Δημοκρατία ν. Eυγενίας Δημητριάδου και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 777

(1998) 3 ΑΑΔ 777

[*777]22 Οκτωβρίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ (ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 387/91),

ΡΙΤΣΑΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ (ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 388/91),

ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΕΛΙΔΗ ΛΤΔ (ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 389/91),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2060)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση — Προϋποθέσεις εγκυρότητας — Ειδικά η ανάγκη εξέτασης από τη διοίκηση των σχεδίων του έργου που διαγράφουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του — Δεν υφίσταται όμως υποχρέωση δημοσίευσης του σχεδίου της απαλλοτρίωσης σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν. 15/62.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση — Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης — Έκταση του δικαιώματος ένστασης από πλευράς επηρεαζόμενου ιδιοκτήτη.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικός Έλεγχος — Επέμβαση Δικαστηρίου —  Όρια — Υπέρβασή τους στην κριθείσα περίπτωση — Η εφεσιβληθείσα απόφαση προέβη καθ’υπέρβαση των ορίων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας σε εύρημα περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος ακινήτου εκχωρητέου σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης από τη Μεγάλη Βρεττανία στην Κυπριακή Δημοκρατία — Περιστάσεις.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω έλλειψης προηγούμενης ακρόασης των εφεσιβλήτων και λόγω συμπερίληψης στα σχέδια του σκοπουμένου με την απαλλοτρίωση έργου τεμαχίου του οποίου η μεταβίβαση στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε ολοκληρωθεί. Η έφεση στρεφόταν εναντίον των δύο αυτών διαπιστωθέντων πρωτοδίκως λόγων ακυρώσεως.

[*778]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στην απαλλοτρίωση ακίνητης περιουσίας χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τα σχέδια του έργου που διαγράφουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου. Η αρχή αυτή έχει τύχει νομολογιακής αναγνώρισης. Η Απαλλοτριούσα Αρχή πρέπει να εξετάζει όλα τα στοιχεία που συνδέονται με την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης που επιβάλλουν την ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης.

2.  Αναφορικά με τον πρώτο λόγο της έφεσης μια προσεκτική εξέταση των δύο σχεδίων δείχνει ότι δεν υπήρξε υιοθέτηση οποιουδήποτε νέου σχεδίου με άλλη έκταση γης, αλλά μια διαφοροποίηση του αρχικού σχεδίου με την εξαίρεση ορισμένων τεμαχίων πάνω στα οποία υπήρχαν κατοικίες, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης του λιγότερο επαχθούς τρόπου επίτευξης των σκοπών της απαλλοτρίωσης. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της ένστασης των εφεσιβλήτων, αφού οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη ενστεί στην αρχική γνωστοποίηση της 27/4/90.  Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Νόμου 15/62, η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να δημοσιεύει το “σχέδιο” της απαλλοτρίωσης, αλλά να προβαίνει σε περιγραφή της περιουσίας που θα απαλλοτριωθεί, να αναφέρει το σκοπό και τους λόγους της απαλλοτρίωσης και να καλεί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να υποβάλουν εντός 75 ημερών τις ενστάσεις τους. Δεν υπήρχε ανάγκη δημοσίευσης νέας γνωστοποίησης αφού ο σκοπός της απαλλοτρίωσης παρέμενε αναλλοίωτος και τα τεμάχια των εφεσιβλήτων που επηρεάζονταν ήταν αυτά που αναφέρονταν στη γνωστοποίηση της 27/4/90, για τα οποία είχαν ήδη υποβληθεί ενστάσεις.

3.  Η γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης περιορίζεται στην εκδήλωση πρόθεσης εκ μέρους της Διοίκησης να προβεί μελλοντικά σε απαλλοτρίωση, αφού λάβει υπόψη τις απόψεις προσώπων που μπορεί να επηρεαστούν από την τελική πράξη. Το δικαίωμα που δίνεται σε ένα ενδιαφερόμενο μέρος να υποβάλει την ένστασή του αποσκοπεί στην παρουσίαση όλων εκείνων των γεγονότων που θα έδιναν την ευχέρεια στη Διοίκηση να καταλήξει στην ορθή απόφαση. Πρέπει να τονιστεί ότι το δικαίωμα ένστασης σε μια γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης περιορίζεται στην ιδιοκτησία του ενδιαφερόμενου μέρους και όχι σε ακίνητη περιουσία που δεν του ανήκει.

[*779]4.      Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης, η εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του τεμαχίου 86 κρίνεται ως λανθασμένη, αφού βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το πιο πάνω τεμάχιο δεν ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί η μεταβίβασή του από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα Β, Μέρος ΙΙΙ, Άρθρο 7 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

     Στην παρούσα περίπτωση είναι δεδομένο ότι η κυριότητα του τεμαχίου 86 ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δηλώσει ότι το κτήμα της ανήκει και ότι της έχει παραδοθεί από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας με την εγκαθίδρυση της το 1960. Έκτοτε το κατέχει και το καρπούται ως ο νόμιμος κύριος. Τούτο έχει αποδειχθεί με έγγραφη δήλωση της αρμόδιας Αρχής και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ας σημειωθεί επιπλέον, ότι το ζήτημα προβλήθηκε από τους εφεσιβλήτους μόνο μέσα στα πλαίσια του ισχυρισμού τους για πλημμελή λειτουργία της χρηστής διοίκησης και ειδικότερα για μη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας, με την εισήγηση ότι δεν εξετάστηκε από τη Διοίκηση το θέμα της πραγμάτωσης των σχεδίων που σκοπούνται με την επίδικη απαλλοτρίωση, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται μέσα σε αυτά το τεμάχιο 86. Η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 86 και ως εκ τούτου κρίνεται ότι δεν έπρεπε να τεθεί θέμα οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πιο πάνω τεμαχίου.

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κολοκασίδου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427,

Μεστάνας και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185,

Λουκά και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 812.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 13 Μαρτίου, 1995 [*780](Προσφυγές Αρ. 387/91 - 389/91) με την οποία ακυρώθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης επί ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων.

Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Σ. Αγγελίδης, προσωπικά και για Ν. Πελίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Στις 15/9/88 το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε τα μέλη της Υπουργικής Επιτροπής για την εξέταση του θέματος της Στέγασης των Επαρχιακών Κυβερνητικών Τμημάτων στη Λευκωσία. Η πιο πάνω Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε στις 7/4/89 την ανέγερση των Επαρχιακών Κυβερνητικών Γραφείων στο χώρο μεταξύ των Δικαστηρίων και του Δημόσιου Κήπου. Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 27/4/90 συμπεριλάμβανε τα κτήματα των εφεσιβλήτων. Ως αποτέλεσμα των διάφορων αντιδράσεων των ιδιοκτητών που επακολούθησαν και του ενδιαφέροντος που επέδειξε η Βουλή των Αντιπροσώπων για να εξετάσει το θέμα, το Υπουργικό Συμβούλιο στις 9/5/90 ανέστειλε την απαλλοτρίωση με οδηγίες όπως το θέμα εξεταστεί παραπέρα από την Υπουργική Επιτροπή. Η τελευταία ανέθεσε σε Τεχνική Επιτροπή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως να υποβάλει έκθεση για αναπροσαρμογή των κτιρίων. Η έκθεση θα συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων

“Μελέτη για την αναπροσαρμογή της κατανομής των κτιρίων.  Η ανέγερση θα γίνει μόνο στα κενά οικόπεδα και στο χώρο που σήμερα στεγάζεται το στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς. Στα οικόπεδα για τα οποία είχε δημοσιευτεί γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και υπάρχουν κτίσματα δεν θα ανεγερθούν κυβερνητικά κτίρια. Εξαίρεση θα αποτελέσει το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται μικρή αλλά ημιτελής πολυκατοικία και κατεστραμμένες αποθήκες.”

Η πιο πάνω Τεχνική Επιτροπή υπέβαλε την 1/8/90 τη μελέτη της, σύμφωνα με την οποία η εκτέλεση του έργου θα διενεργείτο σε τρεις φάσεις. Κατά τη διάρκεια της α΄ φάσης θα αξιοποιούνταν όλα τα τεμάχια που είχαν συμπεριληφθεί στη γνωστοποίηση, εκτός από τα τεμάχια πάνω στα οποία υπήρχαν οικοδομές, [*781]που θα αξιοποιούνταν αργότερα κατά τη διάρκεια της β΄ και γ΄ φάσης του έργου. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από Υπηρεσιακή Επιτροπή κατόπιν οδηγιών της Υπουργικής Επιτροπής για διαπραγματεύσεις με τους ιδιοκτήτες για την καταβολή αποζημιώσεων, με ταυτόχρονη πρόταση να παραμείνουν ως ένοικοι δια βίου έναντι συμβολικού ενοικίου, κατέληξαν σε αποτυχία. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω αποτυχημένων διαβουλεύσεων, στις 15/2/91, μετά από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιεύθηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο συμπεριλάμβανε και τα ακίνητα των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση για την απαλλοτρίωση για δύο λόγους. Ο α΄ λόγος ήταν γιατί δεν δόθηκε η ευκαιρία στους εφεσιβλήτους να διατυπώσουν τις θέσεις τους πάνω στο νέο τροποποιημένο σχέδιο. Ο β΄ λόγος αφορούσε το τεμάχιο 86 το οποίο ανήκει στο Βρεττανικό Υπουργείο Πολέμου, (πάνω στο οποίο βρίσκονται σήμερα τα κτίρια του Επαρχιακού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου), που είχε συμπεριληφθεί μέσα στο σχέδιο για την ανέγερση των νέων κτιρίων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση των αιτητών ότι η ετοιμασία των σχεδίων προσέβαλλε τις αρχές της χρηστής διοίκησης αφού συμπεριλάμβανε το τεμάχιο 86 που δεν ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μεταβίβαση του πιο πάνω τεμαχίου που δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί, δεν ήταν τυπικό θέμα και ότι δεν είχαν γίνει τα διαβήματα για τη μεταβίβασή του από την Αγγλική Κυβέρνηση στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για δύο λόγους. Ειδικότερα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι

(1)       Δεν παραβιάστηκε το αρχικό σχέδιο που δημοσιεύθηκε στη  γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και το δικαίωμα των εφεσιβλήτων για υποβολή ένστασης περιορίζεται μόνο στα δικά τους τεμάχια,

(2)       Το συμπέρασμα ότι η Διοίκηση έπρεπε να αποκτήσει πρώτα  την κυριότητα του τεμαχίου 86 και μετά να προχωρήσει στην απαλλοτρίωση, είναι νομικά εσφαλμένο αφού το πιο πάνω τεμάχιο έχει παραχωρηθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1960 και έκτοτε κατέχεται και χρησιμοποιείται από την Κυπριακή Δημοκρατία.

[*782]Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στην απαλλοτρίωση ακίνητης περιουσίας χωρίς να εξετάσει προηγουμένως τα σχέδια του έργου που διαγράφουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου. Η αρχή αυτή έχει τύχει νομολογιακής αναγνώρισης. (Ίδε Κολοκασίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427.) Η Απαλλοτριούσα Αρχή πρέπει να εξετάζει όλα τα στοιχεία που συνδέονται με την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης που επιβάλλουν την ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης. (Ίδε Μεστάνας και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185. Ίδε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, 87 και Οικονόμου “Ο Δικαστικός Ελεγχος της Διακριτικής Εξουσίας” 1966, 186.)

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο της έφεσης μια προσεκτική εξέταση των δύο σχεδίων δείχνει ότι δεν υπήρξε υιοθέτηση οποιουδήποτε νέου σχεδίου με άλλη έκταση γης, αλλά μια διαφοροποίηση του αρχικού σχεδίου με την εξαίρεση ορισμένων τεμαχίων πάνω στα οποία υπήρχαν κατοικίες, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης του λιγότερο επαχθούς τρόπου επίτευξης των σκοπών της απαλλοτρίωσης. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της ένστασης των εφεσιβλήτων, αφού οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη ενστεί στην αρχική γνωστοποίηση της 27/4/90.  Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου 15/62, η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να δημοσιεύει το “σχέδιο” της απαλλοτρίωσης, αλλά να προβαίνει σε περιγραφή της περιουσίας που θα απαλλοτριωθεί, να αναφέρει το σκοπό και τους λόγους της απαλλοτρίωσης και να καλεί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να υποβάλουν εντός 75 ημερών τις ενστάσεις τους. Δεν υπήρχε ανάγκη δημοσίευσης νέας γνωστοποίησης αφού ο σκοπός της απαλλοτρίωσης παρέμενε αναλλοίωτος και τα τεμάχια των εφεσιβλήτων που επηρεάζονταν ήταν αυτά που αναφέρονταν στη γνωστοποίηση της 27/4/90, για τα οποία είχαν ήδη υποβληθεί ενστάσεις.

Η γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης περιορίζεται στην εκδήλωση πρόθεσης εκ μέρους της Διοίκησης να προβεί μελλοντικά σε απαλλοτρίωση, αφού λάβει υπόψη τις απόψεις προσώπων που μπορεί να επηρεαστούν από την τελική πράξη. Το δικαίωμα που δίνεται σε ένα ενδιαφερόμενο μέρος να υποβάλει την ένστασή του αποσκοπεί στην παρουσίαση όλων εκείνων των γεγονότων που θα έδιναν την ευχέρεια στη Διοίκηση να καταλήξει στην ορθή απόφαση. (Ίδε Λουκά και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων (1990) 3 Α.Α.Δ. 812.) Πρέπει να τονιστεί ότι το [*783]δικαίωμα ένστασης σε μια γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης περιορίζεται στην ιδιοκτησία του ενδιαφερόμενου μέρους και όχι για ακίνητη περιουσία που δεν του ανήκει. Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σ. 264,

“Επί απαλλοτριώσεως εκτάσεως ανηκούσης εις πλείονας, έκαστος τούτων νομιμοποιείται προς προσβολήν της αρνήσεως της Διοικήσεως προς άρσιν της απαλλοτριώσεως μόνον καθ’ όσον αφορά την ανήκουσαν αυτώ έκτασιν.”

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης, η εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του τεμαχίου 86 κρίνεται ως λανθασμένη, αφού βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το πιο πάνω τεμάχιο δεν ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί η μεταβίβασή του από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα Β, Μέρος ΙΙΙ, άρθρο 7 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην παρούσα περίπτωση είναι δεδομένο ότι η κυριότητα του τεμαχίου 86 ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δηλώσει ότι το κτήμα της ανήκει και ότι της έχει παραδοθεί από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας με την εγκαθίδρυση της το 1960. Έκτοτε το κατέχει και το καρπούται ως ο νόμιμος κύριος. Τούτο έχει αποδειχθεί με έγγραφη δήλωση της αρμόδιας Αρχής και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ας σημειωθεί επιπλέον, ότι το ζήτημα προβλήθηκε από τους εφεσιβλήτους μόνο μέσα στα πλαίσια του ισχυρισμού τους για πλημμελή λειτουργία της χρηστής διοίκησης και ειδικότερα για μη διεξαγωγή επαρκούς έρευνας, με την εισήγηση ότι δεν εξετάστηκε από τη Διοίκηση το θέμα της πραγμάτωσης των σχεδίων που σκοπούνται με την επίδικη απαλλοτρίωση, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται μέσα σε αυτά το τεμάχιο 86.  Η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρείται ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 86 και ως εκ τούτου κρίνουμε ότι δεν έπρεπε να τεθεί θέμα οποιασδήποτε έρευνας αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πιο πάνω τεμαχίου.

Συνεπακόλουθα η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν εκδίδεται οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

[*784]ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Συμφωνώ με την πλειοψηφία ως προς το αποτέλεσμα της έφεσης όπως και με το σκεπτικό για την κατάληξη στο πρώτο από τα δύο τεθέντα ζητήματα, ήτοι, εκείνο που αφορά στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Διαφορετική όμως είναι η δική μου προσέγγιση στο ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του τεμαχίου 86 το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην έκταση που είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου.

Διατηρώ την άποψη ότι αυτό το δεύτερο ζήτημα δεν εκβαίνει τα όρια της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας και μπορεί να εξεταστεί.  Θα τα εξέβαινε, χωρίς δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, μόνο αν προέκυπτε από Κυβερνητική πράξη (acte de Gouvernement). Που δεν είναι εδώ η περίπτωση. Διότι, εν προκειμένω, τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας επί του εν λόγω τεμαχίου ρυθμίζονται από ρητές διατάξεις της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, Παράρτημα Β, Μέρος ΙΙΙ, Άρθρο 7, τις οποίες η Δημοκρατία επικαλέστηκε χωρίς αμφισβήτηση αναφορικά με την εφαρμογή τους. Και τίθεται ως μόνο ζήτημα η διακρίβωση του αποτελέσματος.

Σύμφωνα με τις υπό αναφορά διατάξεις, όπου η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ή Αρχή ή Οργανισμός του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν χρειάζονται πλέον ακίνητη ιδιοκτησία την οποία διατηρούν στην Κύπρο, την επιστρέφουν έναντι τιμήματος. Δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Σημειώνω μόνο ότι όπου η ακίνητη ιδιοκτησία δεν είχε αποκτηθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση οπότε ο πρώην ιδιοκτήτης έχει πρώτος δικαίωμα απόκτησής της, δύναται να την αποκτήσει η Δημοκρατία. Σε περίπτωση που το τίμημα δεν συμφωνείται, ακολουθεί διαιτησία. Η μεταβίβαση κυριότητας γίνεται μετά την καταβολή του τιμήματος.  Όπου η Δημοκρατία δεν ενδιαφέρεται για την απόκτηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, αυτή προσφέρεται για πώληση σε τρίτους.

Στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω ιδιοκτησία, που είναι εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του Υπουργείου Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, παραδόθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία βάσει των εν λόγω διατάξεων στις 19 Σεπτεμβρίου 1960 και έκτοτε την κατέχει. Δεν συμφωνήθηκε το τίμημα και δεν έχει ακόμα διεξαχθεί διαιτησία. Πάντως το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διατηρεί δυνατότητα υπαναχώρησης. Και η Δημοκρατία δεν εκδήλωσε ποτέ έλλειψη ενδιαφέροντος για την απόκτηση κυριότητας με σχετική μεταβολή στην εγγραφή.

[*785]Με αυτά τα δεδομένα αναδύεται νομίζω αυτόματα το συμπέρασμα ότι το τεμάχιο 86 ανήκει κατ’ ουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία παρά την όποια εκκρεμότητα που δεν κατέστησε ακόμα εφικτή τη μεταβίβαση στα βιβλία του Κτηματολογίου. Καταλήγω λοιπόν ότι το θέμα δεν χρειαζόταν περαιτέρω διερεύνηση και ότι η συμπερίληψη του εν λόγω τεμαχίου στο έργο ήταν, από άποψη ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δικαιολογημένη.

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο