Iωάννου Kώστας Δ. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 624

(1998) 3 ΑΑΔ 624

[*624]15 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2063)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου του Tμήματος — Φύση, αξία, βαρύτητα — Yποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης της απόκλισης του διορίζοντος οργάνου από το περιεχόμενο της σύστασης — Δεν εδόθη επαρκής και πειστική αιτιολογία για την απόκλιση στην κριθείσα περίπτωση πλήρωσης θέσης Διευθυντή Eμπορικών Yπηρεσιών της A.H.K.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Kύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Πείρα — Ορθή έννοια της πείρας — Πλάνη του διορίζοντος οργάνου ως προς την έννοια της πείρας στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Aκύρωση προαγωγής λόγω μη επαρκούς και πεπλανημένης αιτιολογήσεως της παραγνώρισης της συστάσεως του Διευθυντή από το διορίζον όργανο.

O εφεσείων προσέβαλε και κατ’ έφεσιν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε Διευθυντή Eμπορικών Yπηρεσιών τονίζοντας κύρια ότι ο ίδιος παραλείφθηκε, παρόλο που είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Oι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. H σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στο[*625]χεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης.

    Eίναι ακριβώς λόγω της σημασίας των συστάσεων του Διευθυντή που η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή της αιτιολόγησης από το διορίζον όργανο της απόκλισης από τις συστάσεις του διευθυντή, με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία πρέπει να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης. H αιτιολόγηση επιβάλλεται, καθώς έχει νομολογηθεί, για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των υποψηφίων, δυνάμει του Άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το Άρθρο 146.

2. H επίδικη θέση ήταν η “θέση Διευθυντή Eμπορικών Yπηρεσιών, Eμπορικές Yπηρεσίες”. Σύμφωνα με το Διευθυντή οι Eμπορικές Yπηρεσίες υποδιαιρούνται σε 3 τομείς και ο αιτητής είχε μακρά και ουσιαστική πείρα - από το 1968-1987 - σε όλους τους τομείς, ενώ το E.M. σε ένα μόνο από τους τρεις τομείς. Παρά την πιο πάνω διαπίστωση του Διευθυντή και την μοναδικότητα της θέσης στην οποία βρίσκεται για να συμβουλεύσει το διορίζον όργανο επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του, το Συμβούλιο της A.H.K. διαπίστωσε υπεροχή του E.M. σε σχέση με την πείρα. Xωρίς να αναφερθεί στους λόγους που οδήγησαν στη διαπίστωση του Διευθυντή περί της υπεροχής του αιτητή έδωσε άλλους - συγκεκριμένους - λόγους για να θεμελιώσει τη σχετική διαπίστωση (Bλ. σελ. 2-3). Tονίζεται ότι οι περισσότεροι από τους λόγους που έδωσε δεν σχετίζονται με την εκτέλεση κάποιας εργασίας που έχει σχέση με την επίδικη θέση. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι με το να δίδει ένας υπάλληλος διαλέξεις και με το να παρακολουθεί εκπαιδευτικά προγράμματα δεν αποκτά πείρα. H αναγωγή των διαλέξεων και παρακολουθήσεων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε πείρα από το Συμβούλιο της A.H.K. αποτελεί πλάνη ως προς την έννοια του όρου “πείρα”. H πείρα καθώς έχει νομολογηθεί είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. H διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. H ένσταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί, δείκτες της πείρας. Οι λόγοι απόκλισης από την σύσταση του Διευθυντή όχι μόνο δεν είναι επαρκείς και πειστικοί, όπως απαιτείται από τη νομολογία, αλλά αποτελούν και το προϊόν πλάνης ως προς την έννοια του όρου “πείρα”.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

[*626]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622,

Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826,

Δημοκρατία v. Xριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,

Kέντα v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Δημοκρατία v. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

Frangoullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20,

Kyriakou and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 358,

Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498,

Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44,

Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64,

Hadjiconstantinou and Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65,

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,

Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249,

Leonidou and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 652,

Δήμος Λευκωσίας v. Kοσμά (1996) 3 Α.Α.Δ. 244,

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 1006/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών, Εμπορικές Υπηρεσίες.

[*627]Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν υποψήφιοι για τη θέση (“η επίδικη θέση”) Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών, Εμπορικές Υπηρεσίες στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (“Α.Η.Κ.”). Το συμβούλιο της Α.Η.Κ. με έξι ψήφους υπέρ και 3 αποχές και παρά την αντίθετη σύσταση του Διευθυντή αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα με την οποία είχε επιδιώξει την ακύρωση της προαγωγής. Εξού και η παρούσα έφεση στην οποία το κύριο επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η απόκλιση του διορίζοντος οργάνου από τη σύσταση του Διευθυντή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από τη νομολογία.

Αναφορά στο περιεχόμενο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή και της προσβαλλόμενης απόφασης θα καταστήσει κατανοητή την προσέγγισή μας επί του επίδικου θέματος.

Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Ένας από τους λόγους που οδήγησαν το Διευθυντή στη σύσταση του υπέρ του εφεσείοντα ήταν η μακρά και ουσιαστική πείρα του στις εμπορικές υπηρεσίες.  Είχε υπηρετήσει στην υπηρεσία αυτή από το 1968 μέχρι το 1987 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπηρετήσει από το 1978 μέχρι το 1987 σε ένα μόνο από τους τρεις τομείς της υπηρεσίας αυτής. Ένας άλλος λόγος ήταν η υπεροχή του εφεσείοντα  στα κριτήρια “αξία, ικανότητα και επίδοση στην υπηρεσία”.

Ο Διευθυντής έκαμε ειδική αναφορά στις ικανότητες του εφεσείοντα έναντι των δύο άλλων υποψηφίων για σωστότερο προγραμματισμό και οργάνωση της εργασίας, λήψη σωστών και γρήγορων αποφάσεων κάτω από αντίξοες συνθήκες, διατήρηση αρίστων σχέσεων με το προσωπικό, τους καταναλωτές, τους ορ[*628]γανωμένους φορείς και άλλους παράγοντες.

Με βάση τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και αφού έλαβε υπόψη την πείρα, αξία, ικανότητα και επίδοση στην υπηρεσία των υποψηφίων ο Γενικός Διευθυντής εξέφρασε την άποψη ότι ο εφεσείων “υπερέχει σε διευθυντικές/διοικητικές ικανότητες και σε πείρα σε σχέση με τα καθήκοντα της υπόψη θέσεως έναντι των άλλων δύο υποψηφίων, είναι ο πιο κατάλληλος και τον σύστησε για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών”.

Η προσβαλλόμενη απόφαση.

“Τα μέλη του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. που κατά πλειοψηφία αποφάσισαν την προαγωγή του Ε.Μ., κατ’ αντίθεση προς την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, στήριξαν την απόφαση τους στα εξής:

Ο κ. Προδρομίτης (Ε.Μ.) έχει τα ίδια προσόντα με τον κ. Κώστα Ιωάννου (εφεσείοντα), όσον αφορά δε την αρχαιότητα, αυτή είναι η ίδια στην παρούσα θέση με μόνη διαφορά την αρχαιότητα του κ. Προδρομίτη έναντι του κ. Ιωάννου σε προηγούμενες θέσεις. Η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή στηρίζεται στην αξιολόγηση, δηλαδή αξία, ικανότητα ως και άλλα συναφή στοιχεία. Αναφορικά με την αξιολόγηση τα Μέλη παρατηρούν ότι η διαφορά των δύο υποψηφίων δεν είναι τόση ώστε να καθίσταται έκδηλη η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Περαιτέρω μελέτη των φακέλων των δύο υποψηφίων σε σχέση με την πείρα την οποία απέκτησαν κατά την μέχρι σήμερα υπηρεσία τους στην Αρχή, στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη με βάση τους Κανονισμούς, δεικνύει υπεροχή του κ. Προδρομίτη έναντι του κ. Ιωάννου με αποτέλεσμα να τον καθιστά καταλληλότερο για την υπόψη θέση. Συγκεκριμένα, ο κ. Προδρομίτης έχει παρακολουθήσει εκπαιδευτικά προγράμματα και έχει δώσει διαλέξεις και καταρτήσει μελέτες αναφορικά με το μακροχρόνιο οριακό κόστος, η Αρχή έχει δε από καιρού θέσει ως στόχο την αλλαγή δόμησης των υφισταμένων διατιμήσεων και ακριβώς προς επίτευξη αυτού του σκοπού είχε στείλει τον κ. Προδρομίτη για εκπαίδευση στο εξωτερικό. Επίσης έχει ασχοληθεί με τον τρόπο χρέωσης των προσδοκομένων καταναλωτών και έχει ετοιμάσει αρκετές μελέτες και εισηγητικές εκθέσεις προς την Αρχή.  Κατά την άποψη των Μελών η πείρα την οποία έχει αποκτήσει τον καθιστά καταλληλότερο για εκτέλεση των κα[*629]θηκόντων που απαιτεί η υπόψη θέση.”

Οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 622, 632, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, 1831, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422). Πρέπει να τους δίδεται η δέουσα βαρύτητα (Βλ. Frangoullides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20, Kyriakou and Another v. Republic (1974) 3 C.L.R. 358).

Η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής το διορίζον όργανο λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης (Βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) στην οποία τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Βλ. και Ψωμά, πιο πάνω). 

Είναι ακριβώς λόγω της σημασίας των συστάσεων του Διευθυντή που η νομολογία έχει καθιερώσει την αρχή της αιτιολόγησης από το διορίζον όργανο της απόκλισης από τις συστάσεις του διευθυντή, με καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία η οποία πρέπει να καταγράφεται στο πρακτικό της απόφασης. Η αιτιολόγηση επιβάλλεται, καθώς έχει νομολογηθεί, για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των υποψηφίων, δυνάμει του άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 146 (Βλ. Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, HjiConstantinou & Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476, Republic v. Kastellanos (1988) 3 C.L.R. 2249, 2258, Leonidou and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 652, 657, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά (1996) 3 Α.Α.Δ. 244, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267 και Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485).

Η επίδικη θέση ήταν η “θέση Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών, Εμπορικές Υπηρεσίες”. Σύμφωνα με το Διευθυντή οι Εμπορικές Υπηρεσίες υποδιαιρούνται σε 3 τομείς και ο αιτητής είχε μακρά και ουσιαστική πείρα - από το 1968-1987 - σε όλους τους τομείς, ενώ το Ε.Μ. σε ένα μόνο από τους τρεις τομείς.  Παρά την πιο πάνω διαπίστωση του Διευθυντή και την μοναδικό[*630]τητα της θέσης στην οποία βρίσκεται για να συμβουλεύσει το διορίζον όργανο επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του, το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. διαπίστωσε υπεροχή του Ε.Μ. σε σχέση με την πείρα.  Χωρίς να αναφερθεί στους λόγους που οδήγησαν στη διαπίστωση του Διευθυντή περί της υπεροχής του αιτητή  έδωσε άλλους - συγκεκριμένους - λόγους για να θεμελιώσει τη σχετική διαπίστωση (Βλ. σελ. 2-3). Τονίζουμε ότι οι περισσότεροι από τους λόγους που έδωσε δεν σχετίζονται με την εκτέλεση κάποιας εργασίας που έχει σχέση με την επίδικη θέση.   Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι με το να δίδει ένας υπάλληλος διαλέξεις και με το να παρακολουθεί εκπαιδευτικά προγράμματα δεν αποκτά πείρα. Η αναγωγή των διαλέξεων και παρακολουθήσεων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε πείρα από το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. αποτελεί πλάνη ως προς την έννοια του όρου “πείρα”. Η πείρα καθώς έχει νομολογηθεί είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί, δείκτες της πείρας (Βλ. HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76, 79 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε). Έχουμε λοιπόν την άποψη ότι οι λόγοι απόκλισης από την σύσταση του Διευθυντή όχι μόνο δεν είναι επαρκείς και πειστικοί, όπως απαιτείται από τη νομολογία, αλλά αποτελούν και το προϊόν πλάνης ως προς την έννοια του όρου “πείρα”.

Ακολουθεί πως το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια με πλημμελή τρόπο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το Νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Theodosiou, πιο πάνω, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1).

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο