Kωνσταντίνου Bάσος και Άλλοι ν. Δήμου Πάφου (1998) 3 ΑΑΔ 707

(1998) 3 ΑΑΔ 707

[*707]18 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΑΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2. WESTPARK LTD,

3. TERENCE SPIBY,

Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 85/91,

1. WESTPARK LTD,

2. TERENCE SPIBY,

Αιτητές στις Υπόθεσεις Αρ. 182/91, 184/91,

185/91, 186/91, 187/91, 188/91, 199/91, 200/91,

v.

ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υποθέσεις Aρ. 85/91 182/91, 184/91, 185/91,

186/91, 187/91, 188/91, 199/91 και 200/91).

 

Οδοί και Οικοδομές — Αίτηση για Άδεια Οικοδομής — Προϋποθέσεις εξέτασης της αιτήσεως — Kανονισμός 5(1)(α) των περί Oδών και Oικοδομών Kανονισμών — Eρμηνεία — Γραμματική, τελολογική και συστηματική ερμηνεία — O Kανονισμός επιβάλλει υποχρεώσεις και διατυπώσεις η συμμόρφωση, προς τις οποίες, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση αίτησης για άδεια οικοδομής.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο αιτητή που προσβάλλει την σε βάρος του απόφαση ενώ δεν έχει εκπληρώσει ο ίδιος τις νόμιμες προϋποθέσεις για προώθηση του αιτήματός του — Παραλληλισμός της περίπτωσης της παράτυπης αίτησης για άδεια οικοδομής του αιτητή, με την προσβολή διορισμού από υποψήφιο μη κατέχοντα τα απαιτούμενα προσόντα.

[*708]Οι αιτητές επεδίωξαν με τις προσφυγές τους την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους για έκδοση άδειας οικοδομής. Oι αιτήσεις των αιτητών για χορήγηση αδειών οικοδομής είχαν απορριφθεί συνοπτικά επειδή κρίθηκαν από την αρμόδια αρχή ελλιπείς. Oι ελλείψεις αυτές των αιτήσεων απετέλεσαν και τη βάση της προβολής προδικαστικής ένστασης από τον καθ’ ου η αίτηση ως προς το παραδεκτό των προσφυγών σε σχέση με το έννομο συμφέρον των αιτητών.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις προσφυγές ως απαράδεκτες, αποφάσισε ότι:

1.  Προκύπτουν για εξέταση τα πιο κάτω ζητήματα:

(α)          Kατά πόσο οι απαιτήσεις του Kαν. 5(1) (α) ικανοποιούνται όταν η αίτηση για άδεια οικοδομής συνοδεύεται από πιστοποιητικό εγγραφής του τεμαχίου το οποίο περιλαμβάνει τα οικόπεδα επί των οποίων θα ανεγερθεί η οικοδομή ή κατά πόσο είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από πιστοποιητικό εγγραφής του συγκεκριμένου οικοπέδου.

(β)          Kατά πόσο η συμμόρφωση με τους πιο πάνω κανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση μιας αίτησης για άδεια οικοδομής.

     H θέση η οποία έχει προβληθεί από τους ευπαίδευτους συνήγορους των αιτητών δεν υποστηρίζεται από την γραμματική ερμηνεία του Kαν. 5(1)(α). Δεν υποστηρίζεται ούτε από την τελεολογική ερμηνεία των Kανονισμών. Ένας Nόμος πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολό του. Λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού και του σκοπού του Kαν. 5(1) (α) και (γ) σε συνάρτηση με εκείνο του Kαν. 6 με τη θέσπιση των πιο πάνω Kανονισμών, ο Nομοθέτης στόχευε στην υποχρεωτική παροχή τέτοιου υλικού και πληροφοριών για να καθίσταται δυνατή η ορθή εφαρμογή του Nόμου και των Kανονισμών. O Nόμος και οι Kανονισμοί παριέχουν, ανάμεσα σ’ άλλα, πρόνοιες σε σχέση με το συντελεστή δόμησης, το ποσοστό κάλυψης, το ύψος των προτεινόμενων οικοδομών και την απόσταση της κυρίως οικοδομής από τα “όρια του οικοπέδου επί του οποίου ίσταται”. Δεν είναι δυνατό για την αρμόδια αρχή να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με τις πιο πάνω απαιτήσεις των Kανονισμών εάν δεν έχει ενώπιόν της:

(α)          Πιστοποιητικό εγγραφής του συγκεκριμένου οικοπέδου το οποίο απαραιτήτως αναφέρει την έκτασή του, και

[*709](β)            Tο τοπογραφικό σχέδιο το οποίο δεικνύει τα όριά του.

    

     Kρίνεται, επομένως, ότι η συμμόρφωση με τους πιο πάνω Kανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, για την εξέταση μιας αίτησης για άδεια οικοδομής, από την αρμόδια αρχή.

     Aποτελεί κοινό έδαφος ότι η αίτηση για άδεια οικοδομής, στην κάθε μια από τις προσφυγές, δεν συνοδευόταν από πιστοποιητικό εγγραφής του οικοπέδου επί του οποίου θα αναγειρόταν η προτεινόμενη οικοδομή και τοπογραφικό σχέδιο το οποίο δεικνύει τα όρια του οικοπέδου. H σχετική παράλειψη αποτελεί παράβαση του Kαν. 5(1)(α) και (γ).

2.  Tο επόμενο ζήτημα για εξέταση είναι κατά πόσο η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση με τους πιο πάνω Kανονισμούς είναι ικανή να στερήσει τους αιτητές του εννόμου συμφέροντος που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την άσκηση προσφυγής.

     Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 και αναγνωρίζει η νομολογία. Tο Συμφέρον το οποίο απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Aνώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος.

     Στις κρινόμενες περιπτώσεις ο Nόμος θέτει ορισμένες προϋποθέσεις. Aυτές είναι εκείνες που προδιαγράφονται από τους Kαν. 5(1) (α) και (γ) και 6. Mόνο με την τήρησή τους μπορεί να προσλάβει νομικό έρεισμα το συμφέρον των αιτητών και να καταστεί έννομο εντός της έννοιας του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Eνόψει της μη τήρησης των προϋποθέσεων εκείνων από τους αιτητές το συμφέρον τους στερείται νομικού ερείσματος. Tο συμφέρον που επικαλούνται δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο αλλά αντίκειται στο δίκαιο. Δεν πηγάζει από το Nόμο και δεν μπορεί να τύχει έννομης προστασίας. Δεν είναι, επομένως, έννομο όπως ορίζεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος. Στην κρινόμενη περίπτωση ο Nόμος δεν παρέχει και δεν αναγνωρίζει στους αιτητές το δικαίωμα εξέτασης των αιτήσεών τους για άδεια οικοδομής χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτουν οι πιο πάνω Kανονισμοί.

[*710]         Oρθά ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση έχει εισηγηθεί πως η παρούσα περίπτωση μπορεί να παραλληλισθεί με τις περιπτώσεις υποψηφίων που δεν κατέχουν τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση. Σύμφωνα με την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας το διορίζον όργανο νόμιμα μπορεί να αποκλείσει την υποψηφιότητα υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τα σχετικά προσόντα. Σε τέτοια περίπτωση η έλλειψη των προσόντων αποστερεί τον υποψήφιο του έννομου συμφέροντος να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διορισμού ή της προαγωγής. Oμοίως και στην παρούσα περίπτωση η μη τήρηση των προϋποθέσεων που προδιαγράφονται από τους Kανονισμούς καθιστά έγκυρη την μη εξέταση και απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας οικοδομής. Tαυτόχρονα οδηγεί και στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος εντός της έννοιας του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

Oι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Georgiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396,

Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147,

Δήμος Έγκωμης v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346,

K. and M. (Transport) Ltd κ.ά. v. Aναθεωρητικής Aρχής Aδειών (1995) 3 A.A.Δ. 225,

Γεωργίου κ.ά. v. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλονται αποφάσεις του Δήμου Πάφου αναφορικά με απόρριψη αιτήσεως για έκδοση αδειών ανέγερσης οικοδομών σε υπό διαχωρισμό οικόπεδα. Οι υποθέσεις εκδικάστηκαν απευθείας από την Ολομέλεια.

Ν. Παπαευσταθίου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 85/91.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 182/91, 184/91, 185/91, 186/91, 187/91, 188/91, 199/91 και 200/91.

[*711]Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί μετά από διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 30.10.91. Προσβάλλουν αποφάσεις του Δήμου Πάφου με τις οποίες απορρίφθηκαν, για τους ίδιους λόγους, αιτήσεις για την έκδοση αδειών ανέγερσης οικοδομών σε υπό διαχωρισμό οικόπεδα. Οι οικοδομές, αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών, επρόκειτο ν’ ανεγερθούν σε υπό διαχωρισμό οικόπεδα τα οποία αποτελούσαν μέρος των τεμαχίων με αρ. 289, 290, 291 και 292.

Οι αιτήσεις για άδεια οικοδομής σ’ όλες τις πιο πάνω προσφυγές εξετάστηκαν σε πρώτο στάδιο από την Εκτελεστική Επιτροπή του Δήμου. Διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για ανέγερση οικοδομών σε υπό διαχωρισμό οικόπεδα και έπρεπε να απορριφθούν. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος των πρακτικών:

“Για το θέμα των αιτητών στα υπό διαχωρισμό οικόπεδα της Westpark Ltd κ.ά. αποφασίζεται όλες οι αιτήσεις να απορριφθούν επειδή διεφάνει ότι για όλες υπάρχει σοβαρό πρόβλημα δρόμου και, δεν θα εγκριθούν άλλες αιτήσεις προτού διαχωρισθούν τα οικόπεδα, εκτός των τριών αιτήσεων για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί άδεια οικοδομής. Η απόφαση αυτή να πάει στην Ολομέλεια του Δημοτικού Συμβουλίου για έγκριση.”

Το Δημοτικό Συμβούλιο εξέτασε το θέμα κατά τη συνεδρίαση του ημερ. 27.11.90. Αφού - όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό - “μελέτησε την απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής ημερ. 23.11.90, και αφού έλαβε υπόψη ότι το τεμάχιο στο οποίο πρόκειται ν’ αναγερθούν τα υποστατικά τελεί υπό διαχωρισμό και το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας, αποφάσισε να απορρίψει όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν”.

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτήτες με επιστολή του Δημοτικού Μηχανικού, ταυτόσημου περιεχομένου, ημερ. 5.12.90. Στην επιστολή αναφερόταν ότι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για άδεια οικοδομής επειδή,

(α)   Το τεμάχιο αρ.* ...... τελεί ακόμα υπό διαχωρισμό και δεν διαθέτει τις απαραίτητες υπηρεσίες (νερό, ρεύμα, τηλέφωνο).

(β)   Δεν είχαν υποβληθεί τίτλοι ιδιοκτησίας του οικοπέδου.

Με τις παρούσες προσφυγές επιδιώκεται η ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.

Η προδικαστική ένσταση.

Με τις ενστάσεις τους, σ’ όλες τις προσφυγές, οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εγείρει την πιο κάτω προδικαστική ένσταση:

“Οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται (στερούνται εννόμου συμφέροντος) στην προσβολή της επίδικης απόφασης, καθ’ ότι παρέλειψαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι σήμερα να υποβάλουν όλα τα προβλεπόμενα από τον νόμο έγγραφα για να μπορεί έτσι να εξεταστεί στην ουσία της η αίτησή τους για την έκδοση άδειας οικοδομής.”

Με τις γραπτές αγορεύσεις τους τα μέρη έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ των αντίστοιχων θέσεων τους που σχετίζονται τόσο με την ουσία της προσφυγής όσο και με την προδικαστική ένσταση. Στο στάδιο των τελικών - προφορικών - διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ανεφέρθει και πάλι στο πιο πάνω θέμα του εννόμου συμφέροντος.

Πρέπει να τονίσουμε ότι το θέμα της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ως εκ τούτου μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Το πραγματικό βάθρο το οποίο σχετίζεται με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση έχει ως εξής:

Οι προτεινόμενες οικοδομές θα αναγείρονταν σε ορισμένα από τα εκατοντάδες υπό διαχωρισμό οικόπεδα στην Πάφο, για τα οποία οι σχετικές άδειες διαχωρισμού σε οικόπεδα είχαν εγκριθεί και χορηγηθεί το 1987. Μαζί με τις αιτήσεις τους για την έκδοση αδειών οικοδομής οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει πιστοποιητικά εγγραφής των οικοπέδων (αλλά μόνον των χωραφιών), στα οποία θα ανεγείρονταν οι προτεινόμενες οικοδομές.  Δεν είχαν, επίσης, υποβάλει τα υψόμετρα των δρόμων για να μπορέσει ο Δήμος να εξετάσει τον συντελεστή δόμησης, το ποσοστό κάλυψης και το ύψος των προτεινόμενων οικοδομών. Ο λόγος για τον οποίο τα πιστοποιητικά εγγραφής των οικοπέδων δεν είχαν υποβληθεί, ήταν προφανώς επειδή ο διαχωρισμός των χωραφιών σε οικόπεδα δεν είχε συντελεστεί. Για τον ίδιο λόγο, δεν είχαν  εκδοθεί πιστοποιητικά έγκρισης του διαχωρισμού των χωραφιών σε οικόπεδα και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατό να εκδοθούν από το Κτηματολόγιο πιστοποιητικά εγγραφής των οικοπέδων στα οποία θα ανεγείρονταν οι οικοδομές.

Νομικό στήριγμα της προδικαστικής ένστασης ήταν τα άρθρα 3(1), (2) (α), 4(1) και 10(2) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και οι Καν. 5(1) (α) (γ) (ι) (ιι) (ιιι), 6 και 15Β(ι) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών (“οι Κανονισμοί”).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση έκαμε ειδική αναφορά στον Καν. 5(1) (α) και (γ)* των Κανονισμών ο οποίος προσδιορίζει τα έγγραφα τα οποία θα πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής.

Έκαμε, επίσης, αναφορά στον Καν. 6* ο οποίος ρυθμίζει την ποσοστιαία αναλογία μεταξύ εμβαδού του οικοπέδου και του όγκου της προτεινόμενης οικοδομής. Κάμνει, επίσης, ρυθμίσεις για την απόσταση της κυρίως οικοδομής από τα όρια του οικοπέδου.

Υποστήριξε ότι η λέξη “δέον” στον Καν. 5(1) των Κανονισμών “δεν αφήνει περιθώρια άλλης ερμηνείας παρά του ότι για να καταστεί δυνατή η εξέταση από την αρμόδια αρχή μιας αίτησης για άδεια οικοδομής πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα που περιγράφονται στον πιο πάνω Κανονισμό 5. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις - συνέχισε - “εφ’ όσον οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει στο Δήμο (α) ούτε τα Πιστοποιητικά Εγγραφής των απέραντης έκτασης χωραφιών τα οποία θα διαχωρίζονταν σε οικόπεδα και (β) ούτε το τοπογραφικό σχέδιο που περιγράφεται στο εδάφιο (γ) του Καν. 5(1), ο Δήμος είχε το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να απορρίψει τις αιτήσεις χωρίς να προβεί στην ουσιαστική εξέταση τους”.

[*715]Σε σχέση με τον Καν. 6 ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστήριξε ότι για να είναι σε θέση ο Δήμος να διαπιστώσει κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός αυτός θα πρέπει να έχει ενώπιόν του τα πιστοποιητικά εγγραφής των οικοπέδων. Στα πιστοποιητικά αναγράφεται, ανάμεσα σ’ άλλα, το εμβαδό των οικοπέδων. Έτσι καθίσταται δυνατό να εξεταστεί κατά πόσο ο συντελεστής δόμησης, το ποσοστό κάλυψης και το ύψος των προτεινόμενων οικοδομών, είναι σύμφωνα με τους ισχύοντες Νόμους και Κανονισμούς. Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε πως η παράλειψη των αιτητών να υποβάλουν “τα προβλεπόμενα από το Νόμο έγγραφα μαζί με τις αιτήσεις για την έκδοση αδειών οικοδομής (ή έστω να τα υποβάλουν αργότερα) είχε σαν αποτέλεσμα τη μη απόκτηση από τους αιτητές, σύμφωνα με το άρθρο 146.2 του Συντάγματος, εννόμου συμφέροντος το οποίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να νομιμοποιούνται οι αιτητές στην καταχώριση των προσφυγών”. Στην προκειμένη περίπτωση - κατέληξε - εφαρμόζεται, κατ’ αναλογία, η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναφέρεται στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος δημόσιου υπαλλήλου να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφου του, σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών αντέταξαν ότι δεν ευσταθούν οι πιο πάνω θέσεις των καθ’ ων η αίτηση. Με αφορμή το γεγονός ότι μαζί με την αίτηση τους υπέβαλαν και το σχετικό τίτλο ιδιοκτησίας των τεμαχίων 289, 290, 291 και 292 επί των οποίων θα ανεγείρονταν οι οικοδομές εισηγήθηκαν ότι συμμορφώθηκαν πλήρως με τις πρόνοιες του Καν. 5(1) (α). Ο Καν. 5(1) (α) - συνεχίζει η εισήγηση - είναι σαφής. Δεν θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση να προσκομισθεί το πιστοποιητικό εγγραφής του νέου οικοπέδου αλλά είναι αρκετό να παρουσιάζεται το πιστοποιητικό εγγραφής της γης το οποίο περιλαμβάνει το οικόπεδο επί του οποίου θα ανεγερθεί η οικοδομή. Με άλλα λόγια - κατέληξε - με την παρουσίαση των πιστοποιητικών εγγραφής των τεμαχίων 289, 290, 291 και 292, τα οποία περιλαμβάνουν τα οικόπεδα επί των οποίων οι αιτητές θα ανέγειραν τις οικοδομές  για τις οποίες υποβλήθηκαν οι σχετικές αιτήσεις για άδεια οικοδομής στο Δήμο Πάφου, οι προϋποθέσεις του Καν. 5(1) (α) ικανοποιήθηκαν πλήρως.

Προκύπτουν για εξέταση τα πιο κάτω ζητήματα:

(α)       Κατά πόσο οι απαιτήσεις του Καν. 5 (1) (α) ικανοποιούνται όταν η αίτηση για άδεια οικοδομής συνοδεύεται από πιστοποι[*716]ητικό εγγραφής του τεμαχίου το οποίο περιλαμβάνει τα οικόπεδα επί των οποίων θα ανεγερθεί η οικοδομή ή κατά πόσο είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από πιστοποιητικό εγγραφής του συγκεκριμένου οικοπέδου.

(β)       Κατά πόσο η συμμόρφωση με τους πιο πάνω κανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση μιας αίτησης για άδεια οικοδομής.

Η θέση η οποία έχει προβληθεί από τους ευπαίδευτους συνήγορους των αιτητών δεν υποστηρίζεται από την γραμματική ερμηνεία του Καν. 5(1) (α). Δεν υποστηρίζεται ούτε από την τελεολογική ερμηνεία των Κανονισμών. Ένας Νόμος πρέπει να ερμηνεύεται στο σύνολο του (Βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396). Λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού και του σκοπού του Καν. 5(1) (α) και (γ) σε συνάρτηση με εκείνο του Καν. 6 έχουμε την άποψη πως με τη θέσπιση των πιο πάνω Κανονισμών ο Νομοθέτης στόχευε στην υποχρεωτική παροχή τέτοιου υλικού και πληροφοριών για να καθίσταται δυνατή η ορθή εφαρμογή του Νόμου και των Κανονισμών. Ο Νόμος και οι Κανονισμοί περιέχουν, ανάμεσα σ’ άλλα,  πρόνοιες σε σχέση με το συντελεστή δόμησης, το ποσοστό κάλυψης, το ύψος των προτεινόμενων οικοδομών και την απόσταση της κυρίως οικοδομής από τα “όρια του οικοπέδου επί του οποίου ίσταται” (βλ. και παραγ. 6 των Κανονισμών). Δεν είναι δυνατό για την αρμόδια αρχή να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με τις πιο πάνω απαιτήσεις των Κανονισμών εάν δεν έχει ενώπιόν της:

(α)       Πιστοποιητικό εγγραφής του συγκεκριμένου οικοπέδου το οποίο απαραιτήτως αναφέρει την έκταση του, και

(β)       Το τοπογραφικό σχέδιο το οποίο δεικνύει τα όρια του.

Κρίνουμε, επομένως, ότι η συμμόρφωση με τους πιο πάνω Κανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση μιας αίτησης για άδεια οικοδομής από την αρμόδια αρχή.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η αίτηση για άδεια οικοδομής, στην κάθε μια από τις προσφυγές, δεν συνοδευόταν από πιστοποιητικό εγγραφής του οικοπέδου επί του οποίου θα ανεγειρόταν η προτεινόμενη οικοδομή και τοπογραφικό σχέδιο το οποίο δεικνύει τα όρια του οικοπέδου. Η σχετική παράλειψη αποτελεί παράβαση του Καν. 5(1) (α) και (γ).

Το επόμενο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο [*717]η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση με τους πιο πάνω Κανονισμούς είναι ικανή να στερήσει τους αιτητές του εννόμου συμφέροντος που  απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την άσκηση προσφυγής.

Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2  και αναγνωρίζει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 346). Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (Βλ. K. and M. (Transport) Ltd κ.ά. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 (απόφαση Πική, Π.) και Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).

Όπως παρατηρεί ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος στο “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, 5η έκδοση, 1991, σελ. 433:

“Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ’ αυτόν.”

Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο”, 2α έκδοση, 1994, θέτει το θέμα ως εξής στις παραγ. 537 και 538:

“537. Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας. το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μια απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων, ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. Έννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος.

538. Άξιο προστασίας είναι, επίσης, το συμφέρον προς τήρηση των άκρων ορίων κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, όταν προσβάλλεται από αυτούς που ανήκουν σε ορισμένο κύκλο προσώπων, επί των οποίων ασκεί μειονεκτι[*718]κή ή πλεονεκτική επίδραση μια ορισμένη επιλογή της διοικήσεως. Πρόκειται για τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό ή μια δημοπρασία, είναι υποψήφιοι για μια θέση ή είναι εμπορικά ανταγωνιζόμενοι κ.ο.κ., υπό την προϋπόθεση πάντως ότι πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις (προσόντα κλπ) για την συμμετοχή τους στον διαγωνισμό, την δημοπρασία κοκ .... Έννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας.”

Η ιδία προσέγγιση υιοθετείται και στο “Διοικητικόν Δίκαιον - Διοικητική Δικαιοσύνη” ,Τόμος Γ, του Μιχαήλ Α. Δενδία, σελ. 276. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα το επικαλούμενο συμφέρον πρέπει να είναι έννομο “ήτοι πρέπει να αναγνωρίζεται τούτο υπό του Νόμου”. Εφ’ όσο το συμφέρον δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο “ως νομίμως υπάρχον” δεν θεωρείται έννομον (Βλ. και “Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών” του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, σελ. 198).

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, το συμφέρον που απαιτείται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Με άλλα λόγια πρέπει να πηγάζει από το Νόμο. Στις κρινόμενες περιπτώσεις ο Νόμος θέτει ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές είναι εκείνες που προδιαγράφονται από τους Καν. 5(1) (α) και (γ) και 6. Μόνο με την τήρηση τους μπορεί να προσλάβει νομικό έρεισμα το συμφέρον των αιτητών και να καταστεί έννομο εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Ενόψει της μη τήρησης των προϋποθέσεων εκείνων από τους αιτητές το συμφέρον τους στερείται νομικού ερείσματος. Το συμφέρον που επικαλούνται δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιο αλλά αντίκειται στο δίκαιο. Δεν πηγάζει από το Νόμο και δεν μπορεί να τύχει έννομης προστασίας. Δεν είναι, επομένως, έννομο όπως ορίζεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος.

Όπως εύστοχα επισημαίνεται από το Δαγτόγλου, πιο πάνω, “έννομο συμφέρον είναι πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος”. Στην κρινόμενη περίπτωση ο Νόμος δεν παρέχει και δεν αναγνωρίζει στους αιτητές το δικαίωμα εξέτασης των αιτήσεων τους για άδεια οικοδομής χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτουν οι πιο πάνω Κανονισμοί.

Ορθά ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση έχει εισηγηθεί πως η παρούσα περίπτωση μπορεί να παραλληλισθεί με τις περιπτώσεις υποψηφίων που δεν κατέχουν τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή σε μια θέση. Σύμφωνα με την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας το διορίζον όργανο νόμιμα μπορεί να αποκλείσει την υποψη[*719]φιότητα υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τα σχετικά προσόντα. Σε τέτοια περίπτωση η έλλειψη των προσόντων αποστερεί τον υποψήφιο του έννομου συμφέροντος να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του διορισμού ή της προαγωγής. Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση η μη τήρηση των προϋποθέσεων που προδιαγράφονται από τους Κανονισμούς καθιστά έγκυρη την μη εξέταση και απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας οικοδομής. Ταυτόχρονα οδηγεί και στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται στην ολότητά τους.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο