(1999) 3 ΑΑΔ 64
[*64]19 Φεβρουαρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΑΡΑΠΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2316)
Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Σύνταξη ανικανότητας — Επανεξέταση υπόθεσης εφεσείοντος που έχει εξασφαλίσει πλήρη σύνταξη ανικανότητος μετά από νέες ιατρικές εξετάσεις Ιατρικού Συμβουλίου — Γνωμάτευση ότι αυτός δεν ήταν ανίκανος να εξασκεί το επάγγελμα του οδηγού ταξί που εξασκούσε πριν κριθεί ανίκανος — Ορθά εξετάστηκε το θέμα ως προς το τελευταίο επάγγελμα που εξασκούσε — Ορθά εξετάστηκε η υγεία του αναφορικά με την πάθηση της καρδιάς του που αφορούσε την αιτία για την οποία είχε κριθεί ανίκανος προς εργασία — Ορθά οι εφεσίβλητοι καθοδηγήθηκαν από το ιατρικό πόρισμα.
Κοινωνικές Ασφαλίσεις — Σύνταξη ανικανότητας — Ιατρική εξέταση — Προβλέπεται από το Άρθρο 38(3)(α) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 — Νέες ιατρικές εξετάσεις και νέο ιατρικό πόρισμα οδήγησαν στην απόφαση ότι ο εφεσείων δεν ήταν πλέον ανίκανος — Δεν παραβιάστηκε κανένα δεδικασμένο από προηγούμενη ακυρωτική απόφαση, εφόσον έγινε επανεξέταση και η απόφαση λήφθηκε με νέα δεδομένα.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Το γεγονός ότι διάδικος είναι η Δημοκρατίας δεν επηρεάζει τις γενικές αρχές περί εξόδων.
[*65]Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων, ότι αυτός δεν ήταν ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού ταξί, είχε απορριφθεί.
Η επίδικη στην προσφυγή διοικητική απόφαση αποτελούσε απόφαση ληφθείσα μετά από επανεξέταση και παραπομπή σε ιατρικό συμβούλιο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Kατά την επανεξέταση του αιτητή, αφού αυτό κρίθηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο ως ικανός να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, δεν εγειρόταν, όπως στην περίπτωση της προηγούμενης προσφυγής του αιτητή, θέμα αξιολόγησης και καθορισμού του βαθμού ανικανότητας. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι είχαν ενώπιόν τους το ιατρικό πόρισμα και βασίστηκαν σ’ αυτό για να οδηγηθούν στην απόφασή τους, έτσι δεν χωρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ή επιπρόσθετη αιτιολογία για να καταλήξουν στην επίδικη απόφαση που ήταν αναπόφευκτη ενόψει του ιατρικού πορίσματος.
2. Το παράπονο του αιτητή ότι η ικανότητά του για εργασία θα έπρεπε να είχε αποφασισθεί με αναφορά στην αρχική του εργασία ως δεσμοφύλακα, δεν ευσταθεί. Η πρόωρη αφυπηρέτησή του για λόγους υγείας ουδέποτε προσεβλήθηκε και μετά από την αφυπηρέτηση αυτή, είχε εργασθεί ως οδηγός ταξί και είναι σε συνάρτηση με αυτή την εργασία που κρίθηκε αρχικά ανίκανος. Άρα ορθά οι εφεσίβλητοι εξέτασαν την ικανότητα του αιτητή να εργάζεται σε συνάρτηση με το επάγγελμα του οδηγού.
3. Ούτε το παράπονο του αιτητή ότι για να καταλήξει στην απόφασή του το Ιατρικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη μόνο την καρδιακή του πάθηση και όχι τα παράπονά του για δισκοπάθεια. Και τούτο γιατί η αρχική κρίση και απόφαση για ανικανότητα συναρτήθηκε αποκλειστικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή σε σχέση με την καρδιακή του πάθηση και με καμιά άλλη. Ως εκ τούτου, το θέμα που εγειρόταν κατά την ιατρική του επανεξέταση ήταν κατά πόσο η καρδιακή αυτή πάθηση και μόνο εξακολουθούσε να τον καθιστά ανίκανο ή όχι.
4. Το επιχείρημα του αιτητή για δεδικασμένο επίσης πρέπει να απορριφθεί. Η υγεία ατόμου κάτω από τέτοιες περιστάσεις είναι κατάσταση μεταβαλλόμενη, εξ ου και το Άρθρο 38(3)α του περί [*66]Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, όπως έχει τροποποιηθεί, δίδει τη δυνατότητα ιατρικής επανεξέτασης. Είναι προφανές ότι η αλλαγή προηγούμενης απόφασης με βάση τα πορίσματα μιας τέτοιας επανεξέτασης γίνεται μόνο αν έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Η κρίση του γεγονότας κάτω από νέα στοιχεία οδηγεί την περίπτωση εκτός οποιασδήποτε αρχής δεδικασμένου.
5. Αναφορικά με το λόγο έφεσης για τα έξοδα σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας όπου διάδικος είναι η Δημοκρατία, το ζήτημα εξετάστηκε στις υποθέσεις Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, όπου κρίθηκε ότι το γεγονός του ότι διάδικος είναι η Δημοκρατία, δεν αλλάζει τις γενικές αρχές για επιδίκαση εξόδων. Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, ο Πικής, Π., εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ανέλυσε λεπτομερώς ολόκληρο το φάσμα της νομολογίας επί του ζητήματος της επιδίκασης εξόδων, επισημαίνοντας ότι στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, το θέμα αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δε χωρεί επέμβασή του, αφού πουθενά δεν καταφαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση για έξοδα ήταν άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κασάπης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,
Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολάου, Δ.) που δόθηκε στις 28 Ιουνίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 702/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν τη σύνταξη ανικανότητάς του από την 1/6/95 λόγω γνωμοδότησης του Ιατρικού Συμβουλίου στις 9/5/95 ότι δεν ήταν κατά εκείνο το χρόνο ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος οδηγού.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
[*67]Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής ήταν μόνιμος δεσμοφύλακας στο Τμήμα Φυλακών από την 1.10.65. Την 1.6.78 αφυπηρέτησε πρόωρα για λόγους υγείας και ακολούθως απασχολήθηκε ως οδηγός ταξί. Κατά το 1989 υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σύνταξη ανικανότητας, επικαλούμενος καρδιακά επεισόδια, αναπηρία στο χέρι, δισκοπάθεια και υπέρταση. Ας σημειωθεί ότι μερικά απ’ αυτά τα προβλήματα είχαν εκδηλωθεί προτού αφυπηρετήσει από τη θέση δεσμοφύλακα. Μετά από τη γνωμοδότηση Παθολογικού Ιατρικού Συμβουλίου που τον εξέτασε το 1990, ο Εξεταστής Απαιτήσεων ενέκρινε το αίτημα του και χορηγήθηκε στον εφεσείοντα σύνταξη ανικανότητας από τις 29.9.90. Το 1991 το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων απεφάσισε την ιατρική επανεξέταση του εφεσείοντα και μετά από δύο ιατρικές εξετάσεις, τον Μάϊο του 1991 και το Φεβρουάριο 1992, αποφασίστηκε ότι ήταν ανίκανος για απασχόληση ως οδηγός ταξί αλλά ικανός για εργασία που θα απαιτούσε μόνο “περιορισμένες δυνάμεις”. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων αποφάσισε ότι η ανικάνοτητα του εφεσείοντα δεν ξεπερνούσε το 75% και καθόρισε ανάλογα τη σύνταξή του. Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με προσφυγή και στις 20.7.93 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση με το λόγο που αναφέρεται σε απόσπασμα της απόφασης αυτής, το οποίο παραθέτει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα προσφυγή, που έχει ως ακολούθως:
“Το νέο Ιατρικό Συμβούλιο βρήκε τον αιτητή ικανό για εκτέλεση εργασίας που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις. Το θέμα, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Οι καθ’ ων η αίτηση είχαν καθήκον, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του Ιατρικού Συμβουλίου, να διενεργήσουν την κατάλληλη έρευνα που θα τους οδηγούσε στη διαπίστωση και προσδιορισμό του βαθμού απωλείας της προς το κερδίζειν ικανότητας του αιτητή και του ύψους της συντάξεως του, με βάση τα συμπεράσματα στα οποία θα κατέληγαν. Από το φάκελο του αιτητή δε φαίνεται να έγινε καμιά έρευνα ή διαπίστωση ως προς τα θέματα αυτά.
Βρίσκω ότι η μείωση του ποσού της συντάξεως του αιτητή στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να προηγηθούν η κατάλληλη έρευνα και διαπιστώσεις και ο καθορισμός της απώλειας της [*68]προς το κερδίζειν ικανότητάς του, ήταν αυθαίρετη και συνεπώς η επίδικη απόφαση πρέπει ν’ ακυρωθεί για το λόγο αυτό.”
Για δύο χρόνια μετά την απόφαση αυτή ο εφεσείων συνέχισε να παίρνει πλήρη σύνταξη ανικανότητας μέχρις ότου την 1.11.94 παραπέμφθηκε και πάλιν σε Ιατρικό Συμβούλιο ειδικών καρδιολόγων. Μετά από εξέταση που συμπεριελάμβανε και δοκιμασία κόπωσης γνωμοδοτήθηκε στις 9.5.95 ότι ο αιτητής δεν ήταν ανίκανος για την άσκηση επαγγέλματος οδηγού. Η προσφυγή του αιτητή εναντίον της απόφασης αυτής απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εφεσιβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση ο εφεσείων προέταξε τέσσερεις λόγους έφεσης:
(α) Ότι η προσφυγή απερρίφθη χωρίς να επιλύσει όλα τα εγερθέντα νομικά σημεία ενώ θα έπρεπε οι προβληθέντες λόγοι ακυρότητας να οδηγήσουν σε ακύρωση της πράξης, γιατί είχε καταδειχθεί ότι αυτή έπασχε.
(β) Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η απόφαση ήταν αιτιολογημένη και ότι οι ιατρικές διαπιστώσεις παρείχαν από μόνες τους την αναγκαία αιτιολογία.
(γ) Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι ορθά αντικρύστηκε διοικητικά η ικανότητα του αιτητή για εργασία με αναφορά προς την εργασία οδηγού και όχι ως προς το σύνηθες αυτού επάγγελμα του δεσμοφύλακα.
(δ) Ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο επεδίκασε έξοδα εναντίον του μετά την απόρριψη της προσφυγής του.
Με το γραπτό περίγραμμα αγόρευσης του και την προφορική επιχειρηματολογία που προτάχθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι η ικανότητα του θα έπρεπε να είχε κριθεί με βάση το μόνιμο επάγγελμα του ως δεσμοφύλακα και όχι εκείνο του οδηγού ταξί, στο οποίο κατέφυγε μετά την πρόωρη αφυπηρέτηση του εξ ανάγκης για να κερδίζει τα προς το ζην. Επίσης προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η ανικανότητα του αποτελούσε στοιχείο δεδικασμένο, το οποίο δεν μπορούσε να ανατραπεί. Τέλος, παρεπονέθη ο εφεσείων ότι η ιατρική εξέταση ως αποτέλεσμα της οποίας κρίθηκε ικανός για εργασία εξέτασε μόνο θέματα υγείας που σχετίζονταν με την καρδία παρασιωπώντας τα προβλήματα δισκοπάθειας και τένοντος, [*69]τα οποία υφίσταντο κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση με το γραπτό τους περίγραμμα αντικρούουν όλους τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα προβάλλοντας ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και περιείχε τη δέουσα αιτιολογία που ήταν το ιατρικό πόρισμα, το οποίο δεν επιδεχόταν οποιωνδήποτε περαιτέρω επεξηγήσεων, υποβάλλοντας επίσης ότι δεν μπορούσε να θεωρηθει ότι το θέμα ήταν δεδικασμένο αφού με βάση το νόμο ήταν επιτρεπτή η επανεξέταση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα σε οποιοδήποτε στάδιο εκρίνετο τούτο αναγκαίο.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή την υπόθεση είναι προφανές ότι η πρωτόδικη απόφαση επιλήφθηκε όλων των εγερθέντων νομικών σημείων και διαφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι οι προσβληθέντες λόγοι ακυρότητας θα έπρεπε να οδηγήσουν σε ακύρωση της πράξης.
Κατά την επανεξέταση του αιτητή αφού αυτός κρίθηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο ως ικανός να ασκεί το επάγγελμα του οδηγού, δεν εγειρόταν, όπως στην περίπτωση της προηγούμενης προσφυγής του αιτητή, θέμα αξιολόγησης και καθορισμού του βαθμού ανικανότητας. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι είχαν ενώπιον τους το ιατρικό πόρισμα και βασίστηκαν σ’ αυτό για να οδηγηθούν στην απόφαση τους, έτσι δεν χωρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ή επιπρόσθετη αιτιολογία για να καταλήξουν στην επίδικη απόφαση που ήταν αναπόφευκτη, εν όψει του ιατρικού πορίσματος.
Το παράπονο του αιτητή ότι η ικανότητα του για εργασία θα έπρεπε να είχε αποφασισθεί με αναφορά στην αρχική του εργασία ως δεσμοφύλακα, δεν ευσταθεί. Η πρόωρη αφυπηρέτηση του για λόγους υγείας ουδέποτε προσεβλήθη και μετά από την αφυπηρέτηση αυτή είχε εργασθεί ως οδηγός ταξί και είναι σε συνάρτηση με αυτή την εργασία που κρίθηκε αρχικά ανίκανος. Άρα ορθά οι εφεσίβλητοι εξέτασαν την ικανότητα του αιτητή να εργάζεται σε συνάρτηση με το επάγγελμα του οδηγού.
Ούτε το παράπονο του αιτητή ότι για να καταλήξει στην απόφαση του το Ιατρικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη μόνο την καρδιακή του πάθηση και όχι τα παράπονα του για δισκοπάθεια. Και τούτο γιατί η αρχική κρίση και απόφαση για ανικανότητα συναρτήθηκε αποκλειστικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή σε σχέση με την καρδιακή του πάθηση και με καμμιά άλλη. Ως εκ τούτου το θέμα που εγειρόταν κατά την ιατρική του επανεξέτα[*70]ση ήταν κατά πόσο η καρδιακή αυτή πάθηση και μόνο εξακολουθούσε να τον καθιστά ανίκανο ή όχι.
Το επιχείρημα του αιτητή για δεδικασμένο επίσης πρέπει να απορριφθεί. Η υγεία ατόμου κάτω από τέτοιες περιστάσεις είναι κατάσταση μεταβαλλόμενη, εξ ου και το άρθρο 38(3)(α) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, όπως έχει τροποποιηθεί, δίδει τη δυνατότητα ιατρικής επανεξέτασης. Είναι προφανές ότι η αλλαγή προηγούμενης απόφασης με βάση τα πορίσματα μιάς τέτοιας επανεξέτασης γίνεται μόνο αν έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Η κρίση του γεγονότος κάτω από νέα στοιχεία οδηγεί την περίπτωση εκτός οποιασδήποτε αρχής δεδικασμένου.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης για τα έξοδα σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας όπου διάδικος είναι η Δημοκρατία, παρατηρούμε ότι το ζήτημα εξετάστηκε στις υποθέσεις Κασάπης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, όπου κρίθηκε ότι το γεγονός του ότι διάδικος είναι η Δημοκρατία δεν αλλάζει τις γενικές αρχές για επιδίκαση εξόδων. Στην υπόθεση Χ” Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, ο Πικής Π., εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ανέλυσε λεπτομερώς ολόκληρο το φάσμα της νομολογίας επί του ζητήματος της επιδίκασης εξόδων, επισημαίνοντας ότι στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας το θέμα αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας αφού πουθενά δεν καταφαίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση για έξοδα ήταν άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο