Γεωργίου Γρηγόρης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 883

(1998) 3 ΑΑΔ 883

[*883]21 Δεκεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΙΑΚΟΥ,

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ,

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,

ΝΙΚΟΣ ΚΤΩΡΗΣ,

ΣΑΒΒΑΣ ΝΑΖΙΡΗΣ,

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1771)

 

ΣΑΒΒΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗΣ,

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΕΤΤΕΝΗΣ,

ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΩΡΓΗΣ,

ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1775)

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1771 και 1775)

 

Στρατός της Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Μετάβαση των Υπαξιωματικών στην τάξη των Αξιωματικών — Κατά πόσο πρέπει να γίνεται διά προαγωγής ή διά διορισμού — Το νομοθετικό πλαίσιο και οι κανονισμοί δυνάμει αυτού — Η Κ.Δ.Π. 90/90 περί Αξιωματικών [*884]του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί δεν είναι ultra vires του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 1990 (Ν. 33/90) όταν προνοούν ότι οι Υπαξιωματικοί μεταβαίνουν στην τάξη των Αξιωματικών διά διορισμού και όχι διά προαγωγής.

Στρατός της Δημοκρατίας — Υπαξιωματικοί — Αξιολόγηση — Ειδικά το προσόν της κατοχής απολυτηρίου αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης — Καν. 20(β) της Κ.Δ.Π. 90/90 — Το προσόν πρέπει να κατέχεται κατά το χρόνο της αξιολόγησης του Υπαξιωματικού και όχι κατά το χρόνο εισόδου του στο Στρατό.

Στρατός της Δημοκρατίας — Υπαξιωματικοί — Αξιολόγηση — Καν. 20 και 21 της Κ.Δ.Π. 90/90 — Περιεχόμενο ρύθμισης και ερμηνεία — Εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών στην κριθείσα περίπτωση — Περιστάσεις και συνέπειες — Ειδικά η ορθή ερμηνεία της επιφύλαξης στον Κανονισμό 20 — Γραμματική και συστηματική ερμηνεία.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Έννομο συμφέρον — Λόγοι ακυρώσεως — Η στοιχειοθέτησή τους δε συνεπάγεται αναγκαία ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης — Η τέτοια ακύρωση πρέπει πάντοτε να καλύπτεται από το έννομο συμφέρον του αιτητή.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τους διορισμούς των ενδιαφερομένων στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Όλοι, εφεσείοντες και ενδιαφερόμενοι, προέρχονταν από την τάξη των Υπαξιωματικών και διεκδικούσαν μετάβαση στην τάξη των Αξιωματικών σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο (Ν. 33/90 και Κ.Δ.Π. 90/90). Το πλαίσιο αυτό αμφισβητήθηκε. Ως προς μεν το Νόμο αμφισβητήθηκε η ορθή του ερμηνεία από τους καθ’ ων η αίτηση, ως προς δε του Κανονισμούς αμφισβητήθηκε η αρμονία τους με το Νόμο, προβλήθηκε δηλαδή ισχυρισμός υπέρβασης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (ultra vires).

H Oλομέλειεα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 11 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 1990 (Ν. 93/90) αναφέρεται σε “προαγωγές των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών” αλλά είναι άσχετο προς την μέθοδο πλήρωσης των θέσεων αυτών. Όταν προβλέπει πως οι προαγωγές των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών γίνονται από τον Υπουργό, σαφώς αναφέρεται στις προαγωγές στους διάφορους βαθμούς Αξιωματι[*885]κών [βλ. Άρθρο 5(1)] και Υπαξιωματικών [βλ. Άρθρο 5(2)] και όχι σε μεταπήδηση των μεν στην τάξη των δε. Το Άρθρο 8(1) του νόμου αναφέρεται ρητά σε διορισμό των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών και, το σημαντικότερο, αναθέτει την εξουσία γι’ αυτό, όχι στον Υπουργό αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Επίσης σε διορισμό Υπαξιωματικού που προέρχεται από την τάξη των Υπαξιωματικών αναφέρεται και το Άρθρο 9(1) του νόμου.  Η άποψη πως οι κανονισμοί είναι ultra vires είναι λανθασμένη.

2.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(β) της Κ.Δ.Π. 90/90 για να δικαιούται Υπαξιωματικός σε αξιολόγηση θα πρέπει “να είναι απόφοιτος αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης”. Τίποτε δεν παραπέμπει στον χρόνο πρόσληψης στον στρατό. Ο Κανονισμός σαφώς αναφέρεται στο χρόνο της αξιολόγησης.

3.  Ο Κανονισμός 20 καθορίζει τα προσόντα που απαιτούνται για να δικαιούται Υπαξιωματικός σε αξιολόγηση προς εντοπισμό κατάλληλων για διορισμό σε Ανθυπολοχαγούς. Περιλαμβάνεται σε αυτά και η επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις από τις οποίες όμως, με την επιφύλαξη στην σχετική παράγραφο (ε), εξαιρούνται οι Υπαξιωματικοί (όπως οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα) που υπηρετούσαν πριν από την έναρξη της ισχύος των Κανονισμών. Αυτοί οι Υπαξιωματικοί, σύμφωνα με την ίδια επιφύλαξη, “υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, τα αποτελέσματα της οποίας λαμβάνονται δεόντως υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης”. Ενώ, λοιπόν, είναι λανθασμένη η αντίληψη των εφεσειόντων πως δεν ήταν επιτρεπτή η διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων στην περίπτωση, εγείρεται θεμελιακό ζήτημα αναφορικά με τη σημασία και την επενέργειά τους.  Ειδικά, αν η επιτυχία σε αυτές συνιστά μόνο απαιτούμενο προσόν, σε αντικατάσταση στην περίπτωση της επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις ή αν προβλέπεται να αποτελεί κριτήριο για την τελική κατάταξη των Υπαξιωματικών που δικαιούνται σε αξιολόγηση.

     Ανέκαθεν ίσχυσαν συγκεκριμένοι κανόνες σε σχέση με την εμβέλεια των επιφυλάξεων (provisos).

     Η επιφύλαξη αποτελεί συνήθη μέθοδο εξαίρεσης από την εμβέλεια της βασικής νομοθετικής διάταξης προς την οποία συναρτάται ή περιορισμού της έκτασης εφαρμογής της. Σε τέτοια περίπτωση ερμηνεύεται με αναφορά στη βασική νομοθετική διάταξη στην οποία υπόκειται, δεν την επεκτείνει, και δε θεωρείται ότι αποβλέπει στη θέσπιση ιδιαίτερου αυτοτελούς κανόνα δικαίου.

[*886]         Εντούτοις, αποτελεί τμήμα του σύνολου νομοθετήματος και, ανεξάρτητα από το νομοτεχνικά αδόκιμο της χρήσης της επιφύλαξης για τέτοιο σκοπό, δεν αποκλείεται η θέσπιση δι’ αυτής ιδιαίτερου κανόνα δικαίου που να υπερβαίνει την εμβέλεια της βασικής διάταξης.  Φτάνει αυτό να προκύπτει καθαρά ως η πρόθεση του νομοθέτη, όπως αυτή μπορεί να διακριβωθεί από το περιεχόμενο της επιφύλαξης, σε συνδυασμό βέβαια και προς το υπόλοιπο άρθρο αλλά και το σύνολο του νόμου.

4.  Η βασική πρόνοια του Κανονισμού 20 είναι σαφής. Ορίζει τα προσόντα που απαιτούνται για να δικαιούται Υπαξιωματικός αξιολόγησης. Όταν, λοιπόν, σύμφωνα με την επιφύλαξη, από τις εξετάσεις αυτές (η επιτυχία στις οποίες είναι ένα από τα προσόντα) εξαιρούνται οι ήδη υπηρετούντες Υπαξιωματικοί “οι οποίοι όμως υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων”, το νόημα είναι πως η επιτυχία στην προσωπική συνέντευξη, υποκαθιστά στην περίπτωση την επιτυχία στις γραπτές εξετάσεις.  Ως προσόν δηλαδή.

     Η επιφύλαξη, όμως, δε σταματά εκεί.  Προνοεί:  “.... υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, τα αποτελέσματα της οποίας λαμβάνονται δεόντως υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης”. Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, φαίνεται να σκοπήθηκε πρόσδοση στις προφορικές συνεντεύξεις περαιτέρω σημασίας, που θα αφορά στην ίδια την αξιολόγηση.

     Ακολουθεί όμως ο Κανονισμός 21 στον οποίο προσδιορίζονται ρητά και περιοριστικά τα κριτήρια αξιολόγησης.  Αρχίζει ο Κανονισμός 21 ως εξής: “Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων αξιολογεί τους δικαιουμένους σε αξιολόγηση Υπαξιωματικούς (όλους δηλαδή που πληρούν τα προσόντα του Κανονισμού 20) με βάση τα παρακάτω κριτήρια ως εξής”.  Και τα κριτήρια είναι οι εκθέσεις ικανότητας και οι γραπτές εξετάσεις. Δεν περιλαμβάνονται σε αυτά τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Ο Κανονισμός 21 καθορίζει μέθοδο βαθμολογίας με βάση αυτά τα κριτήρια. Για τις εκθέσεις ικανότητας 50 βαθμοί και για τις γραπτές εξετάσεις άλλοι 50, ως μέγιστο όριο. Η βαθμολογία με βάση τα πιο πάνω κριτήρια προστίθεται, το άθροισμα συνιστά την τελική βαθμολογία και οι αξιολογούμενοι κατατάσσονται σε πίνακα με βάση τη σειρά της τελικής βαθμολογίας τους.  Η οποία και καθορίζει τους διορισθησόμενους.

5.  Το συμπέρασμα είναι ότι δεν προκύπτει πως, αντίθετα προς όσα κατ’ αρχήν υποδηλώνει το γεγονός ότι η συζητούμενη πρόνοια [*887]συνιστά επιφύλαξη, εδώ έχουμε πρόθεση για πρόσδοση σε αυτή ευρύτερης σημασίας. Ο Κανονισμός 21 που την ακολουθεί, αναιρεί ευθέως αυτό το ενδεχόμενο.  Επιπλέον, τέτοια θεώρησή της θα ήταν ασυμβίβαστη προς το αυστηρό σύστημα βαθμολογίας που υιοθετείται. Η αντίληψη πως το κενό, που και οι εφεσίβλητοι αναγνώρισαν ότι θα υπήρχε, πληρώνεται με την πρόσδοση βαθμών για τις προφορικές συνεντεύξεις, πράγμα που έκαμε το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, δε βρίσκει έρεισμα στους Κανονισμούς.

6.  Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων πρόσθεσε στη βαθμολογία που  προκύπτει από τις εκθέσεις ικανότητας μέχρι 5 βαθμούς για τις συνεντεύξεις αλλά και για άλλα. Δηλαδή, την απόδοσή τους στις στρατιωτικές σχολές στις οποίες φοίτησαν, τη φύση της υπηρεσίας που εκτελούσαν από την ημέρα του διορισμού τους και τις τυχόν πειθαρχικές ποινές που τους επιβλήθηκαν ή τις εύφημες μνείες που τους απονεμήθηκαν. Κριτήριο για την κατάταξη των αξιολογουμένων μπορούσε να ήταν μόνο η βαθμολογία τους με γνώμονα τις εκθέσεις ικανότητας, όπως προβλέπουν οι Κανονισμοί. Όλα τα άλλα για τα οποία δόθηκαν μέχρι 5 μονάδες ήταν εξωγενή.

7.  Όλοι οι εφεσείοντες είχαν συγκεντρώσει μικρότερη βαθμολογία με βάση τις εκθέσεις ικανότητας από τους διορισθέντες. Συνεπώς καταλήγει να είναι άνευ σημασίας η κρίση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων ως προς τις επιπρόσθετες μονάδες. Οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να προαχθούν σε καμιά περίπτωση και η έφεσή τους πρέπει ν’ απορριφθεί. Ουσιαστικά η προσβολή των διορισμών με πρώτη βασική θέση ότι δε θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συνεντεύξεις και τα υπόλοιπα, απολήγει να έγινε χωρίς έννομο συμφέρον.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 24 Μαρτίου, 1993 (Προσφυγή Αρ. 1093/90, 1123/90, 47/91) με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να διορίσουν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού τα ενδιαφερόμενα μέρη.

[*888]Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες στην ΑΕ 1771.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες στην ΑΕ 1775.

Μ. Ευαγγέλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Σ. Οικονομίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Συνεκδικάστηκαν τρεις προσφυγές κατά του κύρους των διορισμών 19 Ανθυπολοχαγών, πρωτοδίκως απορρίφθηκαν και ακούσαμε μαζί τις δύο εφέσεις που ασκήθηκαν. Δεν είχαν προσβάλει όλοι οι εφεσείοντες όλους τους διορισμούς αλλά δεν θα χρειαστεί να ξεχωρίσουμε από αυτή την άποψη. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες στην Α.Ε. 1775 προσέβαλαν το κύρος όλων των διορισμών.

Οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπηρετούσαν ως Μόνιμοι Υπαξιωματικοί και οι διορισμοί έγιναν κατ’ επίκληση του μέρους VII των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90), όπως αυτοί ίσχυαν τότε, δηλαδή το 1990. Συστάθηκε Συμβούλιο Αξιολογήσεων, έγινε αριθμητική αποτίμηση κριτηρίων και οι αξιολογηθέντες κατατάχθηκαν σε πίνακα με βάση τη σειρά της τελικής βαθμολογίας τους. Ο πίνακας υποβλήθηκε στον Υπουργό Αμυνας και το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο ανήκει η αρμοδιότητα για διορισμό δυνάμει του άρθρου 8(1) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 1990 Ν. 33/90, με βάση την πρόταση του Υπουργού, διόρισε τους 19 πρώτους στον πίνακα.

Κατά τον Κανονισμό 4 οι Αξιωματικοί προέρχονται, μεταξύ άλλων, από πρόσωπα τα οποία διορίζονται από την τάξη των Υπαξιωματικών, δυνάμει των προνοιών του μέρους VII. Αυτή η ρύθμιση αποκλείει την ανέλιξη των Υπαξιωματικών σε Αξιωματικούς διά προαγωγής, και το πρώτο επιχείρημα αφορά στην εναρμόνισή της προς το νόμο.  Κρίθηκε πρωτοδίκως πως η άποψη ότι οι Κανονισμοί είναι ultra vires είναι αβάσιμη και ο πρώτος, κατά λογική σειρά, λόγος έφεσης αφορά σε αυτό το θέμα.  [*889]Υποστηρίχθηκε με αναφορά στο άρθρο 11 του νόμου, σύμφωνα με το οποίο “οι προαγωγές των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών γίνονται από τον Υπουργό σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται με κανονισμούς που εκδίδονται με βάση τον παρόντα νόμο”. Κατά την εισήγηση, αφού ο νόμος αναφέρεται σε προαγωγές, ήταν καθ’ υπέρβαση εξουσιοδότησης που οι Κανονισμοί κατέστησαν τη θέση ως διορισμού μόνο.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν στα κριτήρια που οδήγησαν στην κατάταξη, βάσει της οποίας διενεργήθηκαν οι διορισμοί.

Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων υπέβαλε τους αξιολογηθέντες σε προφορική συνέντευξη και τους έδωσε μονάδες ανάλογα με την κρίση της ως προς την απόδοσή τους.  Είναι ο πρώτος ισχυρισμός των εφεσειόντων πως δεν ήταν επιτρεπτή η διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων ή η χρησιμοποίηση του αποτελέσματός τους ως κριτηρίου για σκοπούς κατάταξης. Επίσης αναπτύχθηκαν επιχειρήματα σε σχέση με την αριθμοποίηση που έγινε ως μεθόδου αποτίμησης της απόδοσης στις συνεντεύξεις αλλά και άλλων στοιχείων, εξωγενών όπως υποστηρίχθηκε. Απορρίφθηκαν πρωτοδίκως οι ισχυρισμοί των αιτητών και συζητήθηκε ενώπιόν μας σε έκταση το νόημα και η εμβέλεια κυρίως των Κανονισμών 20 και 21. 

Το τελευταίο θέμα που εγέρθηκε αφορά στα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου Μιχ. Γρηγορίου. Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά και στον Π. Απλητζιώτη, αλλά οι εφεσείοντες που έθεσαν το θέμα, είχαν αποσύρει την προσφυγή εναντίον του.  Ο Μ. Γρηγορίου αποφοίτησε από αναγνωρισμένη σχολή μέσης εκπαίδευσης το 1983, δηλαδή κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, και υποστηρίζουν οι εφεσείοντες στην έφεση 1771 πως για να εδικαιούτο σε αξιολόγηση θα έπρεπε να κατείχε το προσόν κατά την πρόσληψή του στο στρατό. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αφού έκρινε πως αρκούσε αποφοίτηση κατά τον χρόνο της αξιολόγησης. 

Το άρθρο 11 του νόμου αναφέρεται σε “προαγωγές των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών” αλλά είναι άσχετο προς την μέθοδο πλήρωσης των θέσεων αυτών. Όταν προβλέπει πως οι προαγωγές των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών γίνονται από τον Υπουργό, σαφώς αναφέρεται στις προαγωγές στους διάφορους βαθμούς Αξιωματικών [βλ. άρθρο 5(1)] και Υπαξιωματικών [βλ. άρθρο 5(2)] και όχι σε μεταπήδηση των μεν στην τάξη των δε.  Το άρθρο 8(1) του νόμου αναφέρεται ρητά σε διο[*890]ρισμό των Αξιωματικών και Υπαξιωματικών και, το σημαντικότερο, αναθέτει την εξουσία γι’ αυτό, όχι στον Υπουργό αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Επίσης σε διορισμό Υπαξιωματικού που προέρχεται από την τάξη των Υπαξιωματικών αναφέρεται και το άρθρο 9(1) του νόμου.  Η άποψη πως οι κανονισμοί είναι ultra vires για τον λόγο που εξειδικεύθηκε είναι λανθασμένη.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(β) για να δικαιούται Υπαξιωματικός σε αξιολόγηση θα πρέπει “να είναι απόφοιτος αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης”.  Τίποτε δεν παραπέμπει στον χρόνο πρόσληψης στον στρατό. Ο Κανονισμός σαφώς αναφέρεται στον χρόνο της αξιολόγησης. Συμφωνούμε και επ΄ αυτού με την πρωτόδικη απόφαση.

Ο Κανονισμός 20 καθορίζει τα προσόντα που απαιτούνται για να δικαιούται Υπαξιωματικός σε αξιολόγηση προς εντοπισμό κατάλληλων για διορισμό σε Ανθυπολοχαγούς. Περιλαμβάνεται σε αυτά και η επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις από τις οποίες όμως, με την επιφύλαξη στην σχετική παράγραφο (ε), εξαιρούνται οι Υπαξιωματικοί (όπως οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα) που υπηρετούσαν πριν από την έναρξη της ισχύος των Κανονισμών. Αυτοί οι Υπαξιωματικοί, σύμφωνα με την ίδια επιφύλαξη, “υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, τα αποτελέσματα της οποίας λαμβάνονται δεόντως υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης”. Ενώ, λοιπόν, είναι λανθασμένη η αντίληψη των εφεσειόντων πως δεν ήταν επιτρεπτή η διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων στην περίπτωση, εγείρεται θεμελιακό ζήτημα αναφορικά με τη σημασία και την επενέργειά τους.  Ειδικά, αν η επιτυχία σε αυτές συνιστά μόνο απαιτούμενο προσόν, σε αντικατάσταση στην περίπτωση της επιτυχίας σε γραπτές εξετάσεις ή αν προβλέπεται να αποτελεί κριτήριο για την τελική κατάταξη των Υπαξιωματικών που δικαιούνται σε αξιολόγηση.

Ανέκαθεν ίσχυσαν συγκεκριμένοι κανόνες σε σχέση με την εμβέλεια των επιφυλάξεων (provisos).  Εχουμε υπόψη μας την ανάλυση του θέματος στους Odgers Construction of Deeds and Statutes, 5η έκδοση, σελ. 317 κ.επ., Craies on Statute Law, 5η έκδοση, σελ. 218 κ.επ., Maxwell on Interpretation, 12η έκδοση, σελ. 189, κ.επ., Bennion Statutory Interpretation, 2η έκδοση, σελ. 492 κ.επ. και τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Lefcos Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, Republic v. Panagiotis Katsaras and Others (1976) 3 C.L.R. 169, PASYDY and Others v. The Municipality of Nicosia [*891](1978) 3 C.L.R. 117 και HadjiLoizou v. Impr. Board Ay. Dhometios (1987) 3 C.L.R. 646.

Η επιφύλαξη αποτελεί συνήθη μέθοδο εξαίρεσης από την εμβέλεια της βασικής νομοθετικής διάταξης προς την οποία συναρτάται ή περιορισμού της έκτασης εφαρμογής της. Σε τέτοια περίπτωση ερμηνεύεται με αναφορά στη βασική νομοθετική διάταξη στην οποία υπόκειται, δεν την επεκτείνει, και δεν θεωρείται ότι αποβλέπει στη θέσπιση ιδιαίτερου αυτοτελούς κανόνα δικαίου.

Εντούτοις, αποτελεί τμήμα του σύνολου νομοθετήματος και, ανεξάρτητα από το νομοτεχνικά αδόκιμο της χρήσης της επιφύλαξης για τέτοιο σκοπό, δεν αποκλείεται η θέσπιση δι’ αυτής ιδιαίτερου κανόνα δικαίου που να υπερβαίνει την εμβέλεια της βασικής διάταξης.  Φτάνει αυτό να προκύπτει καθαρά ως η πρόθεση του νομοθέτη, όπως αυτή μπορεί να διακριβωθεί από το περιεχόμενο της επιφύλαξης, σε συνδυασμό βέβαια και προς το υπόλοιπο άρθρο αλλά και το σύνολο του νόμου. Οι υποθέσεις PASYDY and Others v. The Municipality of Nicosia και HadjiLoizou v. Impr. Board Ay. Dhometios ανωτέρω, αφορούν σε παραδείγματα θέσπισης τέτοιων αυτοτελών νομοθετικών διατάξεων με την μέθοδο της επιφύλαξης.

Η βασική πρόνοια του Κανονισμού 20 είναι σαφής. Ορίζει τα προσόντα που απαιτούνται για να δικαιούται Υπαξιωματικός αξιολόγησης. Όταν, λοιπόν, σύμφωνα με την επιφύλαξη, από τις εξετάσεις αυτές (η επιτυχία στις οποίες είναι ένα από τα προσόντα) εξαιρούνται οι ήδη υπηρετούντες Υπαξιωματικοί “οι οποίοι όμως υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων”, το νόημα είναι πως η επιτυχία στην προσωπική συνέντευξη, υποκαθιστά στην περίπτωση την επιτυχία στις γραπτές εξετάσεις.  Ως προσόν δηλαδή.

Η επιφύλαξη, όμως, δεν σταματά εκεί.  Προνοεί: “.... υπόκεινται σε προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, τα αποτελέσματα της οποίας λαμβάνονται δεόντως υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης”.  Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, φαίνεται να σκοπήθηκε πρόσδοση στις προφορικές συνεντεύξεις περαιτέρω σημασίας, που θα αφορά στην ίδια την αξιολόγηση.

Ακολουθεί όμως ο Κανονισμός 21 στον οποίο προσδιορίζονται ρητά και περιοριστικά τα κριτήρια αξιολόγησης.  Αρχίζει ο Κανονισμός 21 ως εξής:  “Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων αξιολογεί τους δικαιουμένους σε αξιολόγηση Υπαξιωματικούς (όλους δη[*892]λαδή που πληρούν τα προσόντα του Κανονισμού 20) με βάση τα παρακάτω κριτήρια ως εξής”. Και τα κριτήρια είναι οι εκθέσεις ικανότητας και οι γραπτές εξετάσεις. Δεν περιλαμβάνονται σε αυτά τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Ο Κανονισμός 21 καθορίζει μέθοδο βαθμολογίας με βάση αυτά τα κριτήρια. Για τις εκθέσεις ικανότητας 50 βαθμοί και για τις γραπτές εξετάσεις άλλοι 50, ως μέγιστο όριο.  Η βαθμολογία με βάση τα πιο πάνω κριτήρια προστίθεται, το άθροισμα συνιστά την τελική βαθμολογία και οι αξιολογούμενοι κατατάσσονται σε πίνακα με βάση τη σειρά της τελικής βαθμολογίας τους. Η οποία και καθορίζει τους διορισθησόμενους.

Αγόμεθα στο ακόλουθο συμπέρασμα. Δεν προκύπτει πως, αντίθετα προς όσα  κατ’ αρχήν υποδηλώνει το γεγονός ότι η συζητούμενη πρόνοια συνιστά επιφύλαξη, εδώ έχουμε πρόθεση για πρόσδοση σε αυτή ευρύτερης σημασίας. Ο Κανονισμός 21 που την ακολουθεί, αναιρεί ευθέως αυτό το ενδεχόμενο. Επιπλέον, τέτοια θεώρησή της θα ήταν ασυμβίβαστη προς το αυστηρό σύστημα βαθμολογίας που υιοθετείται. Η αντίληψη πως το κενό, που και οι εφεσίβλητοι αναγνώρισαν ότι θα υπήρχε, πληρώνεται με την πρόσδοση βαθμών για τις προφορικές συνεντεύξεις,  πράγμα που έκαμε το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, δεν βρίσκει έρεισμα στους Κανονισμούς. Υποβλήθηκε η εισήγηση πως αφού, όπως προβλέπεται στην επιφύλαξη, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης, το Συμβούλιο Αξιολογήσεων μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποφασίζει πόσοι βαθμοί θα αναλογούν σε αυτές. Αναφέρθηκε επ’ αυτού η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325. Η υπόθεση εκείνη διακρίνεται. Αφορούσε σε σύστημα βαθμολόγησης που δεν προβλεπόταν, αυτό καθ’ εαυτό, στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) αλλά εισάχθηκε διοικητικώς στο πλαίσιο, όπως κρίθηκε, της εξουσιοδότησης που σε εκείνη την περίπτωση παρεχόταν.  Τέτοια δυνατότητα στην παρούσα περίπτωση δεν θα εναρμονιζόταν προς το αυστηρό σύστημα βαθμολογίας που οι ίδιοι οι Κανονισμοί εκ των προτέρων καθορίζουν. Επίσης δεν θα μπορούσε να διαγνωσθεί πρόθεση να αναλογούν στις προφορικές συνεντεύξεις, ως υποκατάστατο των γραπτών εξετάσεων, οι 50 βαθμοί που καθορίζονται για τις δεύτερες.  Θα είχαμε σε τέτοια περίπτωση σταθερό γνώμονα αλλά αυτό θα σήμαινε πως σκοπήθηκε να είναι οι υποκειμενικές εντυπώσεις από τις προφορικές συνεντεύξεις ισοδύναμες προς τη βαθμολογία που αποδίδει η επίδοση και η απόδοση των αξιολογουμένων επί σειρά ετών, όπως τις αποτυπώνουν οι εκθέσεις ικανότητας.  Δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο, χωρίς ρητή [*893]διατύπωση, να αποδοθεί πρόθεση τέτοιας εξίσωσης.

Το Συμβούλιο Αξιολογήσεων πρόσθεσε στη βαθμολογία που  προκύπτει από τις εκθέσεις ικανότητας μέχρι 5 βαθμούς για τις συνεντεύξεις αλλά και για άλλα. Δηλαδή, την απόδοσή τους στις στρατιωτικές σχολές στις οποίες φοίτησαν, τη φύση της υπηρεσίας που εκτελούσαν από την ημέρα του διορισμού τους και τις τυχόν πειθαρχικές ποινές που τους επιβλήθηκαν ή τις εύφημες μνείες που τους απονεμήθηκαν.

Κριτήριο για την κατάταξη των αξιολογουμένων μπορούσε να ήταν μόνο η βαθμολογία τους με γνώμονα τις εκθέσεις ικανότητας, όπως προβλέπουν οι Κανονισμοί. Όλα τα άλλα για τα οποία δόθηκαν μέχρι 5 μονάδες ήταν εξωγενή. Στα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων έχουμε αναφερθεί. Για τα υπόλοιπα που λήφθηκαν υπόψη δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναφορά στους Κανονισμούς και η χρησιμοποίησή τους, στο πλαίσιο του προδιαγραφέντος συστήματος αξιολόγησης, δεν είχε έννομο έρεισμα.

Απομένει η αποτίμηση της σημασίας του λανθασμένου χειρισμού που έγινε. Δηλαδή η πράγματι επίδρασή του στην τελική κατάταξη των αξιολογηθέντων. Αυτή εξάγεται από την σύγκριση της βαθμολογίας τους με βάση τις εκθέσεις ικανότητας, σε σχέση με τις οποίες, ας σημειωθεί, δεν διατυπώθηκε παράπονο από κανένα.

Όλοι οι εφεσείοντες είχαν συγκεντρώσει μικρότερη βαθμολογία με βάση τις εκθέσεις ικανότητας από τους διορισθέντες. Συνεπώς καταλήγει να είναι άνευ σημασίας η κρίση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων ως προς τις επιπρόσθετες μονάδες. Οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να προαχθούν σε καμιά περίπτωση και η έφεσή τους πρέπει ν’ απορριφθεί. Ουσιαστικά η προσβολή των διορισμών με πρώτη βασική θέση ότι δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συνεντεύξεις και τα υπόλοιπα, απολήγει να έγινε χωρίς έννομο συμφέρον.

Οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο