Γρηγορίου Aναστάσιος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 728

(1998) 3 ΑΑΔ 728

[*728]25 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2134)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Δικόγραφα — Λόγοι ακυρώσεως — Kαθορισμός τους με το δικόγραφο της Aιτήσεως — Kατά πόσο λόγος αφορών τη λήψη υπόψη της προσωπικής γνώσης μελών διορίζοντος οργάνου, κατά τη διενέργεια προαγωγών, καλύπτεται από την αναγραφή της κατάχρησης εξουσίας ως λόγου, στο δικόγραφο.

Aναθεωρητική Έφεση — Aντικείμενο της διαδικασίας — Νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης παραμένει αντικείμενο της κατ’ έφεσιν διαδικασίας όπως ήταν και της προσφυγής.

Oργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Aρχή Hλεκτρισμού Kύπρου — Προαγωγές — Xρησιμοποίηση της προσωπικής γνώσης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς υποψηφίους και διαπίστωση καταφανούς υπεροχής του επιλεγέντος — Όροι νομιμότητας — Δεν τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Πλημμελής αιτιολογία στην κριθείσα  περίπτωση προαγωγής υπαλλήλου της AHK ο οποίος θεωρήθηκε καταφανώς υπερέχων λαμβανομένης υπόψη και της γνώσης των μελών του διορίζοντος οργάνου χωρίς αυτή να αποκαλύπτεται στα πρακτικά.

O εφεσείων επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου στην θέση Περιφερειακού Mηχανικού (Eμπορία), η οποία είχε πρωτοδίκως επικυρωθεί.

H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφε[*729]ση, αποφάσισε ότι:

1. Στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνεται και η κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Aυτός ο λόγος ακύρωσης είναι τόσο ευρύς ώστε να περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα της λήψης υπόψη των προσωπικών γνώσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. H μη εξέταση του σχετικού λόγου ακύρωσης από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέτασή του στην έφεση. Aντικείμενο της διαδικασίας στην αναθεωρητική έφεση εξακολουθεί, όπως και στην προσφυγή, να είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

2. Eίναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι “οι προσωπικές γνώσεις” των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Aρχής είχαν ληφθεί υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως. Aποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου επιτρέπεται στα μέλη του διορίζοντος οργάνου να κάμνουν χρήση των προσωπικών τους γνώσεως ή πληροφοριών για τους υποψηφίους. Ωστόσο οσάκις υιοθετείται τέτοια πορεία η αιτιολογία της σχετικής απόφασης πρέπει να είναι τέτοια που να καθιστά εφικτό επί του προκειμένου τον δικαστικό έλεγχο. Aυτό που πρέπει να περιλαμβάνει η αιτιολογία στην κάθε περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ωστόσο η απόκτηση προσωπικής γνώσης προϋποθέτει την ύπαρξη ευκαιρίας για παρακολούθηση του έργου και της εν γένει υπηρεσιακής συμπεριφοράς ενός υπαλλήλου. Oι ευκαιρίες αυτές δυνατόν να μην είναι ισάριθμες για όλους τους υπαλλήλους. Έχουμε, λοιπόν, την άποψη πως σαν θέμα ίσου μέτρου κρίσης επιβάλλεται η καταγραφή στα πρακτικά των ευκαιριών που είχαν, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της A.H.K., για να λάβουν γνώση της αξίας των υποψηφίων. Eπιβάλλεται, επίσης, η καταγραφή των στοιχείων η των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία έχει συναχθεί η προσωπική γνώση. Πρέπει επίσης να καταγράφεται κατά πόσο έχει γίνει αντιπαραβολή της γνώσης τους με τα στοιχεία του φακέλου. H απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ανεπαρκή και τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο.

3. Όπως έχει τεθεί στην P.I.K. v. Kωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, η υπεροχή για να είναι έκδηλη πρέπει να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση. Eξέταση των στοιχείων που είχε ενώπιόν του το Συμβούλιο της A.H.K. αποκαλύπτει ότι ο εφεσείων υπερτερούσε οριστικά στο στοιχείο της αξίας. Eίχαν και οι δύο τα προσόντα που προ[*730]βλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πρόσθετο προσόν το οποίο δεν αποτελούσε πλεονέκτημα και στο οποίο πρέπει να δίνεται οριστική σημασία. το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε του εφεσείοντα κατά δύο μήνες στην αρχαιότητα. H πείρα των δύο υποψηφίων τόσο εκτός όσο και εντός της A.H.K. βρισκόταν περίπου στο ίδιο επίπεδο.

    Έχουμε την άποψη ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν είναι ικανά για να θεμελιώσουν τη διαπίστωση για “καταφανή υπεροχή”. Aκολουθεί πως η σχετική διαπίστωση δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου αλλά, αντίθετα, κλονίζεται από αυτά. Για το λόγο αυτό η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι πλημμελής.

    Oι πιο πάνω διαπιστωθείσες ανεπάρκειες της αιτιολογίας καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή αντίθετη προς τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165,

Συμβούλιο της Επικρατείας, Υποθέσεις 1809/58, 248/49,

Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,

Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270,

Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 27 Ιουλίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 71/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Περιφερειακού Μηχανικού (Εμπορία) στο Περιφερειακό Γραφείο της Α.Η.Κ. Αμμοχώστου - Λάρνακας.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

[*731]Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στην Υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (“η Α.Η.Κ.”). Ήταν υποψήφιος για τη θέση του Περιφερειακού Μηχανικού (Εμπορία) στο Περιφερειακό Γραφείο Αμμοχώστου-Λάρνακας της Α.Η.Κ. (“η επίδικη θέση”). Το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. με απόφαση του, ημερ. 21.12.93 (“η προσβαλλόμενη απόφαση”) απεφάσισε την προαγωγή του Παναγιώτη Ολύμπιου στην επίδικη θέση.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακύρωσης που είχε προβάλει ο εφεσείοντας και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. μελέτησε και αξιολόγησε τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, τον προσωπικό φάκελό τους, την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα και επίδοση στην υπηρεσία, τις συστάσεις και απόψεις της Επιτροπής Επιλογής Επιστημονικού Προσωπικού και τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού. Περαιτέρω έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή ο οποίος πρότεινε για προαγωγή τον εφεσείοντα. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. κατέληξε ως εξής:

“Παρά την αντίθετη άποψη του Διευθυντή, αποφάσισε την προαγωγή του 8622 Ολύμπιου Παναγιώτη, στη θέση Περιφερειακού Μηχανικού (Εμπορία), Γραφείο Περιφέρειας Α-Λ, από 1.1.1994, λόγω του ότι ο Ολύμπιος Παναγιώτης είναι αρχαιότερος του Γρηγορίου Αναστάσιου  ενώ η διαφορά τους στη βαθμολογία είναι οριακή. Επίσης κατά την άποψη των Μελών ο Ολύμπιος Παναγιώτης διαθέτει περισσότερη πείρα που απέκτησε μετά την απόκτηση του διπλώματος του (BSc) σε θέματα Electrical Power  και ειδικώς για θέματα ‘εμπορίας’ που έχουν σημασία ιδιαίτερη για τη θέση αυτή, για 1 1/2 χρόνο εκτός Αρχής Ηλεκτρισμού (μέρος στην Ιταλία) όσο και εντός της Αρχής, [*732]και λόγω των πιο πάνω ο Ολύμπιος Παναγιώτης υπερτερεί καταφανώς για τη θέση αυτή σε ικανότητα και πείρα από τον Γρηγορίου Αναστάσιο.  Τα Μέλη εβασίστηκαν σε όλα τα στοιχεία των σχετικών φακέλων και τις προσωπικές τους γνώσεις.”

Ο ρόλος που είχαν διαδραματίσει “οι προσωπικές γνώσεις” των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αποτέλεσε ένα από τους λόγους της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά τρόπο παράνομο αφού έλαβαν υπόψη το “εξωγενές στοιχείο κρίσεως της προσωπικής γνώσης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου τα οποία διορίζονται από καιρού εις καιρόν και τα οποία δεν έχουν άμεση υπηρεσιακή σχέση με τους υπαλλήλους της Αρχής”.  Στο συγκεκριμένο πρακτικό, συνεχίζει η εισήγηση, “δεν αναφέρεται το είδος, ο τρόπος απόκτησης και η σχέση των προσωπικών γνώσεων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής με τους υποψηφίους και με την διαμόρφωση της κρίσης αναφορικά με την αξία των υποψηφίων”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξε ότι το θέμα που εγείρεται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης δεν είχε εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής. Είχε εγερθεί στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης του εφεσείοντα και δεν είχε αποφασιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνεται και η κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι τόσο ευρύς ώστε να περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα. Η μη εξέταση του σχετικού λόγου ακύρωσης από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέταση του στην έφεση. Αντικείμενο της διαδικασίας στην αναθεωρητική έφεση εξακολουθεί, όπως και στην προσφυγή, να είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι “οι προσωπικές γνώσεις” των μελών του Διοικητικου Συμβουλίου της Αρχής είχαν ληφθεί υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως. Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου επιτρέπεται στα μέλη του διορίζοντος οργάνου να κάμνουν χρήση των προσωπικών τους γνώσεων ή πληροφοριών για τους υποψηφίους. Ωστόσο οσάκις υιοθετείται τέτοια πορεία η αιτιολογία της σχετικής απόφασης πρέπει να είναι τέτοια που να καθιστά εφικτό επί του προκειμένου [*733]τον δικαστικό έλεγχο (Βλ. Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 181 - απόφαση Ολομέλειας). Αυτό που πρέπει να περιλαμβάνει η αιτιολογία στην κάθε περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ωστόσο η απόκτηση προσωπικής γνώσης προϋποθέτει την ύπαρξη ευκαιρίας για παρακολούθηση του έργου και της εν γένει υπηρεσιακής συμπεριφοράς ενός υπαλλήλου.  Οι ευκαιρίες αυτές δυνατόν να μη είναι ισάριθμες για όλους τους υπαλλήλους. Έχουμε, λοιπόν, την άποψη πως σαν θέμα ίσου μέτρου κρίσης επιβάλλεται η καταγραφή στα πρακτικά των ευκαιριών που είχαν, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ., για να λάβουν γνώση της αξίας των υποψηφίων. Επιβάλλεται, επίσης, η καταγραφή των στοιχείων ή των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία έχει συναχθεί η προσωπική γνώση. Πρέπει, επίσης, να καταγράφεται κατά πόσο έχει γίνει αντιπαραβολή της γνώσης τους με τα στοιχεία του φακέλου.

Η προσέγγιση της Ελληνικής Νομολογίας αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, όπως συνοψίζεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 355-356, έχει ως εξής:

“... Ούτω εγένοντο δεκτά τα κάτωθι στοιχεία κρίσεως:

5) Η προσωπική αντίληψις των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου: 923/55, 248/49, 960/47. Εφ’ όσον όμως το στοιχείον τούτο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ως ενισχυτικόν απλώς της επί τη βάσει των στοιχείων του ατομικού φακέλλου του κρινομένου μορφουμένης κρίσεως, αλλ’ ως αυτοτελές στοιχείον κρίσεως μη ανταποκρινόμενον εις στοιχεία του φακέλλου, δέον τούτο να εξειδικεύηται ήτοι δέον να μνημονεύωνται εν τη πράξει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εξ ων συνήχθη η προσωπική αντίληψις ή προκειμένου περί πληροφορίας τα πραγματικά περιστατικά τα συνιστώντα το περιεχόμενον αυτής: 1809/58, 447/50, 248/49, 421/43.”

Στα “Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου”, του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1957, σελ. 347, το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

“γ)  Αι προσωπικαί αντιλήψεις και πληροφορίαι των μελών, αίτινες λαμβάνωνται υπ’ όψιν μόνον αν διατυπωθώσι σαφώς και λεπτομερώς εν τω πρακτικώ κατά τρόπον διαφωτίζοντα τον δικαστήν επί του γεγονότος, το οποίον περιλαμβάνει η πληροφορία ή η γνώσις. Παράνομος, συνεπώς, θα ήτο η εν τω πρακτικώ μνεία ‘κατά τας πληροφορίας των μελών’ κλπ., άνευ αναγραφής του συγκεκριμένου περιεχομένου των πληροφοριών, ή [*734]και άνευ βεβαιώσεως ότι η πληροφορία είναι ασφαλής, ως απαιτεί ο νόμος.”

Η απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ανεπαρκή και τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (Απόφαση ΣτΕ 1809/58, 248/49).

Ένας άλλος λόγος έφεσης σχετίζεται με τη διαπίστωση του Συμβουλίου της Α.Η.Κ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος “υπερτερεί καταφανώς για τη θέση αυτή σε ικανότητα και πείρα” από τον εφεσείοντα. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι αυτή η διαπίστωση, η οποία αποτελεί μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Για να ευσταθήσει  ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη  υπεροχή πρέπει η υπεροχή να είναι αυταπόδεικτη και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που να αναδύεται από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλες λέξεις πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός  τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά (Βλ. Χ”Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 76, 78 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Όπως έχει τεθεί στην Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, η υπεροχή για να είναι έκδηλη πρέπει να προσλαμβάνει αντικειμενική υπόσταση. Εξέταση των στοιχείων που είχε ενώπιον του το Συμβούλιο της Α.Η.Κ. αποκαλύπτει ότι ο εφεσείων υπερτερούσε οριακά στο στοιχείο της αξίας. Είχαν και οι δύο τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε πρόσθετο προσόν το οποίο δεν αποτελούσε πλεονέκτημα και στο οποίο πρέπει να δίνεται οριακή σημασία. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε του εφεσείοντα κατά δύο μήνες στην αρχαιότητα. Η πείρα των δύο υποψηφίων τόσο εκτός όσο και εντός της Α.Η.Κ. βρισκόταν περίπου στο ίδιο επίπεδο.

Έχουμε την άποψη ότι τα πιο πάνω στοιχεία δεν είναι ικανά για να θεμελιώσουν τη διαπίστωση για “καταφανή υπεροχή”. Ακολουθεί πως η σχετική διαπίστωση δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου αλλά, αντίθετα, κλονίζεται από αυτά. Για το λόγο αυτό η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι πλημμελής (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 188: “Είναι πλημμελής αιτιολογία της πράξεως ήτις ου μόνον δεν στηρίζεται εις τα στοιχεία [*735]του φακέλου αλλ’ αντιθέτως κλονίζεται εξ αυτών”).

Οι πιο πάνω διαπιστωθείσες ανεπάρκειες της αιτιολογίας καθιστούν την προσβαλλόμενη απόφαση αντίθετη προς το νόμο, δηλαδή αντίθετη προς τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Kasapis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 270, και Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476). Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να επιτραπεί και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο