Νικολαΐδου Ζωή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 7

(1999) 3 ΑΑΔ 7

[*7]19 Ιανουαρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΖΩΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η Αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2148)

 

Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 1980 (Ν. 41/80) — Άρθρο 61(1) — Περιορίζει την καταβολή μόνο της μεγαλύτερης δικαιούμενης παροχής σε περίπτωση που πρόσωπο δικαιούται περισσότερες της μίας — Το άρθρο είναι αντισυνταγματικό — Παραβιάζει την αρχή της ισότητας του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος.

Συνταγματικό Δίκαιο — Αντισυνταγματικότητα Νόμου — Το Άρθρο 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) παραβιάζει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Σύνταξη γήρατος και σύνταξη χηρείας — Αποτελούν δικαιώματα που προκύπτουν από το νόμο και αποτελούν αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων — Δεν μπορούν να παραμεριστούν μονομερώς με την κατάργηση ή περιορισμό των σχετικών διατάξεων του Νόμου.

Στην παρούσα έφεση τέθηκε ως λόγος ανατροπής της διοικητικής απόφασης, η αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν.41/80), δυνάμει του οποίου αποστερήθηκε στην εφεσείουσα σύνταξη χηρείας, ενόψει του γεγονότος ότι ήδη της χορηγείτο σύνταξη γήρατος.Το συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου αποκλείει την παροχή και των δύο συντάξεων σωρευτικά. Επιτρέπει μόνο την παροχή της υψηλότερης από αυτές.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, κηρύσσοντας αντισυνταγματικό το Άρθρο 61(1) του Ν. 41//80, αποφάσισε ότι:

[*8]1.           Η ισότητα, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, νοηματοδοτείται από την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως γνώμονα την ουσιαστική ομοιογένεια ή ανομοιογένεια ατόμων η πραγμάτων. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και η εξομοίωση των ανομοιογενών ή ετερογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Δε χωρεί, για τους σκοπούς της ισότητας, αριθμητική ισοπέδωση. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να είναι ουσιαστική, ώστε να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, εξισώνονται όλες οι χήρες, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους. Υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ χήρων που είναι δικαιούχοι σύνταξης γήρατος και χήρων που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη εντοπίζεται στη διάκριση, η οποία γίνεται μεταξύ των χήρων, για λόγους άσχετους προς την παροχή σύνταξης χηρείας, δηλαδή άσχετους προς το θάνατο του συζύγου. Το Άρθρο 61(1) πλήττει την αρχή της ισότητας και πρέπει να αποκηρυχθεί ως αντισυνταγματικό. Παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης από το νόμο, που αποτελεί πτυχή της ισοπολιτείας, που κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

2. Υπάρχει και μία άλλη διάσταση του θέματος που σχετίζεται με τις συνθήκες απόκτησης δικαιώματος για την παροχή σύνταξης γήρατος. Αυτή σχετίζεται με την αρχή, την οποία πραγματεύεται η Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, στην οποία αποφασίστηκε ότι δικαιώματα, τα οποία προκύπτουν από το νόμο και επακόλουθα, αποτελούν το αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων, δεν μπορεί να παραμεριστούν μονομερώς, με την κατάργηση ή τον περιορισμό των σχετικών διατάξεων του νόμου που αποτέλεσαν την πηγή του δικαιώματος.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294,

Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928,

Χριστοδουλίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780,

Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

ΡΙΚ ν. Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

[*9]Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611,

Kanika Hotels Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15,

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρυσοστομής, Δ.) που δόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου, 1995 (Προσφυγή Αρ. 552/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας να προσβάλει το Άρθρο 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) ως αντισυνταγματικό.

Αγ. Ξενοφώντος, για την Εφεσείουσα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Άρθρο 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, (Ν. 41/80), (ο «Νόμος»), προβλέπει:-

«61. - (1) Εάν πρόσωπόν τι, ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα εδικαιούτο συγχρόνως εις δύο ή πλείονας περιοδικώς καταβαλλομένας παροχάς δυνάμει του παρόντος Νόμου, δικαιούται να λαμβάνη μόνην την καθ’ ύψος μεγαλυτέραν των τοιούτων παροχών, εάν δε αι παροχαί είναι καταβλητέαι εις το αυτό ύψος την πρώτον χορηγηθείσαν παροχήν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το επίδομα ορφανίας, ως και σύνταξις αναπηρίας καταβαλλομένη συνεπεία επαγγελματικού ατυχήματος επισυμβάντος ή νόσου προκληθείσης προ της ορισθείσης ημερομηνίας, εξαιρουμένης τυχόν αυξήσεως αυτής δι’ εξαρτωμένους, καταβάλλεται ανεξαρτήτως της καταβολής ετέρας τινός περιοδικώς καταβαλλομένης παροχής.»

Η εφεσείουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα και έπαιρνε σύνταξη [*10]γήρατος για εννέα χρόνια πριν το θάνατο του συζύγου της, συμβάν που της παρείχε δικαίωμα σύνταξης χηρείας, όπως προβλέπει το Άρθρο 39 του Νόμου. Το δικαίωμα της αποστερήθηκε, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 61(1) του Νόμου, το οποίο αποκλείει την παροχή και των δύο συντάξεων σε χήρα, σύνταξη γήρατος και χηρείας. Δικαιούται μόνο σε μια από αυτές, τη ψηλότερη.

Δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν ορθή, στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων του Νόμου. Προσβάλλεται το ίδιο το σχετικό άρθρο του Νόμου - (61(1)) - ως αντισυνταγματικό. Αντίκειται, κατά την εφεσείουσα, προς τις πρόνοιες και είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου και δεσμεύει το νομοθέτη να μεταχειρίζεται ισομερώς τα υποκειμένα του δικαίου. Είναι η εισήγησή της ότι το Άρθρο 61(1) εξομοιώνει τις χήρες, ανεξάρτητα από τη θέση στην οποία βρίσκονται και τα ξεχωριστά δικαιώματά τους, ταύτιση η οποία προσκρούει στην αρχή της ισότητας. Υποβλήθηκε ότι η ανομοιογένεια μεταξύ των δικαιωμάτων χηρών καθιστά την εξομοίωση που επιχειρείται στο Άρθρο 61(1), ειδικά μεταξύ εκείνων που απολαμβάνουν σύνταξη γήρατος και εκείνων που δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα, αυθαίρετη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση. Έκρινε ότι:-

 

«Οι προσβαλλόμενες πρόνοιες πράγματι δεν δημιουργούν ανισότητα ή δυσμενή διάκριση μεταξύ των πολιτών, αλλά αφορούν μια ομοιογενή κατηγορία ατόμων που θα μπορούσαν, αν δεν υπήρχαν οι απαγορευτικές νομοθετικές διατάξεις, να λαμβάνουν δύο συντάξεις. Αυτές οι περιοριστικές νομοθετικές πρόνοιες εφαρμόζονται για όλα τα πρόσωπα αυτής της κατηγορίας και σ’ αυτή εμπίπτει και η αιτήτρια.

Η αιτήτρια συμπεριλήφθη σε ομοιογενή κατηγορία ατόμων και η διάκριση η οποία έγινε όσον αφορά τα δικαιώματα της, σκοπό έχει τον περιορισμό παροχής πέραν της μιας συντάξεως και η διάκριση αυτή είναι εύλογη. (βλ., μεταξύ άλλων Commercial Union Assurance (Cyprus) Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2199, Mikrommatis v. The Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125). Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες του άρθρου 61(1) του Ν. 41/80 δεν είναι αντισυνταγματικές.»

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η ρύθμιση, στην οποία προβαίνει το Άρθρο 61(1), είναι σύμφωνη με το βασικό σκοπό του Νόμου, που εστιάζεται στην εξασφάλιση ελάχιστου [*11]επιπέδου διαβίωσης στις χήρες. Η εισήγηση εξυπακούει ότι και οι δύο συντάξεις, η σύνταξη γήρατος και η σύνταξη χηρείας, έχουν τον ίδιο σκοπό. Η εφεσείουσα υποστήριξε το αντίθετο - ότι ο σκοπός των δύο συντάξεων είναι διάφορος και οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος για την καταβολή τους ανόμοιες.

Τα οικονομικά μέσα του δικαιούχου σύνταξης γήρατος ή χηρείας δεν αποτελούν κριτήριο για την παροχή εκατέρας από αυτές. Η σύνταξη γήρατος έχει ως παρονομαστή την ασφάλιση της εργασίας και κριτήριο για την παροχή και το ύψος της τις συνεισφορές του εργοδοτουμένου και την περίοδο ασφάλισής του. υπό την αίρεση πάντα του κατώτατου ορίου σύνταξης. Η σύνταξη χηρείας έχει ως αντικείμενο την εξασφάλιση της χήρας από την απώλεια του συζύγου της, με τον οποίο συζούσε ή από τον οποίο εξαρτάτο οικονομικώς. Διάφοροι είναι οι σκοποί των δύο συντάξεων και διάφορες οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος για την καταβολή τους. Η σύνταξη γήρατος αποτελεί απόρροια της εργασίας, ενώ η σύνταξη χηρείας απόρροια της έγγαμης κατάστασης και εξάρτησης της συζύγου από το σύζυγο. Η παροχή των δύο συντάξεων δεν έχει κοινό παρονομαστή.

Η θέση της Δημοκρατίας - ότι τα ευεργετήματα, τα οποία παρέχονται από το Νόμο, έχουν κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση στους δικαιούχους ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης - δεν ευρίσκει έρεισμα στο Νόμο. Σκοπός του Νόμου είναι η παροχή ξεχωριστών συντάξεων ή ωφελημάτων, προς αντιμετώπιση συγκυριών, δυσχερειών ή μειονεκτικότητας. Η σύνταξη γήρατος κτάται, δεν παρέχεται με μονομερή συνεισφορά του κράτους. Προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος αποτελεί η συνεισφορά του ασφαλισμένου και κριτήριο για το ύψος της σύνταξης τόσο η συνεισφορά όσο και η περίοδος ασφάλισης. Το επίπεδο της σύνταξης γήρατος ποικίλλει, ανάλογα με τις εισφορές του ασφαλισμένου και την περίοδο ασφάλισης της εργασίας. Η σύνταξη χηρείας έχει άλλο σκοπό - να ανακουφίσει τις χήρες από την απώλεια του συζύγου με τον οποίο συμβιούσαν και, συναφώς, την απώλεια  της συνεισφοράς του στην κοινή διαβίωση. Η ομοιόμορφη μεταχείριση των χηρών για τους σκοπούς του Άρθρου 61(1) απολήγει σε εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή των χηρών, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους.

Η ισότητα, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, νοηματοδοτείται από την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που έχει ως γνώμονα την ουσιαστική ομοιογένεια ή ανομοιογένεια ατόμων ή πραγμάτων. Αποκλείεται η διάκριση μεταξύ ομοιογενών [*12]υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και η εξομοίωση των ανομοιογενών ή ετερογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου - (βλ., μεταξύ άλλων Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294. Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941. Χριστοδουλίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780, Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, 129-133, ΡIK v. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, 192-193, Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611, Kanika Hotels Ltd. και άλλοι v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15).

Δε χωρεί, για τους σκοπούς της ισότητας, αριθμητική ισοπέδωση. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια, ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να είναι ουσιαστική, ώστε να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση, εξισώνονται όλες οι χήρες, ανεξάρτητα από τα δικαιώματά τους. Υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ χηρών που είναι δικαιούχοι σύνταξης γήρατος και χηρών που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη εντοπίζεται στη διάκριση, η οποία γίνεται μεταξύ των χηρών, για λόγους άσχετους προς την παροχή σύνταξης χηρείας, δηλαδή άσχετους προς το θάνατο του συζύγου. Το Άρθρο 61(1) πλήττει την αρχή της ισότητας και πρέπει να αποκηρυχθεί ως αντισυνταγματικό. Παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης από το νόμο, που αποτελεί πτυχή της ισοπολιτείας, που κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Υπάρχει και μία άλλη διάσταση του θέματος, που σχετίζεται με τις συνθήκες απόκτησης δικαιώματος για την παροχή σύνταξης γήρατος, την οποία θέλουμε να επισημάνουμε, χωρίς όμως να επεκταθούμε στις προεκτάσεις της. Αυτή σχετίζεται με την αρχή, την οποία πραγματεύεται η Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, στην οποία αποφασίστηκε ότι δικαιώματα, τα οποία προκύπτουν από το νόμο και επακόλουθα αποτελούν το αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων, δεν μπορεί να παραμεριστούν μονομερώς, με την κατάργηση ή τον περιορισμό των σχετικών διατάξεων του νόμου που αποτέλεσαν την πηγή του δικαιώματος.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο