Γεωργιάδης Λεύκος ν. Υπουργικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 35

(1999) 3 ΑΑΔ 35

[*35]16 Φεβρουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΕΥΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2083)

 

Αναθεωρητική Έφεση — Καταδίκη σε έξοδα — Ψήφισή τους από τον Πρωτοκολλητή — Αίτηση για αναθεώρηση Πιστοποιητικού στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει της Δ.59, θ.18 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού κανονισμού — Απαραίτητη προϋπόθεση η υποβολή συγκεκριμένων ενστάσεων κατά τη ψήφιση των εξόδων — Το πιστοποιητικό εξόδων, ως προς τα ζητήματα για τα οποίο δεν υποβλήθηκαν ενστάσεις, καθίσταται τελικό και δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση με αίτηση αναθεώρησης.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας — Ορθά επιδικάζονται εφόσον είναι διάδικος.

Η παρούσα αποτελεί αίτηση για αναθεώρηση του Πιστοποιητικού εξόδων, που εξέδωσε ο Πρωτοκολλητής μετά την καταδίκη του εφεσείοντος σε έξοδα, με την απόρριψη της έφεσής του. Η αίτηση στηρίχθηκε στις διατάξεις της Δ.59, θ. 18 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση αποφάσισε ότι:

1. Η διαδικασία καθορισμού εξόδων θεσμοθετείται από τις διατάξεις της Δ.59 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Η σχετική αίτηση ορίζεται από τον Πρωτοκολλητή σε χρόνο κατά τον οποίο παρέχεται η ευχέρεια στους διαδίκους να εμφανιστούν ενώπιόν του (Θεσμός 29). Η διαδικασία, όσο επιτρέπει η φύση της, είναι η ίδια με εκείνη που διέπει την ακρόαση αγωγής (θ. 30).

[*36]                        Το πρακτικό της ακρόασης για τη ψήφιση του καταλόγου εξόδων, ημερομηνίας 3/2/98, αποδείχνει ότι για την εφεσίβλητη παρέστη η κα Ε. Ζαχαριάδου, η οποία ζήτησε την έγκριση του καταλόγου εξόδων, που υπέβαλε, ως είχε. Ο εφεσείων δεν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για να επιτύχει τροποποίηση του πρακτικού, παρόλο που του υποδείχθηκε κατά τη συζήτηση. Επομένως οι εισηγήσεις του περί απουσίας της κας Ε. Ζαχαριάδου, καταρρέουν. Παρόλο που η απόδειξη των ισχυρισμών του δεν μπορούσε να συνδεθεί με την εμφάνιση της αντιδίκου  του.

    Είναι φανερό από το κείμενο του θ. 18 που ρυθμίζει το θέμα ότι η προβολή συγκεκριμένων ενστάσεων, κατά τη ψήφιση του καταλόγου εξόδων, αποτελεί προϋπόθεση για την αίτηση της αναθεώρησης. Διαφορετικά το Πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή είναι τελικό, δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση και η υπό εξέταση αίτηση για αναθεώρηση δεν ευσταθεί ως στερούμενη νομικού ερείσματος. Ας σημειωθεί ότι το Πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή δεν είναι αναθεωρήσιμο αναφορικά με το ύψος των κονδυλίων που εγκρίνονται, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για παράδειγμα, για υπέρμετρη χρέωση. Παρατηρείται ότι δεν υ πάρχει εξειδικευμένη ένσταση που έχει ως αντικείμενο συγκεκριμένο ποσό στον κατάλογο εξόδων.

2. Παρόμοια θέση με αυτήν που έθεσε ο εφεσείων, ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να διεκδικήσει έξοδα προβλήθηκε σε άλλες υποθέσεις αλλά δεν ευδοκίμησε. Έχει ήδη αποφασιστεί ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύουν άλλοι κανόνες αναφορικά με τα έξοδα, σε τέτοια περίπτωση, από τους καθιερωμένους.

3. Πρόσθετα έχει ήδη αποφασιστεί ότι ο διάδικος που εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, δεν μπορεί να διακδικήσεις έξοδα στην κλίμακα που αφορά τους δικηγόρους. Η διάκριση μεταξύ διαδίκου και δικηγόρου σε αυτήν την περίπτωση, που αφορά θέματα εξόδων, στηρίζεται πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια διαφοροποίησης. Και επομένως εξοβελίζονται οι κίνδυνοι για δυσμενή μεταχείριση. Δεν μπορεί να τίθεται στην ίδια μοίρα ο δικηγόρος με το διάδικο που διεξάγει ο ίδιος την υπόθεσή του.

Η αίτηση για αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280,

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2255,

[*37]Κουδουνάρη ν. Δήμου Λεμεσού, Υπόθ. Αρ. 1048/95, ημερ. 17.11.98,

Smith v. Buller [1975] LR. 19 EQ, p. 473,

Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,

Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1111,

Buckland v. Watts [1969] 2 All E.R. 985.

Αίτηση.

Αίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά αναθεώρηση της απόφασης Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία καθορίστηκε ποσό των εξόδων που όφειλε να πληρώσει στη Δημοκρατία ως έξοδα της Αναθεωρητικής Έφεσης 2083.

Ο Εφεσείων-Αιτητής παρίσταται αυτοπροσώπως.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Εφεσίβλητο Συμβούλιο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η παρούσα είναι αίτηση που στηρίζεται στις διατάξεις της Δ.59, θ. 18 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού. Επιζητείται αναθεώρηση της απόφασης Πρωτοκολλητή του δικαστηρίου τούτου με την οποία καθόρισε το ποσό των εξόδων που ο εφεσείων όφειλε να πληρώσει στη Δημοκρατία. Ο τελευταίος είχε προσβάλει με την προσφυγή αρ. 582/94 την παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως την αντιλαμβανόταν, να ικανοποιήσει ορισμένα αιτήματα που του υπέβαλε. Το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε. Την ίδια τύχη είχε και η έφεση του κατά της πρωτόδικης απόφασης. Μόνο που αυτή τη φορά διατάχθηκε να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης.

Η διαδικασία καθορισμού εξόδων θεσμοθετείται από τις διατάξεις της Δ.59 του παραπάνω διαδικαστικού κανονισμού. Η σχε[*38]τική αίτηση ορίζεται από τον Πρωτοκολλητή σε χρόνο κατά τον οποίο παρέχεται η ευχέρεια στους διαδίκους να εμφανιστούν ενώπιον του [(θεσμός 29(1)]. Η διαδικασία, όσο επιτρέπει η φύση της, είναι η ίδια με εκείνη που διέπει την ακρόαση αγωγής (θ. 30).

Η ψήφιση του καταλόγου εξόδων, που υπέβαλε η Δημοκρατία, για υλοποίηση της επιδίκασης των εξόδων της έφεσης προς όφελος της, έγινε στις 3/2/98. Η Πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας εκκρεμούσε η αίτηση, επέτρεψε ποσό £362 σε σχέση με το οποίο εξέδωσε το σχετικό πιστοποιητικό, το οποίο βρίσκεται στο φάκελο της διαδικασίας. Ο εφεσείων αμφισβητεί τώρα, με την αίτηση αναθεώρησης, 3 από τα 4 κονδύλια από τα οποία αποτελείται ο κατάλογος. Αντίθετα με ό,τι αναγράφει το πρακτικό που τηρήθηκε - που είναι επίσης στο φάκελο - ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν είχε εμφανιστεί κατά την προμνησθείσα ημερομηνία η δικηγόρος της Δημοκρατίας Ε. Ζαχαριάδου, η οποία χειριζόταν την υπόθεση ή άλλο μέλος της νομικής υπηρεσίας. Κατ’ ακολουθίαν θεωρεί απαράδεκτο το ποσό £25 (κονδύλι αρ. 4 στον κατάλογο), που χρεώθηκε για εμφάνιση από μέρους της Δημοκρατίας κατά την ψήφιση των εξόδων, η οποία δεν έγινε.

Ο εφεσείων μας είπε, παρουσιάζοντας ο ίδιος την υπόθεση του, ότι η απουσία της δικηγόρου του στέρησε τη δυνατότητα να της ζητήσει να βεβαιώσει ότι ο χρόνος που αναλώθηκε για την ακρόαση της έφεσης στις 10/11/97 (κονδύλι αρ. 2), για την οποία εγκρίθηκε η μέγιστη προβλεπόμενη αμοιβή, ήταν μόνο 20 λεπτά.  Περαιτέρω αυτή θα διαβεβαίωνε το δικαστήριο ότι ποσό £127 (κονδύλι αρ. 1) για προετοιμασία της ακρόασης της έφεσης κακώς πιστώθηκε προς όφελος της Δημοκρατίας. Επειδή την έφεση ανέλαβε η ίδια δικηγόρος της νομικής υπηρεσίας, η οποία διεξήγαγε την πρωτόδικη δίκη. Η Δημοκρατία δε συμφωνεί σε αυτό. Η θέση της, όπως καταγράφεται στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση, είναι ότι χειρίστηκαν την υπόθεση διαφορετικοί δικηγόροι σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.

Περαιτέρω, ο εφεσείων μας ανέφερε ότι η δικηγορική αμοιβή - όπως λεπτομερειακά καθορίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας (τροποποιητικό) (αρ. 4) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 ημερ. 19/7/96 αφορά μόνο τους επαγγελματίες δικηγόρους.  Τα δικαιώματα αυτά, πέρα από τα πραγματικά έξοδα, περιλαμβάνουν “και ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΡΔΟΣ ούτως ώστε ο δικηγόρος να δύναται να επιβιώσει κατά τας περιόδους που δεν εξασκεί το επάγγελμα του λόγω διακοπών, ασθενείας και ελλείψεως πελατείας” [*39](βλέπε παράγραφο 3 στο σώμα της αίτησης).

Ωστόσο, κατά την ίδια εισήγηση, η Δ.59 δεν κάμνει πρόβλεψη για καταβολή δικηγορικών εξόδων της νομικής υπηρεσίας, η οποία δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί έξοδα με βάση το Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, Παράρτημα “Β”, Μέρος Ι, που καθορίζει τα δικηγορικά έξοδα. Ο εφεσείων επικαλείται και το άρθρ. 28 του Συντάγματος για να υποστηρίξει ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης. Κι αυτό γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο σε τρεις άλλες εφέσεις που κέρδισε του επιδίκασε μόνο ποσό £50 για κάθε περίπτωση.

Πρώτα πρέπει να διευκρινιστεί - το έχουμε ήδη επισημάνει - ότι το πρακτικό της ακρόασης για την ψήφιση του καταλόγου των εξόδων, ημερ. 3/2/98, αποδείχνει ότι για την εφεσίβλητη παρέστη η κα Ε. Ζαχαριάδου, η οποία ζήτησε την έγκριση του καταλόγου εξόδων, που υπέβαλε, ως είχε. Ο εφεσείων δεν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για να επιτύχει τροποποίηση του πρακτικού, όπως του υποδείξαμε κατά τη συζήτηση, ούτε ζήτησε χρόνο για να το πράξει. Για τη δυνατότητα τροποποίησης πρακτικού, που υπάρχει σε μια τέτοια περίπτωση, παραπέμπουμε στην απόφαση στην Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ. ν. Προδρόμου Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280. Επομένως όλες οι εισηγήσεις του εφεσείοντα, που στηρίζονται στον ισχυρισμό του για απουσία δικηγόρου εκ μέρους της Δημοκρατίας, καταρρέουν. Παρόλο που θα προσθέταμε ότι η απόδειξη των ισχυρισμών του δεν μπορούσε να συνδεθεί με την εμφάνιση της αντιδίκου του.

Το ουσιαστικό θέμα ρυθμίζει ο θ. 18, στον οποίο άλλωστε εδράζεται η κρινόμενη αίτηση: 

“18. Any party who may be dissatisfied with the certificate of the taxing officer, as to any item which may have been objected to, may within seven days from the date of the certificate, apply for review of the taxation as to such item or part of an item, and the Court may thereupon make such order at it may think just; but the certificate of the taxing officer shall be final and conclusive as to all matters which shall not have been objected to.”

Eίναι φανερό από το παραπάνω κείμενο ότι η προβολή συγκεκριμένων ενστάσεων, κατά την ψήφιση των εξόδων, αποτελεί προϋπόθεση για την αίτηση αναθεώρησης. Διαφορετικά το πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή είναι τελικό, δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση και η υπό εξέταση αίτηση για αναθεώρηση δεν ευσταθεί ως στερούμενη νομικού ερείσματος: Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2255 και απόφαση Κραμβή Δ. [*40]στην προσφυγή αρ. 1048/95, Ρωξάνη Κουδουνάρη ν. Δήμου Λεμεσού, ημερ. 17/11/98. Ας σημειωθεί ότι το πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή δεν είναι αναθεωρήσιμο αναφορικά με το ύψος των κονδυλιών που εγκρίνονται,  εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως, για παράδειγμα, για υπέρμετρη χρέωση:  βλέπε Smith v. Buller [1875] LR 19 EQ, σελ. 473. Για τα κριτήρια αναθεώρησης ευρύτερα παραπέμπουμε στην αγγλική διαταγή Δ.65, θ. 27 Καν. 41 (βλέπε Annual Practice 1960, σελ. 1949-1950) που είναι ουσιαστικά η ίδια με τη δική μας.

Εδώ η μοναδική αντίρρηση που διατύπωσε ο αιτητής είναι “ενίσταμαι στην ψήφιση των εξόδων όπως φαίνονται στην αίτηση διότι σε προηγούμενες προσφυγές που μου επεδικάσθησαν έξοδα αυτά δεν ξεπερνούσαν τις Λ.Κ. 50” (πρακτικό της 3/2/98). Παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει εξειδικευμένη ένσταση που έχει ως αντικείμενο συγκεκριμένο ποσό στον κατάλογο εξόδων.

Θα εξετάσουμε όμως τα νομικά θέματα που έθεσε ο εφεσείων υπό το πρίσμα των σχετικών επιχειρημάτων του. Εν πρώτοις παρόμοια θέση ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να διεκδικήσει έξοδα προβλήθηκε σε άλλες υποθέσεις αλλά δεν ευδοκίμησε. Στην Ανδρόνικος Μ. Κασάπης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, έχουν λεχθεί τα εξής σχετικά:

“Την Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στις δικαστικές διαδικασίες ο Γενικός Εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου επανδρώνεται με εγγεγραμμένους εν ενεργεία δικηγόρους οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα, όπως κάθε δικηγόρος. Ο Γενικός Εισαγγελέας, οι δικηγόροι του νομικού τμήματος και όλο το αναγκαίο προσωπικό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους.”

Βλ. επίσης Αντώνιος Ι. Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85 και την πρόσφατη απόφαση στην Χριστόδουλος Χ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, όπου γίνεται ανασκόπηση του όλου θέματος υπό το πρίσμα της νομολογίας μας.

Πρόσθετα έχει αποφασισθεί ότι ο διάδικος, που εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, δεν μπορεί να διεκδικήσει έξοδα στην κλίμακα [*41]που αφορά τους δικηγόρους. Στην Ανδρέας Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1111, διατυπώνεται αποκρυσταλλωμένη άποψη στο θέμα:

“Εκείνο το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την παροχή εξόδων σε διάδικο, ο οποίος χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, για νομική προετοιμασία και ανάπτυξη της υπόθεσης του ενώπιον του δικαστηρίου.”

Η διάκριση μεταξύ διαδίκου και δικηγόρου σε αυτή την περίπτωση, που αφορά θέματα εξόδων, στηρίζεται πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια διαφοροποίησης. Και επομένως εξοβελίζονται οι κίνδυνοι για δυσμενή μεταχείριση. Δεν μπορεί να τίθεται στην ίδια μοίρα ο δικηγόρος με το διάδικο που διεξάγει ο ίδιος την υπόθεση του. Το βασικό λόγο μας εξηγεί η Buckland v. Watts [1969] 2 All E.R. 985. Είναι αρκετό να παραθέσουμε τη σύνοψη:

“Although a solicitor who conducts his own case successfully can claim costs for his professional services reasonably incurred, a lay litigant appearing in person is not entitled to remuneration for the expenditure of time and labour in the preparation of his case as he does not possess professional legal skill.”

Κανένα από τα επιχειρήματα του αιτητή δεν παρέχει βάση για επέμβαση. Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται. Με έξοδα.

Η αίτηση για αναθεώρηση του καταλόγου εξόδων απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο