Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769

(1998) 3 ΑΑΔ 769

[*769]22 Οκτωβρίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΠΕΤΡΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1965)

 

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων — Νομολογιακή αποκρυστάλλωση της αρχής και ρητή πρόβλεψή της στο Άρθρο 60(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 — Έννοια της ιδιάζουσας σχέσης — Σχέση Γενικού Διευθυντή Υπουργείου με την ιδιαιτέρα γραμματέα του είναι ιδιάζουσα και δημιουργεί το κατά το δίκαιο τεκμήριο μεροληψίας όταν ο Διευθυντής διενεργεί συστάσεις στην προαγωγική διαδικασία, όπου ένας εκ των υποψηφίων είναι ο σύζυγος της ιδιαιτέρας γραμματέως του.

Λέξεις και Φράσεις — “Ιδιάζουσα σχέση” — Ερμηνεία του όρου στο Άρθρο 60(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990      (Ν. 1/90).

Δημοσίοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου του Τμήματος — Τεκμήριο μεροληπτικής σύστασης στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Εφόσον οι φάκελοι των υποψηφίων προς προαγωγή τίθενται ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τεκμαίρεται η απουσία πλάνης της Επιτροπής περί την αρχαιότητα — Υπαρξη λανθασμένου πίνακα αρχαιότητας που καταρτίστηκε μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης δεν επηρέασε το τεκμήριο νομιμότητας στην κριθείσα περίπτωση.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβά[*770]ζεται ως σύνολο.]

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Louca a.ο. v. Savva a.o. (1989) 3(A) C.L.R. 672,

Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, Υπόθεση 1187/1950, Τόμος 1950(α), σελ. 991,

Kallouris v. Republic (1964) C.L.R. 313,

Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 16 Ιουνίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 910/92) με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής).

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 25.9.92, να προάξει στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής), το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Παναγιώτη Γιάγκου.

Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και διέπεται από το Ν.1/90.

[*771]Υποβλήθηκαν συνολικά 70 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων του Εφεσίβλητου και του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ακολούθως οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία διενήργησε γραπτή και προφορική εξέταση. Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών και τα υπόλοιπα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, σύστησε για τελική επιλογή 4 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων ήταν ο Εφεσίβλητος και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Η ΕΔΥ αρχικά ασχολήθηκε με της Υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και ακολούθως δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή, τους 4 υποψηφίους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αξιολογώντας την απόδοση τους ο Γενικός Διευθυντής έκρινε τον Εφεσίβλητο πολύ καλό, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξαίρετο και ανάφερε στη συνέχεια τα ακόλουθα:-

“Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις και λαμβάνοντας υπόψη τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνω ανεπιφύλακτα για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Πολιτικής Μηχανικής), τον Γιάγκου Παναγιώτη”.

Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, η ΕΔΥ αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων και έκρινε τόσο τον Εφεσίβλητο όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος πολύ καλούς.  Ακολούθως ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος που είχε και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Ο σημαντικότερος λόγος ακυρότητας που υποβλήθηκε, είναι η έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας από μέρους του Γενικού Διευθυντή ο οποίος συμμετείχε τόσο στη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και στις συνεδρίες της ΕΔΥ, γιατί η ιδιαιτέρα γραμματέας του είναι σύζυγος του ενδιαφερόμενου προσώπου. Για τους ίδιους λόγους έγινε ακόμα ισχυρισμός πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε άκυρη τη Διοικητική Πράξη γιατί θεώρησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή μεροληπτική για τον προαναφερόμενο λόγο και σχολίασε στην απόφαση του ότι το γεγονός της ιδιαίτερης αυτής σχέσης δεν αποκαλύφθηκε ούτε στην ΕΔΥ ούτε στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

[*772]Σαν δεύτερο λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης που πρόβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα, όπως διατυπώθηκε στα πρακτικά της ΕΔΥ δεν ήταν ακριβής.

Η δικηγόρος των εφεσειόντων υπέβαλε ενώπιον μας, ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας από μέρους του Γενικού Διευθυντή είναι εσφαλμένο. Υποστήριξε την άποψη πως, το εύρημα αυτό είναι αντίθετο και δεν υποστηρίζεται από τη Νομολογία και το Νόμο επί του θέματος, αλλά ούτε και από το σχετικό γενικό κανόνα του Διοικητικού Δικαίου.  Το ότι η σύζυγος του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή, δεν  θεωρείται, είπε, ότι η σχέση αυτή είναι ιδιάζουσα για να συνιστά λόγο εξαίρεσης του Γενικού Διευθυντή από τη διαδικασία προαγωγής ή να επιβάλλει σ’ αυτόν την υποχρέωση αποκάλυψης της σχέσης αυτής στην ΕΔΥ.

Την ίδια γραμμή ακολούθησε και ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου προσώπου, ο δε δικηγόρος του Εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία, πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σ’ αυτή τη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της. (Βλ. Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Yiannoulla Louca and Another v. The Republic and Others (1989) 3 Α.Α.Δ. 672.

Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από τη Συμβούλιο της Επικράτειας της Ελλάδας στην υπόθεση 1187/ 1950 (Τόμος 1950(α) σελ. 991) και υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kallouris v. The Republic of Cyprus (1964) C.L.R. 313. Το Συμβούλιο της Επικράτειας διατύπωσε την αρχή αυτή ως ακολούθως:

“Τα όργανα, των οποίων απαιτείται κατά νόμον η σύμπραξις δια την παραγωγήν διοικητικής τινος πράξεως, δέον όπως παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως. Ο κανών ούτος δεν αποτελεί το περιεχόμενον ηθικού μόνον αιτήματος της Πολιτείας δικαίου, αλλά συνιστά και νομικήν επιταγήν, ής η παράβασις επάγει ακυρότητα, όταν δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέσις προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή συμφέρον εις [*773]την έκβασίν της, δημιουργούσι τεκμήρια επηρεασμού του οργάνου, κλονίζοντα την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως αυτού.”

Επίσης επί του ιδίου θέματος στα πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 111, αναφέροντα τα ακόλουθα:-

“Γ΄. Εξαίρεσις μελών.

Αι περί εξαιρέσεως δικαστών διατάξεις δεν εφαρμόζονται κατ’ αρχήν επί των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως: 6 (31), 795 (35), 36, 38, 1013 (39), 1547 (50), 60, 61 (55) κ.ά., εάν δεν υπάρχη εναντία διάταξις επί της συγκεκριμένης περιπτώσεως: 217, 223 (33), 609, 610 (1945) κ.ά., ούτω δε δεν γεννάται εκ παραβάσεως τούτων ακυρότης των πράξεων του συλλογικού οργάνου, εφ΄όσον δεν αποδεικνύεται ότι μεροληπτική ενέργεια του μέλους ήγαγε το συλλογικόν όργανον εις κατάχρησιν εξουσίας:  216 (29), 445 (43), 60 61 (55) κ.ά.  Εν τούτοις το Σ.τ.Ε. δέχεται την αρχήν, καθ΄ήν τα όργανα της Διοικήσεως δέον να παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως, οσάκις δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται δια δεσμών ή ιδιαζούσης σχέσεως προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινομένη υπόθεσης, ή έχουσι συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργείται τεκμήριον επηρεασμού τούτων, κλονίζον την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως των οργάνων. Η συμμετοχή, όθεν, μέλους παρ’ ώ υφίσταται ο κατά τα άνω δεσμός ή σχέσις ή συμφέρον, δημιουργεί κακήν σύνθεσιν του συλλογικού οργάνου επαγομένην ακυρότητα των πράξεων αυτού: 1187 (50), 1451 (54), 165 (55). 748 (56), 305, 1286, 1623 (57), 864 (60) κ.ά. Η νομολογιακή αύτη αρχή δεν ισχύει εις τας περιπτώσεις, καθ’ άς ο νόμος προβλέπει ειδικώς περί των κωλυμάτων των μελών του συλλογικού οργάνου, ότε εφαρμόζονται αι διατάξεις αύται του νόμου: 1286 (57).  Η συμμετοχή κατά τα άνω κωλυομένου μέλους επάγεται ακυρότητα και άν έτι η εκδοθείσα πράξις του συλλ. οργάνου δεν εξηρτήθη εκ της ψήφου του μέλους τούτου: 1187 (50) ως και άν έτι η δοθείσα υπό τούτου ψήφος δεν ήτο δυσμενής δια τον διοικούμενον, όστις προβάλλει τον λόγον εξαιρέσεως: 351 (56).

Προκειμένου συνεπώς να κριθή το κύρος της ούτω εκδοθείσης πράξεως δεν εξετάζεται εάν αύτη είναι πράγματι μεροληπτική:  305, 1286, 1623 (57). Ίνα συναχθή πάντως λόγος εξαιρέσεως του μέλους του συλλογικού οργάνου, δέον να υφίστανται συγκεκριμένα περιστατικά, αποδεικνύοντα την ύπαρξιν του δε[*774]σμού ή της σχέσεως, ή του συμφέροντος τούτου επί την έκβασιν της υποθέσεως: 2118 (58). Δεν αρκεί η απλή ύπαρξις αντιθέσεως γνωμών και ιδεών: 355 (43) ή συνήθων υπηρεσιακών προστριβών: 609, 610 ((45) προς συναγωγήν τεκμηρίου επηρεασμού του μέλους έναντι του διοικουμένου, αλλά δέον να υφίστανται έκδηλοι εχθρικαί σχέσεις: 590 (56).”

Η δημιουργία τεκμηρίου επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης όταν μέλη του συλλογικού οργάνου της Διοίκησης συνδέονται δια δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης με τα πρόσωπα που τους αφορά η κρινόμενη υπόθεση, γίνεται επομένως φανερή από την προαναφερθείσα νομολογία. Η ύπαρξη του τεκμηρίου αυτού υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία.

Πέραν τούτου, όμως, η νομολογιακή αυτή επιταγή, νομοθετήθηκε με το άρθρο 60 (2)(β) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990-96, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

“2.   Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει να-

(α)   ......................................................................................................

(β)   μη αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μη συμπράττει στην έκδοση πράξεων αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον.................”

Με τις πρόνοιες του άρθρου 60(2)(β) δεν περιορίστηκαν ούτε άλλαξαν οι προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές, αλλά περιοριστικά διατυπώθηκε στο Νόμο το τεκμήριο επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης στις περιπτώσεις εκείνες που το εδάφιο (β) αναφέρει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις για να κριθεί το κύρος της εκδοθείσας πράξης, δεν εξετάζεται αν είναι πράγματι μεροληπτική αφού τεκμαίρεται ότι είναι. Στις περιπτώσεις όμως που δεν δημιουργείται τέτοιο τεκμήριο, για να συναχθεί μεροληπτική κρίση, θα πρέπει το στοιχείο αυτό να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα. (Βλ. Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Φειδίας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922.)

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν καλούμεθα να αποφασίσουμε κατά πόσον συνάγεται έλλειψη αμεροληψίας, γιατί εξάλλου, κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε ενώπιόν μας προς τον σκοπό αυτό.  Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός [*775]της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητό της, επειδή σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Συνδέεται ο Γενικός Διευθυντής, ενόψει της επαγγελματικής σχέσης του με την ιδιαιτέρα του, διά δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης, όπως προνοεί ο Νόμος;

Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί “ιδιάζουσα σχέση” έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της.  Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται  υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.

Ένας άλλος λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι η ΕΔΥ δεν έλαβε γνώση της ορθής αρχαιότητας των δύο μερών, διότι, καθώς αναφέρθηκε, πήρε τα στοιχεία από πίνακα που εσφαλμένα τα απεικόνιζε και που ως εκ τούτου ευνοούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του εφεσίβλητου ήταν μόνο 3 μήνες και όχι  ένα χρόνο και 7½ μήνες, όπως φαίνεται στον πίνακα.

Το εύρημα αυτό προσβάλλεται από τους εφεσείοντες ως λανθασμένο, δεδομένου ότι η ΕΔΥ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης είχε ενώπιόν της τους φακέλους των υποψηφίων, ο δε πίνακας ετοιμάστηκε αργότερα όταν θα ετοιμάζετο η Έκθεση Γεγονότων για να σταλεί στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

Συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή των εφεσειόντων και το εύρημα αυτό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ανατρέπεται. Η ΕΔΥ είχε [*776]πράγματι ενώπιον της κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης τους προσωπικούς φακέλους των μερών και όχι του πίνακα που ετοιμάστηκε αργότερα. Επομένως τεκμαίρεται ότι δεν πλανήθηκε ως προς την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, που όντως ήταν 3 μήνες και όχι ένας χρόνος και 7½ μήνες όπως σημειώθηκε στον πίνακα. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προάχθηκε στην αμέσως κατώτερη θέση Τεχνικού 1ης Τάξης από 15.3.82, ενώ ο εφεσίβλητος από 15.6.82. Επομένως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε σε αρχαιότητα του εφεσίβλητου εν πάση περιπτώσει.

Κατά συνέπεια, καταλήγουμε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έγινε κατά παράβαση νομικής επιταγής και επομένως συμπαρασύρει σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη πράξη.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται χωρίς διάταγμα για έξοδα.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο