Oργανισμός Kυπριακής Γαλακτοκομικής Bιομηχανίας ν. Δημοκρατίας και Άλλου (1998) 3 ΑΑΔ 445

(1998) 3 ΑΑΔ 445

[*445]15 Ioυνίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2114)

 

Λέξεις και Φράσεις — “Πρόσωπο” στο Άρθρο 4(1)(α) των περί Φορολογίας του Eισοδήματος Nόμων, 1961-1990 — Eρμηνεία της έννοιας της λέξης και υπαγωγή σε αυτήν του Oργανισμού Kυπριακής Γαλακτομικής Bιομηχανίας — Υιοθέτηση της απόφασης της Ολομέλειας Δημοκρατία v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 295.

Αναθεωρητική δικαιοδοσία — Δικαστικό προηγούμενο — Δεσμευτικότητα αποφάσεως της Oλομέλειας του Aνωτάτου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις διάνοιξης δυνατότητος αποκλίσεως από αυτήν — Προσδιορίστηκαν στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315 — Απαιτείται η διαπίστωση ότι η προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη — Το σφάλμα αυταπόδεκτο — Δεν υφίσταντο στην κριθείσα περίπτωση.

Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Oργανισμός Kυπριακής Γαλακτομικής Bιομηχανίας — Φύση και αρμοδιότητες — Δεν αποτελεί αμιγώς διοικητικής φύσεως οργανισμό — Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τελεί in consimili casu ως προς υπηρέτη της πολιτείας ώστε να απαλλαγεί από το φόρο εισοδήματος.

Λέξεις και Φράσεις — “Eμπορία” — Eρμηνεία από τη νομολογία και εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση της λειτουργίας και των δρα[*446]στηριοτήτων του Oργανισμού Kυπριακής Γαλακτοκομικής Bιομηχανίας — Αντικειμενικό Κριτήριο — Κίνητρο του κέρδους δεν είναι πάντοτε απαραίτητο.

Aναθεωρητική Έφεση — Λόγοι Εφέσεως — Προβολή κατ’ έφεσιν λόγων ακυρώσεως που δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως — Σύμφωνα  με τη νομολογία δεν μπορούν να προβληθούν και δεν εξετάζονται.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Ο Αρτεμίδης, Δ. χωρίς να διαφοροποιηθεί ως προς το αποτέλεσμα εξέδωσε χωριστή απόφαση με διάφορο σκεπτικό.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (1993) 3 A.A.Δ. 295,

Mαυρογένης v. Bουλής των Aντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315,

Trendetex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria [1977] Vol. 1, All E.R. 881,

Mercy Docks and Harbour Board Trustees v. Cameron [1864] 11 H.L.C. 1405,

Territorial Forces Association v. Nichols [1949] 1 K.B. 35,

Bank Voor Handel En Scheepraat Art N.Y. v. Administration of Hungarian Property [1954] 1 All E.R. 969,

C.I.R. v. Incorporated Counsil of Law Reporting for England and Wales, 2 T.C. 105,

E.A.C. v. Petrolina Co. Ltd (1971) 1 C.L.R. 19.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 23 Ιουνίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 58/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή [*447]των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης για επιβολή προσωρινής φορολογίας για το φορολογικό έτος 1991.

Κ. Χ”Ιωαννου, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, προσέβαλε την προσωρινή φορολογία που του επέβαλε ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος (Εφεσίβλητος) για το φορολογικό έτος 1991.  Το εισόδημα του Οργανισμού κατά τον ουσιώδη χρόνο προερχόταν, μεταξύ άλλων, από τη διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων.

Εγέρθηκαν στην προσφυγή τρία βασικά ερωτήματα τα οποία και καταγράφει ο αδελφός πρωτόδικος δικαστής στην απόφασή του. Αυτά είναι:

(1)   Κατά πόσο ο αιτητής εμπίπτει στην έννοια του ορισμού “πρόσωπο” του άρθρου 4(1)(α) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων, 1961-1990,

(2)   κατά πόσο ο αιτητής διεξάγει εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση μέσα στην έννοια του ίδιου άρθρου 5(1)(α), και

(3)   κατά πόσο ο αιτητής, είναι αντιπρόσωπος (agent), υπάλληλος (servant) του κράτους, ή επέχει θέση υπαλλήλου του κράτους (in consimili casu to servant of the State) και κατά συνέπεια απαλλάττεται του φόρου εισοδήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε θετικά τα δυο πρώτα ερωτήματα και αρνητικά το τρίτο και απέρριψε την προσφυγή.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 295. Η απόφαση αυτή της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιλύει όλα τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση.

[*448]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας κάλεσε ευθέως να αποστούμε από την απόφαση αυτή ανατρέποντας την, ως έκδηλα εσφαλμένη, προβάλλοντας ακριβώς τους ίδιους λόγους που έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη.

Σύμφωνα με το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου, η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο πάνω) δεσμεύει το Ανώτατο Δικαστήριο, εκτός εάν υπάρχει πεδίο απόκλισης από αυτή. Η δυνατότητα απόκλισης παρέχεται όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές έχουν προσδιορισθεί πολύ πρόσφατα στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315. Στην Μαυρογένης έχει λεχθεί ότι:

“Εφ’ όσον διαπιστώνεται ότι η προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη, δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της. Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης, ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.”

Έχουμε εξετάσει διεξοδικά την απόφαση στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο πάνω). Έχουμε καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι εσφαλμένη. Δεν παρέχεται επομένως ευχέρεια ανατροπής της.

Σύμφωνα με το Νόμο αρ. 4/69, που τον καθίδρυσε, ο Οργανισμός είναι νομικό πρόσωπο μετά διηνεκούς διαδοχής και ιδίας σφραγίδας (άρθρο 3.2).  Η λειτουργία, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του Οργανισμού καθορίζονται στα άρθρα 24-34 του Νόμου.  Για να διεξάγει τις εργασίες του, έχει εξουσία να δανείζεται χρήματα (άρθρο 41), να αποκτά, κατέχει, διαχειρίζεται ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία (άρθρο 38). Επίσης όλες οι εισπράξεις του Οργανισμού καταβάλλονται σε ταμείο ή τραπεζιτικό λογαριασμό απ’ όπου πληρώνονται τα έξοδα. Χρήματα που δεν χρειάζονται άμεσα είναι δυνατό να επενδύονται σε χρεόγραφα (άρθρο 39). Ο Οργανισμός έχει επίσης καθήκον να τηρεί λογαριασμούς που πρέπει να ελέγχονται. Έχει επίσης αρμοδιότητα εγγραφής των παραγωγών γάλακτος και επιχειρήσεων επιδιδομένων στη γαλακτοκομική βιομηχανία και χορήγηση σχετικής άδειας. Έχει δε την εξουσία είσπραξης τελών από τους αδειούχους (άρθρα 25 και 31). Έχει επίσης τη γενική ρύθμιση της εμπορίας του γάλα[*449]κτος (άρθρο 32). Μπορεί, με καθοριστική διάταξη, να απαιτήσει την πώληση του γάλακτος από τους παραγωγούς, μόνο μέσω του οργανισμού. Ο Οργανισμός έχει ίδιο κεφάλαιο που προέρχεται από τις εισπράξεις τελών, τη σύναψη δανείων, δικαιώματα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, δικαιώματα αδειών (άρθρο 45) ως επίσης και να δαπανά σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του (άρθρο 46).

Το γεγονός ότι ο Οργανισμός εκτελεί κάποιες διοικητικές λειτουργίες ή ότι ο σκοπός του είναι δημόσιος και υπόκειται σε κάποιο βαθμό σε κυβερνητικό έλεγχο, δεν αλλάζει την προσωπικότητα του ως νομικό πρόσωπο που εγκαθιδρύθηκε με Νόμο (Βλέπε: Trendtex Trading Corporation Ltd v. Central Bank of Nigeria [1977] Vol. 1, All E.R. 881).

Παρά τη σύσταση του οργανισμού το 1969 από το Νόμο και την άσκηση από αυτόν των σχετικών λειτουργιών, καθώς επίσης και τον κυβερνητικό έλεγχο που ασκείται από τον Υπουργό, είμαστε της γνώμης, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο Oργανισμός δεν ασκεί αποκλειστικά διοικητικές λειτουργίες. Έχουμε καταλήξει ότι ο Οργανισμός δεν είναι σε όμοια θέση προς τους υπηρέτες του κράτους (in consimili casu to servants of the State) ούτως ώστε να δικαιούται εξαίρεση (immunity) από την πληρωμή φόρου εισοδήματος, όπως η ίδια η Κυβέρνηση.  (Βλέπε: Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο πάνω).

Παρ’ όλο που δεν είναι εύκολο να καθοριστεί ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπρόσωπος του Κράτους (in consimili casu) από τη σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία προκύπτει η αρχή ότι, πρόσωπα ή οργανισμοί που δεν είναι κρατικοί λειτουργοί, είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αντιπρόσωποι του Κράτους αν η δημόσια εξουσία ή δραστηριότητες που ασκούν είναι στενά συνδεδεμένες με την άσκηση του βασιλικού προνομίου (royal prerogative), όπως, μεταξύ άλλων, η απονομή της δικαιοσύνης, η διατήρηση της δημόσιας τάξης, η διεξαγωγή πολέμου ή η σύναψη ειρήνης. (Βλέπε: Mercy Docks and Harbour Board Trustees v. Cameron [1864] 11 H.L.C. 1405, Territorial Forces Association v. Nichols [1949] 1 K.B. 35, Bank Voor Handel En Scheepraat Art N.Y. v. Administration of Hungarian Property [1954] 1 All E.R. 969) Οι παράγοντες αυτοί είναι καθοριστικοί για τη λήψη της απόφασης κατά πόσο πρόσωπο ή οργανισμός θεωρούνται υπηρέτες του κράτους (in consimili casu).

Στην παρούσα υπό συζήτηση έφεση, αφού μελετήσαμε τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Οργανισμού, έχουμε καταλήξει ότι [*450]δεν είναι δυνατό να εμπίπτει στην κατηγορία των υπηρετών του κράτους, ούτως ώστε να εξαιρείται από το φόρο εισοδήματος.

Το ερώτημα κατά πόσο ο Οργανισμός διεξάγει εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, μέσα στην έννοια του άρθρου 5(1)(α) των περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμων, απαντάται καταφατικά και είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο πάνω) αναλύθηκε σε έκταση το υπό συζήτηση θέμα με παραπομπή σε Αγγλικές και Κυπριακές αυθεντίες. Τονίστηκε πως ο όρος “εμπορία” παρόλο ότι σε αρκετές περιπτώσεις περιλαμβάνει την έννοια του κέρδους, εν τούτοις σε πολλές αυθεντίες υποστηρίζεται ότι το κίνητρο του κέρδους δεν είναι πάντοτε απαραίτητο.  (Βλέπε: C.I.R. v. Incorporated Counsil of Law Reporting for England and Wales, 2 T.C. 105  και E.A.C. v. Petrolina Co. Ltd (1971) 1 ΑΑΔ 19). Το κριτήριο της εμπορίας είναι αντικειμενικό και δεν σχετίζεται με τα ελατήρια του κάθε εμπορευόμενου.

Εξέταση των αρμοδιοτήτων, των εξουσιών και των υπηρεσιών που παρέχει ο εφεσείων Οργανισμός, των ενδεχόμενων εξουσιών ως προς την εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και των καθόλου οικονομικών διατάξεων που περιέχονται στο Νόμο 4/69, όπως ενδεικτικά έχουν αναφερθεί στην αρχή της απόφασης μας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να θεωρήσει τον αιτητή ως διεξάγοντα εμπορική επιχείρηση, ήταν εύλογη και ορθή υπό τις περιστάσεις.

Ορθή ήταν επίσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων Οργανισμός εμπίπτει στην έννοια του ορισμού “πρόσωπο” στο άρθρο 5(1)(α).

Όπως αναφέρθηκε και στην αυθεντία Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πιο πάνω), το άρθρο 2 των περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμων στον ορισμό “πρόσωπο” περιλαμβάνει και οργανισμό προσώπων με ή άνευ νομικής προσωπικότητας.  Έχοντας υπόψη τις εξουσίες του Οργανισμού στις οποίες έχουμε αναφερθεί, αυτός είναι “πρόσωπο” εντός της εννοίας του άρθρου 5(1)(α) των πιο πάνω Νόμων.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Έφορος επέβαλε τη φορολογία στον Οργανισμό χωρίς να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα και χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του.

Παρατηρούμε ότι για πρώτη φορά προβάλλεται τέτοιος νομι[*451]κός λόγος ακύρωσης. Στην προσφυγή του ο Οργανισμός δεν προβάλλει τέτοιους λόγους ούτε ανέπτυξε τέτοιους λόγους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν μπορούν να προβληθούν ενώπιον της Ολομέλειας στην κατ’ έφεση διαδικασία.  Kατά συνέπεια απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα στην έφεση. Εγώ όμως θα την απέρριπτα συνοπτικά για τον εξής λόγο: Ο δικηγόρος των εφεσειόντων δέχθηκε πως τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, και το νομικό σημείο που εγείρεται σ’ αυτή, ταυτίζονται απόλυτα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 295. Εισηγήθηκε όμως πως η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε εκείνη την υπόθεση έκαμε νομικό λάθος, και η απόφασή της είναι εσφαλμένη. Μας κάλεσε δε να αποστούμε από αυτή και να εκφράσουμε άλλη άποψη, που να συμφωνεί με τις δικές του εισηγήσεις.

Επαναλαμβάνουμε αυτά που είπα στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315, και που σημέρα μου φαίνονται ακόμη πιο ορθά, διατηρώντας ταυτόχρονα και την εκτίμησή μου για όλες τις απόψεις που εκφράστηκαν σ’ αυτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο