Δημοκρατία ν. Nορβάν Xανιάν (1998) 3 ΑΑΔ 690

(1998) 3 ΑΑΔ 690

[*690]18 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ

ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ/΄Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ/΄Η ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΝΟΡΒΑΝ ΧΑΝΙΑΝ, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ

ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΦΛΩΡΑΣ ΧΑΝΙΑΝ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1990)

 

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης — Iσχύει και αναγνωρίζεται ομοίως επί πειθαρχικής, όπως και επί ποινικής διώξεως.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Διαφορές εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου — Kριτήρια κατάταξης — H περίπτωση της αποβολής μαθητή από ιδιωτικό σχολείο — Δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο στο μέτρο που δεν επεηρεάζει την υπόσταση του μαθητή — Στην προκειμένη υπόθεση ενέπιπτε εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου.

Διοικητική Πράξη — Πράξη υποκείμενη σε έγκριση — Eνσωμάτωση της εγκρινόμενης στην εγκριτική πράξη και συμπροσβολή τους επί ακυρώσει — Παραδεκτή η προσφυγή που προσβάλλει την εγκριτική πράξη του Υπουργού και την απόφαση που έτυχε έγκρισης από αυτόν.

Mε την έφεση η Δημοκρατία αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής κατά της πράξης του Yπουργού Παιδείας που ενέκρινε την αποβολή του εφεσιβλήτου μαθητή. Πρωτοδίκως η προσφυγή είχε κριθεί παραδεκτή και η αποβολή ακυρωτέα.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*691]1.        Oι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης τυγχάνουν εφαρμογής στη διαπίστωση, εκτός της ποινικής και της πειθαρχικής ευθύνης του διωκομένου. Tο δικαίωμα της υπεράσπισης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξης και λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο. Aναγνωρίζονται στον πειθαρχικό διωκόμενο όμοια δικαιώματα με εκείνα που εξασφαλίζονται στον κατηγορούμενο στην ποινική δίκη από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος.

2. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η άσκηση σχολικής πειθαρχίας, στο πλαίσιο της λειτουργίας του σχολείου, δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Όμως, αποφάσεις επαγόμενες τη διάρρηξη της σχέσης μαθητή - σχολείου, όπως υποδεικνύεται στη Vrahimis v. Republic υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο, εφόσο επηρεάζουν την υπόσταση του μαθητή. Πράξεις αυτής της κατηγορίας ανάγονται στη βασική σχέση μαθητή - σχολείου και είναι παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων. Συνεπώς, υπόκεινται σε αναθεώρηση, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

3. Η διαχωριστική γραμμή, μεταξύ του πεδίου του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, σύρεται με γνώμονα το ενδιαφέρον του δημοσίου στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας. Το συμφέρον του δημοσίου ή μέρους του είναι, εκ των πραγμάτων, ζωηρό, ανάλογα με το αν προάγεται με την απόφαση δημόσιος σκοπός. Η λειτουργία των σχολείων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών, έχει κοινό στόχο - την προαγωγή της παιδείας - σκοπός ύψιστης σημασίας για το δημόσιο. Η αποβολή μαθητή από το σχολείο αφορά σκοπό συνυφασμένο με την εύρυθυμη λειτουργία των σχολείων, σκοπός άμεσου ενδιαφέροντος για το δημόσιο. Η υπαγωγή της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων σε κανόνες, που επιδιώκεται με τη νομοθεσία περί Ιδιωτικών Σχολών, (Ν. 5/71), κατοπτρίζει το κοινό ενδιαφέρον για την προαγωγή της παιδείας, μέσω της λειτουργίας των σχολείων. Η παροχή εξουσίας στον Υπουργό, για την έγκριση της πειθαρχικής ποινής της αποβολής μαθητή, είναι χαρακτηριστική του ζωτικού συμφέροντος του κοινού, για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας αυτής.

    Αδιαμφισβήτητα, απόφαση ιδιωτικής σχολής για την αποβολή μαθητή, εφόσο καθίσταται εκτελεστή με την έγκριση του Υπουργού Παιδείας, υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Aνωτάτου Δικαστηρίου.

4. Βέβαιο είναι εν προκειμένω ότι η απόφαση για την αποβολή του εφεσίβλητου κατέστη εκτελεστή μετά την έγκριση του Υπουργού. Η προδικαστική ένσταση βασίστηκε στη θέση ότι, με την προσφυγή, προσβάλλεται η έγκριση του Υπουργού, πράξη η οποία στερείται, αφ’ εαυτής, εκτελεστότητας.

[*692]           Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματική πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή του Δικαστηρίου, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης. Πρόδηλο είναι ότι το Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση αποβολής του εφεσίβλητου από τη σχολή ως εκτελεστή και για το λόγο αυτό, θεώρησε την προσφυγή παραδεκτή. Δεν έκρινε την έγκριση ως αυτοτελή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεώρηση. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από το αντικείμενο της αναθεώρησης, που εντοπίζεται στην απόφαση για την αποβολή του μαθητή και την επακόλουθη ακύρωσή της, λόγω της μη τήρησης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αντίθετα με την εισήγηση των εφεσειόντων, το επίδικο θέμα της προσφυγής, όπως προσδιορίζεται από το αιτητικό, δεν περιορίζεται σ’ αυτή τούτη την έγκριση, αλλά εκτείνεται και στην απόφαση που εγκρίθηκε, απολήγουσα στην αποβολή του εφεσίβλητου. Αφού τύχει της δέουσας έγκρισης, η εκτελεστή απόφαση, η οποία προκύπτει, αποκτά ενιαίο χαρακτήρα και υπόκειται σε αναθεώρηση αυτοτελώς.

5. Στην προκείμενη περίπτωση, τέθηκε προς αναθεώρηση με την προσφυγή η εκτελεστή απόφαση για την αποβολή του εφεσίβλητου από το σχολείο στο οποίο φοιτούσε. Η απόφαση ενέπιπτε στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και μπορούσε να αποτελέσει, όπως και αποτέλεσε, το αντικείμενο προσφυγής. Με το αποτέλεσμα της αναθεώρησης δε διαπιστώνεται βάσιμος λόγος επέμβασης. Δεν τηρήθηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι ενσωματώνονται στο Σύνταγμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Haros v. Republic, 4 R.S.C.C. 39,

Morsis v. Republic, 4 R.S.C.C. 133,

Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467,

Petrou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 203,

Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187,

Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448,

Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, ημερ. 28/5/96,

[*693]Χατζηβασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά., Υπόθεση Αρ. 648/91, ημερ. 30/4/93,

Hadjivassiliou v. Cyprus Athletics Organization (1987) 3 C.L.R. 2142,

Συμβούλιο των Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. v. Ρωσσίδη (1996) 3 A.A.Δ. 39,

Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1428,

Πολυχρόνης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 48,

Antoniou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623,

Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342,

Aποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας 485/1945, 587/1945, 138/1954 (Β΄),

Μιλτιάδου v. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθεση Αρ. 247/94, ημερ. 9/12/94.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1994 (Προσφυγή Αρ. 36/93) με την οποία ακύρωσε την απόφαση των εφεσειόντων για αποβολή του εφεσίβλητου μαθητή από Ιδιωτική Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Melkonian, ιδιωτική σχολή Μέσης Εκπαίδευσης, αποφάσισε και η Διαχειριστική Επιτροπή της Σχολής επικύρωσε την αποβολή του εφεσίβλητου, μαθητή της σχολής, για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η απόφαση έτυχε της έγκρισης του Υπουργού Παιδείας, σύμφωνα με το Άρθρο 21(4) του περί Ιδιωτικών Σχολών Νόμου του 1971, (Ν. 5/71).

[*694]

Ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της έγκρισης και, γενικά, της αποβολής του.

Οι καθ’ ων η αίτηση είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

Ο βασικός λόγος, για τον οποίο ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης, ήταν η παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης.

Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης τυγχάνουν εφαρμογής στη διαπίστωση, εκτός της ποινικής, και της πειθαρχικής ευθύνης του διωκομένου. Το δικαίωμα της υπεράσπισης αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξης και λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο. Αναγνωρίζονται στον πειθαρχικά διωκόμενο όμοια δικαιώματα με εκείνα που εξασφαλίζονται στον κατηγορούμενο στην ποινική δίκη από το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος - (βλ., Haros v. Republic 4 R.S.C.C. 39. Morsis v. Republic 4 R.S.C.C. 133. Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467. Petrou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 203. Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187. Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 28/5/96).

Το Δικαστήριο απέρριψε ένσταση των καθ’ ων η αίτηση στο παραδεκτό της προσφυγής, θεμελιωμένη στη θέση ότι η πράξη η οποία προσβάλλεται δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης. Η έγκριση του Υπουργού δεν αποτελεί, είναι η θέση τους, αυτοτελή διοικητική πράξη, εκτελεστή αφ’ εαυτής, αλλά συμπληρωματική της πειθαρχικής απόφασης, την οποία τελείωσε, καθιστώντας την εκτελεστή.

Η ένσταση υποβλήθηκε υπό το φως της απόφασης στη Χ”Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά., Υπόθεση Αρ. 648/91, 30/4/93, στην οποία αποφασίστηκε ότι η έγκριση του Υπουργού δε συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, αλλά πράξη συμπληρωματική της εγκρινόμενης πειθαρχικής απόφασης, με την πρόσδοση σ’ αυτή εκτελεστού χαρακτήρα. Η πρώτη απόφαση, στην οποία διατυπώθηκε η αρχή αυτή, ο λόγος της οποίας αναπαράγεται στην προαναφερθείσα απόφαση, είναι άλλη πρωτόδικη απόφαση - η HjiVassiliou v. Cyprus Athletics Organ. (1987) 3 C.L.R. 2142. Ο συσχετισμός της εγκριτικής προς την ουσιαστική απόφαση και η νομική υπόσταση εκάτερης εξηγούνται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 2146)

“The confirmation of the Minister simply added the missing link to the genesis of the executory act to appoint the interested party to the post. The submission made on behalf of the applicant finds support in Greek jurisprudence* which establishes that approval by a body other than that trusted by statute with decision making, is a complementary act, providing the confirmation required by the Statute. Approval furnishes the external support required for the validation of the decision. I am wholly in agreement with the above understanding of the nature of the act of approval, a process entailing the bestowal retroactively of an executory character on the decision of those trusted with power to appoint, K.O.A.  Hence, the objections to the justiciability of the recourse cannot be sustained. We shall proceed to examine the merits of the complaints allegedly invalidating the appointment of the interested party.”

Στη υπόθεση Συμβούλιο των Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) κ.ά. ν. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39 διασαφηνίζεται ότι απόφαση διοικητικού οργάνου, υποκείμενη στην έγκριση άλλης αρχής, στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί, για οποιοδήποτε λόγο, να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης, κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση στη Χ”Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά., (ανωτέρω), υποστηρίζει την αντίθετη άποψη από εκείνη που προβλήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση (εφεσείοντες) και απέρριψε την προδικαστική ένσταση, καταλήγοντας ότι, μετά την έγκριση, η απόφαση κατέστη εκτελεστή και, επομένως, παραδεκτή ως αντικείμενο αναθεώρησης.

Με την έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Αμφισβητείται το παραδεκτό της προσφυγής για τον προαναφερθέντα λόγο - ότι η απόφαση δεν είναι εκτελεστή - και για δεύτερο λόγο - ότι επενεργεί στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Υποβλήθηκε, επίσης, ότι η άσκηση πειθαρχίας στο σχολείο δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, εισήγηση η οποία θα μας απασχολήσει αμέσως.

Στη Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1428, αποφασίσαμε και στην πρόσφατη απόφαση Πολυχρόνης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 48, επαναλάβαμε ότι η άσκηση σχολικής πειθαρχίας, στο [*696]πλαίσιο της λειτουργίας του σχολείου, δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Όπως υποδεικνύεται στην τελευταία μας απόφαση:- (σελ. 51-52)

«Η λειτουργική σχέση μαθητή, σχολείου, και οι αποφάσεις του σχολείου που λαμβάνονται σ’ αυτό το πλαίσιο, περιλαμβανομένων και πειθαρχικών μέτρων, δεν υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η εφαρμογή των κανόνων πειθαρχίας, από τις σχολικές αρχές, δεν είναι προσδιοριστική της υπόστασης του μαθητή ή παράγωγος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.»

Όμως, αποφάσεις επαγόμενες τη διάρρηξη της σχέσης μαθητή - σχολείου, όπως υποδεικνύεται στη Vrahimis v. Republic, (ανωτέρω), υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο, εφόσο επηρεάζουν την υπόσταση του μαθητή. Πράξεις αυτής της κατηγορίας ανάγονται στη βασική σχέση μαθητή - σχολείου και είναι παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων. Συνεπώς, υπόκεινται σε αναθεώρηση, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η διαχωριστική γραμμή, μεταξύ του πεδίου του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, που είναι το επόμενο θέμα που θα μας απασχολήσει, σύρεται με γνώμονα το ενδιαφέρον του δημοσίου στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας. Το συμφέρον του δημοσίου ή μέρους του είναι, εκ των πραγμάτων, ζωηρό, ανάλογα με το αν προάγεται με την απόφαση δημόσιος σκοπός (βλ. Antoniou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342). Ανάλογα με το συμφέρον του δημοσίου στην προαγωγή του σκοπού για τον οποίο παρέχεται η εξουσία, από την άσκηση της οποίας εκπηγάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, οριοθετείται το πεδίο του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου.

Η λειτουργία των σχολείων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών, έχει κοινό στόχο - την προαγωγή της παιδείας - σκοπός ύψιστης σημασίας για το δημόσιο. Η αποβολή μαθητή από το σχολείο αφορά σκοπό συνυφασμένο με την εύρυθυμη λειτουργία των σχολείων, σκοπός άμεσου ενδιαφέροντος για το δημόσιο. Η υπαγωγή της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων σε κανόνες, που επιδιώκεται με τη νομοθεσία περί Ιδιωτικών Σχολών, (Ν. 5/71), κατοπτρίζει το κοινό ενδιαφέρον για την προαγωγή της παιδείας, μέσω της λειτουργίας των σχολείων. Η παροχή εξουσίας στον Υπουργό, για την έγκριση της πειθαρχικής ποινής της αποβολής μαθητή, είναι χαρακτηριστική του ζωτικού συμφέροντος του κοινού για τη σύν[*697]νομη άσκηση της εξουσίας αυτής.

Αδιαμφισβήτητα, απόφαση ιδιωτικής σχολής για την αποβολή μαθητή, εφόσο καθίσταται εκτελεστή με την έγκριση του Υπουργού Παιδείας, υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Aνωτάτου Δικαστηρίου.

Στη Χ” Βασιλείου ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού κ.ά., (ανωτέρω), διευκρινίζεται, υπό το φως της νομολογίας, ότι:- (σελ. 5)

«... όπου η άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας αποδίδεται στο Α όργανο αλλά τελεί υπό την έγκριση του Β οργάνου, η έγκριση (1) επενεργεί αναδρομικά, και (2) τελειώνει την ληφθείσα απόφαση και την καθιστά εκτελεστή. δεν μεταθέτει όμως, όπως έχουμε εξηγήσει, την αποφασιστική αρμοδιότητα στο Β όργανο. (Βλ. Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Κτηνοτροφική Εταιρεία Τίμιος Σταυρός Λυμπιών Λτδ. κ.ά. ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 852, ...»

Η θέση αυτή υιοθετείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εφαρμογή της, στην προκείμενη περίπτωση, διαπιστώνεται, κατατείνει υπέρ της απόρριψης της ένστασης στο παραδεκτό της προσφυγής. Η απόφαση του Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

«Κατά τη γνώμη μου η πιο πάνω απόφαση υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου αρμοδιότητα δίδεται στο Α όργανο αλλά τελεί υπό την έγκριση του Β οργάνου, η έγκριση επενεργεί αναδρομικά και τελειώνει την ληφθείσα απόφαση και την καθιστά εκτελεστή. Τούτο επισημαίνεται και στο νομικό ισχυρισμό υπ’ αρ. 2 στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση (σελ. 2), κατ’ αντίφαση προς την προδικαστική τους ένσταση.

Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση αποβολής τελειώθηκε με την έγκριση του Υπουργού και κατέστη εκτελεστή, και είναι εναντίον αυτής της απόφασης έγκρισης που προσφεύγει ο αιτητής. Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.»

Βέβαιο είναι ότι η απόφαση για την αποβολή του εφεσίβλητου κατέστη εκτελεστή μετά την έγκριση του Υπουργού.

Η προδικαστική ένσταση βασίστηκε στη θέση ότι, με την προ[*698]σφυγή, προσβάλλεται η έγκριση του Υπουργού, πράξη η οποία στερείται, αφ’ εαυτής, εκτελεστότητας.

Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματική πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή μας, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης. Πρόδηλο είναι, από το απόσπασμα το οποίο έχουμε παραθέσει από την πρωτόδικη απόφαση, ότι το Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση αποβολής του εφεσίβλητου από τη σχολή ως εκτελεστή και, για το λόγο αυτό, θεώρησε την προσφυγή παραδεκτή. Δεν έκρινε την έγκριση ως αυτοτελή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεώρηση. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από το αντικείμενο της αναθεώρησης, που εντοπίζεται στην απόφαση για την αποβολή του μαθητή και την επακόλουθη ακύρωσή της, λόγω της μη τήρησης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Αντίθετα με την εισήγηση των εφεσειόντων, το επίδικο θέμα της προσφυγής, όπως προσδιορίζεται από το αιτητικό, δεν περιορίζεται σ’ αυτή τούτη την έγκριση, αλλά εκτείνεται και στην απόφαση που εγκρίθηκε, απολήγουσα στην αποβολή του εφεσίβλητου:-

«1.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση για επικύρωση και/ή έγκριση και/ή αποβολής του αιτητού από τo Ινστιτούτο Μελκονιάν γενομένη κατά/ή περί την 5/11/1992 και/ή εις οιανδήποτε άλλη ημερομηνία είναι άκυρος, παράνομος και άνευ αποτελέσματος.»

Αφού τύχει της δέουσας έγκρισης, η εκτελεστή απόφαση, η οποία προκύπτει, αποκτά ενιαίο χαρακτήρα και υπόκειται σε αναθεώρηση αυτοτελώς. Όπως αναφέρει ο Στασινόπουλος στο σύγγραμμά του - «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων», τα δύο σκέλη της απόφασης συμπροσβάλλονται. Η ισχύουσα νομική και δικονομική θέση κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, στη σελ. 124:-

«4. Πράξεις δεόμεναι της εγκρίσεως ετέρου οργάνου ίνα καταστώσιν εκτελεσταί, θεωρούνται ενσωματούμεναι προς την εγκρίνουσαν αυτάς πράξιν και άρα στερούμεναι καθ’ εαυτάς εκτελεστού χαρακτήρος. Συνεπώς, ανεπίδεκτοι καθ’ εαυτάς προσβολής διά της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν δύνανται να προσβληθώσι μεμονωμένως, αλλά μόνον μετά την έκδοσιν της εγκριτικής πράξεως, μεθ’ ης δύνανται να συμπροσβάλλωνται, ενσωματούμεναι προς αυτήν.»

[*699]

(Βλ., επίσης, αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας 485/1945, 587/1945, 138/1954 (Β΄).)

Όπως εξηγήσαμε στη Μιλτιάδου ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθεση Αρ. 247/94, 9/12/94:-(σελ. 3)

«Εφόσον προσφυγή θέτει προς διερεύνηση πράξη, απόφαση ή παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση μέσα στα χρονικά πλαίσια που θέτει το Άρθρο 146.3 και εγείρεται από πρόσωπο του οποίου θίγεται το προβλεπόμενο από το Άρθρο 146.2 συμφέρον, ενεργοποιείται η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τίθεται προς εξέταση η νομιμότητα του αντικειμένου της προσφυγής.»

Στην προκείμενη περίπτωση, τέθηκε προς αναθεώρηση με την προσφυγή η εκτελεστή απόφαση για την αποβολή του εφεσίβλητου από το σχολείο στο οποίο φοιτούσε. Η απόφαση ενέπιπτε στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και μπορούσε να αποτελέσει, όπως και αποτέλεσε, το αντικείμενο προσφυγής. Με το αποτέλεσμα της αναθεώρησης δε διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο επέμβασης. Δεν τηρήθηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι ενσωματώνονται στο Σύνταγμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο