Δημοκρατία ν. Mιλτιάδη Mιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 ΑΑΔ 644

(1998) 3 ΑΑΔ 644

[*644]16 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2343)

 

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Aπαιτούμενα και πρόσθετα προσόντα — “Yπηρεσία” ως απαραίτητο προσόν και ως πρόσθετο προσόν στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Tελωνειακού Λειτουργού — Oι δύο προβλέψεις είναι ανεξάρτητες και αυτοδύναμες — Yιοθέτηση των πορισμάτων της Oικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47.

Δημόσιοι Yπάλληλοι — Προαγωγές — Kριτήρια — Tο κριτήριο της αναμενόμενης περίοδου υπηρεσίας του προαχθησομένου μετά την προαγωγή του, είναι εξωγενές εν σχέσει με τα κριτήρια πραγωγής που θεσπίζονται με το Άρθρο 34(9) του N.1/90 — Eπισκόπηση της νομολογίας πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας όπου αναγνωρίστηκε η ισχύς της αρχής περί προσδοκώμενου χρόνου υπηρεσίας του υποψηφίου ως κριτηρίου καταλληλότητάς του για προαγωγή — H αρχή κρίθηκε εσφαλμένη — Tο δημόσιο συμφέρον δεν καθορίζεται σε συνάρτηση με την αρχή αυτή.

Η πρωτόδικη απόφαση που δέχτηκε ως λόγο ακύρωσης την ακαταλληλότητα του προαχθέντος λόγω αναφερόμενης υπηρεσίας λίγων ημερών, παραμερίστηκε.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Oι Nικήτας και Kαλλής, Δ.Δ. σε χωριστή απόφαση μειοψηφίας κατέγραψαν το διάφορο σκεπτικό και το αντίθετο αποτέλεσμα στο οποίο οδηγήθηκαν.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

[*645]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Oικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

Mιλτιάδους v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 1160/91, ημερ. 16/7/93,

Παπασταύρου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 953/92, ημερ. 29/7/94,

Oνουφρίου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 75/93, ημερ.15/12/94,

Στυλιανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Yποθ. Aρ. 548/93 κ.ά., ημερ. 23/3/95,

Xατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 34/96, ημερ. 8/11/96,

Στεφανίδης και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 367,

Aντωνιάδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295,

Kυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,

Aγαθαγγέλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 369.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 934/93) με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού.

Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση που ακολουθεί είναι η απόφαση της πλειοψηφίας. Με αυτή συμφωνούν οι Δ/στές Κραμβής και Γαβριηλίδης. Οι Δ/στές Νικήτας και Καλλής καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα.  Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Μιλτιάδης Μιλτιάδου, ο εφεσίβλητος, υποψήφιος για τη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού, πρόσβαλε την επιλογή και προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων - [*646]Σπύρου Στέφου και Λοΐζου Κωνσταντίνου.

Ο Δικαστής, ο οποίος προέβη στην αναθεώρηση της επίδικης διοικητικής απόφασης, ακύρωσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων:-

(α)   Λόγω της νομικής πλάνης, κάτω από την οποία λειτούργησε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας, αναφορικά με το «επιπρόσθετο προσόν» - «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή μεταπτυχιακός τίτλος σε κατάλληλο θέμα ή/και μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στο Τμήμα Τελωνείων»

Έκρινε ότι η υπηρεσία, η οποία μπορούσε να προσμετρήσει ως πρόσθετο προσόν, δεν ήταν δυνατό να είναι η ίδια με εκείνη η οποία παρείχε δικαίωμα στον υποψήφιο για προαγωγή.

(β)   Λόγω ακαταλληλότητας, στην περίπτωση του Λοΐζου Κωνσταντίνου, εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου, που, εξ αντικειμένου, θα μπορούσε να υπηρετήσει στη θέση.

Ο Κωνσταντίνου είχε μόνο 17 μέρες υπηρεσίας πριν την αφυπηρέτησή του.

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της βάσης και των δύο λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική απόφαση. Με τους λόγους έφεσης 2 και 3, προσεβλήθη ο κοινός λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή και των δύο ενδιαφερομένων προσώπων· αναγόμενος στην ερμηνεία του μέρους του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορά την ευδόκιμη υπηρεσία ως πρόσθετο προσόν.

Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε, κατά την ακρόαση, το παραδεκτό των λόγων 2 και 3 της έφεσης, υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στην Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47. Σύμφωνα με την απόφαση εκείνη, οι σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, που καθορίζουν την υπηρεσία ως προσόν για προαγωγή και ως πρόσθετο προσόν, είναι ανεξάρτητες και αυτοδύναμες.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 έγιναν δεκτοί, επαγόμενοι τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης ως προς τον Σπύρο Στέφου, την απόρριψη της προσφυγής, στο βαθμό που στρεφόταν εναντίον του, και την επικύρωση της προαγωγής του.

Παρέμεινε προς εκδίκαση ο πρώτος λόγος έφεσης, που στρέφεται [*647]κατά του δεύτερου ξεχωριστού λόγου, για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή του Λοΐζου Κωνσταντίνου, συναρτημένος με την επικείμενη αφυπηρέτησή του - (σε 17 μέρες). Ο περιορισμένος χρόνος, που προοιωνιζόταν να υπηρετήσει στην επίμαχη θέση, τον καθιστούσε μη κατάλληλο για προαγωγή. Το Δικαστήριο προήλθε στην κατάληξη αυτή, ακολουθώντας δύο προηγούμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - τη Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1160/91, 16/7/93, (απόφαση Πογιατζή, Δ.), και την Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 953/92, 29/7/94, (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Στην πρώτη κρίθηκε και στη δεύτερη υιοθετήθηκε ότι:-

«... η έννοια ‘του καταλληλότερου υποψηφίου’ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας.»

Το δημόσιο συμφέρον υπερέχει του ατομικού στη διενέργεια προαγωγών, ώστε υποψήφιος, ο οποίος δεν έχει ουσιαστική ευκαιρία προσφοράς στη θέση στην οποία θα προαχθεί, στερείται του νομοθετικού εχέγγυου της καταλληλότητας που διαγράφει το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90).  Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στην Παπασταύρου, (ανωτέρω), και ανάλογη υπήρξε η απόφαση του Δικαστηρίου για την καταλληλότητα του ενδιαφερομένου προσώπου, το οποίο έτυχε προαγωγής «πέντε ή έξι μέρες πριν από την αφυπηρέτησή του».

Η συνάρτηση της καταλληλότητας υποψηφίου με την αναμενόμενη περίοδο υπηρεσίας του, έγινε δεκτή και σε τρεις άλλες πρωτόδικες αποφάσεις, με κυμαινόμενο όμως αποτέλεσμα, ανάλογα με το χρόνο που προοιωνιζόταν να υπηρετήσει ο προαχθείς.

Στην Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 75/93, 15/12/94, κρίθηκε ότι η αρχή δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής, ενόψει του ότι, αντίθετα με τη Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια, αλλά είχε να διανύσει ακόμα υπηρεσία ενάμιση μηνός (απόφαση Κούρρη, Δ.). Στη Στυλιανίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 548/93 κ.ά., 23/3/95, όμως, ο ίδιος Δικαστής, επικαλούμενος την αρχή της Μιλτιάδους, ακύρωσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, η οποία συντελέστηκε την προτεραία της αφυπηρέτησής τους.

[*648]Και ο Καλλής, Δ., στην Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 34/96, 8/11/96, υιοθέτησε την αρχή της Μιλτιάδους, απέκλεισε, όμως, την εφαρμογή της στην υπόθεση εκείνη, ενόψει του ότι ο επιλεγείς είχε, μετά την προαγωγή του, στάδιο υπηρεσίας επτά μηνών.

Η κ. Κουρσουμπά υπέβαλε ότι η αρχή της Μιλτιάδους δεν ευρίσκει έρεισμα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Αντίθετα, συγκρούεται, όπως υποστήριξε, με τις διατάξεις του, οι οποίες καθιστούν κριτήριο για προαγωγή «την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα» των υπαλλήλων - (Άρθρο 35(3) του Ν. 1/90). Η αντινομία του λόγου της Μιλτιάδους, προς τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ η αρχαιότητα καθορίζεται ως κριτήριο για προαγωγή, η συνάρτηση της προαγωγής με τον προβλεπτό χρόνο υπηρεσίας τείνει να περιορίσει ή εξουδετερώσει την ισχύ της. Υπεισέρχεται, όπως εισηγήθηκε, εξωγενές κριτήριο στη διενέργεια προαγωγών, δηλαδή η προϋπολογιζόμενη διάρκεια υπηρεσίας στη θέση που θα πληρωθεί, το οποίο δεν προβλέπεται από το νόμο. 

Ο κ. Τριανταφυλλίδης υποστήριξε το λόγο της Μιλτιάδους, ως απόρροια του δημοσίου συμφέροντος, του προεξάρχοντος κριτηρίου για τη διενέργεια προαγωγών. 

Το αβέβαιο του κριτηρίου, το οποίο εισάγεται με τη Μιλτιάδους, διαφαίνεται από τη νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί. Υπηρεσία ενάμιση και επτά μηνών, αντίστοιχα, έχει θεωρηθεί ως αρκούντως μακρά, για να καταστήσει υποψήφιο κατάλληλο για προαγωγή, όχι, όμως, υπηρεσία ορισμένων ημερών.

Ερωτάται: Πού έγκειται ο διαχωρισμός; Ποία η συνισταμένη της αρχής;

Η αναμενόμενη διάρκεια της υπηρεσίας υποψηφίου στη θέση που θα πληρωθεί, ως στοιχείο καταλληλότητας για την προαγωγή του, μπορεί να ανεύρει έρεισμα μόνο στην αρχή ότι η χρονική διάρκεια της προσδοκούμενης υπηρεσίας αποτελεί κριτήριο επιλογής και, όσο μεγαλύτερο είναι το προβλεπόμενο μέγεθος της υπηρεσίας, ανάλογα μεγαλύτερες είναι οι διεκδικήσεις του υπαλλήλου για προαγωγή. Το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90, προς το οποίο η αρχή της Μιλτιάδους συναρτάται, δε θέτει τέτοιο κανόνα. Τα στοιχεία, τα οποία εξειδικεύει, ως αποκαλυπτικά της καταλληλότητας υποψηφίου, σχετίζονται με την αποτίμηση της αξίας της υπηρεσίας και, γενικά, των ικανοτήτων του. Η αρχή, την οποία εισάγει η Μιλτιάδους, είναι άσχετη με το Άρθρο 34(9) και εξωγενής προς τους σκοπούς του. Η καθιέρωση, εξάλλου, της προϋπολογιζόμενης διάρκειας υπηρεσίας, [*649]ως παράγοντα προαγωγής, έρχεται σε αντίθεση με τα κριτήρια, τα οποία θέτει ο νόμος για την αποτίμηση της καταλληλότητας υποψηφίου να προαχθεί - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - (Άρθρο 35(3)).

Το δημόσιο συμφέρον, το οποίο αποτελεί τον άξονα της Μιλτιάδους, είναι έννοια αδιαίρετη. Δε διασπάται σε δημόσιο και ατομικό.  Το συμφέρον του υπαλλήλου, στο βαθμό που επιμετρά ως παράγοντας προαγωγής, αντανακλάται στο νόμο και ταυτίζεται με την προαγωγή των σκοπών του. Το δημόσιο συμφέρον έχει ως παράμετρο τους σκοπούς του δικαίου και αντικείμενο την προαγωγή τους. Η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος συναρτάται αποκλειστικά με την προαγωγή των σκοπών του νόμου, μέσω της εξουσίας, η οποία παρέχεται σε διοικητικά όργανα. Αυτό ορίζει η νομολογία - (βλ., μεταξύ άλλων, Στεφανίδης & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367. Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485. Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 369).

Το συμφέρον δημοσίου υπαλλήλου για ανέλιξη δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού, παράγοντα προαγωγής, εκτός στο βαθμό που αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται από το νόμο. Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, (Ν. 1/90), προσδίδει κάποια βαρύτητα στο συμφέρον αυτό, καθιστώντας την αρχαιότητα ένα από τα κριτήρια προαγωγής. Η χρονική προοπτική υπηρεσίας στην υπό πλήρωση θέση αποτελεί στοιχείο εξωγενές προς τους σκοπούς του νόμου και, συνεπώς, δεν προσμετρά στον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος.

Η αρχή της Μιλτιάδους είναι εσφαλμένη, όπως και η πρωτόδικη απόφαση, η οποία βασίζεται σ’ αυτή. Ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερομένου προσώπου Λοΐζου Κωνσταντίνου, για λόγο άσχετο προς τα κριτήρια τα οποία θέτει ο νόμος. Επομένως, και ο πρώτος λόγος της έφεσης γίνεται δεκτός. Κατ’ ακολουθίαν, η έφεση επιτρέπεται στην ολότητά της. 

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή του εφεσίβλητου Μιλτιάδη Μιλτιάδου πρέπει να απορριφθεί και η προαγωγή του Λοΐζου Κωνσταντίνου να επικυρωθεί.

Η προσφυγή του Μιλτιάδη Μιλτιάδου εναντίον του ενδιαφερομένου προσώπου Σπύρου Στέφου έχει ήδη απορριφθεί και η προαγωγή του έχει επικυρωθεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

[*650]Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προαγωγή του Λοΐζου Κωνσταντίνου επικυρώνεται.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στην Χ”Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 34/96/8.11.96 υιοθέτησα τις αρχές που τέθηκαν στις υπόθεσεις Μιλτιάδους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. 1160/16.7.93 και Παπασταύρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. 932/92 / 29.7.94.

Αφού παράθεσα αποσπάσματα από τις δύο αποφάσεις κατέληξα ως εξής:

“Υιοθετώ τις αρχές που έχουν τεθεί στις δύο πιο πάνω υποθέσεις. Ωστόσο στην παρούσα υπόθεση, αντίθετα με την υπόθεση Μιλτιάδους, το ενδιαφερόμενο μέρος θα αφυπηρετούσε σε διάστημα σχεδόν 7 μηνών. Υπήρχαν, επομένως, χρονικά περιθώρια ουσιαστικής άσκησης των καθηκόντων της θέσης στην πράξη. Το ποιος είναι ο κατάλληλος χρόνος πριν την αφυπηρέτηση μετά από τον οποίο δεν επιτρέπεται η προαγωγή του υπό αφυπηρέτηση υπαλλήλου δεν μπορεί να τεθεί κάτω από άκαμπτες χρονικές προθεσμίες. Πρέπει να γίνεται προσπάθεια εξισορρόπισης δύο παραγόντων, του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας από την μια και της επιβράβευσης του υπαλλήλου από την άλλη. Στην κρινόμενη περίπτωση θα εξυπηρετείτο το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας σε μεγάλο βαθμό από την άσκηση των καθηκόντων της θέσης από το ενδιαφερόμενο μέρος στη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.”

Στη Μιλτιάδους (πιο πάνω) ο Πογιατζής, Δ. κατά τη διαδικασία ερμηνείας του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90 έλαβε καθοδήγηση από την ελληνική νομολογία. Παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την απόφασή του θα βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση του λόγους της (ratio):

“Στα Πορίσματα Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959 αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σελ. 323:

‘Θεμελιώδης της διοικητικής νομοθεσίας αρχή απαιτεί κατά τον διορισμόν εις δημοσίας θέσεις την επιλογήν των καταλληλοτέρων τόσον εν των συμφέροντι των δημοσίων υπηρεσιών, όσον και εκ λόγων δικαιοσύνης προς τους επιζητούντας την κατάληψιν δημοσίων θέσεων Έλληνας.’

[*651]Στη σελ. 349:

‘Εγένετο, επίσης, δεκτόν ότι αι προαγωγαί των δημοσίων υπαλλήλων δεν σκοπούσι μόνον την προσωπικήν αυτών ικανοποίησιν, αλλ’ ενεργούνται εν τω συμφερόντι της δημοσίας υπηρεσίας εις ο πρωτίστως αποβλέπουσιν.’

Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου ‘Διοικητικό Δίκαιο των Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων’, έκδοση 1954, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Στη σελ. 302:

‘Δεδομένου όμως, ότι πάσα τοιαύτη μεταβολή πρέπει να ενεργήται, κατά κύριον λόγον, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και διά τούτο, η περί αυτής κρίσις επιβάλλεται να είναι αντικειμενική, ούτως ώστε να αποκλείηται πάσα υπόνοια ευνοίας ή διώξεως του υπαλλήλου ...’

Στην σελ. 303:

‘Αλλ’ άμα διά του συστήματος των προαγωγών και η δημόσια διοίκησις διασφαλίζει την χρησιμοποίησιν ικανών και πεπειραμένων υπαλλήλων και ούτοι επιτυγχάνουσι την επιβράβευσιν μακράς και ευδοκίμου προσφοράς εκ μέρους των υπηρεσιών εις το κράτος.’

Στην υποσημείωση αρ. (59) της σ. 303:

‘Η εν νέα θέσει προαγωγή συνεπάγεται και άσκησιν των εις την θέσιν ταύτην αντιστοιχούντων καθηκόντων. Σ.Ε. 499/1941, 47/1947.’

Στη σελ. 305:

‘(δ) η συνδρομή των απαιτουμένων ουσιαστικών προσόντων, περί των οποίων κρίνει το υπηρεσιακόν συμβούλιον. Τούτο ου μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να λάβη υπ’ όψιν και σταθμίση την όλην υπηρεσιακήν σταδιοδρομίαν του υπαλλήλου και να κρίνη αν η υπηρεσία αυτού υπήρξεν ευδόκιμος, ήτοι αν αύτη επιτρέπη την συναγωγήν τεκμηρίου ικανότητος του κρινομένου διά την επαρκή παρ’ αυτού άσκησιν των εις τον ανώτερον βαθμόν αντιστοιχούντων καθηκόντων.’

[*652]Στη σελ. 311:

‘Και ναι μεν η κρίσις περί των κατ’ εκλογήν προακτέων τεκμαίρεται γενομένη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ούχ ήττον αναγκαίον τυγχάνει όπως εν το πρακτικώ του συμβουλίου μνημονεύωνται ποία των υπό του νόμου απαιτουμένων στοιχείων ελήφθησαν υπ’ όψιν εν εκάστη συγκεκριμένη περιπτώσει.’

Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιλογή του κατάλληλου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή σε θέση της Δημόσιας Υπηρεσίας σκοπεύει και στην επιβράβευση των δημοσίων υπαλλήλων, κατά κύριο όμως λόγο, γίνεται για το συμφέρον της υπηρεσίας.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έννοια ‘του καταλληλότερου υποψηφίου’ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψηφίου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία που θα έχει ως συνέπεια την επιλογή ως του καταλληλότερου υποψήφιου για διορισμό ή προαγωγή υπαλληλου ο οποίος, λόγω νομοθετικών διατάξεων, αδυνατεί πλήρως να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης αυτής έστω και για μια μόνο μέρα, θα αφαιρούσε από το διορισμό ή την προαγωγή του υπαλλήλου αυτού το στοιχείο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος το οποίο πρέπει να χαρακτηρίζει, και στο οποίο οφείλει να αποβλέπει, η πλήρωση οποιασδήποτε κενής θέσης στη δημόσια υπηρεσία, είτε με διορισμό είτε με προαγωγή. Παρόλο που ο Λοΐζος Κωνσταντίνου, ομολογουμένως, κατέχει όλα τα απαραίτητα προσόντα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος, ούτε καν κατάλληλος υποψήφιος, για την πλήρωση της εν λόγω θέσης, εν όψει της απαγόρευσης που υφίσταται στην από μέρους του εκτέλεση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη θέση αυτή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα πριν την αφυπηρέτησή του. Έπεται ότι η προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους Λοΐζου Κωνσταντίνου στην επίδικη κενή θέση πρέπει ως εκ του λόγου αυτού, να ακυρωθεί.”

Στην Παπασταύρου (πιο πάνω) ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την Μιλτιάδους, συνέχισε [*653]ως ακολούθως:

“Υιοθετώ την αρχή της υπόθεσης Μιλτιάδους (ανωτέρω). Κρίνω ότι εφαρμόζεται και στην περίπτωση προαγωγών στο πλαίσιο του Νόμου 10/69 που ορίζει ως έργο της ΕΕΥ ‘την επιλογή των καλύτερων υποψηφίων’. (Βλ. Άρθρο 35(β)(10) όπως θεσπίστηκε με το Νόμο 65/87). Η διαφοροποίηση που επιχείρησαν οι καθ’ ων η αίτηση ότι δεν ισχύει εδώ η επισήμανση στη Μιλτιάδους ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν θα ασκούσαν τα καθήκοντα τους ούτε μια μέρα δεν είναι ουσιαστική αλλά αμελητέας σημασίας. Δεν υπήρχαν χρονικά περιθώρια για ουσιαστική άσκηση καθηκόντων από τους προαχθέντες στην πράξη.

Δεν παραγνωρίζω πως ενυπάρχει ως αποδεκτός στόχος στη βαθμολογική ανέλιξη ή επιβράβευση του άξιου λειτουργού. Θα πρόσθετα μάλιστα πως η προοπτική αυτής της επιβράβευσης δεν αφορά μόνο στον ιδιο το λειτουργό αλλά επενεργεί και υπέρ του γενικότερου συμφέροντος. Δεν δικαιολογείται όμως να είναι ο αποκλειστικός στόχος. Η προαγωγή δεν αποτελεί είδος αμοιβής. Αποβλέπει κατ’ εξοχήν στην κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών. Στην προκειμένη περίπτωση οι ορισμένες υπηρεσιακές ανάγκες ήταν όρος για τον προσδιορισμό των ειδικοτήτων από τις οποίες έπρεπε να προέρχονται οι υποψήφιοι. (Βλ. τη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας). Στο έγγραφο του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας προς τον Πρόεδρο της Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 14 Ιουλίου 1992 ορίζονται οι ειδικότητες ‘σύμφωνα με τις ανάγκες της υπηρεσίας’. Θεωρώ, επομένως ως αντινομικό προς την ίδια την πράξη της προκήρυξης της θέσης και των κριτηρίων που οδήγησαν στον προσδιορισμό των ειδικοτήτων την απόφαση για προαγωγή υποψηφίων οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατό να καλύψουν οποιεσδήποτε ανάγκες της υπηρεσίας.”

Δεν έχω πεισθεί από την επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης συνήγορου της εφεσείουσας ότι μπορώ να αποστώ από τη θέση που έχω διατυπώσει στη Χ”Γεωργίου (πιο πάνω).

Ο όρος ‘καταλληλότερος υποψήφιος” που συναντούμε στο Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 είναι δημιούργημα του διοικητικού δικαίου. Πολύ πριν από τη θέσπιση του Νόμου 1/90 έχει νομολογιακά καθιερωθεί ως αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το πρωταρχικό μέλημα του διορίζοντος οργάνου κατά τη διενέργεια προαγωγών είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση (Βλ. Papazachariou v. Republic (1972) 3 C.L.R. 486, Partellides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 407, Michanicos and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237) και ότι σκοπός μιας προαγωγής είναι η τοποθέτηση του καταλληλότερου υποψηφίου στη συγκεκριμένη θέση (Βλ. Georghiades and Another v. Republic (1966) 3 C.L.R. 827).

Σύμφωνα με τη νομολογία, η έννοια του καταλληλότερου υποψηφίου είναι συνηφασμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δημόσιας υπηρεσίας και κατ’ επέκταση - θα έλεγα - του δημοσίου συμφέροντος (Βλ. Andreou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 379 στην οποία λέχθηκε ότι “δεν μπορεί να αποκλειστεί από την έννοια ‘του καταλληλότερου υποψηφίου’ η βασική προϋπόθεση ως προς το πως θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του συγκεκριμένου κλάδου της δημόσιας υπηρεσίας”*).

Έχω λοιπόν την άποψη πως κατά τη διαδικασία επιλογής του “καταλληλότερου υποψηφίου” πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του συγκεκριμένου κλάδου της δημόσιας υπηρεσίας. Το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Θεωρώ λοιπόν ότι τα συμφέροντα της υπηρεσίας αποτελούν ουσιώδη και σχετικό παράγοντα ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του ‘καταλληλότερου υποψηφίου’.

Στην κρινόμενη περίπτωση η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους άρχιζε από τις 15.11.91 και η ημερομηνία αφυπηρέτησής του ήταν η 1.3.92. Το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. που σχετίζεται με την άδεια ανάπαυσής του και την διάρκεια της απασχόλησής του μετά την προαγωγή του είναι πολύ διαφωτιστικό. Το παραθέτω:

“Ο Κωνσταντίνου πήρε πριν από την 1.3.92, που ήταν η ημερομηνία αφυπηρέτησής του, το ανώτατο όριο άδειας ανάπαυσης που εδικαιούτο, δηλαδή 70 μέρες. Οι 70 αυτές μέρες κατανεμήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους και όπως προκύπτει από τα σχοιχεία της επιστολής, ο Κωνσταντίνου εργάστηκε μετά τη 15.11.91 για 17 μέρες. Συγκεκριμένα, βρισκόταν με άδεια ανάπαυσης από τις 14.11.91 μέχρι τις 22.11.91 και από τις 9.12.91 μέχρι την 24.12.91. Η προαφυπηρετική του άδεια ήταν από 8.1.92 μέχρι 29.2.92.”

Πρόκειται για θέση πολύ ψηλή στην ιεραρχία-βρίσκεται στην κλίμακα Α14. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης [*655]απαιτούνται πανεπιστημιακά προσόντα και πολυετής πείρα. Τα καθήκοντα της θέσης περιλαμβάνουν, ανάμεσα σ’ άλλα, τον προγραμματισμό, συντονισμό και εποπτεία της εργασίας ενός ή περισσότερων τομέων του Τμήματος. Έχω την άποψη ότι κατά την περίοδο των 17 ημερών, η οποία βρισκόταν στο ενδιάμεσο δύο περιόδων άδειας ανάπαυσης, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να εκτελέσει τα υψηλά και υπεύθυνα καθήκοντα της επίδικης θέσης με τρόπο που να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου επιβάλλουν, όπως έχω προαναφέρει, να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου, δυνάμει του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90. Στην κρινόμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. έχει αγνοήσει τα συμφέροντα της δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, αποτελούν ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του “καταλληλότερου υποψηφίου”. Έχει, επομένως, αγνοήσει ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου, με συνέπεια να έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί με τρόπο αντίθετο προς το Νόμο, δηλαδή τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και πρέπει για το λόγο αυτό ν’ ακυρωθεί. (Βλ. Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Soteriou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 83, Makris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 508, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732 και Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519). H E.Δ.Υ. έχει επίσης ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς το δημόσιο συμφέρον και η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και γι’ αυτό το λόγο (Βλ. Efstathios Kyriacou & Sons Ltd and Others v. Republic (1970) 3 C.L.R. 136, 166).

Είναι κατανοητό ότι η προαγωγή αποτελεί επιβράβευση του υπαλλήλου και είναι φυσικό για τον κάθε υπάλληλο να προσβλέπει προς την επιβράβευση αυτή και να αναμένει την πραγμάτωσή της μέχρι και την τελευταία ημέρα της σταδιοδρομίας του. Από την άλλη όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δημόσιας υπηρεσίας αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Σε περίπτωση που το ατομικό συμφέρον συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον επικρατεί το τελευταίο (Βλ. Hadjikyriakou v. Republic (No. 1) (1968) 3 C.L.R. 1, Iordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696 και Xenophontos v. Republic (1979) 3 C.L.R. 546).

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο