Zίζιρου Λουκία και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631

(1998) 3 ΑΑΔ 631

[*631]15 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΥΚΙΑ ΖΙΖΙΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ

    ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1855)

 

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 28 του Συντάγματος — Αρχή της ισότητας — Eξειδίκευσή από τη νομολογία — Διαφοροποίηση ως προς τα δικαιώματα διεκδίκησης προαγωγής θεσμοθετημένη στα σχέδια υπηρεσίας κρίθηκε συνταγματική λόγω ανομοιογένειας των ρυθμιζομένων καταστάσεων.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Ultra vires — Δεν τυγχάνει εξέτασης ο σχετικός λόγος εάν είναι γενικόλογος.

Διοικητικό Δίκαιο — Eγκύκλιοι — Aκυρότητα ορισμένων διατάξεων εγκυκλίου δεν επηρεάζει αναγκαία το σύνολο του περιεχομένου της.

Σχέδια Yπηρεσίας — Nομική φύση — Όταν ενσωματώνουν το περιεχόμενο συλλογικής σύμβασης λειτουργούν ως Kανονισμοί της Διοίκησης που προσδίδουν συνέπειες δημοσίου δικαίου στη συλλογική σύμβαση.

Διοικητικό Δίκαιο — Συλλογικές Συμβάσεις — Nομική φύση — Πότε διαμορφώνουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Aντέφεση — Προσβολή απόρριψης [*632]προδικαστικής ενστάσεως για έλλειψη εννόμου συμφέροντος — Η αντέφεση απέμεινε άνευ αντικειμένου εν όψει της απορρίψεως της έφεσης — Περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση.

Oι εφεσείοντες επεδίωξαν την ακύρωση των προαγωγών την ενδιαφερομένων μερών στη συνδυασμένη θέση Kτηματολογικού Γραφέα, 1ης Tάξεως.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Ό όρος “ίσοι ενώπιον του Nόμου” στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεων των πραγμάτων.

    Tο Άρθρο 28 έχει ως λόγο την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. H δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων.

    Στην κρινόμενη περίπτωση τα αντικείμενα της ρύμισης ήταν ανομοιγενή oι εφεσείοντες είχαν προσληφθεί στη δημόσια υπηρεσία μετά την 1.10.1981 ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη πριν από την 1.10.81. Aνήκαν σε διαφορετική κατηγορία. Eπομένως παρεχόταν στη διοίκηση η ευχέρεια υιοθέτησης διάφορης ρύθμισης. H διαφοροποίηση που έγινε ήταν εύλογη και δικαιολογημένη.

2. Αναφορικά με το λόγο έφεσης που αφορά στην τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας, η επίδικη τροποποίηση είχε συντελεστεί πριν από τη θέσπιση του Nόμου 1/90. Kατά τον κρίσιμο χρόνο το θέμα των σχεδίων υπηρεσίας ρυθμιζόταν από τον περί Δημόσιας Yπηρεσίας Nόμο, 1967 (N. 33/67). Δεν έχει υποδειχθεί σε ποια από τις πρόνοιες του Nόμου 33/67 αντίκεινται τα επίδικα σχέδια υπηρεσίας. Γενικός ισχυρισμός περί “ultra vires στο Nόμο” δεν μπορεί να τυγχάνει εξέτασης.

3. Ως προς την Eγκύκλιο 750 - ημερ. 11.1.86 - του Διευθυντή Yπηρεσίας Δημόσιας Διοικήσεως προς τους Γενικούς Διευθυντές των Yπουργείων και άλλους αρμόδιους φορείς η οοία είχε κριθεί ως ultra vires στην Kατσουνωτoύ v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 190, το Eφετείο είχε ασχοληθεί με την παράγραφο 3 των διατάξεων.

[*633]          Tο πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στην Σοφιανός κ.ά. v. E.Δ.Y. (1992) 3 A.A.Δ. 334, 346, έκρινε πως η διαπίστωση πως μέρος των διατάξεων του Yπουργικού Συμβουλίου είναι ultra vires δεν παρασύρει αυτόματα και το υπόλοιπο μέρος των διατάξεων. Έκρινε περαιτέρω πως στην παρούσα υπόθεση δεν είχε εφαρμοστεί η συγκεκριμένη διάταξη των οδηγιών του Yπουργικού Συμβουλίου που κρίθηκε σαν ultra vires στην υπόθεση Kατσουνωτού και κατά συνέπεια - όπως το έθεσε - “η απόφαση Kατσουνωτού δεν μπορούσε να αποτελέσει νομολογία στην κρινόμενη υπόθεση”.

    Oι δυο πιο πάνω προσεγγίσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου βρίσκουν το Δικαστήριο σύμφωνο. Έπεται πως ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με την εγκύκλιο 750 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

4. Tα σχέδια υπηρεσίας αποτελούν πράξη νομοθετικής φύσης η οποία θεσπίζεται δυνάμει του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Όπως έχει λεχθεί στην Xατζηπαύλου v. A.H.K. (1991) 3 A.A.Δ. 11. Tα σχέδια υπηρεσίας δημιουργούν δεσμεύσεις για την Aρχή, από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί, ούτε έναντι των μελών του προσωπικού, ούτε τρίτων που επιδιώκουν διορισμό σε δημόσιο οργανισμό.

    Λαμβανομένης λοιπόν υπόψη της υπόστασης των σχεδίων υπηρεσίας και της υιοθέτησης της “συμφωνίας” σαν μέρος Kανονισμών της Διοίκησης με τη μορφή των σχεδίων υπηρεσίας, ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως η συμφωνία μπορούσε να διαμορφώσει υποχρεώσεις ή δικαιώματα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

5. H αντέφεση στρεφόταν κατά της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων με την οποία ισχυρίσθηκαν ότι οι “αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών σε συνδεδυασμένες θέσεις, και ως εκ τούτου η εγκυρότητα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί να αποτελέσει επίδικο θέμα”. Eνόψει της αποτυχίας της έφεσης θεωρούμε ότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της αντέφεσης η οποία απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,

[*634]Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294,

Aποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας Υποθέσεις Αρ. 1273/65,  1247/67 και 1870/67, 2063/68, 1215/69,

Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 A.A.Δ. 119,

Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,

Kατσουνωτού v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 190,

Σοφιανός κ.ά. v. E.Δ.Y. (1992) 3 A.A.Δ. 334,

Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,

Evangelou and Others v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 1410,

Damianos and Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848,

Kalafatis v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 97,

Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,

PASYDY and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 27,

Ioannou v. E.A.C. (1981) 3 C.L.R. 280,

Xατζηπαύλου v. A.H.K. (1991) 3 A.A.Δ. 11,

Δημοκρατία v. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1993 (Προσφυγή Αρ. 1174/91) με την οποία απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μέρων στη συνδυασμένη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*635]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είχαν προσληφθεί στη Δημόσια Υπηρεσία πάνω σε έκτακτη βάση, στη θέση Κτηματολογικού Γραφεά 2ης τάξης, μετά την 1.10.81 και διορίστηκαν σαν μόνιμοι στην ίδια θέση την 8.11.85. Την ίδια ημερομηνία μονιμοποιήθηκαν και άλλοι Κτηματολογικοί Γραφείς 2ης τάξης, οι οποίοι όμως είχαν προσληφθεί σε έκτακτη βάση πριν από την 1.10.81.

Μέσα στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης και αναδιάρθρωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας, συμφωνήθηκε μεταξύ της επίσημης και δημοσιοϋπαλληλικής πλευράς, ότι οι υπηρετούντες κατά την 1.10.81 στην κατώτερη συνδυασμένη θέση, του Κτηματολογικού Γραφέα, 2ης Τάξης, θα μπορούν να προάγονται στην ανώτερη συνδυασμένη θέση του Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης, με λιγότερη υπηρεσία από την απαιτούμενη στη βασική απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η εν λόγω συμφωνία κάλυπτε και όσους υπαλλήλους ήταν έκτακτοι κατά την 1.10.81, με την προϋπόθεση ότι ο χρόνος υπηρεσίας τους για σκοπούς προαγωγής, θα υπολογιζόταν από την ημερομηνία διορισμού τους στην οργανική θέση.

Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του αρ. 30.001, ημερ. 14.4.88, αποφάσισε να εγκρίνει την τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης, με την αντικατάσταση της υφιστάμενης Σημείωσης (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, με την πιο κάτω:

“(2) Υπάλληλοι που υπηρετούσαν κατά την 1.10.1981 στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 2ης Τάξης, μπορούν να προαχθούν στη θέση Κτηματολογικού Γραφεά, 1ης Τάξης, με πενταετή υπηρεσία στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 2ης Τάξης, πάνω στην Κλίμακα Α4. Ο όρος ‘υπάλληλοι’ περιλαμβάνει και πρόσωπα απασχολούμενα πάνω σε έκτακτη βάση ή/και σε σύμβαση, η υπηρεσία τους όμως στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 2ης Τάξης, θα υπολογίζεται από την ημερομηνία διορισμού τους από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην οργανική θέση.”

Με βάση την πιο πάνω ρύθμιση, τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπηρετούσαν στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 2ης Τάξης σε έκτακτη βάση στην κλίμακα Α4 κατά την 1.10.81 και διορίστηκαν στην ίδια θέση σαν μόνιμοι την 8.11.85, είχαν τη δυνατότητα να προαχθούν στη συνδυασμένη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης, κλίμακα Α7, μετά από πενταετή υπηρεσία στην κλίμακα Α4, η οποία θα υπολογίζετο από την ημερομηνία διορισμού τους από την Ε.Δ.Υ. στην οργανική θεση.

Οι αιτητές, οι οποίοι είχαν προσληφθεί ως έκτακτοι μετά την 1.10.81 και διορίστηκαν ως μόνιμοι επίσης την 8.11.85, δεν εκαλύπτοντο από την προαναφερθείσα ρύθμιση.

Η σχετική τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 13.5.88.

Με επιστολή του* προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ημερ. 31.12.90, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (“ο Διευθυντής”) τον πληροφόρησε ότι 66 Κτηματολογικοί Γραφείς 2ης Τάξης εκτέλεσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντα της θέσης τους, συμπλήρωσαν την περίοδο υπηρεσίας που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης στις 31.12.90 και ικανοποιούν όλες τις άλλες απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Η Ε.Δ.Υ. επιλήφθηκε της πιο πάνω σύστασης του Διευθυντή στη συνεδρίαση της με ημερ. 18.7.1991.  Αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των 66 συστηθέντων υπαλλήλων και αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις του Διευθυντή, έκρινε ότι είναι κατάλληλοι και “αποφάσισε να τους προαγάγει από 1.1.91 στη συνδυασμένη θέση Κτηματολογικού Γραφέα, 1ης Τάξης, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δυνάμει της [*637]επιφύλαξης της παραγράφου (α) του άρθρου 35(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και σύμφωνα με τις γενικές οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 14.11.85”.

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι, όπως έχει πραναφερθεί, είχαν προσληφθεί πάνω σε έκτακτη βάση στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα 2ης Τάξης μετά την 1.10.81, αμφισβήτησαν με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, την εγκυρότητα και νομιμότητα της προαγωγής 46 από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση νόμιμα κριτήρια “και οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον για την προσβολή της”.

Η έφεση.

Οι εφεσείοντες έχουν επικαλεσθεί τους λόγους ακύρωσης τους οποίους είχαν προβάλει και στην προσφυγή τους. Θα αναφερθούμε σ’ αυτούς στη συνέχεια.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η τροποποίηση που εισήγαγε το σχέδιο υπηρεσίας δημιούργησε άνιση μεταχείριση σε βάρος τους κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.ά. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1)       Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων” (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2)       Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - “αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και [*638]όλως αδικαιολόγητων” (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3)       “Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών” (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4)       Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1931, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)” (Βλ. επίσης “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63 (απόφαση Πική, Π.) το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

“Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου .... Εαν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εαν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύμθισης” (Βλ. και Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 441, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306).

Στην κρινόμενη περίπτωση τα αντικείμενα της ρύθμισης ήταν ανομοιογενή - οι εφεσείοντες είχαν προσληφθεί στη δημόσια υπηρεσία μετά την 1.10.1981 ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη πριν από την 1.10.81. Ανήκαν σε διαφορετική κατηγορία. Επομένως παρεχόταν στη διοίκηση η ευχέρεια υιοθέτησης διάφορης ρύθμισης. Η διαφοροποίηση που έγινε ήταν εύλογη και δικαιολογημένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επίδικες προαγωγές πάσχουν γιατί:

(α)       στηρίζονται σε σχέδια υπηρεσίας που είναι ultra vires στο Νόμο ο οποίος ποτέ δεν εξουσιοδότησε την οριοθέτηση του δικαιώματος προαγωγής με καθορισμό ημερομηνίας της έμπνευσης ή απόλυτου εκτίμησης της διοίκησης,

(β)       εσφαλμένα κρίθηκε ότι η Εγκύκλιος 750 μπορούσε να διατηρήσει την ισχύ της μετά την εισαγωγή του Νόμου 1/90 γιατί είχε κριθεί ως ultra vires από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κατσουνωτού ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 190,

(γ)        έγιναν αντίθετα με το άρθρο 35 (2) (α)* του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90) αφού δεν υπήρχαν στον ουσιώδη χρόνο κανονισμοί.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος - (α) - του λόγου της έφεσης υπενθυμίζουμε ότι η επίδικη τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας είχε συντελεστεί πριν από τη θέσπιση του Νόμου 1/90.  Κατά τον κρίσιμο χρόνο το θέμα των σχεδίων υπηρεσίας ρυθμιζόταν από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, 1967 (Ν. 33/67).  Δεν έχει υποδειχθεί σε ποιά από τις πρόνοιες του Νόμου 33/67 αντίκεινται τα επίδικα σχέδια υπηρεσίας. Γενικός ισχυρισμός περί “ultra vires στο Νόμο” δεν μπορεί να τυγχάνει εξέτασης.

Το δεύτερο σκέλος - (β) - του πιο πάνω λόγου της έφεσης σχετίζεται με την Εγκύκλιο 750* - ημερ. 11.1.86 - του Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοικήσεως προς τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων και άλλους αρμόδιους φορείς. Το κείμενο των διατάξεων οι οποίες είναι συνημμένες στην εγκύκλιο 750 αποτελείται από 5 παραγράφους.  Φέρει την επικεφαλίδα: “Διατάξεις σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 44(1) (α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1967 έως 1983 που κατέχουν συνδυασμένες τάξεις ή θέσεις”.

Στην Κατσουνωτού (πιο πάνω) το Εφετείο ασχολήθηκε με την παράγραφο 3** των διατάξεων. Έκρινε ότι:

“Το άρθρο 44(1) (α) δεν πραγματεύεται τα προσόντα για προαγωγή. Αυτά αποτελούν το θέμα του άρθρου 44(1) (β) που προβλέπει ότι τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή είναι εκείνα τα οποία καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας. Συνεπώς στο βαθμό και έκταση που οι υπό κρίση οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου πραγματεύονται τα προσόντα για προαγωγή, αυτές εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και κατ’ αντίθεση προς το άρθρο 44(1) (β). Συνεπώς είναι ultra vires.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στη Σοφιανός κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 3 Α.Α.Δ. 334, 346, έκρινε πως η διαπίστωση πως μέρος των διατάξεων του Υπουργικού Συμβουλίου είναι ultra vires δεν παρασύρει αυτόματα και το υπόλοιπο μέρος των διατάξεων*. Έκρινε περαιτέρω πως στην παρούσα υπόθεση δεν είχε εφαρμοστεί η συγκεκριμένη διάταξη των οδηγιών του Υπουργικού Συμβουλίου που κρίθηκε σαν ultra vires στην υπόθεση Κατσουνωτού, και κατά συνέπεια - όπως το έθεσε - “η απόφαση Κατσουνωτού δεν μπορούσε να αποτελέσει νομολογία στην κρινόμενη υπόθεση”.

Οι δυο πιο πάνω προσεγγίσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου μας βρίσκουν σύμφωνους. Έπεται πως ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με την εγκύκλιο 750 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η θέση των εφεσειόντων που σχετίζεται με το άρθρο 35(2) (α) του Νόμου 1/90 έχει σαν έρεισμα την ανυπαρξία Κανονισμών.  Σε πλήρη ταύτιση με το πρωτόδικο δικαστήριο, έχουμε την άποψη πως η διοίκηση νόμιμα μπορούσε να προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων στην απουσία Κανονισμών ενόψει της επιφύλαξης του άρθρου 87(1)** του Νόμου 1/90, η οποία διατήρησε σε [*642]ισχύ τις οδηγίες του Υπουργικού Συμβουλίου, δυνάμει των οποίων είχε ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Μια άλλη θέση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες σχετίζεται με την πιο πάνω συμφωνία μεταξύ της Επίσημης και Δημοσιοϋπαλληλικής πλευράς. Υποστηρίχθηκε πως εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπήρχε “συμφωνία” Κυβέρνησης και Δημοσιοϋπαλληλικής πλευράς που μετατράπηκε σε κανονιστική πράξη με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 14.4.88. Η συμφωνία αυτή εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να διαμορφώσει υποχρεώσεις ή δικαιώματα στο χώρο του δημοσίου δικαίου.

Στην Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) αποφασίσθηκε πως οι συλλογικές συμβάσεις μεταξύ Δημοσίων Οργανισμών και Συντεχνίας Υπαλλήλων στερούνται νομικής ισχύς και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εκτός αν υιοθετηθούν σαν μέρος Κανονισμών Δημόσιου Οργανισμού (Βλ. και Evangelou and Others v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 1410, Damianos and Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848 και Kalafatis v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 97).

Το πρωτόδικο δικαστήριο αντλώντας καθοδήγηση από τις πιο πάνω αυθεντίες απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό των εφεσειόντων. Όπως το έθεσε στην απόφαση του:

“Η ‘συμφωνία’ μεταξύ της επίσημης και δημοσιοϋπαλληλικής πλευράς, ενσωματώθηκε στα Σχέδια Υπηρεσίας των επηρεαζομένων θέσεων, μεταξύ των οποίων και της επίδικης, υπό μορφή Σημειώσεων στα Σχέδια αυτά. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του αρ. 30.011 και ημερ. 14.4.88, ενέκρινε την τροποποίηση, η οποία ενσωμάτωνε το περιεχόμενο της ‘συμφωνίας’, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.5.88.

Όπως πάγια έχει επικρατήσει στη νομολογία, τα Σχέδια Υπηρεσίας τα οποία εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, είναι δευτερογενής νομοθεσία και είναι δεσμευτικά όσον αφορά το περιεχόμενο τους. Στην υπό κρίση υπόθεση, το σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας απέκτησε το απαιτούμενο περίβλημα, το οποίο απαιτείται για δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Ο σχετικός [*643]ισχυρισμός του δικηγόρου των αιτητών απορρίπτεται.”

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πράγματι τα σχέδια υπηρεσίας αποτελούν πράξη νομοθετικής φύσης η οποία θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 54 του Συντάγματος (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,  PASYDY and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 27 και  Ioannou v. E.A.C. (1981) 3 C.L.R. 280, 295). Όπως έχει λεχθεί στην Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11, 20: “Τα σχέδια υπηρεσίας δημιουργούν δεσμεύσεις για την Αρχή από τις οποίες δεν μπορεί να αποστεί, ούτε έναντι των μελών του προσωπικού, ούτε τρίτων που επιδιώκουν διορισμό σε δημόσιο οργανισμό (Βλ. και Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).

Λαμβανομένης λοιπόν υπόψη της υπόστασης των σχεδίων υπηρεσίας και της υιοθέτησης της “συμφωνίας” σαν μέρος Κανονισμών της Διοίκησης με τη μορφή των σχεδίων υπηρεσίας, ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως η συμφωνία μπορούσε να διαμορφώσει υποχρεώσεις ή δικαιώματα στη σφραίρα του δημοσίου δικαίου. Η περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων δεν ευσταθεί.

Υπό το φως των πιο πάνω καταλήξεών μας η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αντέφεση.

Η αντέφεση στρεφόταν κατά της απόρριψης της προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων με την οποία ισχυρίσθηκαν ότι οι “αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών σε συνδεδυασμένες θέσεις, και ως εκ τούτου η εγκυρότητα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί να αποτελέσει επίδικο θέμα”.

Ενόψει της αποτυχίας της έφεσης θεωρούμε ότι έχει εκλείψει το αντικείμενο της αντέφεσης η οποία απορρίπτεται.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4 (α) του Συντάγματος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο