Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 796

(1998) 3 ΑΑΔ 796

[*796]22 Οκτωβρίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

TSAPACO CATERING LTD.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ

    ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η

 2.            ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2048)

 

Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών — Συναρτάται με την παροχή μισθωτών υπηρεσιών σε αντιδιαστολή προς την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών — Η έννοια του μισθωτού στο Άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Αρ. 41/80 — Ερμηνεία από την επιστήμη και τη νομολογία — Χαρακτηρισμός ως μισθωτών των υπηρεσιών καλλιτεχνών σε κέντρο διασκεδάσεως στην κριθείσα περίπτωση.

Λέξεις και Φράσεις — Ο όρος “μισθωτός” στο Άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Αρ. 41/80.

Διοικητική πράξη — Η υποχρέωση δέουσας έρευνας προ της εκδόσεως της πράξης — Πληρότητα της έρευνας.

Διοικητική Πράξη — Αιτιολογία — Αποτελεί τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση που βρίσκονται στο κείμενο της απόφασης ή συμπληρώνονται από το διοικητικό φάκελο.

Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε και κατ’ έφεσιν να αποδείξει ότι η φύση των υπηρεσιών καλλιτεχνών που απασχολούσε σε ταβέρνα ιδιοκτησίας της ήταν τέτοια που δε συνεπαγόταν την υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων.

[*797]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο

(α)          από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και

(β)          από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.

     Η φραστική αναφορά από τους συμβαλλόμενους σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών δεν μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά το χαρακτήρα της συμφωνίας που πρέπει να βασίζεται σε μια ορθή αξιολόγηση όλων των πραγματικών γεγονότων.

2.  Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι υπήρχε καθορισμός συγκεκριμένης αμοιβής για κάθε εργάσιμη νύκτα, καθορισμός των ωρών εργασίας τόσο για τις καλοκαιρινές όσο και για τις χειμερινές νύκτες, καθορισμός δικαιώματος διαλείμματος του εργοδοτουμένου, παροχή δωρεάν δείπνου και ποτού κατά τις εργάσιμες νύκτες από τον εργοδότη, υποχρέωση του καλλιτέχνη να φέρει στολή και περιβολή που θα καθόριζε ο εργοδότης  και υποχρέωση του καλλιτέχνη να παρουσιάζει πρόγραμμα με τραγούδια της προτίμησης των πελατών. Όλα τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε προσφορά υπηρεσιών με πι[*798]θανό δικαίωμα εκ μέρους του εργοδότη ελέγχου της εργασίας του εργοδοτουμένου σε βαθμό που ο εργοδοτούμενος δικαιολογημένα να έχει θεωρηθεί ως “μισθωτός” μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου 41/80.

3.  Η λήψη μιας διοικητικής απόφασης προϋποθέτει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έκταση και η μορφή της έρευνας συνδέονται άμεσα με τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που θα δημιουργούσαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα.

     Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι καθ’ων η αίτηση, αφού άκουσαν τις θέσεις και των δύο πλευρών και αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που είχαν παρουσιαστεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες μπορούσαν να θεωρηθούν ως “μισθωτοί”. Η δέουσα έρευνα στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία διενεργήθηκε.

4.  Αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη, από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ικανοποιητική. Υπάρχει αναφορά στη σχετική επιστολή πάνω σε ποιά στοιχεία είχαν βασιστεί οι καθ’ων η αίτηση για τη διεξαγωγή της έρευνας και απαριθμίζονται έξι συνολικά λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της σχετικής απόφασης. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου συνάδει με τους λόγους που έχουν δοθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Performing Right Society Limited v. Mitchell and Booker (Palais De Danse) Limited [1924] 1 K.B. 762,

Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363.

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δήμου Λευκωσίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 456,

Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321.

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.

[*799]Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή τότε του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 17 Ιανουαρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 1025/93) με την οποία αποφασίστηκε ότι η εργασία που προσέφεραν καλλιτέχνες στο κέντρο της εφεσείουσας ήταν “ασφαλιστέα” μέσα στα πλαίσια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) και ως εκτούτου η σχέση τους μπορούσε να χαρακτηρισθεί σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου.

Γ. Σαββίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια τουριστικών επιχειρήσεων και κέντρων αναψυχής στη Λεμεσό μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η ταβέρνα “Κλίμα” στον Ποταμό της Γερμασόγειας.  Μεταξύ των χρόνων 1991-1993 η εφεσείουσα απασχόλησε για σκοπούς ψυχαγωγίας των θαμώνων του πιο πάνω κέντρου τρεις μουσικούς και δύο χορευτές. Κατόπιν σχετικών παραπόνων που υποβλήθηκαν, η εφεσείουσα κλήθηκε να καταβάλει Κοινωνικές Ασφαλίσεις για τους πέντε επηρεαζομένους. Η εφεσείουσα αρχικά υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή ισχυριζόμενη ότι τα επηρεαζόμενα πρόσωπα ήταν αυτοεργοδοτούμενοι και έτσι δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας προσφυγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η εργασία που πρόσφεραν οι πιο πάνω καλλιτέχνες ήταν “ασφαλιστέα” μέσα στα πλαίσια του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, εξέτασε κατά πόσο αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως “αυτοεργοδοτούμενοι” ή “μισθωτοί”. Με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, “η παροχή των υπηρεσιών του προσωπικού ρυθμιζόταν λεπτομερώς από την ίδια τη σύμβαση εργασίας, γεγονός που παρείχε ανάλογη ευχέρεια στους εργοδότες για την άσκηση ελέγχου στην εργασία τους” και ότι η σχέση αυτή “εύλογα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου και η υπόσταση του κάθε μέλους του προσωπικού στην [*800]εργασία των αιτητών να ταξινομηθεί ως εκείνη του μισθωτού”.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους, που συμπεριλαμβάνουν τη θέση ότι το εύρημα ότι οι καλλιτέχνες μπορούν να ταξινομηθούν στην κατηγορία των “μισθωτών” είναι λανθασμένο, αφού μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε να εξαχθεί από το περιεχόμενο των συμβολαίων εργοδοσίας. Επιπρόσθετα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε χώρα η δέουσα έρευνα και ότι η σχετική διοικητική απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

Το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80 προνοεί ότι,

“‘Μισθωτός’ σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος.”

Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 698.) Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο

(α)   από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και

(β)   από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του [*801]εργοδοτουμένου.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Batt “The Law of Master & Servant” 5η Εκδοση, σ. 8,

“There are two essentials in the relation of master and servant, namely: (1) the servant must be under the duty of rendering personal services to the master or to the others on behalf of the master .................................................................................................. (2) the master must have the right to control the servant’s work, either personally or by another servant or agent. It is this right of control or interference, of being entitled to tell the servant when to work (within the hours of service) or when not to work, and what work to do and how to do it (within the terms of such service), which is the dominant characteristic in this relation and marks off the servant from an independent contractor, or from one employed merely to give to his employer the fruits or results of his labour.”

Στο σύγγραμμα των Τούση και Σταυρόπουλου “Εργατικό Δίκαιο”, 1967, σ. 35 αναφέρεται ότι,

“Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου.”

Τα ίδια κριτήρια ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Performing Right Society, Limited v. Mitchell and Booker (Palais De Danse), Limited [1924] 1 K.B. 762 όπου σε αγωγή για παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ευρεσιτεχνίας που αφορούσε συγκεκριμένα κομμάτια μουσικής, τα μέλη μιας ορχήστρας θεωρήθηκαν ότι ήταν εργοδοτούμενοι του ιδιοκτήτη του κέντρου στο οποίο εμφανίζονταν. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Δικαστής McCardie J.,

“It seems, however, reasonably clear that the final test, if there be a final test, and certainly the test to be generally applied, lies in the nature and degree of detailed control over the person alleged to be a servant. This circumstance is, of course, one only of several to be considered, but it is usually of vital importance.”

Οι πιο πάνω αποφάσεις υιοθετήθηκαν στην Κύπρο στην υπό[*802]θεση Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363 όπου τονίστηκε ότι,

“The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other.”

(Ίδε επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Δήμου Λευκωσίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 456.)

Η φραστική αναφορά από τους συμβαλλόμενους σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών δεν μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά το χαρακτήρα της συμφωνίας που πρέπει να βασίζεται σε μια ορθή αξιολόγηση όλων των πραγματικών γεγονότων. (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 711.)

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι υπήρχε καθορισμός συγκεκριμένης αμοιβής για κάθε εργάσιμη νύκτα, καθορισμός των ωρών εργασίας τόσο για τις καλοκαιρινές όσο και για τις χειμερινές νύκτες, καθορισμός δικαιώματος διαλείμματος του εργοδοτουμένου, παροχή δωρεάν δείπνου και ποτού κατά τις εργάσιμες νύκτες από τον εργοδότη, υποχρέωση του καλλιτέχνη να φέρει στολή και περιβολή που θα καθόριζε ο εργοδότης και υποχρέωση του καλλιτέχνη να παρουσιάζει πρόγραμμα με τραγούδια της προτίμησης των πελατών. Όλα τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε προσφορά υπηρεσιών με πιθανό δικαίωμα εκ μέρους του εργοδότη ελέγχου της εργασίας του εργοδοτουμένου σε βαθμό που ο εργοδοτούμενος δικαιολογημένα να έχει θεωρηθεί ως “μισθωτός” μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου 41/80.

Η λήψη μιας διοικητικής απόφασης προϋποθέτει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έκταση και η μορφή της έρευνας συνδέονται άμεσα με τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που θα δημιουργούσαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Ίδε Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.)

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι [*803]καθ’ων η αίτηση, αφού άκουσαν τις θέσεις και των δύο πλευρών και αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που είχαν παρουσιαστεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες μπορούσαν να θεωρηθούν ως “μισθωτοί”. Συνεκτιμώντας τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν οι καθ’ων η αίτηση κρίνουμε ότι είχε γίνει η δέουσα έρευνα στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη, από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτιολογία που δόθηκε δεν μπορεί παρά να κριθεί ως ικανοποιητική. Υπάρχει αναφορά στη σχετική επιστολή πάνω σε ποιά στοιχεία είχαν βασιστεί οι καθ’ων η αίτηση για τη διεξαγωγή της έρευνας και απαριθμίζονται έξι συνολικά λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της σχετικής απόφασης.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου συνάδει με τους λόγους που έχουν δοθεί.

Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο