L’ Union Nationale (Tourism & Sea Resorts) Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λεμεσού - Aμαθούντας (1998) 3 ΑΑΔ 513

(1998) 3 ΑΑΔ 513

[*513]29 Iουνίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

L’ UNION NATIONALE (TOURISM & SEA RESORTS) LTD ΚΑΙ ΑΛλΟΙ,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητικές Eφέσεις Αρ. 2206, 2210, 2254)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Προδικαστική ένσταση — Έγερση κατ’ έφεσιν προδικαστικής ενστάσεως εκπροθέσμου η οποία είχε εγκαταληφθεί πρωτοδίκως — Παραδεκτή ως και εκ της φύσης της επιταγής περί τηρήσεως της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστική απόφαση — Δεσμευτικό και μη δεσμευτικό μέρος — Αντιδιαστολή μεταξύ obiter dicta και ration decidendi — Διάγνωση του δεσμευτικού αποφασιστικού μέρους της Kanika Hotels Ltd v. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λεμεσού (1996) 3 A.A.Δ. 169.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Kίνηση της προθεσμίας — Όροι — Eιδικά η πλήρης γνώση του περιεχομένου της πράξεως — Περιστάσεις εκπροθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική πράξη — Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα — Περιεχόμενο δημοσίευσης που επιφέρει κίνησή της προς προσφυγή προθεσμίας — Υποχρέωση επιδείξεως επιμέλειας ως προς τη λήψη πλήρους γνώσεως που υπέχει ο διοικούμενος.

Φορολογία — Tέλη Aποχετεύσεων — Kαθορισμός επιβολής και είσπραξης — Ορθή κατηγοροποίηση και διάκριση των σταδίων επιβολής τέλους από άποψη διοικητικού δικαίου με βάση τη νομολογία.

Oι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε τις προσφυγές τους κατά των σε βάρος τους τε[*514]λών αποχετεύσεως. Oι προσφυγές ασκήθηκαν μόνον αφού επισπεύθηκε η είσπραξη των τελών, ικανό χρόνο μετά την επιβολή τους.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1. Tο πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν στο στάδιο της έφεσης προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο των προσφυγών ενόψει της έγερσής της και εγκατάλειψής της κατά το στάδιο της ακρόασης των προσφυγών από το πρωτόδικο δικαστήριο.

    Έχει νομολογηθεί ότι οι σχετικές με την προθεσμία επιταγές του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος είναι επιτακτικές και πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής προς το δημόσιο συμφέρον. Tο ζήτημα της προθεσμίας μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο έστω και αν δεν εγερθεί από τους διαδίκους. Aκολουθεί πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν την προδικαστική ένσταση.

2. Tο επόμενο ερώτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην Kanika Hotels Ltd  σύμφωνα με το οποίο η παράγρ. 3 του Παραρτήματος 1 αποτελούσε από μόνη της την ατομική διοικητική πράξη, ήταν κάτι εν “παρόδω λεχθέν” (obiter dictum) και επομένω δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο ούτε και είναι μέρος του ratio decidenti της απόφασης.

    Στην Mαυρογένης v. Bουλής των Aντιπροσώπων κ.ά.  (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, (απόφαση της πλειοψηφίας του Πική, Π.) επεξηγείται η έννοια του λόγου της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi).

    Έχουμε την άποψη ότι ο λόγος της απόφασης (ratio decidendi) στην Kanika Hotels Ltd ήταν ότι το περιεχόμενο της επίδικης πράξης ήταν διοικητικής φύσης. Aκολουθεί πως η άποψη ότι η παραγρ. 3 του Παραρτήματος 1 αποτελούσε από μόνη της την ατομική διοικητική πράξη δεν ήταν κάτι “εν παρόδω λεχθέν” (“obiter dictum”), αλλά αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του λόγου (ratio decidendi) της απόφασης. H περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων απορρίπτεται.

3. Tο τρίτο και τελευταίο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της 19.6.92 ήταν ικανή να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που απαιτείται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος.

[*515]          Έχει νομολογηθεί ότι για να κινήσει την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής η δημοσίευση εις την εφημερίδα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης και η πράξη να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να προκύπτει σαφώς το περιεχόμενό της.

    Πλήρης είναι η γνώση η οποία επιτρέπει εις τον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά την οποία υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη.

4. Στην Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103, 108, 109, ο Πικής, Π. - όπως ήταν τότε - υποδεικνύει πως από την επισκόπηση της σχετικής ελληνικής νομολογίας πηγάζουν οι πιο κάτω προτάσεις, οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν το δικαστήριο στο θέμα της προθεσμίας.

(1) Oσάκις ο Nόμος απαιτεί δημοσίευση στην Eπίσημη Eφημερίδα τέτοια δημοσίευση είναι απαραίτητη για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία σε σχέση με τρίτα πρόσωπα.

(2) H γνωστοποίηση της απόφασης οσάκις προβλέπεται από το Nόμο δεν είναι ανάγκη να γίνεται με οποιοδήποτε επίσημο τύπο. Mπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοσδήποτε τύπος νοουμένου ότι είναι αποτελεσματικός.

(3) H γνωστοποίηση δεν είναι ανάγκη να επεκτείνεται στην κάθε λεπτομέρεια της απόφασης. Eφόσον ενημερώνει τον επηρεαζόμενο για το αποτέλεσμα και τη βάση της αιτιολογίας θα θεωρηθεί επαρκής παρά την απουσία ασήμαντων λεπτομερειών.

(4) Oσάκις ο Nόμος απαιτεί έγγραφη γνωστοποίηση η αποστολή της γνωστοποίησης δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας. H προθεσμία κινείται από την στιγμή που ο επηρεαζόμενος λαμβάνει γνώση της απόφασης. Έτσι αν η γνώση αποκτηθεί με άλλο τρόπο, η προθεσμία αρχίζει να κινείται από τότε.

(5) H γνώση η οποία απαιτείται για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που προβλέπεται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος, πρέπει να είναι αρκετά εκτεταμένη έτσι που να πληροφορεί τον επηρεαζόμενο διάδικο επαρκώς για τις επιπτώσεις της απόφασης επί της κατάστασης και θέσης του και να τον καθιστά ικανό να λάβει τα θεραπευτικά μέτρα που προσφέρονται από το Nόμο.

[*516]5.       Tο κύριο παράπονο των εφεσειόντων εστιάζεται στο γεγονός ότι η γνωστοποίηση δεν προσδιόριζε με οποιοδήποτε τρόπο το ποσό.

    Mε τη δημοσίευσή της εκείνη, η διοίκηση γνωστοποίησε προς τους ενδιαφερομένους τον χρόνο και τον τόπο πληρωμής των τελών που αναφέρονται στις παραγρ. 1 και 2 του Παραρτήματος 1. Στις παραγράφους αυτές αναφέρεται ότι το ποσό του τέλους θα υπολογίζεται με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου, όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Eπαρχιακού Kτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού.

    H δημοσίευση δίνει σαφώς και με βεβαιότητα το ζημιογόνο αποτέλεσμα ως προς τους εφεσείοντες. Aυτή η κατάληξη καλύπτει τόσο τους ιδιοκτήτες, όσο και τους κατόχους ή ενοικιαστές των υποστατικών. O κάθε ενδιαφερόμενος πληροφορείται ότι θα πρέπει να πληρώσει μέχρι τις 11.12.92 τα τέλη που προβλέπονται από τις παραγρ. 1 και 2 του Παραρτήματος 1. Σύμφωνα με τις παραγράφους αυτές τα τέλη αυτά υπολογίζονται με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου. Δεν υπάρχει λοιπόν ατέλεια στη γνωστοποίηση. O παρονομαστής ήταν σταθερός. H μη αναφορά στο ποσό δεν αφαιρεί από τη γνωστοποίηση τα εχέγγυα που την καθιστούν επαρκή για σκοπούς κίνησης της προθεσμίας. Eξάλλου θεωρούμε ότι το στοιχείο της εκτιμημένης αξίας ήταν προσιτό στους ενδιαφερομένους - ιδιοκτήτες, κατόχους ή ενοικιαστές - με την καταβολή της οφειλόμενης επιμέλειας. Oι εφεσείοντες επιμελούμενοι των δικών τους συμφερόντων - αν θεωρούσαν και το στοιχείο του ύψους του ποσού των τελών απαραίτητο για τη θεμελίωση της προσφυγής τους - μπορούσαν να αποταθούν στο Eπαρχιακό Kτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού και να λάβουν γνώση και του στοιχείου του ποσού.

6. Yπό το φως όλων των πιο πάνω είναι η κατάληξή του Δικαστηρίου, ότι η επίδικη γνωστοποίηση, ημερ. 19.6.92, ήταν ικανή να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που ορίζεται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Eφόσον οι προσφυγές ασκήθηκαν την 1.12.93 αυτές είναι εκπρόθεσμες. H γνωστοποίηση, ημερ. 18.12.92 δεν αναστέλλει την προθεσμία. Tο ζημιογώνο αποτέλεσμα για τους εφεσείοντες είχε προκύψει με τη δημοσίευση της πρώτης γνωστοποίησης - ημερ. 19.6.92. Mε την δεύτερη γνωστοποίηση, ημερ. 18.12.92, είχε απλώς ανασταλεί η ημερομηνία εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Ωστόσο η αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης από τη διοίκηση δεν αναστέλλει την προθεσμία. Aκολουθεί πως η προδικαστική ένσταση που σχετίζεται με το εκπρόθεσμο των προσφυγών πρέπει να πετύχει.

Oι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

[*517]

Spyros Colocassides Estate Ltd and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 205,

Kanika Hotels Ltd και Άλλοι v. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169,

Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15,

Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10,

Marcoullides v. Republic, 4 R.S.C.C. 7,

Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581,

Protopapas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 41,

Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 108,

Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566,

Pappous v. Republic (1966) 3 C.L.R. 77,

Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597,

Mαυρογένης ν. Bουλής των Aντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Pissas v. E.A.C. (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 634,

Aspri v. Republic (1979) 3 C.L.R. 490,

Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 22 Iανουαρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 125/93) με την οποία απέρριψε τις προσφυγές κατά της απόφασης του ΣΑΛΑ για καθορισμό και επιβολή στους αιτητές ετήσιου τέλους αποχετεύσεων για το έτος 1992.

Γ. Κακογιάννης με Π. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.

[*518]

Μ. Καλλίγερου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις εφέσεις 2211, 2229, 2241 και 2254 είναι ιδιοκτήτες και/ή κάτοχοι ξενοδοχείων ή αδειούχων διαμερισμάτων (“τα υποστατικά”) που βρίσκονται εντός της περιοχής που θα εξυπηρετηθεί από την πρώτη φάση αποχετεύσεως λυμάτων και ομβρίων υδάτων που κατασκευάζει το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (“το ΣΑΛΑ”). Οι εφεσείοντες στην έφεση 2245 είναι “ενοικιαστές-κάτοχοι” υποστατικών στην πιο πάνω περιοχή. Oι υπόλοιποι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες υποστατικών στην ίδια περιοχή. Είχαν ασκήσει ξεχωριστές προσφυγές με τις οποίες ζητούσαν την πιο κάτω θεραπεία:

“Δήλωση ότι η πράξη ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση με την οποία καθόρισαν και/ή  επέβαλαν στους Αιτητές ετήσιο τέλος για το 1992 και/ή η από μέρους τους απαίτηση και/ή ειδοποίηση για πληρωμή τέτοιου τέλους αναφορικά με τα υποστατικά των Αιτητών που περιγράφονται στα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Αίτηση αυτή και η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές την ή μετά την 20/11/1992 είναι αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.”

Το άρθρο 30(1) (β) του Νόμου παρέχει εξουσία στο ΣΑΛΑ να εκδίδει κανονισμούς στους οποίους να προβλέπονται τέλη. Ασκώντας τις εξουσίες του το ΣΑΛΑ θέσπισε τους περί Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας Κανονισμούς του 1991 (“οι Κανονισμοί”).

Σύμφωνα με τον Καν. 32  κάθε ιδιοκτήτης ή κάτοχος υποστατικού το οποίο βρίσκεται μέσα στην πιο πάνω περιοχή πρέπει να καταβάλλει ετήσιο τέλος το οποίο καθορίζει το Συμβούλιο και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα 1 των Κανονισμών.

Με την παράγραφο 1(α) του πιο πάνω Παραρτήματος Ι έχει καθοριστεί ότι για ξενοδοχεία και αδειούχα οργανωμένα διαμερίσματα θα “καταβάλλεται τέλος επτά δεκάτων (7/10) του σέντ (0.7 του σέντ) για κάθε λίρα πάνω στην εκτιμημένη αξία (αξία 1980) του ακινήτου όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού”.

Σύμφωνα με τον Καν. 34 τα “τέλη που επιβάλλονται δυνάμει των Καν. 32 και 34 είναι πληρωτέα κάθε χρόνο κατά το χρόνο ή χρόνους και τον τόπο ή τόπους τους οποίους εκάστοτε θα καθορίζει το Συμβούλιο με γνωστοποίηση η οποία θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τρεις ημερήσιες εφημερίδες”.

Ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των τελών του έτους 1991 καθορίστηκε στην παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι. Ο χρόνος και τρόπος πληρωμής των τελών του 1992 καθορίστηκε με γνωστοποίηση*, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.6.92 (η Κ.Δ.Π. 164/92). Σύμφωνα με τη γνωστοποίηση τα τέλη για το έτος 1992 πρέπει να πληρωθούν στα γραφεία του ΣΑΛΑ μέχρι τις 11.12.1992. Αργότερα με νέα γνωστοποίηση ημερ. 18.12.92 (“η Κ.Δ.Π. 298/92”) το ΣΑΛΑ καθόρισε ότι τα τέλη για το έτος 1992 “πρέπει να πληρωθούν στις Τράπεζες που αναφέρονται στο πίσω μέρος του λογαριασμού” ή στα Γραφεία του ΣΑΛΑ μέχρι τις 21.1.1993.

Οι προσφυγές ασκήθηκαν την 1.2.93. Η βασική εισήγηση των εφεσειόντων, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ότι το ΣΑΛΑ δεν καθόρισε τέλος για το 1992 και επομένως δεν μπορούσε να απαιτεί τέλη γι’ αυτό το έτος. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο τους, η φράση που απαντάται στο άρθρο 30(1) του Νόμου “ως ήθελε εκάστοτε καθοριστεί” σημαίνει ότι το ΣΑΛΑ πρέπει να καθορίζει κάθε χρόνο τα τέλη. Ήταν η εισήγηση του ότι η λέξη “εκάστοτε” υποδηλώνει κάθε έτος και “εφόσο για [*520]το 1992 δεν καθορίστηκαν τέλη, ούτε και μπορεί να εισπραχθούν”. Διαζευκτικά, εισηγήθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις των περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμων του 1971 έως 1987 (“ο Νόμος”) και οι περί Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας Κανονισμοί του 1991 είναι αντισυνταγματικοί γιατί πλήττουν ευθέως την αρχή της ισότητας, όπως αυτή διασφαλίζεται από το άρθρο 28 παρ.1 και 2 του Συντάγματος, ενόψει του τρόπου και μεθόδου που προβλέπουν τον καθορισμό των τελών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω ερμηνεία. Έκρινε ότι η λέξη “εκάστοτε” σημαίνει “κατά καιρούς, όπως δηλαδή το ΣΑΛΑ ήθελε αποφασίσει”. Έτσι - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - “μπορεί να ισχύουν τα καθορισθέντα τέλη για ορισμένα έτη, όταν δε το ΣΑΛΑ κρίνει πως πρέπει να αλλοιωθούν τότε προβαίνει σε σχετική τροποποίηση των Κανονισμών. Τα τέλη καθορίζονται στο παράρτημα Ι των Κανονισμών, το δε ύψος και τρόπος πληρωμής τους γίνεται σύμφωνα με τον εξουσιοδοτούντα Νόμο, 1/71”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφώνησε και με την εισήγηση των εφεσειόντων που σχετίζεται με την παραβίαση της αρχής της ισότητας. Έκρινε πως ο Νομοθέτης μπορεί να προβλέψει στο Νόμο διαφοροποιήσεις “και να κάμει ταξινομήσεις έτσι που να επιτυγχάνεται μια λογική και δίκαιη ισορροπία στην εφαρμογή του. Τα αυξημένα τέλη για τις ξενοδοχειακές μονάδες και τα οργανωμένα τουριστικά διαμερίσματα έναντι της συνήθους ακίνητης ιδιοκτησίας π.χ. κατοικίας, δεν ήταν μόνο δικαιολογημένα και λογικά αλλά και ορθά γιατί η χρήση από τις ξενοδοχειακές μονάδες και τα τουριστικά διαμερίσματα των υπηρεσιών του αποχετευτικού συστήματος είναι ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με άλλα είδη ακίνητης ιδιοκτησίας και επιχειρήσεων”.

Η απόρριψη των πιο πάνω δύο θέσεων των εφεσειόντων οδήγησε στην παρούσα έφεση με την οποία οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιο πάνω δύο συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Με το περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσίβλητοι ήγειραν τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:

“(1) Στο μέτρο που η αίτηση ακυρώσεως προσέβαλλε τις ειδοποιήσεις πληρωμής που επισυνάφθηκαν ως τεκμήρια 1 εως 14 στην αίτηση ακυρώσεως, η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη γιατί προσβάλλει μη εκτελεστή διοικητική [*521]πράξη αλλά πράξη εκτελέσεως.

       Spyros Colocassides Estate Ltd and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 205.

       Kanika Hotels Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού (19960 3 A.A.Δ. 169.

(2)  Στο μέτρο που η αίτηση ακυρώσεως στρέφεται κατά της Γνωστοποίησης (Κ.Δ.Π. 164/92) που προβλέπεται από τον Κανονισμό 34 των περι Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 99/91 και Κ.Δ.Π. 380/91) η οποία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη σύμφωνα με την απόφαση Κanika Hotels Ltd κ.ά. ν. ΣΑΛΑ (1996) 3 A.A.Δ. 169, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί η σχετική Γνωστοποίηση (Κ.Δ.Π. 164/92) δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα την 19.6.1992 και η προσφυγή καταχωρήθηκε την 1.2.93 (επτά μήνες μετά την δημοσίευση).”

Πρέπει να σημειώσουμε πως οι εφεσίβλητοι είχαν εισηγηθεί και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ορισμένες προσφυγές ήταν εκπρόθεσμες “γιατί καταχωρίστηκαν μετά την παρέλευση του χρονικού διατάγματος των 75 ημερών, που παρέλαβαν τις ειδοποιήσεις πληρωμής του τέλους”. Εγκατέλειψαν, όμως, τη σχετική εισήγηση τους κατά το στάδιο της ακρόασης των προσφυγών.

Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους η μεταβολή στη στάση τους και η επαναφορά του ζητήματος του εκπρόθεσμου των προσφυγών οφείλεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kanika Hotels (πιο πάνω) στην οποία έχει αποφασισθεί ότι η γνωστοποίηση που προνοείται από τον Καν. 34 μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων έχει προβάλει τις πιο κάτω θέσεις σε σχέση με την προδικαστική ένσταση:

(1)       Με τις προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση επιβολής του ετήσιου τέλους για το έτος 1992. Η προθεσμία των 75 ημερών για καταχώριση προσφυγής κατά της επιβολής τέλους για το έτος 1992 άρχισε με τη δημοσίευση της πρώτης γνωστοποίησης - της Κ.Δ.Π. 164/92 ημερ. 19.6.92.

(2)       Στο μέτρο που ήθελε υποστηριχθεί από του εφεσείοντες ότι η [*522]προσφυγή τους ήταν εμπρόθεσμη επειδή δόθηκε παράταση με νεότερη Γνωστοποίηση στην τελευταία ημερομηνία πληρωμής των τελών (Κ.Δ.Π. 298/92 ημερομηνίας 18.12.92) η νεότερη αυτή Γνωστοποίηση (Κ.Δ.Π. 298/92) καθόλου δεν τροποποιούσε την γνώση που αποκτήθηκε από τους αιτητές αναφορικά με την επιβολή του συγκεκριμένου τέλους για το έτος 1992. “Με τη μεταγενέστερη αυτή γνωστοποίηση τροποποιούνταν απλώς ο χρόνος και/ή η προθεσμία πληρωμής των τελών, μετά την παρέλευση της οποίας επιβαλλόταν επιβάρυνση 20% επί του οφειλόμενου τέλους.”

Από την άλλη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων εισηγήθηκαν ότι η απόφαση στην Kanika Hotels Ltd (πιο πάνω) δεν αφορούσε την επιβολή αποχετευτικού τέλους του έτους 1992. Αφορούσε το κατά πόσο το Παράρτημα Ι, η νομιμότητα ή συνταγματικότητα του οποίου είχε προσβληθεί με την Προσφυγή, αποτελούσε ή περιείχε εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ότι η προσφυγή στρεφόταν “ενάντια σε διοικητική και όχι κανονιστική πράξη και για το λόγο αυτό ήταν παραδεκτή”. Ήταν η θέση τους ότι στο σκεπτικό της απόφασης το Δικαστήριο προχώρησε αχρείαστα σε ορισμένα σχόλια που δίνουν την εντύπωση ότι η ατομική διοικητική πράξη που έδινε δικαίωμα στους εφεσείοντες να προσφύγουν στο Δικαστήριο “στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος, περιοριζόταν στην παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι και δεν αφορούσε ολόκληρο το Παράρτημα. Εισηγήθηκαν ότι το “συμπέρασμα” ή η “άποψη”, ότι η παράγραφος 3 του Παραρτήματος Ι αποτελούσε από μόνη της την ατομική διοικητική πράξη, ήταν κάτι “εν παρόδω λεχθέν” (obiter dictum) και επομένως δεν αποτελεί για το Δικαστήριο δεσμευτικό προηγούμενο ούτε και είναι μέρος του “ratio decidenti” της απόφασης. Πρόβαλαν, επίσης, τις πιο κάτω θέσεις:

(1)       Ότι οι λογαρισμοί (ειδοποιήσεις πληρωμής) καθόλου δεν αποτελούν πράξη εκτέλεσης. Αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη και μάλιστα την γνωστοποίηση στους εφεσείοντες της ολοκληρωμένης διοικητικής πράξης επιβολής του αποχετευτικού τέλους για το έτος 1992. Οι λογαριασμοί θα ήταν πράγματι πράξεις εκτέλεσης μόνο στην περίπτωση που είχε προηγηθεί γνωστοποίηση στους Εφεσείοντες της διοικητικής πράξης και ακολούθως αποστέλλονταν οι λογαριασμοί για την είσπραξη του εν λόγω ποσού.

(2)       Το ποσό των τελών για το έτος 1992 ουδέποτε αποφασίστηκε με Κ.Δ.Π. αλλά και εάν ακόμα αποφασίστηκε από τους Εφεσίβλη[*523]τους δεν γνωστοποιήθηκε στους Εφεσείοντες με κανένα τρόπο πριν σταλεί σ’ αυτούς η σχετική ειδοποίηση ή λογαριασμός.

(3)       Ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι η Κ.Δ.Π. 164/92 αποτελεί την γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής τελών αποχετεύσεως για το έτος 1992 αυτή η διοικητική πράξη δεν ήταν ολοκληρωμένη ή τελειοποιημένη αφού δεν προσδιοριζόταν με οποιοδήποτε τρόπο το ποσό.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν στο στάδιο της έφεσης την πιο πάνω προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο των προσφυγών ενόψει της έγερσης της και εγκατάλειψης της κατά το στάδιο της ακρόασης των προσφυγών από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Έχει νομολογηθεί ότι οι σχετικές με την προθεσμία επιταγές του άρθρου 146.3 του Συντάγματος είναι επιτακτικές και πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής προς το δημόσιο συμφέρον. Το ζήτημα της προθεσμίας μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο έστω και αν δεν εγερθεί από τους διαδίκους (Βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, Marcoullides v. Republic, 4 R.S.C.C. 7, Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581, Protopapas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 41, Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 108, Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566, Pappous v. Republic (1966) 3 C.L.R. 77, Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597). Ακολουθεί πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να εγείρουν την προδικαστική ένσταση.

Το επόμενο ερώτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην Kanika Hotels Ltd (πιο πάνω), σύμφωνα με το οποίο η παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι αποτελούσε από μόνη της την ατομική διοικητική πράξη, ήταν κάτι εν “παρόδω λεχθέν” (obiter dictum) και επομένως δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο ούτε και είναι μέρος του ratio decidenti της απόφασης.

Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (απόφαση της πλειοψηφίας του Πική, Π.)  επεξηγείται η έννοια του λόγου της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi). Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της [*524]απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ. Chancery Lane Safe Deposit etc. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1 (H.L.), Ελευθερίου-Κάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 262. Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.”

Βλ. και Wharton’s Law Lexicon, 8th ed., σελ. 616: “Ratio decidendi: the point in a case which determines the judgment”.

Από την άλλη ο όρος Obiter dictum, σημαίνει: “Obiter dictum (a saying by the way), an opinion of a judge not necessary to the judgment given of record, in contradistinction to a judicial dictum, which is necessary to the judgment” (Βλ. Wharton’s Lexicon (πιο πάνω), σελ. 514).

Ανάγνωση της απόφασης στην Kanika Hotels (πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι:

(1)       Αντικείμενο της προσφυγής ήταν η πράξη της διοίκησης με την οποία καθόρισε ετήσιο τέλος για ξενοδοχεία κλπ. που περιλαμβάνεται στην παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι.

(2)       Αντικείμενο της έφεσης ήταν η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία θεωρήθηκε ότι η παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι ήταν κανονιστική πράξη.

(3)       Οι εφεσείοντες πρόταξαν το επιχείρημα ότι η παραγ. 3 ήταν διοικητικής φύσης πράξη χωρίς γενική εφαρμογή ισχύουσα μόνο για το έτος 1991. Πρόβαλαν, επίσης, το επιχείρημα ότι η παράγραφος αυτή διαχωρίζεται από τους Κανονισμούς, γιατί με αυτή καθορίζεται από το Συμβούλιο το πληρωτέο τέλος καθώς και ο χρόνος και τόπος πληρωμής του για το 1991, γεγονός που στην ουσία αποτελεί διοικητική πράξη, έστω και αν έχει ενσωματωθεί στους πιο πάνω Κανονισμούς.

(4)       Το Εφετείο αναφέρθηκε στη διάκριση ανάμεσα στις ατομικές διοικητικές πράξεις και στις κανονιστικές πράξεις. Υπέδειξε ότι το κριτήριο αν μια πράξη είναι διοικητική ή όχι δεν είναι μόνο τυπικό, δηλαδή δεν εξαρτάται μόνο από την φύση του οργάνου που προβαίνει στην πράξη αλλά κυρίως ουσιαστικό. δηλαδή πρέπει και το περιεχόμενο της πράξης να είναι διοικητικής φύσης.

(5)       Μετά την πιο πάνω αναφορά το Εφετείο συμφώνησε με την πιο πάνω θέση των εφεσειόντων ότι η παράγραφος 3 του Παραρτήματος Ι μπορεί και πρέπει να διαχωρισθεί από το υπόλοιπο μέρος των Κανονισμών γιατί στην ουσία αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εναντίον της οποίας χωρεί προσφυγή.

Έχουμε την άποψη ότι ο λόγος της απόφασης (ratio decidendi) στην Kanika Hotels Ltd (πιο πάνω) ήταν ότι το περιεχόμενο της επίδικης πράξης ήταν διοικητικής φύσης. Ακολουθεί πως η άποψη ότι η παραγ. 3 του Παραρτήματος Ι αποτελούσε από μόνη της την ατομική διοικητική πράξη δεν ήταν κάτι “εν παρόδω λεχθέν” (“obiter dictum”) αλλά αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του λόγου (ratio decidendi) της απόφασης. Η περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων απορρίπτεται.

Το τρίτο και τελευταίο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο η γνωστοποίηση της 19.6.92 ήταν ικανή να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που απαιτείται από το άρθρο 146.3* του Συντάγματος.

Έχει νομολογηθεί ότι για να κινήσει την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής η δημοσίευση εις την εφημερίδα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης και η πράξη να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να προκύπτει σαφώς το περιεχόμενο της (Βλ. Pissas (No. 1) v. E.A.C. (1966) 3 C.L.R. 634, 638).

Πλήρης είναι η γνώση η οποία επιτρέπει εις τον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά την οποία υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη (Βλ. Θ.Δ. Τσάτσου “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, σελ. 74, Aspri v. Republic (1979) 3 C.L.R. 490, 497, 498).

Στη Spyros Colocassides Estate Ltd and Another v. Republic (1977) 3 C.L.R. 205 η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας περιείχε τις πιο κάτω λεπτομέρειες:

[*526]

(1)       Ότι το ετήσιο τέλος υπολογίσθηκε με βάση την εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας όπως αυτή είναι εγγεγραμμένη εις τα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας.

(2)       Ότι το ποσό του τέλους “ήταν 45 μιλς ανά λίραν” επί της πιο πάνω εκτιμημένης αξίας σε σχέση με ορισμένες περιοχές και “7 1/2 μιλς ανά λίραν” σε σχέση με ορισμένες άλλες περιοχές.

(3)       Ότι το ετήσιο τέλος έπρεπε να πληρωθεί εις το “Γραφείον Εισπράξεως Εσωτερικών Προσόδων της Δημοκρατίας ουχί αργότερον της 30ης Σεπτεμβρίου 1994”.

Υποστηρίχθηκε ότι η δημοσίευση δεν ήταν πλήρης επειδή ήταν ασαφής σε μια ουσιώδη λεπτομέρεια της. Δεν υποδείκνυε σε ποιά φάση περιλαμβανόταν ένας συγκεκριμένος φορολογούμενος και έτσι όταν ένας εδιάβαζε τη δημοσίευση δεν θα αντιλαμβανόταν ποιό ήταν το ακριβές ποσό που του είχε επιβληθεί εκτός και αν επιθεωρούσε τα σχέδια.

Κρίθηκε ότι η δημοσίευση ήταν πλήρης για τους σκοπούς του άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

Στην Papaioannou v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 103, 108, 109, ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - υποδεικνύει πως από την επισκόπηση της σχετικής ελληνικής νομολογίας πηγάζουν οι πιο κάτω προτάσεις οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν το δικαστήριο στο θέμα της προθεσμίας:

(1)       Οσάκις ο Νόμος απαιτεί δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα τέτοια δημοσίευση είναι απαραίτητη για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία σε σχέση με τρίτα πρόσωπα.

(2)       Η γνωστοποίηση της απόφασης οσάκις προβλέπεται από το Νόμο δεν είναι ανάγκη να γίνεται με οποιοδήποτε επίσημο τύπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοσδήποτε τύπος νοουμένου ότι είναι αποτελεσματικός.

(3)       Η γνωστοποίηση δεν είναι ανάγκη να επεκτείνεται στην κάθε λεπτομέρεια της απόφασης. Εφόσον ενημερώνει τον επηρεαζόμενο για το αποτέλεσμα και τη βάση της αιτιολογίας θα θεωρηθεί επαρκής παρά την απουσία ασήμαντων λεπτομερειών.

(4)       Οσάκις ο Νόμος απαιτεί έγγραφη γνωστοποίηση η αποστολή [*527]της γνωστοποίησης δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας. Η προθεσμία κινείται από την στιγμή που ο επηρεαζόμενος λαμβάνει γνώση της απόφασης. Έτσι αν η γνώση αποκτηθεί με άλλο τρόπο η προθεσμία αρχίζει να κινείται από τότε.

(5)       Η γνώση η οποία απαιτείται για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος πρέπει να είναι αρκετά εκτεταμένη έτσι που να πληροφορεί τον επηρεαζόμενο διάδικο επαρκώς για τις επιπτώσεις της απόφασης επί της κατάστασης και θέσης του και να τον καθιστά ικανό να λάβει τα θεραπευτικά μέτρα που προσφέρονται από το Νόμο.

Το κύριο παράπονο των εφεσειόντων εστιάζεται στο γεγονός ότι η γνωστοποίηση δεν προσδιόριζε με οποιοδήποτε τρόπο το ποσό.

Στον Τσάτσο (πιο πάνω), σελ. 76-77, υποδεικνύεται ότι “προκειμένου περί δημοσιευόμενων ή κοινοποιούμενων πράξεων  υφίσταται το εκ της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως αμάχητον τεκμήριον της γνώσεως του δημοσιευομένου ή κοινοποιουμένου περιεχομένου, ως και του χρόνου της τοιαύτης γνώσεως”.   Ωστόσο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα, αυτό το αμάχητο τεκμήριο δεν είναι και τεκμήριο πληρότητας της γνώσης γιατί συνήθως εγείρει τα εξής ζητήματα: “Πρώτον, αν η δημοσίευση ή η κοινοποίηση γίνεται μόνο σε περίληψη, η δε περίληψη τυγχάνει ελλιπής, δεύτερον, αν το περιεχόμενο της προσδιορίζεται με απλή αναφορά σε ορισμένα στοιχεία μη γνωστά, μη δημοσιευόμενα και μη κοινοποιούμενα, και τρίτον, εάν η χρήσις των προδιαγεγραμμένων τύπων και η αιτιολογία της πράξεως προκύπτωσιν εκ του φακέλλου μόνον και παραμένωσι συνεπώς εις τον ενδιαφερόμενον και μετά την δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν άγνωστα ή απλώς γνωστά, αλλ’ ουχί πλήρως”.

Η ορθή λύση των πιο πάνω ζητημάτων - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - είναι η υπαγωγή τους στο γενικό κανόνα του υπολογισμού της προθεσμίας από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του εκτελεστού περιεχομένου της πράξης και της ζημιάς την οποία υφίσταται, “ώστε επιμελούμενος του ιδίου συμφέροντος να λάβει γνώσιν και των στοιχείων των απαραιτήτων και των ειδικώς εκάστοτε δυνάμενων να χρησιμοποιηθώσιν, ίνα θεμελιώσει ούτος την κατά της ζημιούσης αυτόν πράξεως αίτησιν ακυρώσεως”. Αν η δημοσίευση ή κοινοποίηση γίνεται μόνο σε περίληψη και η περίληψη τυγχάνει ελλιπής τόσο, [*528]ώστε να μη προκύπτει σαφώς και με βεβαιότητα η ζημιά που επέρχεται με τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη, η γνώση από μια τέτοια δημοσίευση ή κοινοποίηση δεν είναι πλήρης.

Ο ευπαίδευτος συγγραφέας κάμνει διάκριση ανάμεσα στην περίπτωση όπου ορισμένα στοιχεία είναι προσιτά στον ενδιαφερόμενο αν καταβάλει την οφειλόμενη επιμέλεια ανάλογα με τις περιστάσεις και την περίπτωση όπου τα στοιχεία είναι απρόσιτα στον ενδιαφερόμενο ακόμη και αν καταβάλει την οφειλόμενη επιμέλεια. Στην πρώτη περίπτωση η γνώση είναι πλήρης “υπό την προϋπόθεσιν όμως, εάν πρόκειται περί δημοσιεύσεως, ότι προκύπτει εκ ταύτης σαφώς το ζημιογόνον αποτέλεσμα του περιεχομένου ως προς τον ενδιαφερόμενον. Εις την δευτέραν περίπτωσιν η γνώσις εκ της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως είναι ελλιπής”.

Έχουμε παραθέσει το κείμενο της δημοσίευσης, ημερ. 19.6.92, (βλ. σελ. 3). Με τη δημοσίευση της εκείνη η διοίκηση γνωστοποίησε προς τους ενδιαφερόμενους τον χρόνο και τον τόπο πληρωμής των τελών που αναφέρονται στις παραγ. 1 και 2 του Παραρτήματος Ι. Στις παραγράφους αυτές αναφέρεται ότι το ποσό του τέλους θα υπολογίζεται με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου, όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού.

Έχουμε λάβει υπόψη το κείμενο της επίδικης δημοσίευσης. Έχουμε την άποψη ότι δίνει σαφώς και με βεβαιότητα το ζημιογόνο αποτέλεσμα ως προς τους εφεσείοντες. Αυτή η κατάληξη καλύπτει τόσο τους ιδιοκτήτες όσο και τους κατόχους ή ενοικιαστές των υποστατικών. Ο κάθε ενδιαφερόμενος πληροφορείται ότι θα πρέπει να πληρώσει μέχρι τις 11.12.92 τα τέλη που προβλέπονται από τις παραγ. 1 και 2 του Παραρτήματος Ι. Σύμφωνα με τις παραγράφους αυτές τα τέλη αυτά υπολογίζονται με βάση την εκτιμημένη αξία του ακινήτου. Δεν υπάρχει λοιπόν ατέλεια στη γνωστοποίηση. Ο παρονομαστής ήταν σταθερός. Η μη αναφορά στο ποσό δεν αφαιρεί από τη γνωστοποίηση τα εχέγγυα που την καθιστούν επαρκή για σκοπούς κίνησης της προθεσμίας. Εξάλλου θεωρούμε ότι το στοιχείο της εκτιμημένης αξίας ήταν προσιτό στους ενδιαφερομένους - ιδιοκτήτες, κατόχους ή ενοικιαστές - με την καταβολή της οφειλόμενης επιμέλειας. Οι εφεσείοντες επιμελούμενοι των δικών τους συμφερόντων  - αν θεωρούσαν και το στοιχείο του ύψους του ποσού των τελών απαραίτητο για τη θεμελίωση της προσφυγής τους - μπορούσαν να αποταθούν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού και να λάβουν γνώση και του στοιχείου του ποσού.

[*529]

Υπό το φως όλων των πιο πάνω είναι η κατάληξή μας ότι η επίδικη γνωστοποίηση, ημερ. 19.6.92, ήταν ικανή να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Εφόσον οι προσφυγές ασκήθηκαν την 1.12.93 αυτές είναι εκπρόθεσμες. Η γνωστοποίηση, ημερ. 18.12.92 δεν αναστέλλει την προθεσμία. Το ζημιογόνο αποτέλεσμα για τους εφεσείοντες είχε προκύψει με τη δημοσίευση της πρώτης γνωστοποίησης - ημερ. 19.6.92. Με την δεύτερη γνωστοποίηση, ημερ. 18.12.92, είχε απλώς ανασταλεί η ημερομηνία εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Ωστόσο η αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης από τη διοίκηση δεν αναστέλλει την προθεσμία (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 256). Ακολουθεί πως η προδικαστική ένσταση που σχετίζεται με το εκπρόθεσμο των προσφυγών πρέπει να πετύχει. Η κατάληξη αυτή οδηγεί στην απόρριψη των εφέσεων.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο