Χρήστου Σταύρος ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71

(1999) 3 ΑΑΔ 71

[*71]19 Φεβρουαρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2279)

 

Διοικητική Πράξη — Εκτελεστή — Δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη η απλή επιβεβαίωση προηγούμενης απόφασης, εφόσον δε λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία — Στην υπόθεση αυτή η νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία διευκρινιζόταν ότι η προηγούμενη απόφασή του για αναβάθμισης της κλίμακας της θέσης του Γενικού Διευθυντή, δεν είχε αναδρομική ισχύ, ήταν βεβαιωτική της πρώτης του απόφασης.

Ο εφεσείων προσέβαλε με την προσφυγή του την νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία αποφασίστηκε ότι η προσφυγή του κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31/8/90, σύμφωνα με την οποία η προγηούμενη απόφασή του ημερομηνίας 30/7/87, για αναβάθμιση της κλίμακας της θέσης του, δεν είχε αναδρομική ισχύ, δεν ήταν εκτελεστή διοικητική απόφαση αλλά απλώς ερμηνευτική της πρώτης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Bεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική. Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία αν και περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεω[*72]ρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπόψη για πρώτη φορά.

2.  Εκείνο που ουσιαστικά έγινε στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι η υποβολή νέων στοιχείων, αλλά εισήγηση του Συμβουλίου της Αρχής που τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, «για να ληφθεί η σχετική συμφωνία/έγκρισή τους». Δεν είναι ορθή η θέση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο για πρώτη φορά έλαβε απόφαση στις 18.10.1990. Τότε απλώς διευκρινίστηκε ότι η απόφαση ημερ. 30.7.1987 σε ό,τι αφορά τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, δεν έχει αναδρομιή ισχύ. Εξ άλλου η κλίμακα του εφεσείοντα δεν καθορίστηκε από την Αρχή. Η τοποθέτησή του στη σχετική κλίμακα έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

     Ούτε η εισήγηση του Συμβουλίου της Αρχής, αλλά ούτε και οι αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργείου αποτελούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υλικό ή νέα στοιχεία που έχρηζαν εξέτασης. Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δε συνιστούσε απόφαση ύστερα από επανεξέταση, αλλά ούτε και καθορισμό εξ υπαρχής της χρονικής στιγμής έναρξης της ισχύος της απόφασής τους. Ηταν βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης του απόφασης.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225,

Christofides v. Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566,

Kelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 196.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Καλλής, Δ.) που δόθηκε στις 15/3/96 (Προσφυγή Αρ. 1142/90) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των εφεσειόντων ημερομηνίας [*73]18/10/90 με την οποία κρίθηκε ότι η απόφασή τους αρ. 28/9/24 ημερ. 30/7/87 σχετικά με την αποκατάσταση της μισθοδοσίας και της βαθμολογικής κλίμακας σε ό,τι αφορά τη θέση του Διευθυντή της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων, δεν έχει αναδρομική ισχύ.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων είναι ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων.  Στις 10.5.1979 αποφασίστηκε η διεξαγωγή μελέτης από ειδικό κλιμάκιο του Υπουργείου Οικονομικών για αξιολόγηση και αναδιοργάνωση του προσωπικού διάφορων ημικρατικών οργανισμών. Μεταξύ άλλων και της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων (στο εξής “η Αρχή”). Ως ημερομηνία εφαρμογής των σχεδίων για την αναδιοργάνωση της Αρχής αποφασίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών η 1.1.1979.

Ο εφεσείων δεν αποδέχτηκε την τοποθέτηση του στην κλίμακα Α14 και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις 30.7.1987, οπόταν το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να υιοθετήσει σχετική εισήγηση εξ Υπουργών Επιτροπής που είχε οριστεί για να μελετήσει το όλο θέμα. Τελικά το Υπουργικό Συμβούλιο ανέθεσε στα οικεία Υπουργεία να πληροφορήσουν τα διοικητικά συμβούλια των επηρεαζόμενων οργανισμών ότι μπορούν να καθορίσουν τη μισθοδοσία των αντίστοιχων διευθυντικών τους θέσεων.  Για τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής η προτεινόμενη κλίμακα της εξ Υπουργών Επιτροπής ήταν  Α14, Α16, προσωπική.

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην Αρχή μέσω του Υπουργείου Εμπορίου με επιστολή ημερ. 12.8.1987. Το Συμβούλιο της Αρχής εξέτασε το θέμα στις 16.9.1987 και εξέφρασε την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία που θα έπρεπε να δοθεί στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν ότι η ημερομηνία εφαρμογής της είναι η 1.1.1979, ημερομηνία εφαρμογής των συμφωνιών για αναδιοργάνωση και αναδιάρθρωση των μισθών.

Περαιτέρω εξέφρασε την άποψη ότι η αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας του Γενικού Διευθυντή από Α14 σε Α16 γινό[*74]ταν μέσα στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης των μισθών. Αποφασίστηκε επίσης όπως οι πιο πάνω απόψεις διαβιβαστούν στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας και στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη της σχετικής έγκρισης.

Το Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 6.11.1987 πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας ότι η μισθοδοσία του Γενικού Διευθυντή της Αρχής ή οποιουδήποτε άλλου που περιλαμβανόταν στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ.

Ο εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά από τον Πρόεδρο της Αρχής ότι η Αρχή καθόρισε ύστερα από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τη μισθολογική κλίμακα Α14 ως κλίμακα της θέσης του Γενικού Διευθυντή από 1.1.1979, ενώ στην περίπτωσή του η πιο πάνω κλίμακα αναβαθμίζεται σε Α16 προσωπική, από 1.8.1987.

Ο εφεσείων με επιστολή του ημερ. 5.1.1988 αποδέχτηκε επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα για διεκδίκηση της κλίμακας Α16 από 1.1.1979. Στη συνέχεια καταχώρησε προσφυγή εναντίον της Αρχής. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας και του Υπουργείου Οικονομικών.  Σε επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 11.2.1989 εξηγήθηκαν οι λόγοι γιατί η αναπροσαρμογή της μισθοδοσίας του εφεσείοντα δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ. 

Ύστερα από επιστολή του συνήγορου του εφεσείοντα προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 31.8.1990 με την οποία ζητήθηκε η αυθεντική ερμηνεία ή διευκρίνιση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, στα πρακτικά της συνεδρίας του ημερ. 18.10.1990 αναφέρεται ότι η απόφαση με αριθμό 28924 και ημερ. 30.7.1987 σε ότι αφορά τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής Κρατικών Εκθέσεων δεν έχει αναδρομική ισχύ. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τη νέα προσφυγή που ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά ερμηνευτική της προηγούμενης απόφασης. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Με την ειδοποίηση έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η πράξη δεν ήταν εκτελεστή γιατί ενώπιον [*75]του Υπουργικού Συμβουλίου τέθηκαν νέα στοιχεία και η απόφαση αφορούσε θέμα μη αποφασισθέν σαφώς προηγουμένως.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι για πρώτη φορά και με νέο αίτημα συνδέθηκαν η αναδρομική αναβάθμισή του με την ήδη πραγματοποιηθείσα για όλους τους άλλους υπαλλήλους της Αρχής, με έναρξη από την 1.1.1979.  Συνεπώς υπήρχαν νέα στοιχεία που εξετάστηκαν και για τα οποία υποβλήθηκε νέα πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο πέραν του προδικαστικού σημείου επί του οποίου απέρριψε την προσφυγή του, προχώρησε και άνκαι δεν εξέτασε όλα τα εγερθέντα θέματα, απέρριψε την προσφυγή και επί της ουσίας.

Έτσι με άλλο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είναι αποφασιστική, αλλά παρεπόμενη και εγκριτική, οπότε με δεδομένη την απόφαση της Αρχής για αναδρομική αναβάθμιση του εφεσείοντα, η μη αποδοχή της αίτησης αποτελεί κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας.

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει βέβαια να απαντηθεί είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη ή βεβαιωτική προηγούμενης. Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ’ όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).

Στο περίγραμμα που κατατέθηκε για τον εφεσείοντα γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης με σκοπό να αποδειχθεί τόσο το εσφαλμένο της αντιμετώπισης, όσο και ο ισχυρισμός ότι τέθηκαν ενώπιον του Υπουργι[*76]κού Συμβουλίου νέα στοιχεία.

Tα εγειρόμενα σημεία δεν προωθούν τις θέσεις του εφεσείοντα. Η θέση ότι η Αρχή καθόρισε την ημερομηνία ισχύος της απόφασης για τον εφεσείοντα αναδρομικά από 1.1.1979 δεν είναι ορθή. Στα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 16.9.1987, αφού καταγράφεται η απόφαση του Συμβουλίου ότι η αναβάθμιση της μισθοδοτικής κλίμακας του Γενικού Διευθυντή από την Α14 στην Α16 που προνοείται από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, γίνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης/αναδιάρθρωσης των μισθών, αποφασίζεται όπως διαβιβαστεί η άποψη αυτή στο Υπουργείο Εμπορίου και στο Υπουργικό Συμβούλιο για να ληφθεί η σχετική έγκρισή τους. 

Εκείνο που ουσιαστικά έγινε δεν είναι η υποβολή νέων στοιχείων αλλά εισήγηση του Συμβουλίου της Αρχής που τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου “για να ληφθεί η σχετική συμφωνία/έγκριση τους”. Δεν είναι ορθή η θέση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο για πρώτη φορά έλαβε απόφαση στις 18.10.1990. Τότε απλώς διευκρινίστηκε ότι η απόφαση ημερ. 30.7.1987 σε ότι αφορά τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής δεν έχει αναδρομική ισχύ. Εξ άλλου η κλίμακα του εφεσείοντα δεν καθορίστηκε από την Αρχή. Η τοποθέτησή του στη σχετική κλίμακα έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ούτε η εισήγηση του Συμβουλίου της Αρχής, αλλά ούτε και οι αποφάσεις του αρμόδιου Υπουργείου αποτελούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υλικό ή νέα στοιχεία που έχρηζαν εξέτασης. Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν συνιστούσε απόφαση ύστερα από επανεξέταση, αλλά ούτε και καθορισμό εξ υπαρχής της χρονικής στιγμής έναρξης της ισχύος της απόφασής του. Ήταν βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης του απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο