Παπαλουκάς Λουκάς και Άλλοι ν. Eπιτροπής Σιτηρών Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656

(1998) 3 ΑΑΔ 656

[*656]16 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ,

2. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥ,

3. ΝΙΚΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

4. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

5. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΟΛΕΜΙΤΗΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 1908)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου — Υπαλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση του Προϊσταμένου — Όροι εγκυρότητας — Πλήρης ευθυγράμμιση της σύστασης προς το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων — Σύσταση βαρύνουσα και δεόντως λαμβανομένη υπόψη.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη δέουσας έρευνας επί προαγωγών — Δε στοιχειοθετήθηκε — Η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία των υποψηφίων.

Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Eπιτροπή Σιτηρών Kύπρου — Yπάλληλοι — Προαγωγές — Tο ζήτημα κατά πόσο απαιτείται προκήρυξη και προκειμένης πληρώσεως θέσεως προαγωγής — Eρμηνεία των Kαν. 10 και 12 της K.Δ.Π. 259/86 υπό το φως του όλου κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας της Eπιτροπής Σιτηρών Κύπρου — Yιοθέτηση των πορισμάτων της Άρτα Mεταξά v. Eπιτροπής Σιτηρών Kύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608 — H παράλειψη προκήρυξης της θέσης προαγωγής στην κριθείσα περίπτωση δεν συνιστούσε παρά ταύτα παράβαση ουσιώδους τύπου.

Διοικητική Πράξη — Tύπος — Παράβαση τύπου διατεταγμένου περί [*657]την διενέργεια διοικητικής πράξης — Κρίση περί του ουσιώδους ή μη του τύπου ανήκει στο δικαστή — Θεωρία και νομολογία — Παράλειψη προκήρυξης θέσης προαγωγής στην Eπιτροπή Σιτηρών Kύπρου κρίθηκε επουσιώδης τύπος στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Περιστάσεις μη στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση, παράλειψη προκήρυξης θέσης προαγωγές.

Oι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεση να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων σε Aνώτερους Aποθηκαρίους.

H Ολομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο πρώτος λόγος εφέσεως απορρίπτεται. Το Δικαστήριο δεν βλέπει για ποιο λόγο η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στην αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή με το σκεπτικό ότι αυτή ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων. Πράγματι ήταν.

2. Η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου. Απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί μη δέουσας έρευνας.

3. Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης, λόγος στον οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο συνήγορος των εφεσείοντων, είναι ότι εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι δεν απαιτείτο η προκήρυξη της θέσης Ανώτερου Αποθηκάριου στην Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου (Θέση Προαγωγής) με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των Κανονισμών 10 και 12 των Περί Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τους εν λόγω Κανονισμούς, η προκήρυξη της θέσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρωσή της, παρ’ όλον ότι, στην περίπτωση των θέσεων προαγωγής, δεν απαιτείται και δημοσίευση στον εγχώριο τύπο.

    Προς υποστήριξη της θέσης του ο συνήγορος των εφεσείοντων επικαλέστηκε την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Άρτα Μεταξά και Άλλοι v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608, απόφαση την οποία δεν ακολούθη[*658]σε ο πρωτόδικος Δικαστής, υιοθετώντας διαφορετική άποψη ως προς το ποια είναι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12.

    Το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12 είναι εκείνη που δόθηκε στην υπόθεση Άρτας Μεταξά.  Δεν θεωρείται ορθή η προσέγγιση ότι, προκειμένου περί θέσεων προαγωγής, όλοι οι προσοντούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής καθίστανται αυτοδικαίως (ipso facto) υποψήφιοι. Ο Κανονισμός 12(1) ομιλεί καθαρά για “αιτητές” και όχι για “υπαλλήλους” όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 10.  Και ένας υπάλληλος καθίσταται “αιτητής” μόνον εάν και εφ’ όσον υποβάλει αίτηση για την υπό πλήρωση συγκεκριμένη θέση. Για να υποβάλει όμως αίτηση είναι απαραίτητο να προηγηθεί “προκήρυξη” της θέσης. Η ερμηνεία αυτή συνάδει, όχι μόνο με το γράμμα των Κανονισμών 10 και 12, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα των Κανονισμών της Επιτροπής σύμφωνα με τους οποίους, προκειμένου πάντοτε περί θέσεων προαγωγής, και διαφορετικά απ΄ ότι ισχύει αλλού, όπως π.χ. στη Δημόσια Υπηρεσία, όλοι οι προσοντούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής δικαιούνται να είναι υποψήφιοι, έστω και αν δεν κατέχουν την αμέσως κατώτερη στη βαθμίδα θέση. Είναι λογικό να αναμένεται από ένα προσοντούχο υπάλληλο που υπηρετεί τρεις, παραδείγματος χάριν, βαθμίδες κάτω από την υπό πλήρωση θέση, εάν επιθυμεί να εξετασθεί και η δική του υποψηφιότητα, να υποβάλει προηγουμένως σχετική αίτηση.

4. Με δεδομένο ότι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12 είναι αυτή που περιγράφηκε, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η μη προκήρυξη των θέσεων, κατά παράβαση των εν λόγω Κανονισμών, συνεπάγεται την άνευ ετέρου ακυρότητα των προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών παρά το γεγονός ότι οι υποψηφιότητες όλων, τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών, λήφθηκαν υπ’ όψη και εξετάσθηκαν κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε των επίδικων προαγωγών. Κατά τη κρίση του Δικαστηρίου η ορθή απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.

    Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ’ όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους [*659]σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβασή του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

    Στην προκείμενη περίπτωση, η μη προκήρυξη των θέσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου αφού, παρά τη μη προκήρυξη, λήφθηκαν υπόψη και εξετάσθηκαν, όλες οι υποψηφιότητες, τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Μεταξά και Άλλοι v. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608,

Πρέζας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533,

Χατζηττοφή και Άλλη v. Δημοκρατίας (1992)  4 Α.Α.Δ. 1851.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 14 Φεβρουαρίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 110/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Ανώτερου Αποθηκαρίου.

Ι. Τυπογράφος, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Βελάρης, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Ιωαννίδη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση να προάξει τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Ανώ[*660]τερου Αποθηκάριου στην Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου (Θέση Προαγωγής), αντί αυτών.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι οι συστάσεις του Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερομένων μερών ήταν νόμιμες και ή ότι η αιτιολογία τους ήταν επαρκής. Κατά τους εφεσείοντες, οι εν λόγω συστάσεις ήσαν μηδαμινής ή αμελητέας σημασίας εφ’ όσον ήσαν στηριγμένες αποκλειστικά στα στοιχεία των Υπηρεσιακών Φακέλων και, επομένως, δεν μπορούσαν να έχουν τη βαρύτητα που, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να δίδεται στις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Πράγματι, στη σύσταση του Διευθυντή αναφέρεται, ορθά, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Μιχάλης Πίττας και Ανδρέας Γεωργίου έχουν καλύτερη βαθμολογία σε σύγκριση με τους άλλους υποψήφιους.  Επίσης, σε σχέση με τον τρίτο προαχθέντα Ανδρέα Ιωαννίδη, αφού επισημαίνεται ότι η βαθμολογία του δεν είναι στο επίπεδο των δύο πρώτων, αναφέρεται, και πάλιν ορθά, ότι αυτός υπερέχει των υπολοίπων υποψήφιων σε προσόντα, αφού είναι κάτοχος διπλώματος λογιστικής ανωτέρου επιπέδου, αλλά και σε αρχαιότητα. Δεν βλέπουμε για ποιο λόγο η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στην αιτιολογημένη αυτή σύσταση του Διευθυντή με το σκεπτικό ότι αυτή ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων.  Πράγματι ήταν.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα παρέλειψε να ασχοληθεί ειδικά με το σοβαρό θέμα της μη ύπαρξης της δέουσας έρευνας αναφορικά με τους αιτητές Πολύδωρο Φράγκου και Αναστάσιο Μιχαήλ οι οποίοι υπερτερούσαν σε αξία έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Ιωαννίδη, του αιτητή Πολύδωρου Φράγκου υπερτερούντος και σε αρχαιότητα.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να μπορεί να προχωρήσει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου.  Από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, σε συνάρτηση με τη σύσταση του Διευθυντή, προκύπτει ότι οι δύο αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν ουσιαστικά ίσης αξίας. Από πλευράς προσόντων, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε και των δύο. Από πλευράς αρχαιότητος, ο αιτητής Πολύδωρος Φράγκου υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους. Διορίστηκε στις 15/3/1982 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1/10/1983. [*661]Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής, η πλάστιγγα έκλινε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, έναντι μεν του αιτητή Αναστάσιου Μιχαήλ λόγω υπεροχής σε προσόντα και αρχαιότητα, έναντι δε του αιτητή Πολύδωρου Φράγκου λόγω υπεροχής σε προσόντα. Δεν εγείρεται θέμα μη δέουσας έρευνας.

Ο τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης, λόγος στον οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο συνήγορος των εφεσείοντων, είναι ότι εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι δεν απαιτείτο η προκήρυξη της θέσης Ανώτερου Αποθηκάριου στην Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου (Θέση Προαγωγής) με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες των Κανονισμών 10 και 12 των Περί Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, και τούτο, διότι όπως προκύπτει από τους εν λόγω Κανονισμούς, η προκήρυξη της θέσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρωσή της, παρ΄ όλον ότι, στην περίπτωση των θέσεων προαγωγής, δεν απαιτείται και δημοσίευση στον εγχώριο τύπο.

Προς υποστήριξη της θέσης του ο συνήγορος των εφεσείοντων επικαλέστηκε την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Άρτας Μεταξά και Άλλων ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2608, απόφαση την οποία δεν ακολούθησε ο πρωτόδικος Δικαστής υιοθετώντας διαφορετική άποψη ως προς το ποια είναι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12.

Ο Κανονισμός 10(1), (2) προβλέπει τα εξής:-

“10.-(1)  Κενή θέση Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής προκηρύσσεται με δημοσίευση στον εγχώριο τύπο σε δύο τουλάχιστον εφημερίδες και γνωστοποιείται μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής.

(2)  Κενή θέση προαγωγής πληρούται χωρίς δημοσίευση με την προαγωγή υπαλλήλων.”

Ο Κανονισμός 12(1), (2) έχει ως εξής:-

“12.-(1)  Για οποιαδήποτε κενή θέση η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις όλων των αιτητών οι οποίοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση και επιλέγει για διορισμό τον καλύτερο.

(2)  Πριν από την επιλογή εκείνου που θα διοριστεί η Επι[*662]τροπή μπορεί να υποβάλει τους αιτητές σε γραπτή ή/και προφορική εξέταση.”

Στην υπόθεση Άρτας Μεταξά ο Δικαστής Πικής (όπως ήταν τότε) είπε τα ακόλουθα:-

“Το νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία της Επιτροπής Σιτηρών οριοθετείται στον Περί Ελέγχου Σιτηρών Νόμο, Κεφ. 68 (και τροποποιήσεις) και εξειδικεύεται στους Περί Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 259/86).  Η προκήρυξη της θέσης συνιστά, όπως προκύπτει από τους Κ.10 και Κ.12 προϋπόθεση για την πλήρωση της θέσης παρόλο που στην περίπτωση θέσεων προαγωγής δεν απαιτείται δημοσίευση στον εγχώριο τύπο.  Ο Κ.12 περιορίζει την προαγωγή μεταξύ “όλων των αιτητών οι οποίοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα” (Κ.12 (1) ) και εξασφαλίζει την ευχέρεια της Επιτροπής “να υποβάλει τους αιτητές σε γραπτή ή και προφορική εξέταση” (Κ.12 (2) ).  Συνάγεται ευθέως ότι η προκήρυξη της θέσης και η υποβολή υποψηφιότητας από τους κατέχοντες τα προσόντα αποτελεί προϋπόθεση για την πλήρωση της θέσης.”

Στην παρούσα υπόθεση, όπως αναφέραμε, ο πρωτόδικος Δικαστής διαφοροποιήθηκε πάνω στο ζήτημα της ερμηνείας των ίδιων πιο πάνω Κανονισμών  δεχόμενος ότι, προκειμένου περί θέσεων προαγωγής, η προκήρυξή τους δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρωση τους.  Το σχετικό απόσπασμα της απόφασής του έχει ως εξής:-

“Κατά τη γνώμη μου ο Κανονισμός 12 δεν επηρεάζει καθόλου τις σαφείς και ειδικές ρυθμίσεις που κάμνει ο Κανονισμός 10 (2) για τις θέσεις προαγωγής. Δεν χρειάζεται γνωστοποίηση των θέσεων αυτών, γιατί απλά ο ίδιος ο Κανονισμός καθιστά όλους τους υαπλλήλους της Επιτροπής αυτοδικαίως υποψήφιους για τις θέσεις προαγωγής. Στην απίθανη δε, και απομακρυσμένη περίπτωση, που ένας υπάλληλος δεν ενδιαφέρεται για προαγωγή, τότε απλούστατα όταν του προσφερθεί, δεν την αποδέχεται, όπως ρητά προβλέπεται στην παράγραφο 5 του Κανονισμού 13. Σ’ αυτή την περίπτωση επαναλαμβάνεται η διαδικασία προαγωγής. Ο Κανονισμός 12 (1) εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η θέση  είναι πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής, όχι όμως όταν είναι μόνον προαγωγής.”

[*663]Έχουμε την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12 είναι εκείνη που δόθηκε στην υπόθεση Άρτας Μεταξά.  Δεν θεωρούμε ορθή την προσέγγιση ότι, προκειμένου περί θέσεων προαγωγής, όλοι οι προσοντούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής καθίστανται αυτοδικαίως (ipso facto) υποψήφιοι. Ο Κανονισμός 12(1) ομιλεί καθαρά για “αιτητές” και όχι για “υπαλλήλους” όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 10.  Και ένας υπάλληλος καθίσταται “αιτητής” μόνον εάν και εφ’ όσον υποβάλει αίτηση για την υπό πλήρωση συγκεκριμένη θέση.  Για να υποβάλει όμως αίτηση είναι απαραίτητο να προηγηθεί “προκήρυξη” της θέσης. Η ερμηνεία αυτή συνάδει, πιστεύουμε, όχι μόνο με το γράμμα των Κανονισμών 10 και 12, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα των Κανονισμών της Επιτροπής σύμφωνα με τους οποίους, προκειμένου πάντοτε περί θέσεων προαγωγής, και διαφορετικά απ΄ ότι ισχύει αλλού, όπως π.χ. στη Δημόσια Υπηρεσία, όλοι οι προσοντούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής δικαιούνται να είναι υποψήφιοι έστω και αν δεν κατέχουν την αμέσως κατώτερη στη βαθμίδα θέση. Είναι λογικό να αναμένεται από ένα προσοντούχο υπάλληλο που υπηρετεί τρεις, παραδείγματος χάριν, βαθμίδες κάτω από την υπό πλήρωση θέση, εάν επιθυμεί να εξετασθεί και η δική του υποψηφιότητα, να υποβάλει προηγουμένως σχετική αίτηση.

Με δεδομένο ότι η ορθή ερμηνεία των Κανονισμών 10 και 12 είναι αυτή που μόλις περιγράψαμε, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η μη προκήρυξη των θέσεων, κατά παράβαση των εν λόγω Κανονισμών, συνεπάγεται την άνευ ετέρου ακυρότητα των προαγωγών των ενδιαφερομένων μερών παρά το γεγονός ότι οι υποψηφιότητες όλων, τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών, λήφθηκαν υπ’ όψη και εξετάσθηκαν κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε των επίδικων προαγωγών.

Κατά τη κρίση μας η ορθή απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.

Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ’ όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση  συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβασή του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για [*664]τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

Όπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του “Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων” (1970), στη σελίδα 82:-

“Εφ’ όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον, διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ’ αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος.”

Πάνω στη ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, 3η Έκδοση (1971), στη σελίδα 228, αναφέρει τα ακόλουθα:-

“Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιωδών ελλείψεων.”

Την ίδια γραμμή ακολουθεί και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, Β΄έκδοση (1994), στις παραγράφους 585 και 586.  Αναφέρει σχετικά:-

“2.  Ενώ η παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του νόμου αποτελεί ανεξαιρέτως λόγο ακυρώσεως, την έννομη αυτή συνέπεια έχει μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου. η παράβαση απλώς ε π ο υ σ ι ώ δ ο υ ς  τύπου δεν αρκεί για να καταστήσει βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

3.    Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια.”

Στην υπόθεση Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 [*665]Α.Α.Δ. 2533, ο Δικαστής Νικήτας είπε τα εξής πάνω στο ίδιο ζήτημα:-

“Η διάκριση των τύπων σε ουσιώδεις και μη επαφίεται σε τελευταία ανάλυση στην κρίση του δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης.  Κυριακόπουλος “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον” 4η έκδοση τόμος Β, σελ. 380, Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443. Τα βασικά κριτήρια που συντελούν στο σχηματισμό της γνώμης του δικαστή είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του, από την άλλη.”

Σ’ αυτή την περίπτωση παραβιάστηκε μεν η διαδικαστική προϋπόθεση του άρθρ. 26(1), αλλά αυτό δεν στέρησε τον αιτητή του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση και στη συνέχεια να θεωρηθεί προσοντούχος.”

Τις ίδιες αρχές επανέλαβε ο ίδιος Δικαστής και σε μεταγενέστερη απόφασή του, στις υποθέσεις Ζησίμου Χ”Τοφή και Άλλης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851. Είπε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:-

“Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που επικρότησε η νομολογία μας από το ξεκίνημα της, η παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης συνεπάγεται την ακυρότητά της. Το ερώτημα κατά πόσον παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη: Ανδρέας Γεωργίου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443, Αλίκης Λιμνάτη & Άλλες ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057.”

Στην προκείμενη περίπτωση, η μη προκήρυξη των θέσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου αφού, παρά τη μη προκήρυξη, λήφθηκαν υπόψη και εξετάσθηκαν, όπως αναφέραμε, όλες οι υποψηφιότητες, τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων μερών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο