Oδυσσέως Nίκος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 481

(1998) 3 ΑΑΔ 481

[*481]18 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2056)

 

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Kοινοποίηση στο φορολογούμενο της ειδοποίησης επιβολής φορολογίας με βάση το Άρθρο 47 των περί Bεβαιώσεως και Eισπράξεως Φόρων Nόμων 1978 έως 1991 — Eιδικά η κοινοποίηση με συστημένη επιστολή — Παράλειψη του φορολογουμένου να παραλάβει την επιστολή, αν και στάληκε προς τούτο ταχυδρομική ειδοποίηση — Συνέπειες για το τεκμήριο του Άρθρου 47 — Περιπτωσιολογία από τη νομολογία και εφαρμογή των πορισμάτων της στην κριθείσα περίπτωση υποβολής ενστάσεως κατά ειδοποίησεως φορολογίας, δέκα έτη μετά την ταχυδρόμησή της.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Όροι του παραδεκτού — Περιστάσεις του απαραδέκτου προσφυγής κατά φορολογίας, που καταχωρήθηκε δέκα έτη μετά την ταχυδρόμηση της ειδοποίησης επιβολής της φορολογίας — Γνώση του περιεχομένου της πράξης από τον αιτητή — Αρχή της τεκμαιρόμενης γνώσης μετά πάροδο μακρού χρόνου από της εκδόσεως πράξεως, για την οποία ο αιτητής έχει εύλογο ενδιαφέρον.

O εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της άρνησης αποδοχής της ένστασής του ως προς φορολογία η οποία ένσταση υποβλήθηκε δέκα χρόνια μετά την νομότυπη επιβολή της φορολογίας που αφορούσε το εισόδημα του αιτητή για το έτος 1977.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*482]Στην προκείμενη περίπτωση ο φορολογούμενος γνώριζε για την επιστολή του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία του κοινοποιείτο η ειδοποίηση επιβολής φορολογίας. Στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση αμέλησε να την παραλάβει. Ή πιο σωστά αδιαφόρησε να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Yπό τις συνθήκες αυτές τεκμαίρεται πλήρης γνώση. Σκοπός του νομοθέτη, θεσπίζοντας το Άρθρο 47,  ήταν να αντιμετωπίσει και τέτοιες περιπτώσεις. Διαφορετικά οι φορολογούμενοι θα μπορούσαν να αποφεύγουν εύκολα - και χωρίς συνέπειες - την καταβολή των φόρων, που αποτελούν τον αιμοδότη των κρατικών λειτουργιών. Άλλωστε η νομολογία στην Eλλάδα καθιέρωσε τεκμήριο πλήρους γνώσης “εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως”. Eδώ η περίοδος πλησιάζει τη δεκαετία και θα μπορούσε, πιστεύουμε, να λεχθεί εκ του ασφαλούς πως ο αιτητής δεν επέδειξε εύλογο ενδιαφέρον για την υπόθεσή του.

Aπό την προηγθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, προτού ασκηθεί η προσφυγή, ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με το εδ. 5 του Άρθρου 20, που αποτελεί προϋπόθεση για να προσφύγει στο Aνώτατο Δικαστήριο, που θέτει το Άρθρο 21(1) του ίδιου νόμου. H ένσταση κατά της φορολογίας επέχει θέση ενδικοφανούς προσφυγής που συνεπάγεται επανεξέταση και από άποψη ουσίας. Πρέπει να αποσαφηνισθεί, διότι δεν προκύπτει καθαρά από την εκκαλούμενη απόφαση, ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566,

Δρουσιώτης v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Aρ. 424/90, ημερ. 20/2/92,

Παφίτης v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 946/89, ημερ. 8/6/92,

Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700,

Hewitt v. Leicester City Council [1969] 2 All E.R. 802,

Παφίτης v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522,

Petrolina Ltd v. Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420,

Pantelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687,

[*483]Παύλος Zήνωνος & Yιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2266.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 316/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της φορολογίας εισοδήματος που του επιβλήθηκε για το έτος 1978.

Σπ. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

Γ. ΠΙΚΗΣ, Π: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος (ο Έφορος ή o καθού) φορολόγησε το εισόδημα του εφεσείοντα (ή φορολογούμενου) για το έτος 1978. Ο φόρος (χρήσης 1977) προσδιορίστηκε σε £1.115. Η ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κοινοποιήθηκε με συστημένη επιστολή, που στάληκε στην επαγγελματική διεύθυνση του εφεσείοντα στις 23/5/84. Θα υπομνήσουμε στο σημείο αυτό ότι το θέμα της επίδοσης ειδοποιήσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 47 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978 έως 1991. Είναι αμοιβαία αποδεκτόν ότι η επιστολή που περιείχε τη φορολογία επιστράφηκε με την ένδειξη πως ήταν αζήτητη. Αυτό σημαίνει πως ο εφεσείων αρνήθηκε ή παρέλειψε να την παραλάβει για λόγους που δε φρόντισε να εξηγήσει ποτέ.

Δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα, στις 24/1/94, αποφάσισε να υποβάλει ένσταση που έστειλαν στον Έφορο οι λογιστές του εφεσείοντα. Δε δόθηκε καμιά εξήγηση για την πρωτοφανή καθυστέρηση. Ούτε καν ζητήθηκε παράταση για το διάβημα. Ας σημειωθεί ότι η ένσταση κατά της φορολογίας πρέπει να γίνεται με έγγραφη ειδοποίηση μέχρι τέλους του μήνα που έπεται του μήνα που επιδόθηκε, είτε με προσωπική επίδοση είτε με συστημένη επιστολή ή ειδοποίηση για επιβολή φόρου. Εύλογη παράταση του χρονικού αυτού διαστήματος είναι δυνατή, με βάση το άρθρ. 20(1) που τάσσει και την παραπάνω προθεσμία για την ένσταση, για τους λόγους που καθορίζονται στην επιφύλαξη του ίδιου εδαφίου. Ας ση[*484]μειωθεί περαιτέρω ότι δε ζητήθηκε ειδικά παράταση.

Ο Έφορος αρνήθηκε να αναθεωρήσει τη φορολογία γιατί, όπως έγραψε στον φορολογούμενο στις 3/3/94, αμέλησε να υποβάλει την ένσταση του μέσα στα υπό του νόμου καθοριζόμενα χρονικά όρια. Ο τελευταίος, με αφορμή και βάση την απορριπτική απάντηση του Εφόρου, άσκησε προσφυγή κατά της ίδιας της φορολογίας του 1978. Ο πρωτόδικος δικαστής την απέρριψε.  Η θέση του φορολογούμενου ήταν ότι έπρεπε να εξεταστεί η ένσταση του, έστω και εκπρόθεσμα, γιατί δεν είχε παραλάβει τη φορολογία και, επομένως, δεν περιήλθε σε γνώση του ότι του καταλογίστηκε φόρος για το 1977.

Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 47, η πράξη προσδιορισμού του φόρου ήταν νόμιμη, εφόσον ο καθού συμμορφώθηκε με τις επιταγές του άρθρου, ταχυδρομώντας την επιστολή “στην ορθή τελευταία διεύθυνση του φορολογούμενου”. Το δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την απόφαση Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566. Η υπόθεση αφορούσε μεν επίδοση εγγράφου για τους σκοπούς άλλου νόμου (άρθρ. 23(1) του νόμου για το ενοικιοστάσιο), αλλά οι πρόνοιες του ήταν ουσιαστικά ταυτόσημες με τη συζητούμενη διάταξη.

Ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε), που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση του Εφετείου, διέκρινε την κοινοποίηση εγγράφου (notification),  που απαιτούν οι νομοθετικές αυτές διατάξεις, από την πληροφόρηση για το περιεχόμενό τους και αποφάνθηκε:

“Section 23(1) does not make the effectiveness of the notice dependent either on receipt of the notice or acquaintance with its contents. The onus cast on the addresser is discharged by posting the notice in the manner indicated by the law, that is, by registered post directed to the last known address of the tenant.  It is not the landlord’s duty to go further and seek out the tenant and apprise him of the contents of the notice.”

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

Υιοθετώντας το πιο πάνω σκεπτικό ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε ότι:

“...... το καθήκον του Εφόρου εκπληρούται απόλυτα με την ταχυδρόμηση στην ορθή τελευταία γνωστή διεύθυνση του φορολογούμενου, ανεξάρτητα από το εάν ο φορολογούμενος έχει πάρει την ειδοποίηση ή όχι ................ η υποχρέωση του [*485]Εφόρου σταματά από τη στιγμή που ταχυδρομεί την επιστολή στην ορθή τελευταία διεύθυνση του φορολογούμενου.”

Για να στηρίξει περαιτέρω τη γνώμη του ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε σε προγενέστερη απόφαση του στην προσφυγή με αρ. 424/90, Σπύρος Δρουσιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 20/2/92, καθώς και στην επίσης πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση με αρ. 946/89, Ανδρέας Παφίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 8/6/92. Η τελευταία αυτή απόφαση εφεσιβλήθηκε, αλλά κανένας από τους δικηγόρους δεν μας παρέπεμψε στην απόφαση αυτή της Ολομέλειας που εκδόθηκε στις 11/11/96.

Περαιτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε την Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, με την αιτιολογία ότι “στην υπόθεση εκείνη δεν είχε αποδειχθεί πως ο φάκελος είχε την ορθή διεύθυνση και γιαυτό θεωρήθηκε από το Δικαστήριο ότι το διοικητικό όργανο είχε ασκήσει λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία”.

Οι λόγοι έφεσης διαμορφώθηκαν με βάση και πλαίσιο τις διατάξεις του άρθρ. 47. Η επίκληση και εφαρμογή του από το πρωτόδικο δικαστήριο επικρίνεται ως άστοχη και βασικά λανθασμένη. Κατά τον εφεσείοντα η κρινόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του διότι η επίδικη φορολογία ουδέποτε περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντα. Η διάταξη καθιερώνει απλά μαχητό τεκμήριο αναφορικά με την επίδοση της φορολογίας με το ταχυδρομείο δεδομένου ότι εδώ δεν έγινε προσωπική επίδοση.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε αγγλική νομολογία για να δείξει πως διατάξεις, όπως το άρθρ. 47, είναι πλάσματα δικαίου. Δεν μπορεί επομένως να τεκμαρθεί ότι έγινε επίδοση της ειδοποίησης φορολογίας με τον τρόπο που επικροτεί το πρωτόδικο δικαστήριο στα παραπάνω δύο αποσπάσματα της απόφασης του. Δεδομένου μάλιστα ότι είναι παραδεκτόν ότι η σχετική φορολογία επιστράφηκε και βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο.  Ακόμη υπάρχει παράπονο ότι, χωρίς καμιά αιτιολογία, αγνοήθηκε η εισήγηση του δικηγόρου του φορολογούμενου ότι δεν ήταν δυνατή η επίκληση των εδ. 1 και 5 του άρθρ. 20 και του εδ. 1 του άρθρ. 21 του Ν. 4/78.  Εν πάση περιπτώσει η εφαρμογή τους αντίκειται στις διατάξεις των άρθρ. 146 και 30 του Συντάγματος.

Μεταφέρουμε το άρθρ. 47 για να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του, ειδοποίηση λογίζεται ότι επιδόθηκε νόμιμα αν έχουν εκπληρωθεί οι όροι που θέτει, δηλαδή, ότι ταχυδρομή[*486]θηκε στη σωστή διεύθυνση:

“47.  Αι ειδοποιήσεις επιδίδονται προσώπω τινί είτε διά προσωπικής επιδόσεως είτε δια συστημένης επιστολής αποστελλομένης εις την τελευταίαν αυτού γνωστήν επαγγελματικήν ή ιδιωτικήν διεύθυνσιν. και εις την τελευταίαν περίπτωσιν αι ειδοποιήσεις λογίζονται επιδοθείσαι εις μεν την περίπτωσιν προσώπων διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της εβδόμης ημέρας αφ’ ης η επιστολή εταχυδρομήθη, εις δε την περίπτωσιν προσώπων μη διαμενόντων εν τη Δημοκρατία ουχί βραδύτερον της τριακοστής ημέρας αφ’ ης αύτη εταχυδρομήθη. Τοιαύτη επίδοσις αποδεικνύεται επαρκώς εάν αποδειχθή ότι η εμπεριέχουσα την ειδοποίησιν επιστολή έφερε την ορθήν διεύθυνσιν και εταχυδρομήθη δεόντως.”

Η αγγλική νομολογία και ιδιαίτερα η απόφαση του Εφετείου στη Hewitt v. Leicester City Council [1969] 2 All E.R. 802, δεν μπορεί να συσχετισθεί με τα γεγονότα της κρινόμενης έφεσης.  Υπάρχει ριζική διαφορά. Στη Hewitt (που δεν επιτεύχθηκε νόμιμη επίδοση) η απόφαση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος εγκατέλειψε τη διεύθυνσή του. Η σχετική σημείωση του ταχυδρομείου στην επιστολή ήταν “gone away”. O Λόρδος Denning στην απόφαση αναφέρει σχετικά:

“Once it appeared that the letter of 20th May 1965, was returned through the post marked “gone away”, then it was quite plain that it was not served at all. We are not bound to “deem” a notice to be served at a particular time, when we know that in fact it was not served at all. The notice to treat was not served on 20th May 1965. It was not served until 23rd December 1965.”

Δεν υπάρχει αναλογία. Τα ευρήματα του δικαστηρίου στην παρούσα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο εφεσείων γνώριζε πως υπήρχε επιστολή, αλλά αδιαφόρησε πλήρως για την τύχη της.

Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εκ μέρους του φορολογούμενου αναπτύχθηκαν και στην Ανδρέας Παφίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 522, αλλά δεν επικράτησαν.  Και τα γεγονότα ήταν τα ίδια όπως προκύπτει από την παρακάτω συνοπτική παρουσίαση τους στην παραπάνω απόφαση από το Νικολαΐδη Δ:

“Η φορολογία του έτους 1987 ταχυδρομήθηκε στον ίδιο φά[*487]κελο με τη φορολογία του έτους 1982 ως συστημένη επιστολή.  Ο εφεσείων δεν παρέλαβε την επιστολή αυτή, παρά το γεγονός ότι του στάληκε ειδοποίηση από το Ταχυδρομείο, με αποτέλεσμα να επιστραφεί στους καθ’ ων η αίτηση.”

Η ουσιαστική αιτιολογική σκέψη της απόφασης είναι συγκεντρωμένη στην εξής περικοπή:

“Σίγουρα το τεκμήριο που τίθεται με το άρθρο 47 σχετικά με την επίδοση της ειδοποίησης είναι μαχητό, γι’ αυτό εξ άλλου υπάρχει και η πρόνοια του άρθρου 20 με την οποία ο Διευθυντής παρέχει παράταση αν ικανοποιηθεί οτι λόγω εύλογης αιτίας η ένσταση δεν καταχωρήθηκε έγκαιρα. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έγινε κανονική επίδοση των επίδικων φορολογιών. Όπως είπαμε και πιο πάνω σύμφωνα με το άρθρο 47 η ειδοποίηση τεκμαίρεται ότι επιδόθηκε αν ικανοποιηθούν οι δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο, δηλαδή η σωστή διεύθυνση και η ταχυδρόμηση του φακέλου .................................. Η μόνη υποχρέωση που έχει το αρμόδιο τμήμα είναι η ταχυδρόμηση της ειδοποίησης στη σωστή διεύθυνση.”

Στην Παφίτης, ανωτέρω,  συζητήθηκε και θέμα παραβίασης των άρθρ. 146 και 30 του Συντάγματος.  Η Ολομέλεια εντούτοις απέρριψε την εισήγηση για αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρ. 47:

“Πριν τελειώσουμε θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε ότι οι σχετικές διατάξεις του νόμου είναι αντισυνταγματικές ή ότι παραβιάζονται τα Άρθρα 146, 30 ή 24 του Συντάγματος ή ακόμα και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν σκοπεύουμε να μπούμε σε λεπτομερή ανάλυση των λόγων για τους οποίους θεωρούμε ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν συγκρούονται με το Σύνταγμα γιατί η παρούσα υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για μια τέτοια ανάλυση και γιατί η επιχειρηματολογία επί του σημείου δεν ήταν εξαντλητική. Αρκεί μόνο να επαναλάβουμε ότι τα δικαστήρια δεν εξετάζουν τη σοφία των νόμων, αλλά μόνο τη συνταγματικότητα τους.”

Στην Pitsiakos, ανωτέρω, υπήρχαν όντως αμφιβολίες αν η φορολογία στάληκε στη σωστή διεύθυνση. Γιαυτό ακριβώς το λόγο η απόρριψη της ένστασης ως εκπρόθεσμης θεωρήθηκε σαν λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου. Και [*488]ότι αποτελούσε πρόσθετο λόγο ακύρωσης της φορολογίας.  Ωστόσο ο δικαστής Λ. Λοΐζου προχώρησε και εξέφρασε την άποψη πως και σωστή να ήταν η διεύθυνση, με άλλα λόγια και συμμόρφωση να υπήρξε με τις πρόνοιες του άρθρου, θα είχαμε πάλιν παραβίαση του άρθρ. 146.3 του Συντάγματος, που, για την ενεργοποίηση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής, θέτει ως προϋπόθεση τη γνώση της πράξης. Έσπευσε όμως να προσθέσει στη σελ. 1722:

“But having said this, I must also add that the position would have been different it it were satisfactorily proved that the register slip had come to the knowledge of the applicant and he had deliberately abstained from collecting the letter because it would then mean that he had access to the information and the means of knowledge and had by his deliberate act avoided to obtain it.”

Παρόμοια παρατήρηση έγινε ενωρίτερα στην υπόθεση Katsiantonis, ανωτέρω:

“The addressee cannot set up lack of knowledge as a defence where it is due to wilful or negligent default on his part to receive the notice or duly read it.”

Στην προκείμενη περίπτωση ο φορολογούμενος γνώριζε για την επιστολή. Στην καλύτερη γιαυτόν περίπτωση αμέλησε να την παραλάβει. Ή πιο σωστά αδιαφόρησε να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Υπό τις συνθήκες αυτές τεκμαίρεται πλήρης γνώση.  Σκοπός του νομοθέτη, θεσπίζοντας το άρθρ. 47, ήταν να αντιμετωπίσει και τέτοιες περιπτώσεις. Διαφορετικά οι φορολογούμενοι θα μπορούσαν να αποφεύγουν εύκολα - και χωρίς συνέπειες - την καταβολή των φόρων, που αποτελούν τον αιμοδότη των κρατικών λειτουργιών. Άλλωστε η νομολογία στην Ελλάδα καθιέρωσε τεκμήριο πλήρους γνώσης “εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως”. Εδώ η περίοδος πλησιάζει τη δεκαετία και θα μπορούσε, πιστεύουμε, να λεχθεί εκ του ασφαλούς πως ο αιτητής δεν επέδειξε εύλογο ενδιαφέρον για την υπόθεσή του.

Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, προτού ασκηθεί η προσφυγή, ο εφεσείων δε συμμορφώθηκε με το εδ. 5 του άρθρ. 20, που αποτελεί προϋπόθεση για να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, που θέτει το άρθρ. 21(1) του ίδιου νόμου (βλέπε [*489]Petrolina Ltd. v. Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420, 423, Pantelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687 και  Παύλου Ζήνωνος & Υιοί Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2266. Η ένσταση κατά της φορολογίας επέχει θέση ενδικοφανούς προσφυγής που συνεπάγεται επανεξέταση και από άποψη ουσίας. Πρέπει να αποσαφηνισθεί, διότι δεν προκύπτει καθαρά από την εκκαλούμενη απόφαση, ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση απορρίπτεται. Ο εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο