Mαυρομμάτης Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910

(1998) 3 ΑΑΔ 910

[*910]28 Δεκεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2023)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Δικόγραφα — Ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας νόμου — Πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς στα δικόγραφα — Βάρος αποδείξεως.

Υπουργοί — Συντάξιμη υπηρεσία — Νομοθετικός ορισμός στο Άρθρο 2(β) του Ν. 49/80 — Έννοια του Υπουργού σύμφωνα με την ίδια διάταξη — Περιστάσεις εφαρμογής του Άρθρου στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 28.1 του Συντάγματος — Αρχή της ισότητας — Διασφαλίζεται ισότητα μόνο μεταξύ ομοίων περιπτώσεων — Περιστάσεις της διαφοροποίησης των περιπτώσεων στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Σκοπός της αιτιολόγησης — Συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου — Η ερμηνεία νομοθετικής διάταξης από το αποφασίζον όργανο δεν είνια αναγκαίο να αιτολογηθεί.

Ο εφεσείων προώθησε με την έφεση τη θέση του περί ακυρότητος της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να μην του χορηγήσει τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα Υπουργού, αν και ο εφεσείων είχε διατελέσει Συνομιλητής στις Διακοινωτικές Συνομιλίες.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*911]έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα. Το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου ανατρέπεται μόνο όταν καταδειχθεί τούτο και το βάρος της απόδειξης το φέρει ο ισχυριζόμενος την αντισυνταγματικότητα. Στην προσφυγή του ο εφεσείων δεν έθεσε ως λόγους ακύρωσης της διοικητικής απόφασης αντισυνταγματικότητα του Νόμου 49/80. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα.

2. Από την ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2(β) του Νόμου 49/80 προκύπτει ότι ο νόμος θέτει τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες σωρευτικά πρέπει να συντρέχουν, για την παραχώρηση σύνταξης Υπουργού. Δηλαδή, το πρόσωπο να διετέλεσε Υπουργός, να διορίσθηκε σε άλλο αξίωμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να έχει απολαβές και ωφελήματα Υπουργού. Στην περίπτωση του εφεσείοντα συντρέχουν μόνο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις. Δε συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση. Η μισθοδοσία του εφεσείοντα καθ’ όλο το χρόνο που κατείχε το “έτερο αξίωμα” του Συνομιλητή, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 25.11.82, περιορίζετο σε μισθοδοσία Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, θέση την οποία κατείχε μέχρι την αφυπηρέτησή του. Ο εφεσείων, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως Συνομιλητή, ευρίσκετο επ’ αδεία από την οργανική και μόνιμη θέση του Πρέσβεως-Γενικού Διευθυντή της Δημόσιας Υπηρεσίας. Ο νομοθετικός ορισμός της πιο πάνω ερμηνευτικής διάταξης απέκλεισε ρητά από τα ευεργετήματα του νόμου ακόμα και τον μόνιμο Υφυπουργό επειδή ήταν μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας, ακριβώς όπως και ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Συνομιλητής. Εφόσον ο εφεσείων διατηρούσε τη θέση του και είχε αποδοχές Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, δεν υπήρχε προοπτική διαφορετικής ενέργειας από το Υπουργικό Συμβούλιο.

    Ορθά κατά συνέπεια το Υπουργικό Συμβούλιο εφάρμοσε το Νόμο 49/80 στην περίπτωση του εφεσείοντα και καμιά πλάνη περί το νόμο, ως ο ισχυρισμός του, έχει εμφιλοχωρήσει στην επίδικη απόφαση.

3. Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ όμοιων περιπτώσεων. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης περιορίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις και δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου χωρούν εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ενυπαρχουσών διαφορετικών περιπτώσεων. Αποκλείεται η διά[*912]κριση των ομοιογενών ως και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου.

    Στην περίπτωση του εφεσείοντα σε σχέση με τις περιπτώσεις των δύο πρώην Συνομιλητών υπήρξε ειδοποιός διαφορά η οποία καθιστά αδύνατη την εξομείωσή τους.  Οι δύο πρώην Συνομιλητές πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου 49/80 σε αντίθεση με τον εφεσείοντα.  Είχαν διορισθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατείχαν προηγουμένως αξίωμα Υπουργού και τους απονεμήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο μισθοδοσία και ωφελήματα Υπουργού. Σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που ελάμβανε μισθοδοσία Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, ευρισκόμενος επ’ αδεία από τη Δημόσια Υπηρεσία.  Περαιτέρω, και το σημαντικότερο, οι δύο πρώην Συνομιλητές ήσαν ιδιώτες σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που κατείχε και διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του οργανική θέση της Δημόσιας Υπηρεσίας, θέση από την οποία τελικά, το 1992, αφυπηρέτησε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η νομοθεσία εξαιρεί το Μόνιμο Υφυπουργό ο οποίος κατείχε “μόνιμον νενομοθετημένην θέσιν εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν”. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ορθά εφάρμοσε τις πρόνοιες του νόμου.  Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας στην περίπτωση του εφεσείοντα

4. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται με επάρκεια ούτως ώστε αφ’ ενός ο διοικούμενος να γνωρίζει τους λόγους της απόρριψης του αιτήματός του και αφ’ ετέρου να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Είναι επίσης η θέση της νομολογίας ότι η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης είναι δυνατό να αναπληρωθεί ή συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας απόφασης κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση το θέμα ήταν αποκλειστικά νομικό και δεν είχε υποχρέωση το Υπουργικό Συμβούλιο να δώσει αιτιολογία για την εφαρμογή του νόμου. Η κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου ως προς την ερμηνεία νομοθετικής διάταξης, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογηθεί.

    Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιόν του όλα τα στοιχεία καθώς και την πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία ρητά αναφέρονται οι πρόνοιες του Νόμου 49/80, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε για την περίπτωση του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*913]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611,

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου κ.ά. ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Κanika Ηotels Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1997) 3 Α.Α.Δ. 15,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 11 Νοεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 732/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να απορρίψει αίτημά του, όπως η περίοδος κατά την οποία διετέλεσε στο αξίωμα του Συνομιλητή στις Διακοινωτικές Συνομιλίες εξομοιωθεί με το αξίωμα του Υπουργού για σκοπούς χορήγησης ωφελημάτων αφυπηρέτησης.

Α. Μάγος, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση αδελφού Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για ακύρωση της διοικητικής πράξης που εκδόθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και απέρριψε αίτημα του, όπως η περίοδος κατά την οποία διετέλεσε στο αξίωμα του Συνομιλητή στις Διακοινοτικές Συνομιλίες, εξομοιωθεί με το αξίωμα του Υπουργού για σκοπούς χορήγησης ωφελημάτων αφυπηρέτησης.

Ο εφεσείων υπηρέτησε στο δημόσιο από διάφορες θέσεις. Από [*914]1.9.58 μέχρι 30.6.70 κατείχε θέση Επαρχιακού Δικαστή. Από 1.7.70 πήρε σύνταξη. Παράλληλα, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, του απονεμήθηκε επιπρόσθετη συντάξιμη περίοδος 10 χρόνων στα πλαίσια του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Νόμου αρ. 42/76. Από 1.7.70 ο εφεσείων διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρέμεινε στο Υπουργείο μέχρι τις 15.6.72. Στη συνέχεια και από 20.7.72 μέχρι 8.12.75 προσλήφθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών και εκτέλεσε ειδικά καθήκοντα με αποδοχές και ωφελήματα Υπουργού. Γι’ αυτές τις δύο περιόδους ο εφεσείων λαμβάνει σύνταξη Υπουργού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 49/80.

Αμέσως μετά τη λήξη της θητείας του ως Συμβούλου στο Υπουργείο Εξωτερικών ο εφεσείων διορίστηκε με σύμβαση σε θέση Πρέσβη από 9.12.75 μέχρι την 1.9.77 οπότε και μονιμοποιήθηκε σε οργανική πλέον θέση. Στη θέση του Πρέσβη υπηρέτησε μέχρι την αφυπηρέτησή του από τη Δημόσια Υπηρεσία στις 30.6.92. Εν τω μεταξύ στις 15.2.82 με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών ο εφεσείων ασκούσε καθήκοντα Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών. Από 27.4.82 ο εφεσείων διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο πολιτικό αξίωμα του Συνομιλητή στις Διακοινοτικές Συνομιλίες. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του υπ’ αριθμό 22.471 ημερομηνίας 25.11.82 αποφάσισε ότι ο εφεσείων θα βρίσκεται με άδεια από τη θέση του σαν Πρέσβης-Γενικός Διευθυντής για όσο χρόνο θα εκτελούσε χρέη Συνομιλητή.  Παράλληλα, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, αναφορικά με τη μισθοδοσία του “να λαμβάνη τας ίδιας απολαβάς και απολαμβάνει των ίδιων δικαιωμάτων και ωφελημάτων της θέσεως του Γενικού Διευθυντού.”.

Ο εφεσείων μετά τη συνταξιοδότησή του, με επιστολή του ημερομηνίας 10.9.92, ζήτησε όπως η περίοδος κατά την οποία διετέλεσε Συνομιλητής, καταλογισθεί ως θέση Υπουργού με τα ανάλογα συνταξιοδοτικά ωφελήματα.

Το Υπουργείο Οικονομικών, προς το οποίο απευθύνετο με την επιστολή του ο εφεσείων, ζήτησε την επί του θέματος γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, με επιστολή του ημερ. 10.1.93. Ο Γενικός Εισαγγελέας στη γνωμάτευση του, που φαίνεται σε επιστολή του προς το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημοσίας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερ. 9.2.93, πήρε θετική στάση απέναντι στο αίτημα του εφεσείοντα, βασικά εκ λόγων ίσης μεταχείρισης.  Παρατήρησε σχετικά ότι η συνταγματική αρχή της ισότητας “επι[*915]βάλλει να συνταξιοδοτηθεί η υπηρεσία του κ. Α. Μαυρομμάτη στο αξίωμα του Συνομιλητή στις Διακοινοτικές Συνομιλίες ως ισότιμη με υπηρεσία Υπουργού όπως φαίνεται να έγινε στις περιπτώσεις των κ.κ. Γ. Ιωαννίδη και Τ. Παπαδόπουλου, ανεξαρτήτως του ότι, λόγω της τότε υπηρεσιακής του κατάστασης, ο κ. Μαυρομμάτης δεν ελάμβανε κατά το διάστημα εκείνο απολαβές Υπουργού.”.

Το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ’ αριθμό 39.532 απόφασή του, ημερ. 23.6.93, απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντα.  Η απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου επικυρώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσείων προβάλλει με την ειδοποίηση έφεσης δέκα λόγους.  Οι πλείστοι αναφέρονται στη διοικητική αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία θεμελιώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.  Οι λόγοι έφεσης 8 και 9 αναφέρονται στην ανυπαρξία αιτιολογίας στη διοικητική απόφαση και την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τον εφεσείοντα, να επιληφθεί του θέματος αυτού.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την προσφυγή του ο αιτητής (εφεσείων) δεν προσέβαλε το Νόμο 49/80 ως αντισυνταγματικό και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να το εξετάσει.  Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την εξουσία αυταπάγγελτα να ελέγχει τη συνταγματικότητα οιουδήποτε νόμου, ανεξάρτητα αν προσβάλλεται στην προσφυγή ή όχι.

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή.  Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862. Το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου ανατρέπεται μόνο όταν καταδειχθεί τούτο και το βάρος της απόδειξης το φέρει ο ισχυριζόμενος την αντισυνταγματικότητα. Στην προσφυγή του ο εφεσείων δεν έθεσε ως λόγους ακύρωσης της διοικητικής απόφασης αντισυνταγματικότητα του Νόμου 49/80. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα.

Δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δι[*916]καστήριο “κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζει οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή του νόμου ή ......”.

Είναι η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 2(β) του Νόμου 49/80.  Ορθά ερμηνευόμενο, κατά το συνήγορο, το πιο πάνω εδάφιο του άρθρου, δεν αποκλείει το δικαίωμα του εφεσείοντα να απαιτήσει σύνταξη Υπουργού για την περίοδο που άσκησε τα καθήκοντα του Συνομιλητή στις Διακοινοτικές Συνομιλίες. Τη θέση αυτή την προβάλλει με τον ισχυρισμό ότι η μισθοδοσία του Γενικού Διευθυντή ήταν ψηλότερη της μισθοδοσίας του Υπουργού.  Ισχυρίζεται ότι η θέση του Συνομηλιτή, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών καθηκόντων και των πρόσθετων πλεονεκτημάτων που απελάμβανε εξομοιώνεται με αυτή του Υπουργού.

Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2(β) του Νόμου 49/80 έχει ως εξής:-

“«συντάξιμος υπηρεσία» σημαίνει-

(α)   ...............................................................................................

     ...............................................................................................

(β)   εν σχέσει προς τον Υπουργόν την άσκησιν του αξιώματος του Υπουργού διά συνεχή ή διακεκομμένην περίοδον ουχί ολιγωτέραν των τριάκοντα συμπεπληρωμένων μηνών και περιλαμβάνει  περίοδον καθ’ ην πρόσωπον διατέλεσαν ως Υπουργός ήσκησε καθ’ οιονδήποτε χρόνον έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας με απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού.

(γ)   ...............................................................................................

     .............................................................................................

«Υπουργός» περιλαμβάνει και Υφυπουργόν καθώς και πρόσωπον το οποίον, διατελέσαν ως Υπουργός, ασκεί κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας και το οποίον έχει απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού, αλλά δεν περιλαμβάνει Υφυπουργόν όστις κατέχει [*917]μόνιμον νενομοθετημένην θέσιν εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν.”.

Από την ερμηνευτική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο νόμος θέτει τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες σωρευτικά πρέπει να συντρέχουν, για την παραχώρηση σύνταξης Υπουργού. Το πρόσωπο να διετέλεσε Υπουργός, να διορίσθηκε σε άλλο αξίωμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να έχει απολαβές και ωφελήματα Υπουργού. Στην περίπτωση του εφεσείοντα συντρέχουν μόνο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις. Δεν συντρέχει η τρίτη προϋπόθεση. Η μισθοδοσία του εφεσείοντα καθ’ όλο το χρόνο που κατείχε το “έτερο αξίωμα” του Συνομιλητή, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 25.11.82, περιορίζετο σε μισθοδοσία Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, θέση την οποία κατείχε μέχρι την αφυπηρέτησή του.  Ο εφεσείων, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως Συνομιλητή, ευρίσκετο επ’ αδεία από την οργανική και μόνιμη θέση του Πρέσβεως-Γενικού Διευθυντή της Δημόσιας Υπηρεσίας. Ο πιο πάνω νομοθετικός ορισμός απέκλεισε ρητά από τα ευεργετήματα του νόμου ακόμα και τον μόνιμο Υφυπουργό επειδή ήταν μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας, ακριβώς όπως και ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Συνομιλητής. Εφόσον ο εφεσείων διατηρούσε τη θέση του και είχε αποδοχές Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, δεν υπήρχε προοπτική διαφορετικής ενέργειας από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ορθά κατά συνέπεια το Υπουργικό Συμβούλιο εφάρμοσε το Νόμο 49/80 στην περίπτωση του εφεσείοντα και καμιά πλάνη περί το νόμο, ως ο ισχυρισμός του, έχει εμφιλοχωρήσει στην επίδικη απόφαση.

Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης που διακυρήττεται και διασφαλίζεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος και συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος του. Είναι ο ισχυρισμός του ότι στους δύο προηγούμενους προκατόχους της θέσης του Συνομιλητή, του αείμνηστου Γ. Ιωαννίδη και του Τ. Παπαδόπουλου, έχουν αποδοθεί συνταξιοδοτικά ωφελήματα Υπουργού. Αυτό κατά τον ισχυρισμό του αποτελεί δυσμενή διάκριση έναντί του ανεπίτρεπτη και έτσι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.

Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ισότητας μεταξύ όμοιων περιπτώσεων. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης περιορίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις και δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου χωρούν εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ [*918]ενυπαρχουσών διαφορετικών περιπτώσεων. Αποκλείεται η διάκριση των ομοιογενών ως και η εξομοίωση των ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. (Βλέπε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, ΚΑΝΙΚΑ Ηotels Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1997) 3 A.A.Δ. 15).

Στην περίπτωση του εφεσείοντα σε σχέση με τις περιπτώσεις των δύο πρώην Συνομιλητών υπήρξε ειδοποιός διαφορά η οποία καθιστά αδύνατη την εξομείωσή τους. Οι δύο πρώην Συνομιλητές πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου 49/80 σε αντίθεση με τον εφεσείοντα. Είχαν διορισθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατείχαν προηγουμένως αξίωμα Υπουργού και τους απονεμήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο μισθοδοσία και ωφελήματα Υπουργού. Σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που ελάμβανε μισθοδοσία Πρέσβη-Γενικού Διευθυντή, ευρισκόμενος επ΄ αδεία από τη Δημόσια Υπηρεσία. Περαιτέρω, και το σημαντικότερο, οι δύο πρώην Συνομιλητές ήσαν ιδιώτες σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που κατείχε και διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του οργανική θέση της Δημόσιας Υπηρεσίας, θέση από την οποία τελικά, το 1992, αφυπηρέτησε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η νομοθεσία εξαιρεί το Μόνιμο Υφυπουργό ο οποίος κατείχε “μόνιμον νενομοθετημένην θέσιν εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν”. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ορθά εφάρμοσε τις πρόνοιες του νόμου.  Κατά συνέπεια, καταλήγουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας στην περίπτωση του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων προβάλλει επίσης ως λόγο έφεσης την έλλειψη αιτιολογίας στην επίδικη διοικητική απόφαση. Εισηγείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα, αντίθετα δε, έδωσε ιδίαν αιτιολογία η οποία δεν συμβαδίζει με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται με επάρκεια ούτως ώστε αφ’ ενός ο διοικούμενος να γνωρίζει τους λόγους της απόρριψης του αιτήματος του και αφ’ ετέρου να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Είναι επίσης η θέση της νομολογίας μας ότι η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης είναι δυνατό να αναπληρωθεί ή συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας απόφασης κρίνεται ανά[*919]λογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Βλέπε: Γ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589.)

Στην παρούσα υπόθεση το θέμα ήταν αποκλειστικά νομικό και δεν είχε υποχρέωση το Υπουργικό Συμβούλιο να δώσει αιτιολογία για την εφαρμογή του νόμου.  Η κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου ως προς την ερμηνεία νομοθετικής διάταξης δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογηθεί (Βλέπε: Πορίσματα του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185).  Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιόν του όλα τα στοιχεία καθώς και την πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία ρητά αναφέρονται οι πρόνοιες του Νόμου 49/80, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε για την περίπτωση του εφεσείοντα.

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο