Χατζηγεωργίου Χριστόδουλος Χ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23

(1999) 3 ΑΑΔ 23

[*23]29 Ιανουαρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Χ. ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2271)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Δημοσίευση — Εσφαλμένη δημοσίευση του σχεδίου υπηρεσίας — Ολοκλήρωση διαδικασίας αλλά μετέπειτα ανάκληση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. — Το ζήτημα επανεξετάστηκε στο τελικό στάδιο της απόφασης της Ε.Δ.Υ. αφού λήφθηκε υπόψη η ορθή πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας — Ορθά ενήργησε η Ε.Δ.Υ..

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Δημοσίευση κενής θέσης δυνάμει του Άρθρου 33(2) του Ν. 1/90 — Σφάλμα στη δημοσίευση αναφορικά με το προσόν πλεονέκτημα — Δεν περιόρισε τις υποψηφιότητες — Η παράβαση του τύπου κρίθηκε επουσιώδης.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Παράβαση ουσιώδους τύπου — Η παράβαση τύπου της διαδικασίας δεν επιφέρει ακύρωση της πράξης, εφόσον αυτός ήταν επουσιώδης — Κριτήριο αντικειμενικό — Συναρτάται με την επίδρασή του στη διοικητική απόφαση — Ακόμα και παρεκκλίσεις από ουσιώδη τύπο δεν οδηγούν σε ακύρωση όταν ο αιτητής είχε με ενέργειά του εξουδετερώσει τις επιζήμιες συνέπειες.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί — Συμμετοχή Διευθυντή στις συνεντεύξεις και αποτίμηση από τον ίδιο της απόδοσής τους σε αυτές — Νομικά παραδεκτή και επωφελής ενόψει των γνώσεών του — Οι αξιολογήσεις του όμως δεν αποτελούν αυτοτελές στοιχείο κρίσης — Ορθά λήφθηκε υπόψη σε επανεξέταση που ακολούθησε μετά από ανάκληση της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ..

[*24]Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Η διαταγή ως προς τα έξοδα επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου — Τάση για επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή — Η απόφαση ως προς τα έξοδα δύναται να ανατραπεί κατ’ έφεση μόνο αν είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.

Με την παρούσα έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του εφεσείοντος της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να διορίσει στη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί του ιδίου, είχε απορριφθεί

Η διαδικασία αποτελούσε επανεξέταση μετά από ανάκτηση της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία αποφασίστηκε μετά τη διαπίστωση σφάλματος στη δημοσίευση, που αφορούσε στην πρόνοια περί προσόντος πλεονεκτήματος στο σχέδιο υπηρεσίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:.

1. Στην προκείμενη περίπτωση, ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Σκοπός της ανάκλησης ήταν η αποκάθαρση του νομικού βάθρου από οποιαδήποτε πλάνη, σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς το πρόσθετο προσόν. Το κενό, το οποίο άφησε (η ανάκληση), πληρώθηκε με την απόφαση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.

2. H νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολουθώντας στο προκείμενο τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, διακρίνει τις παρεκκλίσεις από τους προβλεπόμενους τύπους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις.

    Στην προκείμενη περίπτωση, η ατέλεια αφορούσε τον τύπο της δημοσίευσης, ο οποίος ήταν ελλειπής αναφορικά με τα στοιχεία του πρόσθετου προσόντος. Το σφάλμα δεν περιόρισε τις υποψηφιότητες και δεν μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στη ληφθείσα απόφαση, εφόσον έγινε αντιληπτό και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας άντλησε σωστή καθοδήγηση ως προς τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας. Διακρίνεται ο τύπος από τους όρους του νόμου για τη στοιχειοθέτηση πράξης ή ενέργειας. Διαστέλλονται οι θεμελιωτικοί όροι από τους τύπους που θέτει ο νόμος.

   Και παρεκκλίσεις από ουσιώδη τύπο χάνουν τον ανατρεπτικό τους χαρακτήρα, όταν ο παραπονούμενος, με δική του ενέργεια, [*25]εξουδετερώνει τις επιζήμιες συνέπειες της παράλειψης.

    Και στην προκείμενη περίπτωση, η παρέκκλιση από τον τύπο δεν έιχε οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις για τον εφεσείοντα. Υπέβαλε την υποψηφιότητά του, ανταποκρινόμενος στην προκήρυξη της θέσης, και αυτή αξιολογήθηκε υπό το φως των ακριβών προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας.

3. Οι απόψεις του Διευθυντή, στις οποίες αναφέρεται ο τέταρτος λόγος έφεσης, είναι η κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη. Συμπλέκεται και αυτός ο λόγος με τους άλλους τρεις, στο ότι η πράξη έπρεπε να εξαφανιστεί στην ολότητά της, περιλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών πράξεων. Κατά δεύτερο λόγο, υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνετεύξεις δεν προβλέπεται στο Άρθρο 33(6) του Ν. 1/90 και για το λόγο αυτό, προσβάλλεται ως παράνομη.

    Η ανάκληση της απόφασης δε συνεπαγόταν και εξαφάνιση των στοιχείων, τα οποία υφίσταντο όταν λήφθηκε. Ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να επιστρωθεί το έδαφος για τη θεώρηση των ενώπιόν της στοχείων των υποψηφίων, σε σχέση με το πρόσθετο προσόν, κάτω από τα παραδεκτά γεγονότα. Δε σημειώθηκε οποιαδήποτε μεταβολή στη σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να δικαιολογείται η διαγραφή της αξιολόγησης τωνυποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και ο αποκλεισμός του ως εξωγενές στοιχείο.

    Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα - ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αποτίμηση και από τον ίδιο της απόδοσής τους ήταν απαράδεκτη. Στη διεκπεραίωση του έργου του και όλως ιδιαίτερα, στη διερεύνση των γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών του, το αρμόδιο διοικητικό σώμα έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η προσεπίκληση του Διευθυντή να συμμετάσχει στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ήταν νομικά παραδεκτή και, εκ των πραγμάτων, επωφελής, ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του, ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Νοείται πάντα, ότι οι αξιολογήσεις δεν αποτελούν αυτοτελές στοιχείο κρίσης.

4. Το ίδιο το Σύνταγμα, στο Άρθρο 135, παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ρυθμίζει με διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, και τα «δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας». Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας, εκδόθηκε και ο Κα[*26]νόντας 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος ορίζει ότι: “Τα δικαστικά έξοδα οιασδήποτε διαδικασίας θα επαφίενται εις την κρίσιν του Δικαστηρίου». Η επιδίκαση εξόδων, όντως, αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

    Στις πολιτικές υποθέσεις τα έξοδα ακολουθούν, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα. Στην αναθερωρητική δίκη, τα έξοδα αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

    Τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης απασχόλησαν την Ολομέλεια σε δύο πρόσφατες αποφάσεις Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 43 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85. Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Όπως προκύπτει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, μεγαλύτερη επίδραση και στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική.

    Εφόσον τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163,

Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

Alvanis v. CY.T.A. (1985) 3 C.L.R. 2695,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443,

Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057,

Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,

Ieronymides and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2424,

Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3234,

Ιακωβίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

[*27]Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (1997) 1 Α.Α.Δ. 724,

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Frangos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53,

Booksellers Association v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1171,

Nakis Bonded Warehouse v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1179,

Papadopoulos v. Municipality of Nicosia (1986) 3 C.L.R. 2046,

Ioannou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 2543,

Μιχαήλ ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1756,

Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 4 Μαρτίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 334/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Αντικείμενο της έφεσης είναι απόφαση του  Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτογενούς του δικαιοδο[*28]σίας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, για την πλήρωση δύο θέσεων Γεωλογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης, θέση πρώτου διορισμού, στο Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης. Ο εφεσείων πρόσβαλε μόνο το διορισμό ενός των διορισθέντων.

Αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, κυρίως λόγω της παράλειψης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά την ανάκληση προηγούμενης απόφασης με το ίδιο περιεχόμενο, να επαναπροκηρύξει τη θέση και να θέσει εκ νέου σε κίνηση το μηχανισμό προς πλήρωσή της. Η πρώτη απόφαση ανακλήθηκε, διότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας λειτούργησε κάτω από εσφαλμένα δεδομένα ως προς το πρόσθετο προσόν, που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας. Το σφάλμα προέκυψε από τον ατελή προσδιορισμό του πρόσθετου προσόντος κατά την προκήρυξη της θέσης. Η δημοσίευση πρόβλεπε, κάτω από την επικεφαλίδα «Απαιτούμενα προσόντα:», «(4) Μεταπτυχιακό προσόν ή/και προηγούμενη σχετική πείρα θα θεωρηθεί πλεονέκτημα», ενώ το Σχέδιο Υπηρεσίας, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε: «Μεταπτυχιακό προσόν ή/και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα».

Η διαδικασία επιλογής ολοκληρώθηκε και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέβη στην επιλογή δύο από τους υποψήφιους, εκείνους που έκρινε υπέρτερους, ενώ τελούσε κάτω από πλάνη ως προς τις ακριβείς πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε σχέση με το πρόσθετο προσόν. Εναντίον της απόφασης εκείνης, ο εφεσείων άσκησε προσφυγή, την 519/93, την οποία αργότερα απέσυρε. Το λάθος διαπιστώθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία πήρε τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα και ανακάλεσε την απόφαση. Επανεξέτασε την πλήρωση των δύο θέσεων, υπό το πλέγμα των γεγονότων που είχαν τεθεί και προκύψει ενώπιόν της κατά την πρώτη εξέταση - (υπηρεσιακά στοιχεία, έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής και κρίση των αποτελεσμάτων των συνεντεύξεων), απαλλαγμένη από το σφάλμα ως προς το πρόσθετο προσόν, κάτω από το οποίο λειτούργησε στη λήψη της ανακληθείσας απόφασης.

Καθοδηγούμενη από το σύνολο των ενώπιόν της στοιχείων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας εξέδωσε τη νέα απόφαση, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το σφάλμα στη δημοσίευση ήταν επουσιώδες και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε οποιεσδήποτε [*29]δυσμενείς συνέπειες για τον προσφεύγοντα ή την αξιολόγηση της υποψηφιότητάς του. Το γεγονός αυτό, όπως συνάγεται από την απόφαση, του αποστέρησε και οποιοδήποτε έρεισμα να την προσβάλει, λόγω του σφάλματος στη δημοσίευση.

Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση,  με σημείο αναφοράς τις συνέπειες  της ανάκλησης και το κατ’ ισχυρισμό πλημμελές της διαδικασίας που ακολούθησε. Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι η ανάκληση της απόφασης συμπαρέσυρε και τις προπαρασκευαστικές πράξεις της δημοσίευσης και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ώστε να καθίσταται απαραίτητη η επαναπροκήρυξη της θέσης. Στην αγόρευσή του, ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικαλέστηκε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163, Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737. Kαι οι δύο πραγματεύονται τις επιπτώσεις δικαστικής ακύρωσης διοικητικής απόφασης· υποστηρίζουν ότι η ανάκλησή της εξαφανίζει τόσο την απόφαση όσο και την αιτιολογία στην οποία θεμελιώνεται. Το κενό, το οποίο προκύπτει, πληρώνεται στην επανεξέταση, υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων, τα οποία υφίσταντο όταν λήφθηκε η απόφαση που ακυρώθηκε. Καμιά από τις δύο αποφάσεις δεν υποστηρίζει ότι η ακύρωση αναιρεί, άνευ ετέρου, και τις προπαρασκευαστικές πράξεις.  Αυτό εξυπακούεται, όπου η ακύρωση συναρτάται με το θεμέλιο της απόφασης που ακυρώνεται.

Στην προκείμενη περίπτωση, ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Σκοπός της ανάκλησης ήταν η αποκάθαρση του νομικού βάθρου από οποιαδήποτε πλάνη, σχετικά με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς το πρόσθετο προσόν. Το κενό, το οποίο άφησε (η ανάκληση), πληρώθηκε με την απόφαση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.

Ο εφεσείων υπέβαλε ότι το σφάλμα στο περιεχόμενο της δημοσίευσης, το οποίο εντοπίστηκε, καθιστά, ανεξάρτητα από το σκοπό της ανάκλησης, την απόφαση άκυρη, λόγω της παρέκκλισης από τις πρόνοιες του νόμου, που επιβάλλουν όπως η δημοσίευση κενής θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία, «παρέχει πλήρη στοιχεία του σχεδίου υπηρεσίας και καθορίζει την προθεσμία υποβολής αιτήσεων» - (Άρθρο 33(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90)).

Στην προκείμενη περίπτωση, έγινε η δημοσίευση και δόθηκαν όλα τα στοιχεία. Η ατέλεια εντοπίζεται στις εσφαλμένες λεπτομέρει[*30]ες ενός από αυτά. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολουθώντας στο προκείμενο τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, διακρίνει τις περεκκλίσεις από τους προβλεπόμενους τύπους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις - (βλ. Alvanis v. CY.T.A. (1985) 3 C.L.R. 2695). Το κριτήριο για την ταξινόμηση των τύπων και παρεκκλίσεων από τις πρόνοιές τους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι αντικειμενικό. Συναρτάται με την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η μη τήρησή τους ή παρεκκλίσεις από αυτούς στην απόφαση που λαμβάνεται. Αυτό είναι το κριτήριο, όπως διαπιστώθηκε στην Alvanis v. CY.T.A. (ανωτέρω), και υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443 και στη Λιμνάτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057.

Στην προκείμενη περίπτωση, η ατέλεια αφορούσε τον τύπο της δημοσίευσης, ο οποίος ήταν ελλειπής αναφορικά με τα στοιχεία του πρόσθετου προσόντος. Το σφάλμα δεν περιόρισε τις υποψηφιότητες και δεν μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στη ληφθείσα απόφαση, εφόσον έγινε αντιληπτό και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας άντλησε σωστή καθοδήγηση ως προς τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας. Διακρίνεται ο τύπος από τους όρους του νόμου για τη στοιχειοθέτηση πράξης ή ενέργειας. Διαστέλλονται οι θεμελιωτικοί όροι από τους τύπους που θέτει ο νόμος. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου - «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», σελ. 212, παράγραφο 37, «Παράλειψις τύπου»:-

«Η διαστολή δεν στερείται πρακτικής σημασίας, διότι η μεν παράβασις όρου του νόμου καθιστά εν πάση περιπτώσει την πράξιν παράνομον, ενώ η παράβασις τύπου καθιστά την πράξιν παράνομον ουχί εις απάσας τας περιπτώσεις, αλλά, ως θέλομεν κατωτέρω αναπτύξει, μόνον οσάκις ο παραβιασθείς τύπος κρίνεται ως ουσιώδης.»

 

Και παρεκκλίσεις από ουσιώδη τύπο χάνουν τον ανατρεπτικό τους χαρακτήρα, όταν ο παραπονούμενος, με δική του ενέργεια, εξουδετερώνει τις επιζήμιες συνέπειες της παράλειψης. Το θέμα τίθεται ως εξής στο σύγγραμμα του Τσάτσου - «Αίτησις Ακυρώσεως», (1971), (σελ. 228):-

«Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν, παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλίσις εγίνετο κατά τρό[*31]πον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιωδών ελλείψεων.»

Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656.

Και στην προκείμενη περίπτωση, η παρέκκλιση από τον τύπο δεν είχε οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις για τον εφεσείοντα. Υπέβαλε την υποψηφιότητά του, ανταποκρινόμενος στην προκήρυξη της θέσης, και αυτή αξιολογήθηκε υπό το φως των ακριβών προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Ο άλλος λόγος έφεσης, ο οποίος διαχωρίζεται από τους πρώτους τρεις, έχει ως ακολούθως:- (λόγος 4)

«4. Παράλληλα και/ή διαζευκτικά προς τα πιο πάνω εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι αφ’ ενός μπορούσε να ισχύουν και αφ’ ετέρου ότι ήσαν νόμιμες οι απόψεις που εξέφρασε ενώπιο της ΕΔΥ ο Προϊστάμενος. Τούτο γιατί καμία αιτιολογία δεν έδωσε και γιατί τα όσα περιέχονται στην αγόρευσή μου που υιοθετώ και για σκοπούς λόγων εφέσεως έπρεπε να οδηγήσουν σε ακύρωση.

Όλα δε τα πιο πάνω καταδείχνουν ότι η ΕΔΥ υπό την εσφαλμένη καθοδήγηση γνωμάτευσης και χωρίς άλλη πρόθεση από του να επαναλάβει την ανακληθείσαν ως άκυρη προγενέστερη πράξη της αναιτιολόγητα, επέλεξε το ίδιο ενδιαφ. πρόσωπο.»

Οι απόψεις του Διευθυντή, στις οποίες αναφέρεται, είναι η κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη.  Συμπλέκεται και αυτός ο λόγος με τους άλλους τρεις, στο ότι η πράξη έπρεπε να εξαφανιστεί στην ολότητά της, περιλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών πράξεων.Κατά δεύτερο λόγο, υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνεντεύξεις δεν προβλέπεται στο Άρθρο 33(6) του Ν. 1/90 και, για το λόγο αυτό, προσβάλλεται ως παράνομη.

Η ανάκληση της απόφασης δε συνεπαγόταν και εξαφάνιση των στοιχείων, τα οποία υφίσταντο όταν λήφθηκε. Ό,τι ανακλήθηκε, ήταν αυτή τούτη η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να επιστρωθεί το έδαφος για τη θεώρηση των ενώπιόν της στοιχείων των υποψηφίων, σε σχέση με το πρόσθετο προσόν, κάτω από τα παραδεκτά γεγονότα. Δε σημειώθηκε οποιαδήποτε μεταβολή στη σύνθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ώστε να δικαιο[*32]λογείται η διαγραφή της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και ο αποκλεισμός τους ως εξωγενές στοιχείο - (βλ., μεταξύ άλλων, Ieronymides and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2424, Ιερωνυμίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3234.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα - ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στις συνεντεύξεις των υποψηφίων και η αποτίμηση και από τον ίδιο της απόδοσής τους ήταν απαράδεκτη. Συμφωνούμε. Στη διεκπεραίωση του έργου του και, όλως ιδιαίτερα, στη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της άσκησης των εξουσιών του, το αρμόδιο διοικητικό σώμα έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η προσεπίκληση του Διευθυντή να συμμετάσχει στις συνεντεύξεις των υποψηφίων ήταν νομικά παραδεκτή και, εκ των πραγμάτων, επωφελής, ενόψει της συνάφειας και της ιδιαίτερης γνώσης του, ως προς τα απαιτούμενα για την επιτυχή εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Νοείται πάντα, ότι οι αξιολογήσεις δεν αποτελούν αυτοτελές στοιχείο κρίσης - (βλ., μεταξύ άλλων, Ιακωβίδη ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

Κρίνουμε ότι ορθά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη της τα στοιχεία, που ήταν ενώπιόν της κατά την πρώτη εξέταση του θέματος, περιλαμβανομένης της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.Δε διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Έξοδα:

Με το λόγο έφεσης 5, αμφισβητείται η διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, όχι μόνο σε συνάρτηση με την αμφισβήτηση του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, με το αιτιολογικό ότι «ηγέρθη ένα σοβαρό κατά την κρίση του ίδιου του Δικαστηρίου νομικό θέμα».

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε, όπως κατανοούμε την εισήγησή του, ότι η παιδαγωγική επίδραση των δικαστικών αποφάσεων και το όφελος που προκύπτει από αυτές είναι τόσο μεγάλο για το δημόσιο, ώστε να αντισταθμίζει τις αρνητικές επιπτώσεις από την αδικαιολόγητη προσφυγή στο δικαστήριο.  Κάτω από αυτή την πραγματικότητα ορώμενη η επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυγχάνοντος αιτητή, προσλαμβάνει χαρακτήρα τιμωρητικού μέτρου. Το γεγονός ότι η διαταγή για έξοδα δεν περιλαμβάνεται στις θεραπείες που προβλέπει το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, υπέβα[*33]λε, συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι δεν παρέχεται τέτοια εξουσία.

Η επιδίκαση εξόδων στη δίκη ανάγεται στη σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, απαραίτητη για την εκπλήρωση του δικαστικού έργου. Όπως αναγνωρίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, το δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να εξασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιοδοσιών του. Η κυριαρχία του δικαστηρίου στους μηχανισμούς απονομής της δικαιοσύνης, όπως συνανάγεται από τη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, αποτελεί απόρροια της φύσης της λειτουργίας του. Το ίδιο το Σύνταγμα, στο Άρθρο 135, παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ρυθμίζει με διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, και τα «δαπανήματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας». Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας, εκδόθηκε και ο Κανόνας 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος ορίζει ότι: «Τα δικαστικά έξοδα οιασδήποτε διαδικασίας θα επαφίενται εις την κρίσιν του Δικαστηρίου». Η επιδίκαση εξόδων, όντως, αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων, είχα την ευκαιρία να εξετάσω τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και τις αρχές που διέπουν την άσκησή της στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας - (βλ. Frangos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53, Booksellers Association v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1171, Nakis Bonded Warehouse v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1179, Papadopoulos v. Municipality of Nicosia (1986) 3 C.L.R. 2046, Ιοannou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 2543, Mιχαήλ ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 1756. Στη Μιχαήλ, (ανωτέρω), συνοψίζονται οι αρχές αυτές και εξηγούνται οι διαφορές μεταξύ του αντικειμένου της Αναθεωρητικής και της Αστικής Δικαιοδοσίας. Στις πολιτικές υποθέσεις, τα έξοδα ακολουθούν, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα. Στην αναθεωρητική δίκη, τα έξοδα αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Η προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αργότερα, για πολλά χρόνια, του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα των εξόδων της αναθεωρητικής δίκης ήταν η μη επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή.  Ενίοτε, επιδικαζόταν μέρος των εξόδων υπέρ του επιτυχόντα αιτητή.

Στη Frangos, (ανωτέρω), επισημάναμε ότι, με τη σταθεροποίηση των αρχών του διοικητικού δικαίου στο κυπριακό νομικό στερέωμα, “there is increasingly more room for the application of [*34]the rule that costs should follow the event.” - (Ελληνική μετάφραση ελεύθερη - «υπάρχει ολοένα και περισσότερο πεδίο για την εφαρμογή του κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα».)

Η άλλη περικοπή που μπορεί να παραθέσουμε, αποκαλυπτική της τάσης για επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαήλ, (ανωτέρω), (σελ. 7):-

«(4)Οποτεδήποτε η κρίση της νομιμότητας της επίδικης απόφασης συναρτάται με τη δικαιϊκή της υπόσταση και η έκβαση της υπόθεσης με την ορθότητα των εκατέρωθεν νομικών θέσεων, ο ερευνητικός ρόλος του δικαστηρίου συρρικνούται και το αποτέλεσμα συναρτάται με την αποδοχή των θέσεων της μιας ή της άλλης πλευράς. Σ’ εκείνη την περίπτωση επαυξάνεται η σημασία του αποτελέσματος ως καθοριστικού παράγοντα για τον διακανονισμό των εξόδων της δίκης.»

Τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης απασχόλησαν την Ολομέλεια σε δύο πρόσφατες αποφάσεις - Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 43 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85. Παρόλο ότι σε καμιά από αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στη διαφορετική φύση της Αναθεωρητικής από την Πολιτική Δικαιοδοσία, ούτε έκαμε αναφορά στην αλλαγή των παραμέτρων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου διαχρονικά ή στην προϋπάρχουσα νομολογία επί του θέματος, και οι δύο επιβεβαιώνουν την τάση για την επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή.  Ο κανόνας παραμένει ότι τα έξοδα της αναθεωρητικής δίκης αφίενται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Όπως προκύπτει, στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, το αποτέλεσμα ασκεί σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν (για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει), μεγαλύτερη επίδραση και, στις πλείστες των περιπτώσεων, αποφασιστική.

Εφόσον τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την προσφυγή δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Στην προκείμενη περίπτωση, δε διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο