως μόνο στον αιτούντα, όπως π.χ. στην περίπτωση δανειστή του δικαιούχου”.

Στην G.C. School of Careers κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 171 οι αιτητές ενεργούσαν υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα. Ο Πικής Δ. - όπως ήταν τότε - έθεσε το  θέμα του εννόμου συμφέροντος ως εξής στη σελ. 185:

“Οι υπόλοιποι αιτητές ενεργούν, όπως αναφέρεται στην ίδια την προσφυγή, υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα. Το συμφέρον το οποίο επιδιώκουν να προστατεύσουν είναι έμμεσο. πηγάζει από τον επηρεασμό των συμφερόντων των τέκνων ή των κηδεμονευουμένων τους χωρίς να επικαλούνται οποιοδήποτε προσωπικό επηρεασμό. Προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, είναι ο άμεσος επηρεασμός των συμφερόντων του αιτητή (Βλ. Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208* και Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 928. Δεν εξετάζεται η περίπτωση διεκδίκησης ίδιου συμφέροντος από τους γονείς για την εξασφάλιση του δικαιώματος παροχής εκπαίδευσης στα τέκνα τους, οπόταν θα ενομιμοποιούντο να προσφύγουν.”

Για την επίλυση του ζητήματος του εννόμου συμφέροντος πρέπει να προσφύγουμε στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που αναφέρονται στο δικόγραφο της προσφυγής του (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 73). Στο δικόγραφο της προσφυγής του (παραγ. 1) ο εφεσείων κάμνει αναφορά στην πιο πάνω επιστολή του ημερ. 22.1.88 στην οποία αναφέρει ότι κατείχε από το έτος 1979 κατοικία στο χωριό Άλασσα την οποία του παραχώρησε “η μητέρα του ως δωρεά και την οποία επήρε κληρονομικά από τους γονείς της”.

Είναι, επομένως, σαφές ότι η διεκδίκηση του εφεσείοντα, όπως υποβλήθηκε στη διοίκηση και όπως θεμελιώθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής του, βασίζεται πάνω στον ισχυρισμό του για κατοχή κατοικίας από το 1979 την οποία του είχε παραχωρήσει “ως δωρεά” η μητέρα του από το 1979. Ήταν αποδεκτό και από τον ίδιο ότι δεν ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της κατοικίας εκείνης. Προκύπτει λοιπόν για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η πιο πάνω κατοχή ικανοποιεί τα σχετικά διευρυμένα κριτήρια για την παραχώρηση κατοικίας (Βλ. σελ. 3).  Τα κριτήρια εκείνα ομιλούν για κατοχή χρησιμοποιήσιμης ιδιόκτητης κατοικίας.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την έννοια του όρου “ιδιόκτητη κατοικία”. Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του ο όρος “ιδιόκτητος” σημαίνει “ο κατεχόμενος υπό τινός ως ατομικόν κτήμα, προσωπική περιουσία” (βλ. Δημητράκου, Ορθογραφικό και Ερμηνευτικό Λεξικό, σελ. 634).

Έχουμε λάβει υπόψη ότι ο όρος αναφέρεται σε ακίνητη ιδιοκτησία. Για το λόγο αυτό λάβαμε υπόψη και τον ορισμό του όρου “owner”* (“κύριος”)** στο άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Για τον ίδιο λόγο πήραμε καθοδήγηση και από τις αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν την ιδιοκτησία ακινήτου το οποίο κατέχεται δυνάμει δωρεάς.

Έχει νομολογηθεί ότι κατοχή ακινήτου  για την περίοδο παραγραφής δυνάμει δωρεάς η οποία δεν τελειοποιείται με την εγγραφή δεν λειτουργεί για να συμπληρώσει την έλλειψη εγγραφής έτσι που να δώσει καλό τίτλο στον δωρεοδόχο, εκτός αν μια τέτοια κατοχή ελάμβανε χώραν κατά τρόπο εχθρικό προς τον δωρητή και ήταν τέτοιας φύσης που απέκλειε τον δωρητή συνεχώς και ουσιωδώς από την απόλαυση της ιδιοκτησίας (Βλ. Charalambous v. Ioannides (1969) 1 C.L.R. 72, 79)***.

Λαμβάνουμε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Η ισχυριζόμενη κατοχή του εφεσείοντα ήταν διάρκειας 18 ετών - το άρθρο 10 του Κεφ. 224 απαιτεί εχθρική κατοχή 30 ετών. Ακόμη και αν ο εφεσείων ικανοποιούσε τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που σχετίζονται με τον τρόπο και την φύση της κατοχής του, για να μπορούσε να θεωρηθεί ότι κατέχει “καλό τίτλο” του ακινήτου έπρεπε είτε να είχε συμπληρώσει εχθρική κατοχή 30 ετών ή να είχε εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του ακινήτου. Η δωρήτρια μητέρα του μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει τη δωρεά. Δεν ήταν, επομένως, πρόσωπο “δικαιούμενον όπως εγγραφή ως ο κύριος” της κατοικίας. Η επίδικη κατοικία δεν κατείχετο από τον εφεσείοντα ως ατομικό κτήμα, ως προσω[*444]πική περιουσία. Ακολουθεί πως η επίδικη κατοικία δεν ήταν “ιδιόκτητη κατοικία” και πως ο εφεσείων δεν ικανοποιούσε τα σχετικά διευρυμένα κριτήρια.

Η θέση του εφεσείοντα μπορεί να παραλληλισθεί με εκείνη υποψηφίου για κατάληψη θέσης στη δημόσια υπηρεσία. Οσάκις ένας τέτοιος υποψήφιος δεν κατέχει τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα δεν νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής (Βλ. Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390). Ομοίως η μη ικανοποίηση των σχετικών κριτηρίων από τον εφεσείοντα τον αποστερεί του εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή.  Το συμφέρον του αιτητή δεν ήταν προσωπικό ή άμεσο. Δεν ανήκε απευθείας στον ίδιο. Ανήκε με τρόπο άμεσο στη μητέρα του.

Τελικά πρέπει να διευκρινιστεί ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι γονείς του αιτητή ήταν ιδιοκτήτες δύο κατοικιών - και όχι τριών - δεν τεκμηριώνεται με βεβαιότητα. Υπάρχει πιθανότητα να ήταν ιδιοκτήτες τριών κατοικιών. Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, έννομο συμφέρον για διεκδίκηση των δικαιωμάτων που πηγάζουν από μια τέτοια ιδιοκτησία έχει το άτομο το οποίο ικανοποιεί τα κριτήρια που έχει καθορίσει η διοίκηση - σ’ αυτή την περίπτωση η μητέρα του αιτητή.

Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο