Iωσηφίδης Xρίστος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490

(1998) 3 ΑΑΔ 490

[*490]24 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (Ε.Δ.Υ.),

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2067)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Kατάργηση της δίκης — Kατάργηση της δίκης συνεπεία ανακλήσεως της επιδίκου πράξεως — Δυνατότητα συνέχισης και ολοκλήρωσης της ακυρωτικής δίκης για σκοπούς επιγενόμενης επίκλησης από τον αιτητή της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 για αναζήτηση αποζημιώσεων — Ενδεχόμενο ύπαρξης ζημιογόνου καταλοίπου της ανακληθείσας πράξης και η διϊστάμενη νομολογία ως προς τον τρόπο διαπιστώσεώς του, σε συνάρτηση με τη φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας — Eπισκόπηση της νομολογίας και επίλυση του ζητήματος.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικό προηγούμενο — Δόγμα δικαστικού προηγουμένου και η δεσμευτικότητα των πορισμάτων της Oμολέλειας του Aνωτάτου Δικαστηρίου έναντι των λοιπών Δικαστηρίων — Ύπαρξη συγκρουόμενων μεταξύ τους αποφάσεων της Oλομέλειας σε συνάρτηση με την ακολουθητέα στάση των κατωτέρων δικαστηρίων ως προς αυτές — Διατύπωση του ισχύοντος κανόνος επί του ζητήματος — Τα πρωτόδικα δικαστήρια υποχρεούνται να ακολουθούν την τελευταία χρονολογιακά εκδοθείσα απόφαση.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η απόφαση εκδόθηκε κατά πλειοψηφία. Η απόφαση της πλειοψηφίας δόθηκε από τον Δικαστή Γαβριηλίδη συμφωνούντων των Δικαστών Νικήτα και Καλλή.

[*491]O Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου, συμφωνούντος του Δικαστή Kραμβή, εξέδωσε την απόφαση της μειοψηφίας, με διάφορο σκεπτικό και αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό της αποφάσεως της πλειοψηφίας.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Maliotis and Others v. Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75,

Andreou and Others v. Republic (1975) 3 C.L.R. 75,

Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 189,

Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550,

Kittou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 605,

Tsiaou as Treasurer of the Committee of the Irregation Division “Katzilos” v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068,

Agrotis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1397,

Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239,

Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241,

Salem v. Republic (1985) 3 C.L.R. 453,

Mavronihis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427,

Agathangelos and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1512,

Phylactides and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 176,

Strakka Ltd v. Republic (1988) 3 C.L.R. 760,

Skoufaris v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1742,

Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 534,

Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 C.L.R. 1162,

[*492]Παπαδόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,

Kyriakides v. Educational Commission (1987) 3 C.L.R. 457,

Δημοκρατία ν. Mατθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65,

G.A.P. Estate Limited v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 395/93, ημερ. 12/8/94,

Young v. Bristol Aeroplane Co. Ltd. [1944] 2 All E.R. 293,

Young v. Bristol Aeroplane Co. Ltd. [1946] 1 All E.R. 98,

Cassell & Co. Ltd. v. Broome [1972] 1 All E.R. 801,

Elbee Ltd. (1997) 1 A.A.Δ. 1765,

Caspi Shipping Ltd. και Άλλη v. Προϊόντος Πώλησης του Πλοίου “Sapphire Seas” (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1015.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1995 (Προσφυγή Αρ. 982/92) με την οποία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Συντονισμού, Γραφείο Προγραμματισμού.

Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Μ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από το Δικαστή Γαβριηλίδη. Με αυτή συμφωνούν και οι Δικαστές Νικήτας και Καλλής. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Κραμβής.

[*493]ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23/8/1991 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μια κενή μόνιμη (Προϋπ. Αναπτ.) θέση Διευθυντή Συντονισμού, Γραφείο Προγραμματισμού. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Υποβλήθηκαν τρεις υποψηφιότητες. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Στις 21/7/1992 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και το προήγαγε από τις 15/8/1992.

Ο αιτητής πρόσβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, η καθ’ ης η αίτηση, με απόφασή της που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26/8/1994, ανακάλεσε αναδρομικά την προσβαλλόμενη απόφαση.  Παρ’ όλον τούτο, ο αιτητής κάλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στην περαιτέρω συζήτηση της προσφυγής με σκοπό να κηρυχθεί άκυρη η επίδικη απόφαση ώστε να μπορεί, όπως είπε, να διεκδικήσει, στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 146(6) του Συντάγματος, αποζημιώσεις από το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο για υλική και ηθική ζημιά που θεωρούσε ότι είχε υποστεί εξ’ αιτίας της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους, αντί αυτού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα.  Απέρριψε την προσφυγή με το αιτιολογικό ότι αυτή έχασε το αντικείμενό της λόγω της αναδρομικής ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστή είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ερώτημα κατά πόσον η αναδρομική (ex tunc) ανάκληση της απόφασης που προσβάλλεται καταργεί τη δίκη επειδή η προσφυγή μένει χωρίς αντικείμενο, παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα.

Μέχρι το 1984 σειρά πρωτόδικων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε πάρει τη θέση ότι η αναδρομική ανάκληση της διοικητικής απόφασης αφήνει την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αποτέλεσμα να καταργείται η δίκη, εκτός εάν, κατά το μεσοδιάστημα πριν την ανάκληση, ο αιτητής είχε υποστεί ζημιά, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση, οπότε η δίκη συνεχίζεται με σκοπό την ακύρωση της απόφασης ώστε να μπορεί ο αι[*494]τητής να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάσει το Άρθρο 146(6) του Συντάγματος (βλ., μεταξύ άλλων, Maliotis and others v. The Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75, Andreou and others v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 75, Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 189, Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550, Kittou and others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 605, Irregation Division “Katzilos” v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068, Agrotis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1397).

Το 1984, στην υπόθεση Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η αναδρομική ανάκληση της επίδικης διοικητικής απόφασης δεν αποστερούσε την έφεση από το αντικείμενό της. Η υπόθεση είχε ως εξής. Η Αρχή Λιμένων αποφάσισε την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή ο οποίος και τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Καταχώρησε προσφυγή. Αφού ακούσθηκε η υπόθεση ορίστηκε ημερομηνία για να εκδοθεί απόφαση. Τέσσερις μέρες προηγουμένως, η διαθεσιμότητα ανακλήθηκε αναδρομικά. Την ημέρα που θα εκδιδόταν η απόφαση ζητήθηκε η απόρριψη της προσφυγής πάνω στη βάση ότι αυτή έχασε το αντικείμενό της. Ο δικηγόρος του αιτητή δήλωσε ότι, παρά την ανάκληση, ήθελε την απόφαση του Δικαστηρίου. Στη σελίδα 1246 η Ολομέλεια είπε:-

“Unless we have an application by the applicant to withdraw    or abandon the appeal, we consider ourselves dutybound to proceed with the delivery of the judgment.”       

Στη συνέχεια, αφού η Ολομέλεια έκαμε αναφορά στην απόσυρση ή παραίτηση από την έφεση παραπέμποντας στην υπόθεση Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241 και στις υποθέσεις Kittou και Christodoulides (ανωτέρω), προχώρησε στην απαγγελία της απόφασης.

Μετά την υπόθεση Payiata η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πρωτόδικο επίπεδο, εκυμάνθη.

Στις υποθέσεις Salem v. Republic (1985) 3 C.L.R. 453, Mavronihis v. Industrial Training Authority (1986) 3 C.L.R. 1427, Agathangelos and others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1512, Phylactides and others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 176, Strakka Ltd. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 760, Skoufaris v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1742, κ.α., ο πρωτόδικος Δικαστής κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της προ του 1984 πρωτόδικης νομολογίας όπως την έχουμε διαγράψει. Ειδικά στις υποθέσεις [*495]Phylactides και Skoufaris, που έχουν άμεση σχέση με την ενώπιόν μας υπόθεση, ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε, αποκλίνοντας από την αρχή της Payiata, ότι η ανάκληση των προσβαλλόμενων προαγωγών δεν άφηνε καμία αξίωση στους αιτητές για θεραπεία βάσει του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος επειδή η τυχόν ακύρωση των προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών δεν θα οδηγούσε στην αυτόματη προαγωγή των αιτητών αλλά στην επανεξέταση από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου οι προσφυγές είχαν μείνει χωρίς αντικείμενο και οι δίκες καταργήθηκαν. Αντίθετα, στις υποθέσεις Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. και Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 C.L.R. 1162, άλλος πρωτόδικος Δικαστής, εφαρμόζοντας και επεξηγώντας την αρχή της Payiata, έκρινε ότι η διάρθρωση του Άρθρου 146 του Συντάγματος γενικά, και το κείμενο της παραγράφου 6 ειδικά, καθιστά τη δικαστική ακύρωση παράνομης διοικητικής πράξης προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, οπόταν ο αιτητής δικαιούται να αξιώσει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την ανάκληση της επίδικης απόφασης, την ακύρωσή της.

Το 1989, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 973, αφού εξέτασε την απόφαση στην Payiata, όπως και τις πρωτόδικες αποφάσεις στη Vakis και Christodoulides (ανωτέρω), επιβεβαίωσε την ορθότητα της προ του 1984 πρωτόδικης νομολογίας αποφασίζοντας ότι η αναδρομική ανάκληση διοικητικής απόφασης αποστερεί την προσφυγή του αντικειμένου της εκτός αν καταφαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση. Η ίδια απόφαση αρνήθηκε και την ορθότητα της υπόθεσης Kyriakides v. Educational Commission (1987) 3 C.L.R. 457 αναφορικά με το στοιχείο της λεγόμενης “ηθικής βλάβης”.

Η υπόθεση Παπαδοπούλλου ακολουθήθηκε από την Ολομέλεια και στις Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Παπακυριακού ν. Δημοκρατία (1996) 3 Α.Α.Δ. 65. Δεν συζητήθηκε, όμως, η ορθότητά της διότι δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τους εφεσείοντες.

Το 1994 εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση στην προσφυγή G.A.P. Estate Limited ν. Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 395/93, ημερ. 12/8/94.  Ο εφεσείων, αμφισβητώντας την ορθότητα της Παπαδοπούλλου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή και μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε υιοθετώντας, όπως εκείνη, την αρχή της Payiata και απορρίπτο[*496]ντας την αρχή της Παπαδοπούλλου.

Στην εν λόγω υπόθεση, όταν προέκυψε ζήτημα κατά πόσον η ανακλητική απόφαση αποστέρησε την προσφυγή του αντικειμένου της, ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) είπε τα ακόλουθα:-

“... οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η ανάκληση αποστέρησε την προσφυγή του αντικεμένου της επειδή δεν άφησε οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημίας που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο πολιτικής αγωγής κάτω από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Τις θέσεις τους υποστηρίζουν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, όπου αποφασίστηκε ότι η ανάκληση πράξης ή απόφασης αποστερεί την προσφυγή του αντικειμένου της, εκτός αν καταφαίνεται, εκ πρώτης όψεως ότι παραμένει ζημία ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:

“Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τις βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.”

Διάφορη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε δυο προηγούμενες πρωτόδικες αποφάσεις μου στην άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 534 και στη Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 C.L.R. 1162, κρίθηκε ότι η διάρθρωση του Άρθρου 146 του Συντάγματος γενικά και, το κείμενο της παραγράφου 6 ειδικά, καθιστά τη δικαστκή ακύρωση παράνομης διοικητικής πράξης, προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, οπόταν ο αιτητής δικαιούται να αξιώσει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την ανάκληση της επίδικης απόφασης, την ακύρωσή της. Η ακύρωση είναι απαραίτητη προς διασφάλιση του δικαιώματος που διαφυλάσσει στον επιτυχόντα αιτητή το Άρθρο 146.6.

Το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται από τη φύση του αντικειμένου της (εκτελεστή διοικητική πράξη, απόφαση ή [*497]παράλειψη) και τις επιπτώσεις που έχει στα δικαιώματα του προσφεύγοντα (άμεσος δυσμενής επηρεασμός ενεστώτος συμφέροντος). Το αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι η αναθεώρηση της νομιμότητας της πράξης, απόφασης ή παράλειψης, η οποία προσβάλλεται. Οι θεραπείες οι οποίες μπορούν να αποδοθούν είναι αποκλειστικά εκείνες που προσδιορίζουν στην παράγραφο 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Πουθενά στο Άρθρο 146 συναρτάται η αναθεώρηση της πράξης με την ανάκλησή της. Εφόσον βέβαια η πράξη ανακληθεί και ο προσφεύγων εγκαταλείψει την προσφυγή, το ένδικο μέσο για την αναθεώρηση εκτελεστής διοικητικής πράξης, η δίκη καταργείται και τίθεται τέρμα στη διαδικασία [βλ. Republic v. Louca and Others (1984) 3 C.L.R. 241]. Η διαδικασία του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 περιορίζεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση της νομιμότητας της πράξης η οποία προσβάλλεται. Στερείται το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιοδοσίας διερεύνησης των υλικών επιπτώσεων παράνομης διοικητικής πράξης. αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στη σφαίρα δικαιοδοσίας αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου όπως ορίζει το Άρθρο 146.6. Οι σφαίρες δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1 και του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146.6, διαχωρίζονται θεσμικά. Οι δυο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο.

Για τους πιο πάνω λόγους, διατηρώ επιφυλάξεις για την ορθότητα της απόφασης στην Παπαδοπούλλου εφόσον η διαπίστωση ύπαρξης ζημίας, έστω εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να εκφεύγει του πεδίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146.1. Εν τούτοις θα την ακολουθούσα στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής του δικαστικού προηγούμενου (απόφαση ολομέλειας) αν δεν διαπίστωνα ότι συγκρούεται στο επίμαχο σημείο με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239. Στην Payiatas αποφασίστηκε ότι η ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης δεν αποστέρησε την έφεση του αντικειμένου της.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου κατοπτρίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα:

“Unless we have an application by the applicant to withdraw or abandon the appeal, we consider ourselves dutybound to proceed with the delivery of the judgment”.

(Σε ελληνική μετάφραση): “Εκτός αν έχουμε αίτηση εκ μέρους του αιτητή με την οποία να αποσύρει ή να εγκαταλεί[*498]πει την έφεση, θεωρούμε καθήκον μας να προχωρήσουμε με την έκδοση της απόφασης”.

Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο, για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση, επέτρεψε την έφεση και ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση [με την οποία είχε τεθεί ο εφεσείων (αιτητής στην προσφυγή) σε διαθεσιμότητα], ανεξάρτητα από την ανάκλησή της. Στην Παπαδοπούλλου (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στην Payiatas (ανωτέρω) η αρχή όμως την οποίαν ενσωματώνει, δεν ακολουθήθηκε.

Όπου διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τους, ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου, για την ορθότητά τους, [βλ. Young v. Bristol Aeroplane Co. [1946] 1 All E.R. 98 (H.L.)].

Μπορεί να προβληθεί η θέση ότι η Payiatas διακρίνεται από την Παπαδοπούλλου επειδή η διοικητική πράξη του αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής είχε επικυρωθεί πρωτόδικα. Η διάκριση αυτή δεν μπορεί να ισχύσει εφόσον και στις δυο περιπτώσεις η ανάκληση αφορά στην πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της αναθεώρησης, δηλαδή τη διοικητική πράξη ή απόφαση που προσβάλλεται.

Για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω, δε θα ακολουθήσω, την Παπαδοπούλλου. Κρίνω ότι η Payiatas, καθώς και η Vakis και η Christodoulides, βασίζονται σε σωστή θεώρηση του Άρθρου 146. Ο προσφεύγων δικαιούται να αξιώσει, όπως αξιώνουν οι αιτητές σ’ αυτή την προσφυγή, την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να την ακυρώσει εφόσον την κρίνει παράνομη, όπως κρίνεται η επίδικη διοικητική απόφαση σ’ αυτή την περίπτωση.”

Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση εγείρει δύο σοβαρά θέματα τα οποία έχουμε καθήκον να εξετάσουμε. Το πρώτο είναι κατά πόσον η απόφαση στην υπόθεση Παπαδοπούλλου είναι ορθή ή όχι ώστε, ανάλογα με την απάντηση, να την ακολουθήσουμε και στην ενώπιόν μας υπόθεση ή όχι. Το δεύτερο αφορά τη δεσμευτικότητα των συγκρουόμενων αποφάσεων (conflicting decisions) της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έναντι των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη τους δικαιοδοσία στα πλαίσια της εφαρμογής της Αρχής του δικαστικού προηγούμενου (Doctrine of precedent).

[*499]Η ορθότητα ή μη της απόφασης στην Παπαδοπούλλου

Το αιτιολογικό (ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλλου είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα, και τούτο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο, σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξη οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση (παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή (παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δεν θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση, και στο δεύτερο ερώτημα, είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη πλέον συνέπεια την κατάργηση της δίκης αφού δεν υπάρχει πλέον απόφαση είτε για επικύρωση είτε για ακύρωση βάσει της παραγράφου 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Θέτοντας στον εαυτό του τα δύο αυτά ερωτήματα και δίδοντας την ανάλογη απάντηση με σκοπό να εξακριβώσει κατά πόσο, με την ανάκληση της επίδικης απόφασης, η προσφυγή έμεινε χωρίς αντικείμενο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εκφεύγει της δικαιοδοσίας του βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ούτε ότι εισχωρεί στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου αφού, προσεγγίζοντας το θέμα με τον τρόπο που εξηγήσαμε, και για το σκοπό ή το στόχο που εξηγήσαμε, ούτε ζημιά διαπιστώνει ή εκτιμά ούτε, βέβαια, αποζημίωση επιδικάζει ή άλλη θεραπεία παρέχει. Απλώς διαπιστώνει αν, ύστερα από την ανάκληση της διοικητικής απόφασης, είναι δυνατόν να τεθεί καν θέμα ζημιάς και, συνεπακόλουθα, αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας ώστε να είναι απαραίτητη η συνέχιση της ακυρωτικής δίκης.

Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου είναι ορθή και εφαρμόζεται απόλυτα στην ενώπιόν μας περίπτωση. Ενόψει της ανάκλησης της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους, η διοίκηση δεν [*500]θα έχει να συμμορφωθεί με τίποτε προς όφελος του αιτητή-εφεσείοντα ούτε θα έχει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε αξίωσή του σε περίπτωση που θα επακολουθήσει ακυρωτική απόφαση. Ταυτόχρονα δεν είναι δυνατόν, δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, να υπέστη ο αιτητής-εφεσείων οποιαδήποτε ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε (αφού δεν είχε αξίωση για προαγωγή αλλά μόνον προσδοκία) ώστε να τίθεται καν θέμα αξίωσης του για αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο.

Η δεσμευτικότητα των συγκρουόμενων αποφάσεων (conflicting decisions) της Ολομέλειας έναντι του πρωτόδικου Δικαστή

Στην υπόθεση G.A.P. Estate Limited (ανωτέρω) ο πρωτόδικος Δικαστής εθεώρησε τον εαυτό του ελεύθερο να επιλέξει μεταξύ της Payiata και της Παπαδοπούλλου (παρ’ όλον που η Παπαδοπούλλου ήταν μεταγενέστερη και δεν αποδέχθηκε την Payiata), εξέτασε την Παπαδοπούλλου, δεν την αποδέκτηκε και, ακολούθως, επέλεξε και εφάρμοσε, ως ορθή, την Payiata, στηριζόμενος στη δυνατότητα τέτοιας επιλογής που του παρέχεται, όπως έκρινε, από την κλασσική αγγλική υπόθεση Young v. Bristol Aeroplane Co. Ltd. [1944] 2 All E.R. 293 (Court of Appeal) - [1946] 1 All E.R. 98 (House of Lords).

Στην υπόθεση εκείνη το αγγλικό Εφετείο, αφού πρώτα επιβεβαίωσε την αρχή του stare decisis, προχώρησε και εξέτασε το ερώτημα κατά πόσον, το ίδιο το Εφετείο, δεσμευόταν από τις προηγούμενες αποφάσεις, τις δικές του και εκείνες δικαστηρίων ομοβάθμιας (ή ανώτερης) δικαιοδοσίας.

Είπε ο Λόρδος Greene, M.R., στη σελίδα 298 της απόφασης του Εφετείου.

“In considering the question whether or not this court is bound by its previous decisions and those of courts of co-ordinate jurisdiction, it is necessary to distinguish four classes of case. The first is that with which we are now concerned, namely, cases where this court finds itself confronted with one or more decisions of its own or of a court of co-ordinate jurisdiction which cover the question before it, and there is no conflicting decision of this court or of a court of co-ordinate jurisdiction. The second is where there is such a conflicting decision.  The third is where this court comes to the conclusion that a previous decision, although not expressly overruled, cannot stand with a subsequent decision of the House of Lords. The fourth (a [*501]special case) is where this court comes to the conclusion that a previous decision was given per incuriam.  In the second and third classes of case it is beyond question that the previous decision is open to examination. In the second class, the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions.  In the third class of case the court is merely giving effect to what it considers to have been a decision of the House of Lords by which it is bound. The fourth class requires more detailed examination and we will refer to it again later in this judgment.”

(Βλέπε σχετικά και Rupert Cross, Precedent in English Law, 2nd Edition, 1968, page 128 et seq.)

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι εμφανές ότι το dictum του Λόρδου Greene αναφέρεται στη δυνατότητα του Εφετείου και των ομοβάθμων του δικαστηρίων να επιλέγουν μεταξύ των δικών τους συγκρουόμενων αποφάσεων. Δεν δέχεται ότι τέτοια δυνατότητα έχουν και τα κατώτερα δικαστήρια. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει από το dictum είναι ότι τα κατώτερα δικαστήρια δεν έχουν τέτοια δυνατότητα αλλά οφείλουν να ακολουθούν την πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, που ανατρέπει προηγούμενη απόφαση, είτε δική του είτε των ομοβάθμων του δικαστηρίων και αντιστρόφως. Ότι αυτή είναι η ορθή προσέγγιση της δεύτερης εξαίρεσης από την αρχή του stare decisis όπως αυτή διατυπώνεται στην υπόθεση Young v. Bristol Aeroplane Co. Ltd., ξεκαθαρίστηκε με την απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Cassell & Co. Ltd. v. Broome [1972] 1 All E.R. 801, όπου ο Λόρδος Hailsham, L.C., είπε τα ακόλουθα στη σελίδα 809:-

“The fact is, and I hope it will never be necessary to say so again, that, in the hierarchical system of courts which exists in this country, it is necessary for each lower tier, including the Court of Appeal, to accept loyally the decisions of the higher tiers. Where decisions manifestly conflict, the decision in Young v Bristol Aeroplane Co Ltd offers guidance to each tier in matters affecting its own decisions. It does not entitle it to question considered decisions in the upper tiers with the same freedom.”

Στην ίδια απόφαση χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Diplock στη σελίδα 874:-

“...  It is inevitable in a hierarchical system of courts that there are decisions of the supreme appellate tribunal which do not attract the unanimous approval of all members of the judiciary. [*502]When I sat in the Court of Appeal I sometimes thought the House of Lords was wrong in overruling me. Even since that time there have been occasions, of which the instant appeal itself is one, when, alone or in company, I have dissented from a decision of the majority of this House.  But the judicial system only works if someone is allowed to have the last word and if that last word, once spoken, is loyally accepted.”

Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα (όπως οι αποφάσεις Payiata και Παπαδοπούλλου), οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως.  Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει. Όπως παρατηρεί ο Salmond on Jurisprudence, 12th Edition, στη σελίδα 153:-

“... The lower court may refuse to follow the later decision on the ground that it was arrived at per incuriam, or it may follow such decision on the ground that it is the latest authority.  Which of these two courses the court adopts depends, or should depend, upon its own view of what the law ought to be.”

(Bλέπε σχετικά την απόφαση στην Elbee Ltd. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1765 και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Caspi Shipping Ltd. και άλλης (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1015, όπου το Δικαστήριο σχολιάζει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή Sheen στην υπόθεση Saint Anna του 1983 να επιλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων αποφάσεων του αγγλικού Εφετείου, της Bremer του 1933 και της The Beldis του 1935, και, ενόψει της διαπίστωσής του ότι η απόφαση στην The Beldis ελήφθη per incuriam της Bremer, να προτιμήσει και ακολουθήσει, ως ορθή, την Bremer.)

Στην εξαίρεση αυτή των per incuriam αναφέρεται η τέταρτη κατηγορία υποθέσεων στο dictum του Λόρδου Greene.

Η έφεση απορρίπτεται κατ’ εφαρμογήν της απόφασης στην Παπαδοπούλλου.

[*503]Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.

ΠΙΚΗΣ Π.: Ο Κραμβής, Δ., είναι σύμφωνος με την απόφαση που ακολουθεί.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Υπάρχει διϊστάμενη νομολογία ως προς τις επιπτώσεις που ενέχει, στην αναθεωρητική δίκη, η ανάκληση της διοικητικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται. Τη διάσταση αυτή είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην G.A.P. Estates Limited v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 395/93 - 12.8.1994. Όπως εξήγησα, προκύπτει από την Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, ότι η ανάκλησή της, δεν καταργεί τη δίκη. Την ίδια θέση είχα υιοθετήσει και σε δύο προγενέστερες της G.A.P. (ανωτέρω), πρωτόδικες αποφάσεις, στη Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 534, και στη Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 C.L.R. 1162.  Στη Christodoulides, αναφέρεται ότι: (σελ. 1164)

«Τhe revocation of an administrative act does not put an end  to the proceedings in which its validity is impugned. This was authoritatively stated to be the law by the Full Bench of the Supreme Court in Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239

Στη Vakis, όπως και στη Christodoulides, αποφασίστηκε, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 146 γενικά και της παραγράφου 6 ειδικά, ότι η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη. Δικαιωματικά ο προσφεύγων μπορεί να αξιώσει συνέχιση της δίκης, για να διαπιστωθεί η νομιμότητα της πράξης που προσβάλλει. Η ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 146.4, αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση θεραπείας κάτω από την παράγραφο 6, του ιδίου Άρθρου.

Στην Kyriakides v. Educ. Service Commission (1987) 3 C.L.R. 457, o Tριανταφυλλίδης Π., αποφάσισε ότι η ανάκληση της απόφασης, (προαγωγές στη θέση βοηθού διευθυντή σχολείου) που ήταν το αντικείμενο της προσφυγής, δεν επέφερε τον τερματισμό της δίκης. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος περιλαμβάνει και ηθική ζημία η οποία, όπως διαφαίνεται από το κείμενο της απόφασης, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο θεραπείας βάσει του Άρθρου 146.6. Άλλη απόφαση που άπτεται του θέματος είναι η Valiantis and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 151. Ο Στυλιανίδης Δ., (όπως ήταν τότε), θεώρησε, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 146.6, τη δίκη ως μή καταργηθείσα, ως αποτέλεσμα της ανάκλησης. Έκρινε, ότι η απόφαση δεν εξαφάνισε τα δυσμενή αποτελέσματα της προ[*504]σβληθείσας πράξης. Σημαντική είναι η ακόλουθη διαπίστωση στην οποία το Δικαστήριο προέβη: (σελ. 154)

«It is not within the task or competence of this Court to inquire whether the applicants suffered any damage from the revoked decisions. This is within the exclusive jurisdiction of the District Court.»

H δίκη καταργείται πρωτόδικα και κατ’ έφεση εφόσον ο αιτητής εγκαταλείπει την προσφυγή του. (Βλ. Republic v. Louca and Others (1984)3 C.L.R. 241.)

Στην Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η ανάκληση επιφέρει την κατάργηση της δίκης εκτός όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η ζημία ή η βλάβη του προσφεύγοντος δεν εξαλείφεται με την ανάκληση. Η ουσία της απόφασης της Ολομέλειας που δόθηκε από τον Στυλιανίδη, Δ., συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σελ. 984-985)

«Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τις βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.»

Στην Παπαδοπούλλου (ανωτέρω), γίνεται αναφορά στις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - του μονομελούς δικαστηρίου και της ολομέλειας - περιλαμβανομένης της Payiatas, χωρίς να διατυπώνεται άμεσα οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς την ορθότητα του λόγου τους. Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου εμφανώς συγκρούεται με την προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας στην Payiatas. Το γεγονός αυτό δεν σχολιάζεται ούτε η δέσμευση που ενείχε η Payiatas, ως θέμα δικαστικού προηγούμενου. Δεν οριοθετείται το πλαίσιο της διαφωνίας ούτε δίδονται λόγοι για την απόκλιση από την προηγούμενη απόφαση. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η απόφαση στην Kyriakides (ανωτέρω), ο λόγος της οποίας αποδοκιμάστηκε.

Στην G.A.P. (ανωτέρω), διαπίστωσα τη διάσταση μεταξύ του λόγου της Payiatas και εκείνου της Παπαδοπούλλου επισημαίνο[*505]ντας ότι όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τους, ανάλογα με την κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητά τους.  Η αρχή αυτή αναγνωρίστηκε στη Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293 (C.A.), απόφαση του Αγγλικού Εφετείου και κατ’ έφεση Young v. Bristol Aeroplane Co. [1946] 1 All E.R. 98 (H.L.). Στo ακόλουθο απόσπασμα, από την απόφαση του Προέδρου του Εφετείου (με αριθμητικά ενισχυμένη σύνθεση), Λόρδου Green, αναγνωρίζεται ρητά το δικαίωμα του Δικαστηρίου να επιλέξει μεταξύ προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων oι οποίες δημιουργούν δέσμευση για το Δικαστήριο: (σελ. 298)

«In considering the question whether or not this court is bound by its previous decisions and those of courts of co-ordinate jurisdiction, it is necessary to distinguish four classes of case. The first is that with which we are now concerned, namely, cases where this court finds itself confronted with one or more decisions of its own or of a court of co-ordinate jurisdiction which cover the question before it, and there is no conflicting decision of this court or of a court of co-ordinate jurisdiction. The second is where there is such a conflicting decision. The third is where this court comes to the conclusion that a previous decision, although not expressly overruled, cannot stand with a subsequent decision of the House of Lords. The fourth (a special case) is where this court comes to the conclusion that a previous decision was given per incuriam. In the second and third classes of case it is beyond question that the previous decision is open to examination. In the second class, the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions. In the third class of case the court is merely giving effect to what it considers to have been a decision of the House of Lords by which it is bound. The fourth class requires more detailed examination and we will refer to it again later in this judgment.»

H αρχή της Young, σε σχέση με την απόκλιση από προηγούμενη δικαστική απόφαση περιλαμβανομένης και της ευχέρειας επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων, επαναβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στη A-G of St Christopher v. Reynolds [1979] 3 All E.R. 129. Αναφορά στη δυνατότητα αυτή γίνεται και στην απόφαση του Λόρδoυ Reid στη Scruttons v. Midland Silicones [1962] 1 All E.R. 1. H θέση του διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σελ. 12)

[*506]«I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision. The first two of these grounds appear to me to apply to the present case.»

Στην Young, διακρίνεται η περίπτωση συγκρουόμενων αποφάσεων του ιδίου δικαστηρίου, (η δεύτερη κατηγορία),  από εκείνη που αφορά αποφάσεις που εκδίδονται per incuriam, (η τέταρτη κατηγορία).  Ευχέρεια απομάκρυνσης από απόφαση,  για το λόγο ότι εκδόθηκε per incuriam δηλαδή χωρίς αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία ή δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο, παρέχεται μόνο στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ή το Εφετείο, (ανάλογα με την περίπτωση), όχι όμως σε ιεραρχικά κατώτερο δικαστήριο.  Αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας σε ιεραρχικά κατώτερα δικαστήρια θα τα καθιστούσε, όπως μπορεί να παρατηρήσουμε, σε μεγάλο βαθμό κριτές της δεσμευτικότητας των αποφάσεων, ιεραρχικά ανώτερων δικαστηρίων, γεγονός που θα κλόνιζε το θεμέλιο του δεσμευτικού προηγούμενου.

Το ότι δεν παρέχεται σε κατώτερο ιεραρχικά δικαστήριο η δυνατότητα απόκλισης από απόφαση ανώτερου δικαστηρίου (Εφετείου), με το δικαιολογητικό ότι εκδόθηκε per incuriam, προκύπτει ευθέως από την Αγγλική νομολογία. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Cassell & Co. Ltd. v. Broome [1972] 1 All E.R. 801 του Λόρδου Diplock, αντανακλά  την ισχύουσα αρχή: (σελ. 874)

«The Court of Appeal, {[1971] 2 All E.R. 187, [1971] 2 W.L.R. 853} found themselves able to disregard the decision of this House in Rookes v. Barnard [(1964] 1 All E.R. 367, [1964] AC 1129] by applying to it the label per incuriam. That label is relevant only to the right of an appellate court to decline to follow one of its own previous decisions, not to its right to disregard a decision of a higher appellate court or to the right of a judge of the High Court to disregard a decision of the Court of Appeal. Even if the jurisdiction of the Court of Appeal had been co-ordinate with the jurisdiction of this House and not inferior to it the label per incuriam would have been misused.»

H ευχέρεια επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων [*507]ανώτερου δικαστηρίου αναγνωρίζεται και από το Ανακτοβούλιο στην Baker v. The Queen [1975] 3 All E.R. 55. To ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας προσδιορίζει την αρχή: (σελ. 64)

«Although the Judicial Committee is not itself strictly bound by the ratio decidendi  of its own previous decisions, courts  in Jamaica are bound as a general rule to follow  every part of the ratio decidendi of a decision of this Board in an appeal from Jamaica that bears the authority of the Board itself. To this general rule there is an obvious exception, viz where the rationes decidendi of two decisions of the Board conflict with one another and the later decision does not purport to over-rule the earlier. Here the Jamaican courts may choose which ratio  decidendi they will follow and in doing so they may act on their own opinion as to which is the more convincing.»

H ελευθερία επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων ανώτερου δικαστηρίου από ιεραρχικά κατώτερο δικαστήριο, με βάση την κρίση του τελευταίου για την ορθότητα της αρχής που ενσωματώνουν, αναγνωρίστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Caspi Shipping Limited κ.ά. ν. Toυ προϊόντος πώλησης του πλοίου «Saphire Seas» (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1015. Ο Δικαστής Sheen στην υπόθεση The St. Anna (1983)2 All E.R. 691, ήταν αντιμέτωπος με δύο συγκρουόμενες αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου αναφορικά με τη βάση αγωγής για την ανάκτηση ποσού επιδικασθέντος από Διαιτητή, τη Bremer Oeltransport v. Drewry [1933] 1 K.B. 753, - [1933] All E.R. 851, και τη μεταγενέστερη απόφαση The Beldis [1935] All E.R. 760. Οι συγκρουόμενες αποφάσεις άφηναν νομολογιακά ελεύθερο το πεδίο ως προς το ποιά απόφαση θα ακολουθείτο.  Παρόλο που επισημαίνει ο δικαστής Sheen ότι στη The Beldis δεν είχε γίνει παραπομπή στην Bremer δεν την απέρριψε ως δικαστικό προηγούμενo για το λόγο ότι ήταν per incuriam. Επέλεξε, όπως ρητά αναφέρει, μεταξύ των δύο συγκρουόμενων αποφάσεων με επίμετρο την κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητα του λόγου τους. H ελευθερία αυτή αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρόσφατη απόφασή μας στην Caspi. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην περίπτωση προηγούμενων αποφάσεων του Εφετείου, οι οποίες κρίνονται per incuriam, η ευχέρεια του (Εφετείου) να μή τις ακολουθήσει δεν συναρτάται μόνο με την ύπαρξη άλλης προγενέστερης συγκρουόμενης απόφασής του· αλλά και με την παραγνώριση νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Willis v. [*508]Association of Universities of the British Commonwealth (No. 2) [1965] 2 All E.R.393. Farrell v. Alexander [1976] 1 All E.R. 129. Nicholas v. Penny [1950] 2 All E.R. 89.)

Σε τελευταία ανάλυση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου  σ’ αυτή την υπόθεση ευρίσκεται αντιμέτωπη με διϊστάμενες  προηγούμενες αποφάσεις της αναφορικά με τις επιπτώσεις της ανάκλησης διοικητικής απόφασης στην αναθεωρητική δίκη. Σε τέτοια περίπτωση, όπως διαπιστώνεται (υπό το φως της νομολογίας) στον Halsbury’s Laws of England 4th ed. Vol. 26, παρ. 578:

«The Court of Appeal is entitled and bound to decide which of  two conflicting decisions of its own it will follow.»

Όπως εξηγήσαμε στην G.A.P. και ο Στυλιανίδης Δ., νωρίτερα στη Valiantis and Others (ανωτέρω), εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαπίστωση της ζημίας που υφίσταται ο προσφεύγων ως αποτέλεσμα παράνομης διοικητικής πράξης. Ούτε παρέχονται ουσιαστικά ή δικονομικά μέσα για τη διαπίστωση της ζημίας ή βλάβης στην αναθεωρητική δίκη. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 146, περιορίζεται στην κρίση της νομιμότητας των αποφάσεων ή πράξεων που προσβάλλονται. Το κείμενο του Άρθρου 146 δεν συναρτά τη βιωσιμότητα της προσφυγής με οποιοδήποτε γεγονός μεταγενέστερο της έγερσής της. Αντίθετα, η αναθεώρησή της προς τον σκοπό διαπίστωσης της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης η οποία προσβάλλεται αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου.  Το καθήκον αυτό επιβάλλεται, όχι μόνο χάριν της διαφύλαξης των δικαιωμάτων του αιτητή βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146, αλλά και χάριν της διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης. 

Αποτελεί υποχρέωση της αρχής ή του όργάνου που εξέδωσε απόφαση ή πράξη, η οποία ακυρώνεται από το Δικαστήριο, να εξαλείψει τα αποτελέσματά της.  Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από την παράγραφο 5 του Άρθρου 146. Η ανάκληση της απόφασης ή της πράξης δεν επάγεται την ίδια υποχρέωση.

Το Άρθρο 146.6 δεν συναρτά το δικαίωμα για την παροχή θεραπείας από πολιτικό δικαστήριο μόνο με την ακύρωση της πράξης αλλά και από τη μή επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε στον αιτητή, από την αρχή που εξέδωσε την απόφαση. Η παράγραφος 6 του Άρθρου 146, προβλέπει:

«Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή πα[*509]ραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ήν το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»

Στην Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697 επισημάναμε ότι: (σελ. 702)

«Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών.»

Στην Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, επεξηγείται και πάλιν η θέση ότι ζήτημα αποζημίωσης μπορεί να εγερθεί μόνο εφόσον ακυρώνεται η πράξη και το αίτημα για αποκατάσταση της ζημίας δεν ικανοποιείται από την αρχή ή το όργανο που φέρει την ευθύνη για την παράνομη πράξη. Μόνο τότε μπορεί να προκύψει ζήτημα ζημίας και αντίστοιχο δικαίωμα διεκδίκησής της ενώπιον πολιτικού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα για αποζημίωση το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 146.6, είναι, όπως διαπιστώνεται στην The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242, ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα. Χαρακτηρίζεται (το δικαίωμα) στην Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462, ως «a cause suis generis». Διακρίνεται από το αγώγιμο δικαίωμα των αποζημιώσεων, όπως είναι γνωστό στο κοινό δίκαιο, ή οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις. (Βλ. επίσης Costas Tsakistos v. The Attorney-General of The Republic etc. (1969) 1 C.L.R. 355.)  To ακόλουθο απόσπασμα από τη Frangoulides, χαρακτηρίζει τη φύση του δικαιώματος: (σελ. 470)

«It is ancillary to judicial review, as a measure necessary for its effectiveness. Primarily it entitles the injured party to recover damage not remediable by proper administrative action. If the proper administrative action is not taken, the remedy is to go to the administrative court again. If this step notwithstanding [*510]the injured party is left to shoulder damages, then he has a right to recover them from the Republic.»

Και στη σελ. 471:

«The remedies under Article 146.1 and Article 146.6 are mutually exclusive. One cannot simultaneously pursue an action for administrative review and an action for damage allegedly arising from the same administrative act. (See, Kyriakides v. The Republic, 3 R.S.C.C. 13; Hagop Ouzounian v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 553 - a judgment of Triantafyllides, J., as he then was). The annulment of the administrative act complained of, is a prerequisite to the valid pursuit of an action for damages under Article 146.6. Any other approach would invariably undermine the exclusive jurisdiction of the Supreme Court to take cognizance of complaints directed against the legality of administrative acts.»

(Βλέπε επίσης Λανίτη Λτδ & άλλοι ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, και Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612.)

Η εξουσία του πολιτικού Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας δεν περιορίζεται στις αποζημιώσεις· εκτείνεται, σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες της παραγράφου 6, του Άρθρου 146, στην παροχή κάθε μορφής θεραπείας την οποία το πολιτικό Δικαστήριο έχει εξουσία να παράσχει. Οι εξουσίες αυτές προσδιορίζονται στο Τέταρτο Μέρος του περί Δικαστηρίων Νόμου, (14/60) και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος καθώς και αποφάσεις αναγνωριστικές δικαιώματος. Το δικαίωμα για αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την πρόκληση υλικής ζημίας. Οι αρχές της επιείκειας αποτελούν, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, τον οδηγό τόσο στη διαπίστωση της ζημίας όσο και στην ικανοποίησή της. (Βλ. Phedias Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39.   Attorney-General v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242. Marcou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166. Costas Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355. Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462.)

Το ακόλουθο απόσπασμα από την Θεοδωρίδη (ανωτέρω), είναι διαφωτιστικό για τους παράγοντες που προσμετρούν στον [*511]προσδιορισμό της ζημίας: (σελ. 426)

«Στη Markoullides (ανωτέρω) λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό της ζημίας η απείθεια του ενάγοντα στις οδηγίες της Αρχής Ηλεκτρισμού για τη μετάθεσή του που θεμελίωσε την πειθαρχική δίωξη εναντίον του παρά την ακύρωση της απόφασης για την παύση του. Ότι προκύπτει είναι ότι η ακύρωση της πράξης δε διαγράφει τη διαγωγή του υπαλλήλου στην υπηρεσία του η οποία εφόσον κριθεί μεμπτή επενεργεί προς μείωση ή ακόμα και εξαφάνιση του δικαιώματος για αποζημίωση. Καθοδήγηση για το μέτρο της ζημίας βάσει του Άρθρου 146.6 μπορεί να αντληθεί και από το δίκαιο της επιείκιας (equity) που συναρτά την παροχή θεραπείας και το μέτρο του καθορισμού της με την επίδειξη επιπέδου συμπεριφοράς που συνάδει με τις αρχές της δικαιοσύνης, δηλαδή καθαρή συνείδηση και άμεμπτη διαγωγή.»

Άμεσα σχετική είναι η φρασεολογία του Άρθρου 146.6:  «Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ...». Η έννοια της ζημίας περιλαμβάνει κάθε μορφή βλάβης δυνάμενης να θεραπευθεί με κατάλληλη απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου.

Kαταλήγω, για τους λόγους που έχω εκθέσει, ότι η απόφαση στην Payiatas, ενσωματώνει την ορθή αρχή δικαίου. Η διαπίστωση η οποία έγινε στην G.A.P. (ανωτέρω), την οποία επίσης επικαλέστηκε ο εφεσείων, είναι ορθή.

Πιο κάτω συνοψίζω τους λόγους που έχω εκθέσει, για τους οποίους η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη.

(α) Το Άρθρο 146 δεν θέτει κανένα περιορισμό στην αναθεώρηση πράξης ή απόφασης η οποία προσβάλλεται με το προβλεπόμενο ένδικο μέσο.

(β) Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146, περιορίζεται στη θεώρηση της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης η οποία τίθεται προς αναθεώρηση βάσει των κριτηρίων που ρητά τίθενται από το Άρθρο 146.1:  «... επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.»

(γ)  Η ακύρωση της απόφασης ή πράξης από το Δικαστήριο καθιστά υποχρέωση της αρχής που την εξέδωσε να εξαλείψει την [*512]πράξη και όλες τις συνέπειές της. Η υποχρέωση αυτή συναρτάται αφενός, με την προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή (περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων του κάτω από το Άρθρο 146.6) και αφετέρου, με τη διασφάλιση της νομιμότητας στη δημόσια λειτουργία.

(δ)  Η ακύρωση της πράξης ή απόφασης αποτελεί πρϋπόθεση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος που εξασφαλίζει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146.  Δεν είναι όμως η μόνη. Δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί η μή ικανοποίηση της αξίωσης, του επιτυχόντα αιτητή στην προσφυγή, από το αρμόδιο όργανο, αρχή ή πρόσωπο. Μόνο τότε γεννάται δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας από το πολιτικό Δικαστήριο. Η διαπίστωση της γένεσης του δικαιώματος και της θεραπείας, στην οποία δικαιούται ο επιτυχών στην προσφυγή αιτητής, ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του αρμόδιου πολιτικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει κρίνουμε, κατ’ αντίθεση προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ανάκληση της απόφασης που προσέβαλε ο εφεσείων δεν ανέκοψε ή κατάργησε τη δίκη.  Γι’ αυτό θα επιτρέπαμε την έφεση και θα εξετάζαμε τη νομιμότητα της απόφασης που προσβάλλεται προς τον σκοπό αποπεράτωσης της δίκης.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο