Bαρνάβας Nικολάου και Yιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 862

(1998) 3 ΑΑΔ 862

[*862]24 Νοεμβρίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2140)

 

Εισαγωγές — Ο περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμος του 1962 (Ν.49/62) όπως τροποποιήθηκε — Ελεγχόμενο είδος διά Διατάγματος προς ενθάρρυνση της επιτόπιας παραγωγής και βιομηχανίας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος — Περιορισμός των εισαγωγών επεξεργασμένης ξυλείας με την Κ.Δ.Π. 185/91 — Κρίθηκε νόμιμος — Περιστάσεις.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Δικόγραφα — Λόγοι ακυρώσεως — Αντισυνταγματικότητα νόμου — Συνιστά νομικό θέμα ιδεάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα.

Στους εφεσείοντες δε χορηγήθηκε η άδεια εισαγωγής επεξεργασμένης ξυλείας την οποία ζήτησαν από τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας. Το είδος που επεζήτησαν να εισαγάγουν οι εφεσείοντες ήταν ελεγχόμενο είδος δυνάμει του περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμου (Ν. 49/62, Ν. 7/67 και Κ.Δ.Π. 185/91). Πρωτοδίκως η προσφυγή τους απερρίφθη και η άρνηση χορήγησης της επίδικης άδειας εισαγωγής είχε κριθεί νόμιμη και συνάδουσα με τις συνταγματικές διατάξεις.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο σε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρνήθηκε να εξετάσει τη θέση που προ[*863]βαλλόταν στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας για αντισυνταγματικότητα του σχετικού Νόμου και του Διατάγματος δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η επίδικη απόφαση για το λόγο ότι τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στα δικόγραφα της προσφυγής. Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και σύμφωνη με την πάγια νομολογία. Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα.

2. Ο σκοπός του Διατάγματος (Κ.Δ.Π. 185/91) και κατ’ επέκταση της επίδικης απόφασης για τον έλεγχο της εισαγωγής ξυλείας δεν είναι η δημιουργία μονοπωλίου, αλλά η προστασία της επιτόπιας βιομηχανίας. Η εξουσία αυτή πηγάζει από τον περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμο, ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος. Κριτής της ανάγκης για την επιβολή περιορισμών και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος είναι η αρμοδία αρχή. Δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος ότι ο επίδικος περιορισμός δεν απέβλεπε στην προστασία της εγχώριας βιομηχανίας ή ότι η επιβολή του δεν εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Η επίδικη απόφαση είναι νόμιμη οι δε σχετικές αιτιάσεις των εφεσειόντων δεν ευσταθούν.

3. Τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν ότι οι άδειες εισαγωγής σε τρίτους, στις οποίες ανεφέρθη η εφεσείουσα, εκδόθηκαν το Νοέμβριο του 1993, περίοδο κατά την οποία οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της επιτόπιας αγοράς. Αντίθετα, κατά το χρόνο που αποτάθηκαν οι αιτητές (24.1.1994), οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ. ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της επιτόπιας αγοράς, περιλαμβανομένων εκείνων των αιτητών. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας όχι μόνο λόγω της χρονικής διαφοράς αλλά κυρίως ότι κατά τις δύο χρονικές περιόδους επικρατούσαν διαφορετικές περιστάσεις και δεδομένα, αφού υπήρχε επιστολή των Δασικών Βιομηχανιών, ημερ. 3.11.93 που πιστοποιούσε, κατ’ εκείνη την περίοδο, την αδυναμία τους να εφοδιάσουν την επιτόπια αγορά με τη συγκεκριμένη ξυλεία.

4. Η ορθότητα της άσκησης διακριτικής εξουσίας από την αρμοδία αρχή ελέγχεται από το Δικαστήριο. Με την παράγραφο 2 του Άρθρου 4 του νόμου ο Υπουργός έχει διακριτική εξουσία όπως:-

“(α) Παραχωρεί ή αρνείται τοιαύτην άδειαν

(β) Εκδίδει την άδεια υπό τους κατά την κρίσιν αυτού δέοντας όρους.”.

[*864]          Σύμφωνα με το νόμο παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να ενεργεί σύμφωνα με τις επικρατούσες κατά το δεδομένο χρόνο της χορήγησης της άδειας συνθήκες, αφού λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστάσεις σε κάθε περίπτωση, παραθέτοντας προς τούτο και τη σχετική αιτιολογία. Η κάθε περίπτωση, κατά συνέπεια, κρίνεται από τα γεγονότα και περιστάσεις που την περιβάλλουν.

5. Στην παρούσα περίπτωση, με τα γεγονότα και περιστάσεις που την περιβάλλουν, δεν ετίθετο θέμα έκδοσης της άδειας υπό οποιουσδήποτε όρους. Η επάρκεια του είδους της ξυλείας στην Κυπριακή αγορά, της οποίας εζητείτο η άδεια εισαγωγής, ήταν δεδομένη σύμφωνα με την επιστολή της 24.1.94 των Δασικών Βιομηχανιών. Η απόφαση του Υπουργού, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ήταν εύλογη και ορθή και λήφθηκε μετά από επαρκή έρευνα. Η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Vassos Eliades Ltd. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 259.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή τότε του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 31 Αυγούστου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 380/94) με την οποία απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων κατά της απόφασης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας να μην τους χορηγηθεί άδεια για την εισαγωγή ξυλείας τύπου κόντρα πλακέ.

Σπ. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Στ. Ιωαννίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επεξεργασμένη ξυλεία έχει κηρυχθεί ελεγχό[*865]μενο είδος με Διάταγμα που εκδόθηκε κάτω από τον περί Κανονισμό Εισαγωγών Νόμο (Βλέπε: Ν. 49/62 και Ν. 7/67 και Κ.Δ.Π. 185/91). Το άρθρο 3(1) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού των εισαγωγών για την ενθάρρυνση, μεταξύ άλλων, της επιτόπιας παραγωγής και βιομηχανίας, εφόσον ο περιορισμός κρίνεται από την αρμοδία αρχή προς το δημόσιο συμφέρον. Αρμοδία αρχή είναι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Περιβάλλοντος.

Στις 24 Ιανουαρίου, 1994, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας για τη χορήγηση άδειας για την εισαγωγή ξυλείας τύπου “firm faced shuttering plywood” (κόντρα πλακέ). Το αίτημα απορρίφθηκε, επειδή οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ., η επιτόπια βιομηχανία για την προστασία της οποίας τέθηκε ο περιορισμός, ήταν σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες της επιτόπιας αγοράς.  Της απορριπτικής απόφασης προηγήθηκε η βεβαίωση των Δασικών Βιομηχανιών Λτδ., ότι η βιομηχανία ήταν σε θέση να καλύψει πλήρως τις ανάγκες της αγοράς για το υπόλοιπο του χρόνου, δηλαδή του 1994.

Η εφεσείουσα προσέβαλε τη διοικητική αυτή απόφαση με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στην πρωτόδικη διαδικασία η προσφυγή της εφεσείουσας απορρίφθηκε. Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλονται επτά λόγοι έφεσης.

Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι έφεσης αναφέρονται σε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα, να αγνοήσει και να μην εξετάσει το νομικό λόγο που αναφέρεται στην προσφυγή, ότι η επίδικη απόφαση ήταν αντίθετη με τα Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος.

Είναι γεγονός ότι στην αρχή της απόφασης καταγράφονται μόνο οι υπόλοιποι νομικοί λόγοι της προσφυγής και όχι η αντισυνταγματικότητα, κατά την εφεσείουσα, της επίδικης απόφασης. Στις επόμενες όμως σελίδες της απόφασης εξετάζονται εκτενώς οι θέσεις αυτές της εφεσείουσας. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο σε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρνήθηκε να εξετάσει τη θέση που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας για αντισυνταγματικότητα του σχετικού Νόμου και του Διατάγματος δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η επίδικη απόφαση για το λόγο ότι τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στα δικόγραφα της προσφυγής. Η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή, σύμφωνη με την πάγια νομολογία [*866]και την επικροτούμε. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο ευπαίδευτος δικηγόρος δεν ήγειρε τέτοιο θέμα ενώπιόν μας, ούτε ισχυρίστηκε αντισυνταγματικότητα του σχετικού Νόμου ή του Διατάγματος.

Με το λόγο 3 της έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και δεν εξέτασε τη θέση της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση ήταν αντίθετη με τα Άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η θέση αυτή ελέγχεται ως ανακριβής. Στις σελίδες 6-8 της απόφασης γίνεται εκτενής εξέταση της θέσης αυτής. Πέραν τούτου η ίδια η εφεσείουσα με το λόγο 4 της έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισοπολιτείας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Στο περίγραμμα αγόρευσής του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, μας παραπέμπει, όσον αφορά τον λόγο 3 της έφεσης, στην ανάπτυξη που επιχείρησε στο λόγο 2 της έφεσης. Εκεί πράγματι θίγει θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 3(1) του Νόμου σε αναφορά προς το Άρθρο 25.2 του Συντάγματος. Τέτοιος όμως λόγος στο δικόγραφο της προσφυγής δεν προβάλλεται. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

Δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο “κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή του νόμου ή .......”.

Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Νόμου αρ. 49/62. Υποβάλλει ότι σκοπός του Νόμου είναι η προστασία και η ενθάρρυνση της τοπικής παραγωγής και βιομηχανίας και όχι η δημιουργία μονοπωλίου.

Ο σκοπός του Διατάγματος και κατ’ επέκταση της επίδικης απόφασης για τον έλεγχο της εισαγωγής ξυλείας δεν είναι η δημιουργία μονοπωλίου, αλλά η προστασία της επιτόπιας βιομηχανίας. Η εξουσία αυτή πηγάζει από το νόμο, ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος. Κριτής της [*867]ανάγκης για την επιβολή περιορισμών και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος είναι η αρμοδία αρχή. Δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος ότι ο περιορισμός δεν απέβλεπε στην προστασία της εγχώριας βιομηχανίας ή ότι η επιβολή του δεν εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον.

Καταλήγουμε ότι η επίδικη απόφαση είναι νόμιμη οι δε σχετικές αιτιάσεις των εφεσειόντων δεν ευσταθούν.

Παραπονείται ακόμα η εφεσείουσα στο λόγο 4 της έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι με την επίδικη απόφαση δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας που καθιερώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι κατά τον ίδιο χρόνο της απόρριψης της αίτησης της προς την αρμοδία αρχή η τελευταία χορήγησε σε τρεις άλλους εισαγωγείς τέτοια άδεια, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της ισότητας. Τα στοιχεία όμως του φακέλου αποκαλύπτουν ότι οι άδειες εισαγωγής σε τρίτους, που κάνει αναφορά η εφεσείουσα, εκδόθηκαν το Νοέμβριο του 1993, περίοδο κατά την οποία οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ. αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της επιτόπιας αγοράς. Αντίθετα, κατά το χρόνο που αποτάθηκαν οι αιτητές (24.1.1994), οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ. ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της επιτόπιας αγοράς, περιλαμβανομένων εκείνων των αιτητών. Τούτο φαίνεται στο Τεκμήριο 13, επιστολή των Δασικών Βιομηχανιών Κύπρου Λτδ. προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, ημερομηνίας 24.1.1994. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας όχι μόνο λόγω της χρονικής διαφοράς αλλά κυρίως ότι κατά τις δύο χρονικές περιόδους επικρατούσαν διαφορετικές περιστάσεις και δεδομένα, αφού υπήρχε επιστολή των Δασικών Βιομηχανιών, ημερ. 3.11.93 που πιστοποιούσε, κατ’ εκείνη την περίοδο, την αδυναμία τους να εφοδιάσουν την επιτόπια αγορά με τη συγκεκριμένη ξυλεία.

Με το λόγο 5 της έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι Δασικές Βιομηχανίες Κύπρου Λτδ. ήσαν σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της αγοράς. Ο μοναδικός ισχυρισμός της εφεσείουσας που στηρίζει το λόγο αυτό συνίσταται στην ερμηνεία της επιστολής των Δασικών Βιομηχανιών.  Είναι η αντίληψη της ότι οι Δασικές Βιομηχανίες δεν πληροφόρησαν τον εφεσίβλητο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς, αλλά ότι υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο σε κάποιο μελλοντικό στάδιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμφώνησε με τη θέση αυτή της εφεσείουσας παραπέ[*868]μποντας στην τελευταία παράγραφο της επιστολής ημερ. 24.1.94 των Δασικών Βιομηχανιών όπου αναφέρεται ότι με τις νέες αφίξεις από το εξωτερικό πηχοσανίδων Shuttering θα καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς στο είδος αυτό. Η αρμόδια αρχή ερεύνησε επαρκώς το θέμα και εύλογα κατέληξε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με την επιστολή των Δασικών Βιομηχανιών της 24.1.1994 δεν δημιουργούνται αμφιβολίες ή ερωτηματικά ως προς την ικανότητα τους να εφοδιάσουν την επιτόπια αγορά με το ζητούμενο είδος ξυλείας.

Με τους τελευταίους λόγους έφεσης αρ. 6 και 7 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης ούτε και εξειδικεύθηκε τέτοιος λόγος στην προσφυγή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στην απόφασή του επί του θέματος ως εξής:-

“Τέλος, οι νομικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στην προσφυγή, για την ακύρωση της πράξης, δεν έχουν τεκμηριωθεί. Η απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Παραβίαση άλλης αρχής της χρηστής διοίκησης δεν εξειδικεύεται στην προσφυγή. Τα στοιχεία του φακέλου, εξ άλλου, αποκαλύπτουν ότι της απόφασης προηγήθηκε η δέουσα έρευνα, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο των εξουσιών της αρμοδίας αρχής, για να αποκαλυφθεί αν υπήρχε ανάγκη για τη χορήγηση άδειας για την εισαγωγή του ελεγχόμενου είδους από το εξωτερικό.”.

Η εφεσείουσα εξειδικεύει το λόγο αυτό στην παράλειψη, όπως ισχυρίζεται, από τον εφεσίβλητο να εξετάσει και να επιλέξει τη λιγότερο επαχθή λύση.  Και λιγότερο επαχθής λύση, κατά το συνήγορο της εφεσείουσας, ήταν η παραχώρηση άδειας εισαγωγής με τον όρο ότι πρώτα θα αποτείνετο στις Δασικές Βιομηχανίες και εάν οι τελευταίες δεν ήσαν σε θέση να την ικανοποιήσουν τότε να προβεί στην εισαγωγή από το εξωτερικό. Στήριξε δε τη θέση του αυτή στην απόφαση Vassos Eliades Ltd. v. The Republic (1979) 3 A.A.Δ. 259.

Η ορθότητα της άσκησης διακριτικής εξουσίας από την αρμοδία αρχή ελέγχεται από το Δικαστήριο.

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νόμου ο Υπουργός έχει διακριτική εξουσία όπως:-

[*869]“(α)Παραχωρεί ή αρνείται τοιαύτην άδειαν

 (β)Εκδίδει την άδεια υπό τους κατά την κρίσιν αυτού δέοντας όρους.”.

Σύμφωνα με το νόμο παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να ενεργεί σύμφωνα με τις επικρατούσες κατά το δεδομένο χρόνο της χορήγησης της άδειας συνθήκες, αφού λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστάσεις σε κάθε περίπτωση, παραθέτοντας προς τούτο και τη σχετική αιτιολογία. Η κάθε περίπτωση, κατά συνέπεια, κρίνεται από τα γεγονότα και περιστάσεις που την περιβάλλουν.

Στην παρούσα περίπτωση, με τα γεγονότα και περιστάσεις που την περιβάλλουν, δεν ετίθετο θέμα έκδοσης της άδειας υπό οποιουσδήποτε όρους. Η επάρκεια του είδους της ξυλείας στην Κυπριακή αγορά, της οποίας εζητείτο η άδεια εισαγωγής, ήταν δεδομένη σύμφωνα με την επιστολή της 24.1.94 των Δασικών Βιομηχανιών.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η απόφαση του Υπουργού, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ήταν εύλογη και ορθή και λήφθηκε μετά από επαρκή έρευνα. Η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο