(1998) 3 ΑΑΔ 569
[*569]16 Iουλίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΑΜΜΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2161)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου Tμήματος — Αναγκαιότητα ειδικής αιτιολογήσεως της παρέκκλισης του διορίζοντος οργάνου από αυτήν — Λακωνική η ειδική αιτιολογία στην κριθείσα περίπτωση — Eκρίθη νόμιμη — Περιστάσεις.
Διοικητικό Όργανο — Συλλογικά όργανα — Πρακτικά — Mη καταγραφή στα πρακτικά διαβουλεύσεων των μελών διορίζοντος οργάνου προκειμένης της επιλογής υποψηφίου — Δεν επιφέρει ακυρότητα — Παράλειψη ρητής περιγραφής στα πρακτικά της ψηφοφορίας ως φανερής δεν συνεπάγεται ότι η ψηφοφορία ήταν μυστική — Oύτε η μη αναφορά των ονομάτων των ψηφισάντων υπέρ ή κατά επιφέρει ακυρότητα.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας — Δε στοιχειοθετήθηκε — Περιστάσεις.
Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Aρχή Hλεκτρισμού Kύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Περιστάσεις τήρησης της νομιμότητας κατά την πλήρωση της επίδικης θέσης Aνώτερου Mηχανικού Παραγωγής.
O εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου σε Aνώτερο Mηχανικό Παραγωγής και την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
[*570]H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Όταν υπάρχει παρέκκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου τότε ανακύπτει η ανάγκη, όπως, η αρμοδία αρχή, εδώ η εφεσίβλητη να δώσει στην απόφασή της ειδική αιτιολογία. Η αιτιολογία που έδωσε η εφεσίβλητη στην απόφασή της ήταν λακωνική αλλά περιεκτική. Παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή και προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος “λόγω καλύτερων προσόντων και υπεροχής του σε αξία έναντι των άλλων επικρατέστερων υποψηφίων”.
Η λακωνικότητα της ειδικής αιτιολογίας είναι τόσο περιεκτική που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ή ασάφειας στο ερώτημα γιατί η εφεσίβλητη παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε τόσο σε προσόντα όσο και σε αξία. Είναι πασιφανές ότι η εφεσίβλητη απέκλινε σε αξιοκρατικά κριτήρια, δηλαδή τα προσόντα και την επίδοση, παρά στη σύσταση του Διευθυντή, πράγμα που αποτελεί έγκυρο έρεισμα για την παρέκκλιση.
2. Η αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης σε διαβουλεύσεις των μελών του Συμβουλίου της εφεσίβλητης Αρχής που δεν καταγράφηκαν, δεν συνιστά πλημμέλεια, η οποία μπορεί να επιφέρει ακυρότητα. Η διεργασία των διαβουλεύσεων στο στάδιο πριν την τελική απόφαση είναι διανοητικής υφής. Κανένας κανόνας του διοικητικού δικαίου δεν υποχρεώνει την αρμοδία αρχή να καταγράψει τις νοητικές διεργασίες βάσει των οποίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι καταλληλότερος για διορισμό από τους άλλους υποψηφίους. Καθήκον την εφεσίβλητης Αρχής είναι να ερευνήσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία και να αιτιολογήσει την απόφαση, στο βαθμό που να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης που λαμβάνεται.
3. Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης Αρχής ότι η ψηφοφορία ήταν φανερή σε συνδυασμό με τη μη αναφορά ονομαστικά στα μέλη του Συμβουλίου που ψήφισαν υπέρ ή κατά στη λήψη της επίδικης απόφασης, έπρεπε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ψηφοφορία ήταν μυστική κατά παράβαση του σχετικού Κανονισμού που επιφέρει ακύρωση της πράξης. Ο συλλογισμός όμως αυτός παραμένει μετέωρος. Δεν βασίζεται ούτε στα γεγονότα ούτε στο φάκελο της υπόθεσης. Η μη ρητή αναφορά στα πρακτικά δεν εξυπακούει αναντίλεκτα ότι έγινε το αντίθετο. Εξάλλου παραμένει σε ισχύ το τεκμήριο της κανονικότητας της επίδικης πράξης.
[*571] Η ψηφοφορία ήταν φανερή, απλά και μόνο δεν καταγράφηκαν ονομαστικά ποιά από τα μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ και ποιά κατά. Η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης.
4. Η τελική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη Αρχή μετά από δέουσα έρευνα κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι ορθή. Η μη αναφορά τούτου στα πρακτικά δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρότητας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Χατζηδάς v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1121.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 4 Οκτωβρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 566/94) με την οποία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Μηχανικού Παραγωγής στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση.
Ν. Μιχαηλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Αρχές του 1994 κενώθηκε θέση Ανώτερου Μηχανικού Παραγωγής στην Αρχή Ηλεκτρισμού. Η θέση είναι ιεραρχημένη στις ψηλότερες βαθμίδες της πυραμίδας για το επιστημονικό προσωπικό και είναι θέση προαγωγής.
Μεταξύ των 8 προσοντούχων υποψηφίων περιλαμβάνονταν τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.
[*572]Η διαδικασία προαγωγής άρχισε από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής. Ο Διευθυντής Παραγωγής, άμεσος προϊστάμενος τόσο του εφεσείοντα όσο και του ενδιαφερομένου μέρους, εξέφρασε την άποψη πως και οι δύο διέθεταν την οργανωτική και διοικητική ικανότητα και την απόδοση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους να αναλάβουν τη θέση. Για τον εφεσείοντα παρατήρησε ότι “έχει ευρύτατη πείρα στη λειτουργία και συντήρηση σταθμού και έχει επίσης πείρα και στα δύο τμήματα της Διεύθυνσης Παραγωγής των κεντρικών γραφείων”. Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επίσης παρατήρησε ότι “έχει ευρεία πείρα στο Τμήμα Λειτουργίας των σταθμών παραγωγής Μονής και Δεκέλειας και στο Τμήμα Ελέγχου Συστήματος.”.
Η Επιτροπή Επιλογής σύστησε κατά αλφαβητική σειρά τρεις υποψηφίους μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, παρά τη διαφορετική άποψη του Γενικού Διευθυντή, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον επικρατέστερο υποψήφιο “λόγω καλύτερων προσόντων και υπεροχής του σε αξία” απέναντι στους άλλους, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα. Ο Γενικός Διευθυντής επεσήμανε την αρχαιότητα του εφεσείοντα και πρόσθεσε ότι “δεν υστερεί σε επίδοση και απόδοση” ενώ σε πείρα που αφορά στα καθήκοντα της θέσης υπερτερεί. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής σημείωσε τη διαφωνία του Γενικού Διευθυντή αλλά για τους ίδιους λόγους προβίβασε το ενδιαφερόμενο μέρος. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία 5 έναντι 4 ψήφων.
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής σε πρώτο βαθμό απέρριψε όλους τους νομικούς λόγους ακύρωσης που πρόβαλε ο εφεσείοντας και επεκύρωσε την επίδικη απόφαση της εφεσίβλητης.
Εναντίον της απόφασης αυτής του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Προβάλλονται πέντε λόγοι έφεσης οι οποίοι αντιστοιχούν στους νομικούς λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί και στην πρωτόδικη διαδικασία. Οι πέντε αυτοί λόγοι είναι οι εξής:-
1. Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση της εφεσίβλητης να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος κατά παρέκκλιση της σύστασης του Διευθυντή.
[*573]2. Η μη καταγραφή στα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης ονομαστικά ποιά από τα μέλη ψήφισαν υπέρ και ποιά εναντίον, επιφέρει ακυρότητα της επίδικης πράξης.
3. Η μη καταγραφή στα πρακτικά των λεχθέντων στις “διαβουλεύσεις” μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της εφεσίβλητης επιφέρει επίσης ακυρότητα.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, όπως και η εφεσίβλητη, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία, και
5. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι έγινε η δέουσα έρευνα από την εφεσίβλητη για τη σχετικότητα των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Πρώτος λόγος
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής επί του θέματος. Όταν υπάρχει παρέκκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου τότε ανακύπτει η ανάγκη, όπως, η αρμοδία αρχή, εδώ η εφεσίβλητη να δώσει στην απόφασή της ειδική αιτιολογία.
Η αιτιολογία που έδωσε η εφεσίβλητη στην απόφασή της ήταν λακωνική αλλά περιεκτική. Παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή και προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος “λόγω καλύτερων προσόντων και υπεροχής του σε αξία έναντι των άλλων επικρατέστερων υποψηφίων”.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του τα εξής:-
“Παρά την κάποια λακωνικότητα της, έχω την άποψη ότι η επίδικη απόφαση περιέχει ειδική αιτιολογία γιατί στην προκείμενη περίπτωση δεν υπερίσχυσε η σύσταση του Διευθυντή. Είναι φανερό πως το Συμβούλιο απέκλινε σε αξιοκρατικά κριτήρια δηλαδή τα προσόντα και την επίδοση όπως προκύπτει από τα Φύλλα Αξιολόγησης που συνιστούν έγκυρο έρεισμα για την παρέκκλιση. Υπό οποιοδήποτε πρίσμα ο προαχθείς υπερτερούσε σε προσόντα. Δεν μπορεί, όπως έγινε εισήγηση, να είναι άσχετο το δίπλωμα Μ.Β.Α. όταν απαιτούνται διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες. Όμως αρμόδιο όργανο να κρίνει ήταν το Συμβούλιο. Και δεν καταδείχθηκε πως η κρίση του ήταν νομικά διαβλητή. Αλλά και να αφήσει ένας κατά μέρος τα διπλώματα φυσικής και Μ.Β.Α., ο προαχθείς [*574]διατηρούσε πάλιν την υπεροχή σε προσόντα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, είχε καλύτερη βαθμολογία για 4 συνεχή χρόνια από το 1990 έως το 1993. Η διαφορά δεν είναι θεαματική, αλλ’ ούτε και οριακή όπως χαρακτηρίστηκε από το συνήγορο του αιτητή.”.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του αδελφού Δικαστή. Η λακωνικότητα της ειδικής αιτιολογίας είναι τόσο περιεκτική που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ή ασάφειας στο ερώτημα γιατί η εφεσίβλητη παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε τόσο σε προσόντα όσο και σε αξία. Είναι πασιφανές ότι η εφεσίβλητη απέκλινε σε αξιοκρατικά κριτήρια, δηλαδή τα προσόντα και την επίδοση, παρά στη σύσταση του Διευθυντή, πράγμα που αποτελεί έγκυρο έρεισμα για την παρέκκλιση.
Ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Δεύτερος και τρίτος λόγος
Οι δύο λόγοι διαπλέκονται μεταξύ τους και θα εξετασθούν μαζί. Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η μη καταγραφή στα πρακτικά των διαβουλεύσεων του Συμβουλίου της εφεσίβλητης πριν την απόφαση και επίσης η μη καταγραφή ονομαστικά των μελών που ψήφισαν υπέρ ή κατά της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους δημιουργεί ακυρότητα.
Η αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας της εφεσίβλητης σε διαβουλεύσεις των μελών του Συμβουλίου της εφεσίβλητης Αρχής που δεν καταγράφηκαν, δεν συνιστά πλημμέλεια, η οποία μπορεί να επιφέρει ακυρότητα. Η διεργασία των διαβουλεύσεων στο στάδιο πριν την τελική απόφαση είναι διανοητικής υφής. Κανένας κανόνας του διοικητικού δικαίου δεν υποχρεώνει την αρμοδία αρχή να καταγράψει τις νοητικές διεργασίες βάσει των οποίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι καταλληλότερος για διορισμό από τους άλλους υποψηφίους. Καθήκον την εφεσίβλητης Αρχής είναι να ερευνήσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία και να αιτιολογήσει την απόφαση στο βαθμό που να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης που λαμβάνεται (Βλέπε: Ανδρέας Χατζηδάς ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1989) 3 A.A.Δ. 1121).
Εισηγείται, στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στα πρακτικά [*575]της συνεδρίας της εφεσίβλητης Αρχής ότι η ψηφοφορία ήταν φανερή σε συνδυασμό με τη μη αναφορά ονομαστικά στα μέλη του Συμβουλίου που ψήφισαν υπέρ ή κατά στη λήψη της επίδικης απόφασης, έπρεπε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ψηφοφορία ήταν μυστική κατά παράβαση του σχετικού Κανονισμού που επιφέρει ακύρωση της πράξης. Ο συλλογισμός όμως αυτός παραμένει μετέωρος. Δεν βασίζεται ούτε στα γεγονότα ούτε στο φάκελο της υπόθεσης. Η μη ρητή αναφορά στα πρακτικά δεν εξυπακούει αναντίλεκτα ότι έγινε το αντίθετο. Εξάλλου παραμένει σε ισχύ το τεκμήριο της κανονικότητας της επίδικης πράξης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην επίδικη απόφαση:-
“Αναφορικά με τη ψηφοφορία πρέπει να παρατηρήσω ότι η περίπτωση διαφέρει από τις υποθέσεις στις οποίες πράγματι η ψηφοφορία ήταν μυστική, μέθοδος απαράδεκτη για δημόσιο οργανισμό. Εδώ δε συνέβη το ίδιο πράγμα. Η ψηφοφορία ήταν φανερή. Μόνο που δε σημειώθηκε πως το κάθε μέλος ονομαστικά διέθεσε τη ψήφο του. Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας (5 υπέρ και 4 κατά) δεν αμφισβητήθηκε δεν πείθομαι πως αυτό αποτελεί λόγο ακύρωσης.”.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ψηφοφορία ήταν φανερή απλά και μόνο δεν καταγράφηκαν ονομαστικά ποιά από τα μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ και ποιά κατά. Η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης.
Οι λόγοι αυτοί, σαν ανεδαφικοί, απορρίπτονται.
Τέταρτος λόγος
Παραπονείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην εκτίμηση του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “είχε καλύτερη βαθμολογία για τέσσερα συνεχή χρόνια από το 1990-1993”. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης. Στα τρία χρόνια (1990-1992) σαφώς το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του εφεσείοντα. Το 1993 υπήρξε μια οριακή υπεροχή υπέρ του εφεσείοντα. Η συνολική όμως εικόνα που αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις δείχνει μια υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί οριακή. Είναι ορθή, συνεπώς, η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστού αλλά και του [*576]Συμβουλίου της εφεσίβλητης Αρχής.
Και ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Πέμπτος λόγος
Παραπονείται ο εφεσείων ότι η εφεσίβλητη Αρχή δεν έκαμε τη δέουσα έρευνα σε σχέση με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους. Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραδέχεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν προσοντούχος, με βάση τα Σχέδια Υπηρεσίας, γιατί είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος (PhD) στον τομέα Μηχανολογίας (Mechanical Engineering) και επίσης με βάση την ιδιότητα του ως Member of the Institute of Mechanical Engineers of U.K.. Εισηγείται ότι το PhD δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως επιπρόσθετο προσόν, και κατά συνέπεια έσφαλλε το Συμβούλιο της εφεσίβλητης Αρχής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα.
Πουθενά όμως στην απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής δεν αναφέρεται ή μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το διδακτορικό δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους κρίθηκε ως επιπρόσθετο προσόν. Απλά, με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία ήσαν ενώπιον της εφεσίβλητης, απεφάνθη η τελευταία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα. Ενώπιον της εφεσίβλητης Αρχής, πέραν των πιο πάνω προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους, ήσαν το πτυχίο φυσικής BSc και το μεταπτυχιακό δίπλωμα MBA στη διοίκηση. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το MBA δεν είναι άσχετο ή οριακής αξίας, αφού τα Σχέδια Υπηρεσίας απαιτούν διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.
Η τελική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη Αρχή μετά από δέουσα έρευνα κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους είναι ορθή. Η μη αναφορά τούτου στα πρακτικά δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρότητας. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “υπό οποιοδήποτε πρίσμα ο προαχθείς υπερτερούσε σε προσόντα.”.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο