(1999) 3 ΑΑΔ 77
[*77]25 Φεβρουαρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΒΥΡΩΝΑΣ,
Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 57/94)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Κατά πόσο υφίσταται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως αναθεωρητικού Δικαστηρίου να τιμωρεί διά της επιβολής ποινών ή και να εξαναγκάζει άλλως πως τη διοίκηση σε συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Ανασκόπηση της νομολογίας επί του ζητήματος και συμπόρευση της Πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση με το δεσμευτικό προηγούμενο της απόφασης Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικό προηγούμενο — Το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να ανατρέψει προηγούμενη απόφασή του — Η απάντηση που δόθηκε στο εν λόγω ερώτημα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφασή της Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 49 — Εφαρμογή των πορισμάτων της εν λόγω απόφασης στην υπό κρίση περίπτωση — Ανάλυση της αξίας της προσήλωσης στη δεσμευτικότητα της νομολογίας στα πλαίσια της έννομης τάξης.
Ο αιτητής είχε καταχωρίσει προσφυγή κατά της κρίσης του ως προακτέου κατ’ αρχαιότητα από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών. Η προσφυγή του ήταν επιτυχής αλλά τα όσα ακολούθησαν την ακύρωση της πιο πάνω κρίσης δε συνιστούσαν, σύμφωνα με τον αιτητή, συμμόρφωση των καθ’ ων η αίτηση με την ακυρωτική [*78]απόφαση. Με αποτέλεσμα να καταχωρίσει ο αιτητής την αίτηση αυτή αξιώνοντας την τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση λόγω μη πλήρους και ενεργού συμμόρφωσής τους με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Στο παρελθόν, το Ανώτατο Δικαστήριο επανειλημμένα επιλήφθηκε του θέματος της παρακοής διατάγματός του. Η αντιμετώπιση δεν ήταν ομοιόμορφη. Στην υπόθεση Ioannides v. Republic and Others (1971) 3 C.L.R. 8, η μη συμμόρφωση με ενδιάμεσο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που απαγόρευε την απέλαση του αιτητή από την Κύπρο θεωρήθηκε ως πράξη που συνιστούσε περιφρόνηση του δικαστηρίου με αποτέλεσμα να επιβληθούν στους καθ’ ων η αίτηση διάφορες ποινές.
Στην υπόθεση Republic v. Nissiotou (1965) 3 C.L.R. 1335, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι σχετικές εξουσίες του Δικαστηρίου αναφέρονται περιοριστικά στα Άρθρα 146.4, 146.5 και 150 του Συντάγματος. Ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η θεραπεία που αξιωνόταν με την αίτηση, ήτοι διάταγμα που να ανάγκαζε τους καθ’ ων η αίτηση σε υπακοή και ενεργό συμμόρφωση, δεν μπορούσε να εκδοθεί με βάση τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος ή οποιανδήποτε άλλη συνταγματική πρόνοια ή αρχή δικαίου.
Η αντιμετώπιση μεταβλήθηκε στην απόφαση Kyriacou and Others v. The Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643, όπου αποφασίστηκε ότι η αθέτηση της υποχρέωση προς ενεργό συμμόρφωση που οφείλει η διοίκηση συνιστά περιφρόνηση του δικαστηρίου.
Τέλος, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δέχτηκε ότι οι απόψεις που εκφράστηκαν στις αποφάσεις Nissiotou πρωτόδικα και Kyriacou της Ολομέλειας δε δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα από τη διατύπωση των Άρθρων 146 και 150, ούτε από τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις γενικές αρχές του δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό σύστημα.
2. Το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ανατρέψει προηγούμενη απόφασή του συζητήθηκε σε έκταση στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.
Είναι αναμφισβήτητο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ’ όλον ότι δεσμεύεται από προηγούμενές του αποφάσεις, δε στερείται της δυνατό[*79]τητας να αποστεί από αρχές που διατυπώθηκαν στο παρελθόν. Όμως η απόκλιση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεως ή η αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη.
3. Στην παρούσα υπόθεση, όσο χαλαρά και αν εξεταστεί το θέμα, δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μαυρογένης.
Αφού δεν προβλήθηκε ότι η απόφαση στη Θαλασσινός είναι έκδηλα λανθασμένη, δε δικαιολογείται απόκλιση από αυτή. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας στη Μαυρογένης, για να δικαιολογείται ανατροπή προηγούμενης απόφασης θα πρέπει να διαπιστώνεται το αδιαμφισβήτητα εσφαλμένο της. Το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν ή αν έχουν, ακόμα χειρότερα, εκφραστεί περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ορθότητα της αρχής δικαίου που ενσωματώνει, το σφάλμα σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παρέχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης.
Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της δυσκολίας απόκλισης είναι προφανείς. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου συνδέεται με την ερμηνεία του νόμου, αλλά κυρίως στηρίζει την ανάγκη για τη βεβαιότητα περί το δίκαιο που πρέπει να υπάρχει.
4. Είναι ορθή η άποψη που έχει εκφραστεί στην υπόθεση Θαλασσινός, ότι για τη δίωξη για περιφρόνηση του δικαστηρίου απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση.
Οι συνταγματικές πρόνοιες δεν είναι αρκετές για τη δημιουργία ποινικού αδικήματος. Απαιτείται νόμος που να προβλέπει τις προϋποθέσεις του αδικήματος και την ποινή. Στο Σύνταγμα παρέχεται μόνο η εξουσιοδότηση για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Ίσως μάλιστα να είναι ώριμος ο χρόνος για σχετικό προβληματισμό.
Το ανωτέρω σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου εκφράστηκε στην απόφαση που εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ. και με την οποία συμφώνησαν οι Αρτεμίδης, Αρτέμης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, Δ.Δ. Ο Αρτεμίδης, Δ. πέραν της συμφωνίας του με το εν λόγω σκεπτικό, εξέδωσε και δική του απόφαση συμπληρωματικά.
Διάφορο σκεπτικό διατύπωσαν οι Κωνσταντινίδης, Νικολάου, [*80]Καλλής, Κραμβής, Δ.Δ. σε χωριστή απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ. με επίσης απορριπτικό της αιτήσεως αποτέλεσμα.
Την απόφαση της μειοψηφίας (Πικής, Π., Νικήτας, Δ.) εξέδωσε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταλήγοντας σε αντίθετο προς την πλειοψηφία αποτέλεσμα επί της αρχής του νομικού ζητήματος της στοιχειοθέτησης περιφρόνησης Δικαστήριου από μη συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση.
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου έδωσε επίσης αιτιολογημένη κρίση, πριν την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, ως προς τις συνέπειες της παραίτησης Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου που μετείχε της σύνθεσης του Δικαστηρίου και παραιτήθηκε προ της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιοannides v. Republic and Others (1971) 3 C.L.R. 8,
Kyriacou and Others v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643,
Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203,
Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Νικολάου και Άλλοι ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 1338,
O’ Brien and Another v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583,
A.G. v. Dean and Canons of Windsor [1860] 8 H.L. Cas. 369,
Inland Revenue Commissioners v. Walker [1915] A.C. 509.
Αίτηση.
Αίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση λόγω μη πλήρους και ενεργούς συμμόρφωσής τους με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ακύρωσε την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών να κριθεί ο αιτητής ως προακτέος κατ’ αρχαιότητα αντί κατ’ εκλογήν.
N. Παπαευσταθίου για Τ. Παπαδόπουλο, για τον Αιτητή.
[*81]Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Πριν προχωρήσουμε στην έκδοση της απόφασης, θεωρούμε επιβεβλημένο να εξηγήσουμε γιατί η παραίτηση του Χρυσοστομή, Δ., ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου, δεν καταργεί τη δίκη. Όλοι είμαστε σύμφωνοι ότι δεν παρεμβάλλεται κώλυμα στην έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου για τους πιο κάτω λόγους.
Της παρούσας αίτησης επιλήφθηκε η Ολομέλεια σε πλήρη σύνθεση.
Η υπόθεση ακούστηκε στις 10 Δεκεμβρίου, 1998, η ακρόαση ολοκληρώθηκε την ίδια ημέρα και η απόφαση επιφυλάχθηκε.
Ενώ εκκρεμούσε η έκδοση της απόφασης, ένα από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Χρυσοστομής, Δ., παραιτήθηκε. Αποχώρησε από τη Δικαστική Υπηρεσία στις 5 Ιανουαρίου, 1999. Από την ημέρα εκείνη, ο αριθμός των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου μειώθηκε από δεκατρείς σε δώδεκα. Η χηρεία θέσης στο Ανώτατο Δικαστήριο αφήνει ανεπηρέαστη τη συγκρότησή του.
Το Άρθρο 16 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/64), προβλέπει:-
«16. Το Δικαστήριον λογίζεται προσηκόντως συγκεκροτημένον και εάν έτι χηρεύη οιαδήποτε θέσις μεταξύ των μελών αυτού.»
Από τις 5 Ιανουαρίου, 1999, το Ανώτατο Δικαστήριο απαρτίζεται από δώδεκα Δικαστές. Ο Δικαστής, ο οποίος διορίστηκε σε αντικατάσταση του κ. Χρυσοστομή, ο κ. Χατζηχαμπής, θα αναλάβει καθήκοντα στις 15 Μαρτίου, 1999.
Εξετάζεται κατά πόσο η αλλοίωση της σύνθεσης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που επελήφθη της υπόθεσης, καταργεί τη δίκη και επιβάλλει την επανακρόασή της.
Όμοιο θέμα αντιμετωπίστηκε στη Μαυρογένης ν. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 857. Αποφασίστηκε ότι η δίκη διακόπτεται μόνο όπου τίθεται «ζήτημα μεταβολής της σύνθεσης του Δικαστηρίου και, παρεπόμενα, επανασυγκρότησης του Δι[*82]καστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης» (σελ. 859). Κρίθηκε ότι η αλλαγή στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που προέκυψε από την αυτοεξαίρεση ενός των Δικαστών που μετείχε σ’ αυτή, δεν είχε συνέπειες στο άρτιο της συγκρότησης της Ολομέλειας. (Βλ., επίσης, Pres. of Republic v. House of R/tatives (1985) 3 C.L.R. 1501, 1504-1505). Συνέχισαν να μετέχουν στη σύνθεσή της όλα τα Μέλη του Σώματος που ήταν δυνατό να μετάσχουν.
Το ίδιο ισχύει και στην προκείμενη υπόθεση. Δεν τίθεται θέμα μεταβολής της σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης. Συνεχίζει να επιλαμβάνεται της υπόθεσης η Ολομέλεια σε πλήρη σύνθεση. Δε διακόπτεται η δίκη και δεν παρεμβάλλεται κώλυμα στην έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι κατά πλειοψηφία. Το αιτιολογικό της απόφασης της πλειοψηφίας περιέχεται στις αποφάσεις των Δικαστών:
(1) Αρτεμίδη, Δ.
(2) Νικολαΐδη, Δ., με την απόφαση του οποίου συμφωνούν οι Δικαστές, Aρτεμίδης, Αρτέμης, Κρονίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης.
(3) Νικολάου, Δ., με την απόφαση του οποίου συμφωνούν οι Δικαστές, Κωνσταντινίδης, Καλλής και Κραμβής.
Το αιτιολογικό της απόφασης της μειοψηφίας περιέχεται στη δική μου απόφαση, με την οποία συμφωνεί ο Νικήτας, Δ.
Ως αποτέλεσμα η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αξιώνει την τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση λόγω μη πλήρους και ενεργούς συμμόρφωσής τους με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής υπηρετούσε στον Κυπριακό Στρατό, από τις τάξεις του οποίου αφυπηρέτησε την 1.9.1996 με το βαθμό του Ταξίαρχου ε.α. Το 1993 κρίθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του ως προακτέος κατ’ αρχαιότητα. Προσφυγή που ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω κρίσης έγινε δεκτή και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση.
Σύμφωνα με τον αιτητή τα αρμόδια όργανα με βάση την υπο[*83]χρέωσή τους για συμμόρφωση έπρεπε να προβούν στην άμεση συγκρότηση και σύγκλιση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων των Αξιωματικών, την επανεξέταση της τακτικής κρίσης του για το έτος 1993 και τη διενέργεια της προαγωγής του στο βαθμό του Ταξίαρχου με βάση την κρίση αυτή. Οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν και ο αιτητής αξιώνει την τιμωρία τους.
Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να τιμωρήσει μέλη της Διοίκησης για παράλειψη συμμόρφωσής τους με απόφαση δικαστηρίου αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρξε συμμόρφωση αφού το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του υπ’ αρ. 46647 ημερ. 29.9.1997 αποφάσισε να ακυρώσει τους πίνακες, ο δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικά από το 1ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Ε.Φ. με επιστολή ημερ. 6.11.1997.
Την ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης, ύστερα από απόρριψη αιτήματος του συνηγόρου του αιτητή για αναβολή, αγόρευσε μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.
Στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο επανειλημμένα επιλήφθηκε του θέματος της παρακοής διατάγματός του. Η αντιμετώπιση δεν ήταν ομοιόμορφη. Στην υπόθεση Ioannides v. Republic and Others (1971) 3 C.L.R. 8, η μη συμμόρφωση με ενδιάμεσο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που απαγόρευε την απέλαση του αιτητή από την Κύπρο θεωρήθηκε ως πράξη που συνιστούσε περιφρόνηση του δικαστηρίου με αποτέλεσμα να επιβληθούν στους καθ’ ων η αίτηση διάφορες ποινές.
Στην υπόθεση Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι οι σχετικές εξουσίες του Δικαστηρίου αναφέρονται περιοριστικά στα Άρθρα 146.4, 146.5 και 150 του Συντάγματος. Ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η θεραπεία που αξιωνόταν με την αίτηση, ήτοι διάταγμα που να ανάγκαζε τους καθ’ ων η αίτηση σε υπακοή και ενεργό συμμόρφωση, δεν μπορούσε να εκδοθεί με βάση τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος ή οποιανδήποτε άλλη συνταγματική πρόνοια ή αρχή δικαίου.
Η αντιμετώπιση μεταβλήθηκε στην απόφαση Kyriacou and Others v. The Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643, όπου αποφασίστηκε ότι η αθέτηση της υποχρέωσης προς ενεργό συμμόρφωση που οφείλει η διοίκηση συνιστά περιφρόνηση του δικαστηρίου.
[*84]Τέλος στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δέκτηκε ότι οι απόψεις που εκφράστηκαν στις αποφάσεις Nissiotou πρωτόδικα και Kyriacou της Ολομέλειας δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα από τη διατύπωση των Άρθρων 146 και 150, ούτε από τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις γενικές αρχές του δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό σύστημα.
Η πλειοψηφία θεώρησε ότι η υπόθεση Θαλασσινού ήταν η κατάλληλη περίπτωση για να διαφωνήσει με τις πιο πάνω υποθέσεις και να καταλήξει ότι δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κάτω από την αναθεωρητική δικαιοδοσία, ένοχους του αδικήματος της περιφρόνησης του δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή.
Με σαφήνεια η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δηλώνει ότι εγκαταλείπει τα αποφασισθέντα και αφίσταται από αυτά, γιατί θεωρεί επιβεβλημένο να το πράξει, χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεί των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων. Το Δικαστήριο έχει εξουσία να ερμηνεύει τα νομοθετήματα και όχι να τα συμπληρώνει.
Επισημαίνεται τέλος η απουσία νομοθετικής ρύθμισης, όπως έγινε σε άλλα κράτη, καθώς και η παράλειψη του Άρθρου 150 του Συντάγματος να προβλέψει την ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί.
Με την πιο πάνω απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησαν δύο μέλη του Δικαστηρίου που δέκτηκαν ότι το Άρθρο 150 του Συντάγματος μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση παρακοής ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς τη θέσπιση νόμου αναφορικά με το θέμα της ποινής, γιατί το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να επιβάλει το είδος και το ύψος της ποινής που είναι εύλογη για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κυρίως όμως αποφάσισαν πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ανατροπή της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπόθεση Kyriacou, ανωτέρω) και επομένως μια νέα εξέταση του θέματος θα ξέφευγε απαράδεκτα από τα όρια που θέτει η νομολογία για παραγνώριση προηγούμενων αποφάσεων.
Η υπόθεση Θαλασσινός αποτελεί το ισχύον σήμερα νομικό καθε[*85]στώς. Στην παρούσα υπόθεση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δεν ανέπτυξε τις θέσεις του και συνεπώς δεν κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από αυτή. Κληθήκαμε όμως να αποφασίσουμε ότι οι καθ’ ων η αίτηση μπορούν να θεωρηθούν ένοχοι παρακοής διατάγματος του δικαστηρίου. Έτσι αναπόφευκτα θα πρέπει να ασχοληθούμε με το θέμα, ιδιαίτερα αφού ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας πρόβαλε τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα.
Το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ανατρέψει προηγούμενη απόφασή του συζητήθηκε σε έκταση στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315. Και από τις τρεις σχετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν φαίνεται ότι όλοι δέχονται ότι προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ανατραπεί, τίθενται όμως διαφορετικές προϋποθέσεις.
Η πλειοψηφία δέκτηκε ότι τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Βουλή των Λόρδων (βλ. επίσης Νικολάου και Άλλων ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ.2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 1338).
Η πλειοψηφία ακολούθησε την αρχή ότι λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου δικαιολογούν την απόκλιση, άνκαι ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Η αρχή αυτή που εκφράστηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, φέρεται να θεμελιούται στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση O’ Brien and another v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, άνκαι κατά τη γνώμη μας το συμπέρασμα αυτό δεν δικαιολογείται.
Είναι αναμφισβήτητο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ’ όλον ότι δεσμεύεται από προηγούμενές του αποφάσεις, δεν στερείται της δυνατότητας να αποστεί από αρχές που διατυπώθηκαν στο παρελθόν. Όμως η απόκλιση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή η αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη.
Ακόμα απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην οποία υπήρξε ισοψηφία θεωρείται δεσμευτική για το ίδιο το Δικαστήριο και για όλα τα κατώτερα δικαστήρια, όπως αν είχε αποφασιστεί ομόφωνα [*86](nemine dissentiente) (Α.G. v. Dean and Canons of Windsor [1860] 8 H.L. Cas. 369, 392, Inland Revenue Commissioners v. Walker [1915] A.C. 509, 519, 522. Βλ. επίσης 22, Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, παραγρ. 1686).
Δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε ξανά ποιά απ’ τις πιο πάνω απόψεις θα πρέπει να ακολουθηθεί. Αισθανόμαστε ότι δεσμευόμαστε από την απόφαση της πλειοψηφίας. Στην παρούσα υπόθεση, όσο χαλαρά και αν εξεταστεί το θέμα, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μαυρογένης. Δεν κληθήκαμε να αποστούμε από τη Θαλασσινός, άνκαι κάτι τέτοιο προκύπτει από αυτό τούτο το γεγονός της καταχώρησης της παρούσας αίτησης.
Αφού δεν προβλήθηκε ότι η απόφαση στην Θαλασσινός είναι έκδηλα λανθασμένη, δεν δικαιολογείται απόκλιση από αυτή. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας στη Μαυρογένης, για να δικαιολογείται ανατροπή προηγούμενης απόφασης θα πρέπει να διαπιστώνεται το αδιαμφισβήτητα εσφαλμένο της. Το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν ή αν έχουν, ακόμα χειρότερα, εκφραστεί, περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ορθότητα της αρχής δικαίου που ενσωματώνει, το σφάλμα σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παρέχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης.
Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της δυσκολίας απόκλισης είναι προφανείς. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου συνδέεται με την ερμηνεία του νόμου, αλλά κυρίως στηρίζει την ανάγκη για τη βεβαιότητα περί το δίκαιο που πρέπει να υπάρχει.
Οι αρχές δικαίου που προκύπτουν από τη δικαστική απόφαση αποδεσμεύονται από τους εκάστοτε συντάκτες της και τις προσωπικές τους απόψεις και καθίστανται κανόνες δικαίου γενικής αποδοχής, πάνω στις οποίες το κοινωνικό σύνολο βασίζεται για να ενεργήσει συμμορφούμενο με την υφιστάμενη νομική κατάσταση.
Αυτή ειδικά η λειτουργία της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση, αφού η ανατροπή των υφισταμένων, θα δημιουργούσε απρόβλεπτες και σοβαρές επιπτώσεις.
Το ισχύον νομικό καθεστώς, η αρχή δηλαδή ότι δεν ευσταθεί [*87]διαδικασία για περιφρόνηση του δικαστηρίου στις περιπτώσεις μη ενεργού συμμόρφωσης, καθοδήγησε τη διοίκηση και τα πρόσωπα που την αποτελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δεν θα ήταν δίκαιο, ούτε πιστεύουμε και σκόπιμο, να ανατρέψουμε την κατάσταση και να δημιουργήσουμε ουσιαστικά ποινικό αδίκημα που θα τιμωρεί πράξεις που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, δεν αποτελούσαν ποινικό αδίκημα και δεν τιμωρούνταν κατά το χρόνο της διάπραξής τους.
Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι συμμεριζόμαστε την άποψη που έχει εκφραστεί στην υπόθεση Θαλασσινός ότι για τη δίωξη για περιφρόνηση του δικαστηρίου απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση, αφού ισχύει η αρχή nulla poena, nulla crimen, sine lege.
Οι συνταγματικές πρόνοιες δεν είναι αρκετές για τη δημιουργία ποινικού αδικήματος. Απαιτείται νόμος που να προβλέπει τις προϋποθέσεις του αδικήματος και την ποινή. Στο Σύνταγμα παρέχεται μόνο η εξουσιοδότηση για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Ίσως μάλιστα να είναι ώριμος ο χρόνος για σχετικό προβληματισμό.
Όσο κι αν η επανεξέταση μιας νομικής θέσης που εκφράστηκε σε προηγούμενη απόφαση παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την ευκαιρία να διορθώσει τα τυχόν σφάλματα και να προβεί σε αυτοέλεγχο, θεωρούμε ότι η συνείδηση των μελών του δεν είναι η μόνη δέσμευση που έχει.
Η ασφάλεια της νομολογίας και η ομαλή λειτουργία της πολιτείας επιτάσσει όπως το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, όπως καθορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να συνεχίζει να ισχύει, εκτός αν υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναλύθηκαν πιο πάνω.
Ο κίνδυνος πολιτειακής αναστάτωσης που συνεπάγεται η ανατροπή απόφασης, με τα επακόλουθα που μπορεί να έχει μια τέτοια απόκλιση στην παρούσα υπόθεση, τονίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δέσμευση που πρέπει να πηγάζει από τη νομολογία.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να τονίσουμε ότι δεν νομίζουμε ότι υπάρχει σύγκρουση νομολογίας μεταξύ της Θαλασσινός και της Kyriacou. Στη Θαλασσινός η υπόθεση Κyriacou τέθηκε υπ’ όψη του Δικαστηρίου το οποίο μελέτησε τα ίδια ακριβώς θέματα και κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Η Θαλασσινός καταργεί όλες τις προηγούμενες εκδοθείσες αποφάσεις και αποδίδει την [*88]υφιστάμενη νομική κατάσταση.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν θεωρούμε χρήσιμο να ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα εγειρόμενα θέματα. Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Αυτή είναι η απόφαση των Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Καλλή και Κραμβή, ΔΔ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:
Εισαγωγή:
Κατά τις τακτικές κρίσεις αξιωματικών για το 1993, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών έκρινε τον αιτητή προακτέο κατ’ αρχαιότητα αντί κατ’ εκλογήν. Το Υπουργικό Συμβούλιο κύρωσε τον κατ’ ακολουθίαν καταρτισθέντα Πίνακα. Ως αποτέλεσμα, προήχθη σε μια κενή θέση Ταξίαρχου άλλος αξιωματικός. Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 3 Οκτωβρίου 1995, την ακύρωσε. Δεν υπήρξε έφεση. Όμως η Διοίκηση δυστρόπησε. Η επανεξέταση, στο κάθε στάδιο, καθυστέρησε επί μακρόν. Κι αυτό παρά τις απανωτές διαμαρτυρίες του αιτητή. Συμμόρφωση εν τέλει επήλθε με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 1997 η οποία σήμανε τη συμπλήρωση της επανεξέτασης. Με θετικό για τον αιτητή αποτέλεσμα. Καθώς έχει αναφερθεί, ενημερωτική επιστολή ημερ. 30 Οκτωβρίου 1997 στάληκε περί τούτου στους δικηγόρους του αιτητή.
Η παρούσα διαδικασία:
Με αίτηση ημερ. 3 Νοεμβρίου 1997 ο αιτητής ζητεί:
“Α. Όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση τιμωρηθούν με φυλάκιση των μελών τους ή/και με φυλάκιση όσων από τα μέλη τους δεν συμμορφώνονται πλήρως και ενεργώς προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95, στην πιο πάνω προσφυγή.
Β. Όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση τιμωρηθούν για παράβαση ή/και παρακοή προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95 ή/και περιφρόνηση του Σεβαστού Δικαστηρίου με φυλάκιση των μελών τους ή/και με φυλάκιση όσων από τα μέλη τους ευθύνονται, μέχρι πλήρους συμμόρφωσης ή/και με την [*89]επιβολή προστίμου προς συμμόρφωση ή/και για παρακοή ή/και περιφρόνηση του Σεβαστού Δικαστηρίου.
Γ. Την έκδοση διατάγματος ή/και απόφασης ή/και οδηγίας με τις οποίες να εξαναγκάζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, με τιμωρία ή/και άλλως πως, σε ενεργό και πλήρη συμμόρφωση προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95.
Δ. Την έκδοση διατάγματος ή/και απόφασης ή/και οδηγίας με τα οποία να εξαναγκάζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση σε υπακοή προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95 ή/και σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες οφείλουν να προβούν οι Καθ’ ων η Αίτηση για να συμμορφωθούν άμεσα και ενεργώς προς την απόφαση του Σεβ. Δικαστηρίου ημερ. 3/10/1995.
Ε. Έξοδα της παρούσας αίτησης.”
Η αίτηση τέθηκε ενώπιον του Δικαστή που είχε επιληφθεί της προσφυγής. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε ένσταση. Εν συνεχεία οι συνήγοροι του αιτητή υπέβαλαν αίτημα όπως την ακρόαση την αναλάβει η Πλήρης Ολομέλεια. Εξέφρασαν την άποψη ότι “υπάρχουν αποφάσεις κατ’ έφεση που εκ πρώτης όψεως μπορούν να προβληθούν αντιφατικές”. Εξειδίκευσαν ότι επρόκειτο για τις Kyriacou and Others v. The Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643 και Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203. Επικαλέστηκαν το ότι, για τον ίδιο λόγο, την ακρόαση σε παρόμοια αίτηση στη Χριστάκη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, προσφυγή αρ. 1061/94, την είχε αναλάβει η Πλήρης Ολομέλεια.
Πράγματι αυτό είχε γίνει σε εκείνη την υπόθεση. Στην οποία συζητήθηκε διεξοδικά, με αναφορά στη νομολογία, το κατά πόσο η μη συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αποτελεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου σε σχέση με την οποία παρέχεται δικαιοδοσία για τιμωρία. Σημειώνουμε εν παρόδω ότι οι συνήγοροι του εδώ αιτητή εμφανίστηκαν εκεί εκ μέρους των καθ’ ων και υποστήριξαν πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία. Η απόφαση επιφυλάχθηκε. Αλλά δεν εκδόθηκε. Διότι η αίτηση αποσύρθηκε στο μεταξύ.
Η Πλήρης Ολομέλεια συγκατένευσε να αναλάβει την ακρόαση και της παρούσας αίτησης. Μια κι αυτό ήταν που είχε γίνει στην προηγούμενη περίπτωση.
[*90]Η ακρόαση:
Κατά την ημερομηνία ακρόασης υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή αίτημα για αναβολή επειδή οι συνήγοροι που ετοιμάστηκαν για την υπόθεση δεν μπορούσαν να εμφανιστούν. Είχε από την προηγουμένη καταχωριστεί ειδοποίηση στην οποία εκτίθεντο οι λόγοι. Στο Δικαστήριο εμφανίστηκε ο εκ των συνηγόρων κ. Ν. Παπαευσταθίου για προώθηση του αιτήματος. Το οποίο απορρίφθηκε ομόφωνα. Ο κ. Παπαευσταθίου δήλωσε τότε αδυναμία να ανταποκριθεί. Παραθέτουμε από το πρακτικό ό,τι κυρίως ενδιαφέρει:
“Δεν έχω προετοιμαστεί για την ακρόαση της παρούσας αίτησης έντιμε κ. Πρόεδρε, έντιμοι κ. Δικαστές. Δεν χειρίστηκα σε οποιοδήποτε στάδιο την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης λόγω άλλων υποχρεώσεων. Πληροφορήθηκα γι’ αυτή την υπόθεση χθες το απόγευμα και εμφανίστηκα ενώπιον σας για το μοναδικό λόγο να υποβάλω και υποστηρίξω το αίτημα για την αναβολή. Ως εκ τούτου, αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω το Δικαστήριο στην ακρόαση αυτής της αίτησης.
.......................................................................................................
Δεν γνωρίζω ούτε τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας αίτησης, ούτε έχω μελετήσει τα νομικά σημεία τα οποία εγείρονται στην παρούσα υπόθεση. Ως εκ τούτου αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω το Δικαστήριο σε υποστήριξη της αίτησης του αιτητή ως έχει ενώπιόν σας.
.......................................................................................................
Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω το Δικαστήριο με επιχειρηματολογία σε σχέση με τα νομικά θέματα τα οποία εγείρονται ενώπιόν σας. Δεν μπορώ να προσθέσω σε βοήθεια του Δικαστηρίου με επιχειρηματολογία και ανάπτυξη των νομικών θεμάτων τα οποία εγείρονται, για τους λόγους τους οποίους έχω εκθέσει προηγουμένως. Ως εκ τούτου το μόνο το οποίο μπορώ να πω είναι ότι η αίτηση είναι ενώπιόν σας, υποστηρίζεται εκ μέρους του αιτητή και τίποτε περισσότερο.”
Τον λόγο έπειτα έλαβε ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος διευκρίνησε ότι εκ των προσώπων που κατανομάζονταν στην αίτηση ως μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, δεν εκπροσωπούσε κανένα από τους πρώην. Εκ μέρους των οποίων, ας σημειωθεί, δεν υπήρξε εμφάνιση παρά την επίδοση και σε εκείνους.
Προέβαλε ως πρώτη θέση ότι η αίτηση, όπως ήταν διατυπωμένη, δεν είχε αντικείμενο. Κι αυτό διότι, κατά την εισήγησή του, [*91]εκείνο στο οποίο αποσκοπούσε η αίτηση ήταν η συμμόρφωση. Σε σχέση με την οποία ζητείται ο εξαναγκασμός των καθ’ ων με τιμωρία ή άλλως πως. Και αφ’ ης στιγμής υπήρξε συμμόρφωση πριν από την καταχώριση της αίτησης - ακόμα και αν ο αιτητής δεν το πληροφορήθηκε έγκαιρα - ό,τι επιδιωκόταν με την αίτηση είχε ήδη επέλθει. Δεν μας φαίνεται πάντως να λαμβάνει υπόψη αυτή η θέση τις τελευταίες διαζεύξεις της παραγράφου Β΄ του αιτητικού οι οποίες, όπως τις διαβάζουμε, αναφέρονται σε ήδη τελεσθείσα “παρακοή ή/και περιφρόνηση”, για την οποία επιδιώκεται τιμωρία. Ο Γενικός Εισαγγελέας πρόσθεσε εξ άλλου ότι εν πάση περιπτώσει ο αιτητής δεν απέδειξε ο,τιδήποτε συγκεκριμένο σε βάρος κανενός. Έπειτα προχώρησε στο ζήτημα δικαιοδοσίας. Επεσήμανε ότι η Θαλασσινού (ανωτέρω), στην οποία κρίθηκε ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία, ρητά ανέτρεψε την προηγούμενη αντίθετη απόφαση, ήτοι, την Kyriacou (ανωτέρω) η οποία είχε στηριχθεί στη Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335.
Κατάληξη:
Προέχει το ζήτημα δικαιοδοσίας. Δεν μπορεί, στην απουσία δικαιοδοτικού ερείσματος, να εξεταστεί ο,τιδήποτε που αφορά τις εγγενείς ανάγκες της υπόθεσης.
Ακόμα και το κατά πόσο, εν προκειμένω, η αίτηση στερείται αντικειμένου για το λόγο που εισηγήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας, αποτελεί ερώτημα που θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο εφόσον το Δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της περίπτωσης για να το εξετάσει.
Είναι πρόδηλο ότι στο υπό κρίση ζήτημα δικαιοδοσίας δεν υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις της Ολομέλειας. Υπάρχει μόνο μια. Η οποία και το διέπει. Είναι η απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Θαλασσινού (ανωτέρω). Στην οποία εξετάστηκε, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση τεθέντος θέματος περιφρόνησης Δικαστηρίου, το “κατά πόσο στοιχειοθετείται περιφρόνηση του Δικαστηρίου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σε ακυρωτική απόφαση που εκδίδεται στη δικαιοδοσία του Άρθρου 146”. Κατόπιν διεξοδικής συζήτησης, κατά την οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας, η πλειοψηφία κατηγορηματικά έδωσε στο ερώτημα αρνητική απάντηση και ρητά ανέτρεψε την προηγούμενη αντίθετη περί τούτου νομολογία, ήτοι, την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην Kyriacou (ανωτέρω) και την ομόφωνη απόφαση της διευρυμένης Ολομέλειας στη Nissiotou (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα (σελ. 227-8):
[*92]“Έχουμε καταλήξει λοιπόν στο συμπέρασμα οδηγούμενοι από τις αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω, ότι οι απόψεις που εξεφράσθησαν στις υποθέσεις Nissiotou πρωτόδικα και κατ’ έφεση και στην υπόθεση Kyriacou, της Ολομέλειας δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα τις διατυπώσεις των άρθρων 146 και 150, όπως επίσης τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις Γενικές Αρχές του Δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό Σύστημα και εισήχθησαν με το άρθρο 146, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Βρίσκομε επομένως ότι αυτή είναι η κατάλληλη υπόθεση για να διαφωνήσουμε με αυτές και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κάτω από την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία αυτού, όπως καθορίζεται από το άρθρο 146, ως ενόχους του παραπτώματος περιφρονήσεως του Δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή είτε φυλακίσεως, είτε προστίμου ή άλλη. Εγκαταλείπουμε τα αποφασισθέντα και αφιστάμεθα από αυτά γιατί το θεωρούμε ορθό και επιβεβλημένο να το πράξουμε χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας των νομοθετημάτων και όχι της συμπλήρωσης των.”
Σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας στη Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, με βάση το ακόλουθο κριτήριο, να ανατρέψει προηγούμενη απόφαση του:
“Εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη, δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της. Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης, ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.”
Τίποτε δεν τέθηκε στην προκείμενη περίπτωση που να δικαιολογεί συζήτηση της Θαλασσινού (ανωτέρω). Δεν κληθήκαμε να την ανατρέψουμε. Ούτε βέβαια και προσφέρθηκε επιχειρηματολογία προς τέτοια κατεύθυνση. Από πλευράς του αιτητή το κενό ήταν πλήρες. Ακόμα και με την εν τέλει δήλωση του συνηγόρου, ότι ο αιτητής υποστήριζε την αίτηση. Από δικής του πλευράς, ο [*93]Γενικός Εισαγγελέας αγόρευσε υπέρ της Θαλασσινού (ανωτέρω).
Με δεδομένο ότι χωρίς εγχείρημα για ανατροπή της Θαλασσινού (ανωτέρω) ο,τιδήποτε ακολουθούσε καθίστατο χωρίς νόημα, θα έπρεπε, ενόψει της δήλωσης αδυναμίας από μέρους του συνηγόρου του αιτητή, να είχε τεθεί τέρμα στην αίτηση. Με απόρριψη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Το οποίο πράττουμε τώρα. Γιατί ο λόγος της Θαλασσινού (ανωτέρω) παραμένει ακλόνητος.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστή Νικολαΐδη. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω λίγες γραμμές, εφόσο στο ζήτημα δεν υπάρχει ομοφωνία της Πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου μας, κάτι που δείχνει βέβαια τη διαλεκτική διάθεση και ελεύθερη κρίση των μελών του.
Διευρυμένη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινός (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, πως το άρθρο 146.5 του Συντάγματος δεν παρέχει σ’ αυτό δικαιοδοσία να τιμωρεί ένεκεν περιφρονήσεως, διά της μη εκτελέσεως των αποφάσεών του στη δικαιοδοσία του ως Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου εκφράστηκε μετά από ενδελεχή και σε βάθος συζήτηση του θέματος, και μ’ αυτή ανετράπη ρητά η όποια προηγούμενη αντίθετη απόφαση.
Με την υπό συζήτηση αίτηση η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καλείται και πάλιν να υποχρεώσει σε ενεργό συμμόρφωση, διά της τιμωρίας με φυλάκιση, πρώην και νυν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, με τον ισχυρισμό πως δεν συμμορφώθηκαν με το αποτέλεσμα της απόφασης δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε προσφυγή του αιτητή (57/94).
Οι δικηγόροι του αιτητή, μολονότι καλοί γνώστες της απόφασης Θαλασσινός εισηγήθηκαν, και χρησιμοποιώ τη δική τους φρασεολογία στη γραπτή τους αίτηση προς τον Πρωτοκολλητή για να επιληφθεί η Ολομέλεια της επίδικης αιτήσεως, πως επί του επιδίκου θέματος «υπάρχουν αποφάσεις κατ’ έφεση που εκ πρώτης όψεως μπορούν να προβληθούν αντιφατικές». Αναφέρουν επίσης, και είναι ορθό, πως το ίδιο ζήτημα είχε εγερθεί σε αίτηση στην προσφυγή 1061/94, στην οποία επεφυλάχθη απόφαση η οποία όμως δεν εκδόθηκε, γιατί λίγες ημέρες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία έκδοσης της αποσύρθηκε από το δικηγόρο του αιτητή.
[*94]Είναι ολωσδιόλου εσφαλμένη η πιο πάνω εκτίμηση των δικηγόρων του αιτητή. Η υπόθεση Θαλασσινός, καθόρισε τη νομική κατάσταση στο ζήτημα. Μετείχα στη σύνθεση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Θαλασσινός και διαφώνησα με την πλειοψηφία. Αισθάνομαι όμως δικαστική την υποχρέωση να ακολουθώ την ετυμηγορία του Δικαστηρίου μας. Άλλωστε, δεσμευτικό είναι το προηγούμενο γι’ αυτούς που διαφωνούν και όχι με όσους συμφωνούν με τούτο. Παρέκκλιση από την αρχή, και μάλιστα σε υποθέσεις όπου αποφασίζονται με σαφήνεια συνταγματικές διατάξεις, θα οδηγούσε όχι μόνο σε αστάθεια του δικαίου αλλά θα παρακώλυε και την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας. Την ίδια θέση εξέφρασα και στην απόφαση μου στην υπόθεση Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, αλλά και στην ίδια τη Θαλασσινός (σελ.250).
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Ο Νικήτας, Δ., συμφωνεί με την απόφαση που ακολουθεί.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Ολομέλεια επιλαμβάνεται αίτησης του Κώστα Βύρωνα η οποία καταχωρήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1997. Υποβλήθηκε από τον επιτυχόντα αιτητή στο πλαίσιο της προσφυγής που δικαιώθηκε, (προσφυγή 57/94), προς θεραπεία της παράλειψης των αρμοδίων αρχών να συμμορφωθούν μ’ αυτή. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την αξιολόγηση του αιτητή από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών για το 1993 ως ανεδαφική. Το παράπονο που προβάλλει ο αιτητής είναι ότι δεν εφαρμόστηκε η ακυρωτική απόφαση από εκείνους που είχαν καθήκον να την εφαρμόσουν, και αίτημα η τιμωρία των δυστροπούντων.
Το αντικείμενο της αίτησης προσδιορίζεται από τις θεραπείες που ζητούνται σε συνάρτηση με τις νομικές και θεσμικές διατάξεις που την στηρίζουν. Οι θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται είναι οι ακόλουθες:
«Α. Όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση τιμωρηθούν με φυλάκιση των μελών τους ή/και με φυλάκιση όσων από τα μέλη τους δεν συμμορφώνονται πλήρως και ενεργώς προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95, στην πιο πάνω προσφυγή.
Β. Όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση τιμωρηθούν για παράβαση ή/και παρακοή προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95 ή/και περιφρόνηση του Σεβαστού Δικαστηρίου με φυλάκιση των μελών τους ή/και με φυλάκιση όσων από τα [*95]μέλη τους ευθύνονται, μέχρι πλήρους συμμόρφωσης ή/και με την επιβολή προστίμου προς συμμόρφωση ή/και για παρακοή ή/και περιφρόνηση του Σεβαστού Δικαστηρίου.
Γ. Την έκδοση διατάγματος ή/και απόφασης ή/και οδηγίας με τα οποία να εξαναγκάζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, με τιμωρία ή/και άλλως πως, σε ενεργό και πλήρη συμμόρφωση προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95.
Δ. Την έκδοση διατάγματος ή/και απόφασης ή/και οδηγίας με τα οποία να εξαναγκάζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση σε υπακοή προς την απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερ. 3-10-95 ή/και σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες οφείλουν να προβούν οι Καθ’ ων η Αίτηση για να συμμορφωθούν άμεσα και ενεργώς προς την απόφαση του Σεβ. Δικαστηρίου ημερ. 3/10/1995.
Ε. Έξοδα της παρούσας αίτησης.»
Η αίτηση βασίζεται στις ακόλουθες συνταγματικές, νομικές και θεσμικές διατάξεις:
(α) Άρθρα 5, 15, 25, 28, 30, 35 και 146.4(β) του Συντάγματος.
(β) Άθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60), και Άρθρα 136 και 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
(γ) Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και
(δ) Καν. 13, 17, 18, 19 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962.
Αντίθετα προς την αγωγή, στην αίτηση καθορίζεται εκτός από τη θεραπεία και η νομική θεμελίωση του αιτήματος, προσδιοριστική του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.
Η αίτηση στρέφεται ονομαστικά κατά των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου τα οποία υπηρετούσαν όταν υποβλήθηκε η αίτηση, και του τότε διοικητή της Εθνικής Φρουράς. Έκτοτε μεταβλήθηκε η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου και μόνο μερικοί από τους Υπουργούς εναντίον των οποίων στρέφεται ατομικά η αίτηση, μετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο. Από τους έντεκα κατονομαζόμενους Υπουργούς οι πέντε έπαυσαν να είναι Υπουργοί και όπως διευκρίνησε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν τους εκπροσωπεί. Σε ερώτηση αν γνωστοποιήθηκε η ημερομηνία ακρόασης στους πέντε αντικατασταθέντες Υπουργούς και κατά πόσο συνεχίζει να τους εκπροσωπεί, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε αρνητικά προσθέτοντας ότι ούτε το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς εκπροσωπεί, ο οποίος τώρα ευρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας, στην Ελλάδα.
Ενώ η αίτηση στρέφεται εναντίον των συγκεκριμένων δώδεκα προσώπων στους οποίους επιδόθηκε,* τα αιτήματα τα οποία υποβάλλονται δεν αποβλέπουν στην εξασφάλιση της συμμόρφωσης ή της τιμωρίας σε αντίθετη περίπτωση των κατονομαζομένων με την αίτηση ατόμων, αλλά των δημοσίων αρχών εναντίον των οποίων ασκήθηκε η προσφυγή, δηλαδή, (α) του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, και (β) του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτό προκύπτει ευθέως από το αιτητικό (α), με το οποίο αξιώνεται η τιμωρία των μελών των «καθ’ ων η αίτηση ή όσων από αυτούς δεν συμμορφώνονται πλήρως και ενεργώς προς την απόφαση του Δικαστηρίου». Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες θεραπείες. Στο βαθμό που η αίτηση στρέφεται απρόσωπα εναντίον των αξιωματούχων των προειρημένων συλλογικών οργάνων, εμφανώς δεν εκθέτει κατηγορία περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Ούτε η αίτηση θα μπορούσε να προχωρήσει εναντίον τους (νέων μελών), χωρίς να έχει επιδοθεί σ’ αυτούς.
Διαπίστωσή μας είναι ότι η αίτηση δεν θέτει θέμα περιφρόνησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ένεκα παρακοής ακυρωτικής απόφασης που εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 146.4(β), κάτω και από όποια σκοπιά και αν θεαθεί. Το αίτημα καθεαυτό δεν στοιχειοθετεί περιφρόνηση ή καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Δεν επιζητείται η τιμωρία προσώπου ή προσώπων για εκδηλωθείσα παρακοή ή ασέβεια προς απόφαση του Δικαστηρίου που αποτελεί την πεμπτουσία περιφρόνησης του Δικαστηρίου ένεκα ανυπακοής σε απόφασή του. Όπως υποδεικνύεται στην Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 A.A.Δ (Ε) 750, σε συμφωνία με το λόγο των Αγγλικών αποφάσεων στις υποθέσεις Chiltern DC v. Keane [1985] 2 All E.R. 118· Attorney-General v. Leveller Magazine Ltd [1979] 1 All E.R. 745, (σελ. 761):
«οι παραβιάσεις του διατάγματος πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο, στις ποινικές υποθέσεις.»
Στην ίδια απόφαση Krashias (ανωτέρω), επισημάναμε ότι η πολιτική διαδικασία για ανυπακοή διατάγματος του Δικαστηρίου έχει [*97]δύο σκοπούς. (α) Τον πειθαναγκασμό σε υπακοή, και (β) την τιμωρία του παραβάτη. Το αντικείμενο της διαδικασίας παρακοής, όπως αναγνωρίζεται στην Krashias επιβάλλει τη σχολαστική τήρηση των δικονομικών κανόνων που διέπουν τη στοιχειοθέτηση πράξεων καταφρόνησης του Δικαστηρίου. Στην Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, διασαφηνίζεται, (σελ. 314):
«Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και τον μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»
(Βλ. επίσης Εnfield LBC v. Mahoney [1983] 2 All E.R. 901 (CA).)
To ότι δεν στοιχειοθετείται υπόθεση περιφρόνησης απόφασης του Δικαστηρίου υπήρξε και η πρώτη θέση του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακρόαση της αίτησης. Ανέφερε απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου ότι, «Δεν έχει αντικείμενο αυτή η αίτηση όπως είναι διατυπωμένη. Αυτή είναι η θέση μου η πρώτη.» Σε άλλη ερώτηση του Δικαστηρίου, πάνω στο ίδιο θέμα, ο Γενικός Εισαγγελέας εξήγησε περαιτέρω τη θέση του. «Αν δεν έχετε ενώπιόν σας αίτηση; Αν αυτή η αίτηση που έχετε δεν έχει αντικείμενο; Διότι δεν ζητά πράγματα που και να έχετε δικαιοδοσία, δεν τα θέλει ο άνθρωπος. Θα δικάσουμε τη δικαιοδοσία θεωρητικά;»
Στη συνέχεια επιχειρηματολόγησε ότι εφόσον υπήρξε συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου και δοθέντος ότι ο αιτητής περιορίζει το αίτημά του στην τιμωρία των μή συμμορφούμενων, η αίτηση έχασε το αντικείμενό της. Σε άλλη ερώτηση του Δικαστηρίου αν η αίτηση αναφέρεται σε παραβιάσεις που έχουν εκδηλωθεί, ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε, «Δεν μιλά για το παρελθόν». Αυτή είναι όντως η πραγματικότητα.
Οι θεραπείες οι οποίες επιζητούνται δεν έχουν ως αντικείμενο την τιμωρία, είτε των κατονομασθέντων ή των μή κατονομαζομένων προσώπων τα οποία σήμερα συνθέτουν τα συλλογικά όργανα εναντίον των οποίων στρέφεται η αίτηση για εκδηλωθείσες ή συντελεσθείσες πράξεις περιφρόνησης ή καταφρόνησης του Δικαστηρίου. Οι θεραπείες προσομοιάζουν προς προστακτικό διάταγ[*98]μα, «mandatory injunction», με σκοπό την εξασφάλιση μέσω της προσταγής, συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Το νομικό βάθρο στο οποίο θεμελιώνεται το διάβημα που γίνεται με την αίτηση δεν μπορεί να υποστυλώσει αίτημα τιμωρίας προσώπων για περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Καμιά από τις νομικές διατάξεις που επικαλείται ο αιτητής, περιλαμβανομένου και του Άρθρου 146.4(β), δεν συνδέεται με την στοιχειοθέτηση πράξεων περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Δικαιοδοσία για την περιφρόνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, παρέχεται μόνο από το Άρθρο 150 του Συντάγματος. «Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου. Ο αιτητής δεν επικαλείται το Άρθρο 150. Το Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στο οποίο στηρίζει (ο αιτητής) την αίτησή του, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην άσκηση των δικαιοδοσιών που παρέχει το Μέρος ΙΧ του Συντάγματος· είναι άσχετο προς τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης περιφρόνησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Εξίσου άσχετα είναι και τα Άρθρα 136 και 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εκθέτει το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αίτηση για την τιμωρία των μή συμμορφούμενων προς την απόφαση του Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης περιφρόνησης του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Δ.42Α, αποτελεί η προγενέστερη επίδοση οπισθογραφημένου αντίγραφου της απόφασης συνοδευόμενης από προειδοποίηση για τις συνέπειες ανυπακοής. (Βλ. μεταξύ άλλων Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 και Photiou v. HadjiForados (1988) 1 C.L.R. 384.) Χωρίς να εκφέρουμε γνώμη ως προς το εφαρμοστέο των προνοιών της Δ.42Α, που σχετίζονται με την επίδοση οπισθογραφημένης απόφασης, σε αιτήματα για τιμωρία για περιφρόνηση του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 150, διαπιστώνουμε ότι τέτοια επίδοση δεν έγινε, ούτε υπάρχει ισχυρισμός ότι η απόφαση περιήλθε σε γνώση των κατονομαζομένων καθ’ ων η αίτηση ή των μελών των συλλογικών οργάνων εναντίον των οποίων στρέφεται.
Αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση αίτησης και τον καθορισμό των διαδίκων, διαφωτιστική είναι η πρόσφατη απόφαση στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ. v. Dynacon Limited (ανωτέρω).
Οι πρόνοιες του Κ.19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, δεν μπορεί να παράσχουν στήριγμα στη στοιχειοθέτηση υπό[*99]θεσης για περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Αφορούν την έκδοση οδηγιών για το τί δέον γενέσθαι σε υπάρχουσα διαδικασία χάριν του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Κάτω από οποιοδήποτε φακό και αν δούμε την αίτηση που εξετάζουμε, δεν στοιχειοθετείται υπόθεση περιφρόνησης του Δικαστηρίου ώστε να καθίσταται αναγκαία η επίλυσή του από το Δικαστήριο. Για το λόγο αυτό θα απέρριπτα την αίτηση.
........................................................................................................
H πλειοψηφία κρίνει ότι η αίτηση δεν αποτελεί εξ υπαρχής άκυρο αίτημα ή διάβημα, για την τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, απορριπτέο άνευ ετέρου. Η δική μας θέση είναι αντίθετη, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει.
Παρεπόμενο της διαπίστωσης αυτής, είναι το παραδεκτό της στοιχειοθέτησης αιτήματος για τιμωρία προσώπου, λόγω μη συμμόρφωσης, παρακοής ή επίδειξης ανυπακοής προς ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Δικαιοδοσία για την τιμωρία ατόμων, που περιφρονούν το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση των δικαιοδοσιών που προβλέπονται στο ΜΕΡΟΣ ΙΧ του Συντάγματος, περιλαμβανομένου του Άρθρου 146 του Συντάγματος, παρέχεται ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα, το Άρθρο 150.
Το ζήτημα, το οποίο, κατά την άποψή μας, τίθεται και θα εξεταστεί, δεν είναι αν παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαιοδοσία για την τιμωρία ατόμων που περιφρονούν το Δικαστήριο, αλλά κατά πόσο μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β), στοιχειοθετεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, είναι ότι τέτοια εξουσία δεν παρέχεται, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, (απόφαση πλειοψηφίας).
Το πρώτο, που πρέπει να εξετάσουμε, είναι κατά πόσο δεσμευόμεθα να επιληφθούμε του θέματος, ενόψει της διαπίστωσης ότι δεν εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχειοθετημένο αίτημα για την τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση για περιφρόνηση του Δικαστηρίου.
Ανάλογο θέμα αντιμετώπισα στην In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1. Διαφώνησα με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου σ’ εκείνη την υπόθεση, ως προς το έγκυρο της αίτησης για την παραχώρηση άδειας για τη δίωξη βουλευτή. Η πλειοψηφία αποφάσισε ότι το αί[*100]τημα ήταν έγκυρο - (Άρθρο 83.2 του Συντάγματος). Θεώρησα την απόφαση δεσμευτική, ως προς τα επίδικα θέματα τα οποία έπρεπε να επιλυθούν, και, καθηκόντως, εξέτασα τα παρεπόμενα θέματα, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν βάσει της απόφασης της πλειοψηφίας. Παραθέτω τους λόγους, που με οδήγησαν σ’ εκείνη την απόφαση:- (σελ. 26)
“The coram of the Court cannot be altered according to the outcome of preliminary objections; once seized of a matter the Court remains unified to the end. My dissenting judgment as to the validity of the proceedings, does not absolve me of responsibility to pronounce on the merits, in view of the majority judgment. Any such abdication of responsibility on my part, would antagonise the right of the Court to settle by majority, in cases of division of opinion, the litigable issues. Once the proceedings were held to be valid and the Court properly moved to take cognizance of the application, I was dutybound to examine the merits of the application, notwithstanding my reservations on the subject, expressed in my judgment of 13.1.1983.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Η σύνθεση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να μεταβληθεί ανάλογα με το αποτέλεσμα προκαταρκτικών ενστάσεων. εφόσον επιλαμβάνεται θέματος, η σύνθεση του Δικαστηρίου παραμένει αμετάβλητη μέχρι την αποπεράτωση της υπόθεσης. Η διαφωνία μου, ως προς την εγκυρότητα της ανά χείρας διαδικασίας, η οποία εκφράστηκε στην απόφαση μειοψηφίας, δε με απαλλάττει από την ευθύνη να εκφέρω κρίση επί της ουσίας του θέματος, ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας. Αποποίηση ευθύνης, εκ μέρους μου, θα ερχόταν σε σύγκρουση με το δικαίωμα του Δικαστηρίου να προσδιορίσει, μέσω της πλειοψηφίας, όπου υπάρχει διχογνωμία, τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Εφόσον η διαδικασία κρίθηκε έγκυρη και το Δικαστήριο θεωρήθηκε δεόντως κινητοποιηθέν να επιληφθεί της αίτησης, καθηκόντως πρέπει να εξετάσω την ουσία του αιτήματος, παρά τις επιφυλάξεις μου ως προς το έγκυρο της αίτησης, που διατυπώθηκαν στην απόφασή μου της 13.1.1983.»)
Η ίδια θέση υιοθετήθηκε και από το άλλο Μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Χατζηαναστασίου, Δ., που διατύπωσε κοινές με τις δικές μου επιφυλάξεις, σ’ εκείνη την υπόθεση, σε σχέση με το παραδεκτό της αίτησης.
Για τους ίδιους λόγους, θα εξετάσω, παρά τις επιφυλάξεις που έχω διατυπώσει αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση αιτήματος για την [*101]επιβολή ποινής λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου, το θέμα, που η πλειοψηφία κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί, δηλαδή κατά πόσο μη συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αίτησης για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 150 του Συντάγματος.
Στη Θαλασσινού, (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι μη συμμόρφωση με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, δε συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου άχθηκε στην απόφαση αυτή, κατ’ αντίθεση προς δύο προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας - τις Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335 και Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643. Η απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου εκφράζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Στην εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τη Θαλασσινού, δεν υπήρξε αντίλογος. Στην πραγματικότητα, ο αιτητής δεν πρόβαλε καμιά επιχειρηματολογία υπέρ του αιτήματός του. Ο κ. Παπαευσταθίου, ο οποίος τον εκπροσώπησε, περιορίστηκε στην υποστήριξη του αιτήματος άνευ ετέρου. Προηγούμενη αίτησή του να αναβληθεί η υπόθεση, ώστε να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του δικηγόρου ο οποίος χειρίστηκε την αίτηση, απορρίφθηκε. Ο ίδιος δεν ήταν γνώστης της υπόθεσης.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έκαμε συνοπτική αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που τείνει να διαφωτίσει το παραδεκτό τιμωρίας προσώπου για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, λόγω μη συμμόρφωσης ή ανυπακοής προς ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μας παρέπεμψε, συγχρόνως, στην επιχειρηματολογία, η οποία προβλήθηκε επί του ιδίου θέματος στην αίτηση του επιτυχόντα αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1061/94 - Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, προς τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση, επειδή αρνήθηκαν, κατ’ ισχυρισμό, να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση εκείνη, προβλήθηκαν διϊστάμενες θέσεις ως προς το παραδεκτό τιμωρίας προσώπου για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, λόγω ανυπακοής προς ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Ο αιτητής υποστήριξε ότι παρέχεται τέτοια δυνατότητα και ότι η απόφαση στη Θαλασσινού είναι αναντίλεκτα εσφαλμένη. Η ορθή θέση, επιχειρηματολόγησε, κατοπτρίζεται στις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας, τις οποίες η Θαλασσινού ανέτρεψε. Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι, στο επίμαχο ζήτημα, πρέπει να [*102]ακολουθήσουμε τη Θαλασσινού, την πλέον πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακούστηκε, επίσης, ο Γενικός Εισαγγελέας, υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.
Η απουσία αντίλογου σ’ αυτή την αίτηση, καθιστά το έργο μας δύσκολο. Επίμοχθο, όμως, όσο και αν είναι, πρέπει να το εκπληρώσουμε. Το καθήκον του Δικαστηρίου να επιλύσει τα επίδικα θέματα είναι πάντα το ίδιο - να δώσει απόφαση σύμφωνα με το νόμο και τα θέσμια της Δικαιοσύνης. Μέρος του κενού από την απουσία επιχειρηματολογίας εκ μέρους του αιτητή καλύφθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος αναφέρθηκε στις συγκρουόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παρέπεμψε στις αυθεντίες που τέθηκαν και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στην αίτηση Βασιλείου.
Το κεντρικό σημείο στην αίτηση Βασιλείου, όπως και στην προκείμενη αίτηση, ήταν κατά πόσο παράλειψη συμμόρφωσης ή ανυπακοή προς ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδεται στο πλαίσιο του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου, ή, ακριβέστερα, αν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αίτησης για τιμωρία ατόμου λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου, κατά το Άρθρο 150 του Συντάγματος. Στη Θαλασσινού δόθηκε αρνητική απάντηση, ανατρέποντας την προηγούμενη νομολογία της Ολομέλειας επί του ιδίου θέματος. Η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, που αναπτύχθηκε στην αίτηση Βασιλείου, επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο, στο παραδεκτό απόκλισης από το λόγο της τελευταίας σε χρονολογική σειρά απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των προνοιών του Συντάγματος, αφενός, και των αρχών που διέπουν τη δεσμευτικότητα του δικαστικού προηγούμενου, αφετέρου.
Καθοδήγηση στην αντιμετώπιση και αξιολόγηση διϊστάμενων αποφάσεων της Ολομέλειας ή του Εφετείου παρέχουν δύο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας, που εκδόθηκαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην αίτηση Βασιλείου. Αυτές είναι η Caspi Shipping Limited κ.ά. ν. Του προϊόντος πώλησης του πλοίου “Saphire Seas” που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Δικαστήριο (1998) 1 Α.Α.Δ. 1015 και η Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, (απόφαση πλειοψηφίας).
Στην Caspi Shipping Limited κ.ά., (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι η ύπαρξη συγκρουόμενων αποφάσεων αφήνει το πεδίο ελεύθερο στο Δικαστήριο να επιλέξει μεταξύ τους, ανάλογα με την κρίση του, για την ορθότητά τους. Η αρχή αυτή, επισημάναμε στην Caspi [*103]Shipping Limited κ.ά., διαπιστώθηκε με τρόπο βέβαιο στη Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293, 298 (C.A.).
Στη μεταγενέστερη απόφαση Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), η Ολομέλεια αντιμετώπισε ανάλογο θέμα με την Caspi Shipping Limited κ.ά.. Τόσο η πλειοψηφία (Νικήτας, Καλλής και Γαβριηλίδης, Δ/στές), σε απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., όσο και η μειοψηφία (Πικής, Π. και Κραμβής, Δ.), σε απόφαση που δόθηκε από εμένα, υιοθέτησαν τη θέση ότι παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων του Εφετείου. Η διαφωνία στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας εντοπίζεται στην ευχέρεια, που παρέχεται σε ιεραρχικά κατώτερο δικαστήριο, να προβεί στην ίδια επιλογή. Η πλειοψηφία αποφάσισε ότι δεν παρέχεται τέτοια επιλογή στο πρωτόδικο δικαστήριο και ότι δεσμεύεται να ακολουθήσει τη χρονολογικά μεταγενέστερη απόφαση, ενώ η μειοψηφία έκρινε ότι παρέχεται η ίδια ευχέρεια επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι ακυρωτικές αποφάσεις, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο περιφρόνησης του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Τη θέση τους θεμελίωσαν στη Θαλασσινού. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο εξέφρασε τη διαφωνία του με δύο προηγούμενες αντίθετες αποφάσεις της Ολομέλειας - τις Republic v. Nissiotou και Kyriacou (απόφαση πλειοψηφίας), (ανωτέρω), με το αιτιολογικό ότι:- (σελ. 227)
«... δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα τις διατυπώσεις των άρθρων 146 και 150, όπως επίσης τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις Γενικές Αρχές του Δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό Σύστημα και εισήχθησαν με το άρθρο 146, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Βρίσκομε επομένως ότι αυτή είναι η κατάλληλη υπόθεση για να διαφωνήσουμε με αυτές και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κάτω από την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία αυτού, όπως καθορίζεται από το άρθρο 146, ως ενόχους του παραπτώματος περιφρονήσεως του Δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή είτε φυλακίσεως, είτε προστίμου ή άλλη.»
Με αυτές τις διαπιστώσεις υπόψη και με έρεισμα τις αρχές, [*104]που διέπουν απόκλιση από δικαστικά προηγούμενα, όπως αναγνωρίστηκαν στη Republic (Minister of Finance and Another) v. Demetrios Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, το Δικαστήριο στη Θαλασσινού αποφάσισε:- (σελ. 227-228)
«Εγκαταλείπουμε τα αποφασισθέντα και αφιστάμεθα από αυτά γιατί το θεωρούμε ορθό και επιβεβλημένο να το πράξουμε χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας των νομοθετημάτων και όχι της συμπλήρωσης των.»
Στην αίτηση Βασιλείου, οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν τη θέση ότι, όπου δύο ή περισσότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκρούονται, η τελευταία σε χρονολογική σειρά υπερισχύει - (Moodie v IRC [1993] 2 All ER 49) - εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ικανοί λόγοι για την ανατροπή της, στα πλαίσια που καθορίζει η νομολογία, όπως αυτά αναγνωρίστηκαν στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, στην οποία γίνεται αναφορά στον κατάλογο αυθεντιών, που υπέβαλε ο Γενικός Εισαγγελέας - (βλ., επίσης, Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338).
Στην αίτηση Βασιλείου ο αιτητής είχε υποστηρίξει ότι η Θαλασσινού είναι αναντίλεκτα εσφαλμένη, τόσο γιατί έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, όσο και με τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic v. Nissiotou και Kyriacou.
Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε, τόσο στη Βασιλείου όσο και ενώπιόν μας, ότι απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει το αντικείμενο τιμωρίας για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος, εφόσον ο αναγνωριστικός ή ο δηλωτικός της χαρακτήρας μετουσιωθεί σε θετική διαταγή προς συμμόρφωση. Αντίθετα, ακυρωτική απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β), δεν εμπεριέχει το στοιχείο της διαταγής, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Υιοθέτησε, στο σημείο αυτό, την απόφαση στη Θαλασσινού ως ορθή έκφραση του δικαίου, η οποία πρέπει να τύχει εφαρμογής και σ’ αυτή την υπόθεση.
Και στην προκείμενη περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε ότι δεν υπάρχουν λόγοι, που να δικαιολογούν το Ανώτατο Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση στη Θαλασσινού. Αντι[*105]κείμενο περιφρόνησης του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150, σύμφωνα με το Γενικό Εισαγγελέα, μπορεί να αποτελέσει μόνο διαταγή του Δικαστηρίου, ανυπακοή προς την οποία καθιστά εκείνο που την εκδηλώνει υποκείμενο σε τιμωρία για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, όπως και στο αγγλικό δίκαιο. Επί του προκειμένου, μας παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης - The Sunday Times Case, E.C.H.R., Series A: Judgments and Decisions, Vol. 30, αποκαλυπτική, όπως υποστήριξε, της φύσης και εμβέλειας της εξουσίας των αγγλικών δικαστηρίων για την τιμωρία ατόμων που περιφρονούν το Δικαστήριο. Υπογράμμισε ότι ο διατακτικός χαρακτήρας απόφασης του Δικαστηρίου αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της εξουσίας, για τη στοιχειοθέτηση αιτήματος για τιμωρία ατόμου λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου.
Το πρώτο, που θα μας απασχολήσει, είναι η φύση των ακυρωτικών αποφάσεων, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει:-
«4. Επί τοιαύτης προσφυγής το δικαστήριον δύναται, διά της αποφάσεως αυτού:
................................................................................................
(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος.»
Το αποτέλεσμα απόφασης, η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β), είναι η αποκήρυξη της διοικητικής απόφασης ή πράξης, η οποία κρίνεται παράνομη. Η ακύρωσή της, όπως είναι θεμελιωμένο, επενεργεί έναντι πάντων (erga omnes) - (βλ., μεταξύ άλλων, Papamichael v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1357, 1359. Chinas v. Minister of Finance (1988) 3 C.L.R. 241, 245. Μιλτιάδους κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318. Διαούρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 841/90 κ.ά., 15/1/93. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 48/92, κ.ά., 7/7/97).
Απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, δεν είναι δηλωτική δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά, αφ’ εαυτής, καθοριστική για την υπόσταση πράξης ή απόφασης. Η εξαφάνισή της από το διοικητικό πεδίο αποτελεί υποχρέωση παντός αρμοδίου. Το καθήκον εκπηγάζει από τη φύση και το χαρακτήρα της ακυρωτικής απόφασης και τη ρητή υποχρέωση, που επιβάλλει η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 στον καθένα που έχει λόγο [*106]στην εξάλειψή της, «εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην». Από τη συνεπή εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, η διασφάλιση κράτους δικαίου, κράτους στο οποίο το δίκαιο αποτελεί τον άξονα των ενεργειών των δημοσίων λειτουργών. Μη εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος συνεπάγεται συμβίωση με την παρανομία και, για όσο χρόνο διαρκεί, με τις συνέπειές της.
Στη Republic v. Nissiotou, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 δε στοιχειοθετεί θεραπεία ανεξάρτητη από εκείνη που προβλέπει η παράγραφος 4(β) του Άρθρου 146. Η σημασία της έγκειται στον προσδιορισμό της φύσης της υποχρέωσης, που επιβάλλει η ακυρωτική απόφαση, και του καθήκοντος παντός υπεύθυνου να την εκπληρώσει. Συσχετίζεται η υποχρέωση, που επιβάλλει η παράγραφος 5, με το Άρθρο 150 του Συντάγματος, όπως διαπιστώνεται στην απόφαση της Ολομέλειας:- (σελ. 1350)
“In our opinion only paragraph 4 of Article 146 of the Constitution provides about the remedies to be granted in a recourse under such Article; and paragraph 5 of Article 146 does not provide for a separate or additional remedy, but can only be invoked and applied in relation to an application for punishment for contempt of Court under Article 150 of the Constitution.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Είμαστε της γνώμης ότι μόνο η παράγραφος 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος προνοεί για τις θεραπείες που μπορεί να δοθούν σε προσφυγή κάτω από αυτό το Άρθρο. και η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 δεν προνοεί για ξεχωριστή ή επιπρόσθετη θεραπεία, αλλά μπορεί να γίνει επίκλησή της και να εφαρμοστεί σε σχέση με αίτηση για τιμωρία για περιφρόνηση του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 150 του Συντάγματος.»)
Στη Θαλασσινού κρίθηκε ότι η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 καθιστά μεν υποχρεωτική την εφαρμογή ακυρωτικής απόφασης - (παράγραφος 4(β)) - η μη εκπλήρωσή της, όμως, δε συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Ανυπακοή προς την απόφαση, όπως διαπιστώθηκε, «... αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή Διαταγή του Δικαστηρίου» (σελ. 229). Από την παράβαση αυτή του Συντάγματος δεν προκύπτει, όπως συνάγεται, οποιοδήποτε δικαίωμα για πειθαναγκασμό του παραβάτη προς συμμόρφωση. ούτε καθίσταται ο παραβάτης υποκείμενος σε οποιεσδήποτε κυρώσεις. Το θέμα τίθεται ως εξής στην απόφαση της Ολομέλειας:- (σελ. 228)
«Οι θεραπείες τις οποίες έχει ένας αιτητής που επήρε ακυ[*107]ρωτική απόφαση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης καθορίζονται από την παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος την παραθέσαμε ενωρίτερα.»
Η παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος παρέχει δικαίωμα στον επιτυχόντα (σε προσφυγή) αιτητή να διεκδικήσει αποζημιώσεις για ζημία που υπέστη από την ακυρωθείσα απόφαση ή πράξη, εφόσον η αξίωσή του δεν ικανοποιηθεί από τη Διοίκηση. Το δικαίωμα ανήκει στον επιτυχόντα αιτητή. Αποδοχή της θέσης, που υιοθετείται στη Θαλασσινού, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μόνο δικαστικό μέτρο, προς αναχαίτιση της παρανομίας που διαπιστώνεται από το Δικαστήριο, είναι η αγωγή του επιτυχόντα αιτητή.
Το νομικό πλαίσιο και οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση πολιτικής αγωγής, βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146, αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242. Costas Tsakistos v. The Attorney-General of the Republic etc. (1969) 1 C.L.R. 355. Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462. Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420). Δε θα επεκταθούμε στην εξέτασή τους. Πραγματεύονται το ατομικό δικαίωμα του επιτυχόντα αιτητή να διεκδικήσει αποζημιώσεις και τη φύση των αποζημιώσεων που μπορεί να του αποδοθούν.
Οι συνταγματικές διατάξεις, που διέπουν τις εξουσίες του Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπου λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου, είναι το επόμενο θέμα που θα εξετάσουμε.
Το Σύνταγμα περιέβαλε και τα δύο Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας με εξουσία να τιμωρούν πρόσωπα, τα οποία επιδεικνύουν περιφρόνηση προς το Δικαστήριο. Η εξουσία αυτή περιήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 3(1) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/64), στο οποίο εναποτίθεται η συνέχιση της άσκησης των δικαιοδοσιών και εξουσιών και των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Οι δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου προσδιορίζονται στο ΜΕΡΟΣ ΙΧ του Συντάγματος.
Το Άρθρο 150 του Συντάγματος παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να τιμωρεί οποιοδήποτε περιφρονεί το Δικαστήριο. Η εξουσία αυτή εκτείνεται στην άσκηση του συνόλου των δικαιοδοσιών και αρμοδιοτήτων που εναποτίθενται στο [*108]Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από το ΜΕΡΟΣ ΙΧ του Συντάγματος. Το Άρθρο 150 ορίζει:-
«Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου.»
Ανάλογη εξουσία για την επιβολή ποινών, λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου, παρέχει το Σύνταγμα και στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), με τις διατάξεις του Άρθρου 162. Το κείμενό του έχει ως ακολούθως:-
«Το Ανώτατον Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου και παν έτερον δικαστήριον της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων και των κατά το άρθρον 160 ιδρυομένων υπό κοινοτικού νόμου τοιούτων, έχει εξουσίαν να διατάσση την φυλάκισιν οιουδήποτε προσώπου μη υπακούοντος εις απόφασιν ή διαταγήν αυτού μέχρι της συμμορφώσεως αυτού προς την απόφασιν ή διαταγήν ταύτην, εν πάση όμως περιπτώσει η φυλάκισις δεν δύναται να υπερβή τους δώδεκα μήνας.»
Σύγκριση του κειμένου των δύο Άρθρων του Συντάγματος (150 και 162), αποκαλύπτει ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται στα δύο Ανώτατα Δικαστήρια, να επιβάλλουν ποινές «ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου», είναι η ίδια και πανομοιότυπα διατυπωμένη. Το κείμενο του Άρθρου 162, πέραν του σημείου που πραγματεύεται τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρεται ρητά σε κάθε άλλο δικαστήριο της Δημοκρατίας.
Στη Θαλασσινού, το Δικαστήριο διαπίστωσε «έκδηλη διαφορά των άρθρων 150 και 162 του Συντάγματος», (σελ. 228). Η διαφορά αυτή, υπαρκτή, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας, «οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εξουσίες που εδίδοντο στα δύο Δικαστήρια που εγκαθιδρύοντο κάτω από το Σύνταγμα ήσαν διαφορετικές», (σελ. 228). Αφού διαπίστωσε διαφορές, που, κατά την άποψή μας, δε διακρίνονται, αναφέρθηκε και στο λόγο στον οποίο οφείλονται:- (σελ. 228)
«Εις μεν την περίπτωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου το Δίκαιο που θα εφάρμοζε αυτό ήταν το Ηπειρωτικό Διοικητικό Δίκαιο στο οποίο ο θεσμός της περιφρονήσεως Δικαστηρίου είναι άγνωστος, και το θέμα της μη συμμορφώσεως έχει ρυθμιστεί νομοθετικά, ενώ στην περίπτωση του Ανωτάτου [*109]Δικαστηρίου, το Δίκαιο που θα εφάρμοζε κατά κανόνα ήταν το Αγγλικό στο οποίο η δικαιοδοσία για επιβολή ποινής για περιφρόνηση του Δικαστηρίου έχει μια ιδιαιτερότητα.»
Η φύση και το φάσμα της εξουσίας, που παρέχει το Άρθρο 150 στο Ανώτατο Δικαστήριο, υπό το φως της νομολογίας, είναι το επόμενο που θα πραγματευθούμε.
Η πρώτη απόφαση, στην οποία εξετάστηκε η δικαιοδοσία, η φύση και η έκταση της εξουσίας, που παρέχονται από το Άρθρο 150 του Συντάγματος, είναι η Constantinos Ioannides v. Republic (Council of Ministers and Another) and Demos Zenios and Others (1971) 3 C.L.R. 8. Επίδικο θέμα ήταν αίτημα για την τιμωρία αριθμού ατόμων, για ανυπακοή σε Προσωρινό Διάταγμα (Provisional Order) του Δικαστηρίου, το οποίο απαγόρευε την απέλαση του αιτητή. Το Διάταγμα εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, εκκρεμούσης της ακρόασης της προσφυγής κατά του διατάγματος απέλασης, στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε ποινές στους παραβάτες του Διατάγματός του, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Στις αποφάσεις του Δικαστηρίου εξηγείται ότι το Άρθρο 150 του Συντάγματος ενσωματώνει την πατροπαράδοτη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας να τιμωρεί όσους περιφρονούν το Δικαστήριο. Διασαφηνίζεται ότι το Άρθρο 150 του Συντάγματος παρέχει ανάλογη εξουσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και, κατ’ επέκταση, στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στην απόφαση του Προέδρου Βασιλειάδη, υποδεικνύεται ότι η εξουσία για τιμωρία εκείνων που περιφρονούν το Δικαστήριο αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, προς αντιμετώπιση του καθενός που παρεμποδίζει την πορεία και το έργο της Δικαιοσύνης. Σοφά, αναφέρεται στην ίδια απόφαση, το Σύνταγμα της Κύπρου περιέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο με την εξουσία αυτή. Ομόφωνη υπήρξε η απόφαση όλων των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το δικαιοδοτικό βάθρο του Άρθρου 150 και τη φύση των εξουσιών που παρέχει.
Στη Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1498, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη φύση της δικαιοδοσίας για την τιμωρία εκείνων που περιφρονούν το Δικαστήριο, κατά το αγγλικό δίκαιο και σύμφωνα με το Άρθρο 150 του Συντάγματος, όπως ερμηνεύτηκε στην Ioannides, (ανωτέρω).
Η εξουσία τιμωρίας εκείνων που που περιφρονούν το Δικαστήριο αναγνωρίστηκε στο αγγλικό δίκαιο από το δωδέκατο αιώ[*110]να - (βλ. Borrie & Lowe’s “Law of Contempt”, Second Edition, 1983, σελ. 1).
Η εξουσία πηγάζει, όπως εξηγείται στην Connelly v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 401 (H.L.), από αυτή τούτη τη φύση του Δικαστηρίου, ως του φορέα της Δικαιοσύνης. Αποβλέπει στην εξουδετέρωση αμφισβητήσεων της υπεροχής του δικαίου έναντι πάντων. Η εξουσία είναι σύμφυτη στο Δικαστήριο. Ο Λόρδος Diplock, στην απόφασή του στην A-G v Times Newspapers Ltd [1973] 3 All ER 54, 71, εξηγεί:-
“‘Contempt of court’ is a generic term descriptive of conduct in relation to particular proceedings in a court of law which tends to undermine that system or to inhibit citizens from availing themselves of it for the settlement of their disputes. Contempt of court may thus take many forms.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«‘Περιφρόνηση του δικαστηρίου’ αποτελεί γενικό όρο, περιγραφικό της συμπεριφοράς σε σχέση με συγκεκριμένη διαδικασία του δικαστηρίου, η οποία τείνει να υπονομεύσει το σύστημα ή να αποτρέψει πολίτες από του να προσφύγουν στο δικαστήριο για τη διευθέτηση των διαφορών τους. Η περιφρόνηση του δικαστηρίου μπορεί να πάρει πολλές μορφές.»)
Στο σύγγραμμα των Borrie & Lawe’s - “Law of Contempt”, (ανωτέρω), επεξηγείται:- (σελ. 3)
“As one would expect, superior courts of record have more extensive contempt powers than inferior courts, the position being broadly that superior courts can punish contempts whether committed in or outside the court whereas inferior courts can only punish contempts committed in the face of the court.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Ως θα ανέμενε ένας, τα ανώτερα δικαστήρια έχουν πιο εκτεταμένες εξουσίες για τιμωρία για περιφρόνηση δικαστηρίου απ’ ότι τα κατώτερα δικαστήρια. Η θέση, γενικά, είναι ότι τα ανώτερα δικαστήρια μπορεί να τιμωρήσουν πράξεις περιφρόνησης του δικαστηρίου, άσχετα από το αν διαπράττονται μέσα ή έξω από το δικαστήριο, ενώ τα κατώτερα δικαστήρια μπορεί να τιμωρήσουν μόνο για καταφρόνηση του δικαστηρίου, η οποία εκδηλώνεται ενώπιόν τους.»)
Στην Balogh v Crown Court [1974] 3 All ER 283, ο Δικαστής [*111]Stephenson, L.J., δίνει τους λόγους, για τους οποίους η εξουσία του Δικαστηρίου να τιμωρεί όσους το περιφρονούν είναι απαραίτητη, τόσο για την περιφρούρηση της υπόστασής του, όσο και για την ευόδωση της αποστολής του. Αναφέρει:- (σελ. 290-291)
“If they are to do justice they need power to administer it without interference or affront, as well as to enforce their own orders and to punish those who insult or obstruct them directly or indirectly in the performance of their duty or misbehave in such a manner as to weaken or lower the dignity and authority of a court of law.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Εάν θα απονέμουν δικαιοσύνη, χρειάζονται εξουσία να απονέμουν το δίκαιο χωρίς επέμβαση ή προσβολή. Καθώς, επίσης, και για την εφαρμογή των δικών τους διαταγμάτων και την τιμωρία εκείνων οι οποίοι προσβάλλουν ή παρεμποδίζουν το δικαστήριο άμεσα ή έμμεσα στην εκτέλεση του καθήκοντός του, ή παραφέρονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασθενεί, ή να υποβιβάζεται η αξιοπρέπεια και το κύρος του δικαστηρίου.»)
Αυτή τούτη η φύση της λειτουργίας και η αποστολή του Δικαστηρίου εξυπακούουν, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, εξουσία (το Δικαστήριο) να πράττει κάθε τι, το οποίο είναι απαραίτητο για τη λειτουργία δικαστηρίου της δικαιοσύνης. Εξουσία αυτής της μορφής θεωρείται σύμφυτη - ενυπάρχει ως απόρροια της ύπαρξής του - (βλ. Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 και Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109).
Στη Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, (απόφαση Ολομέλειας), διαπιστώνεται ότι:-
«Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.»
Είναι αυτή τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, που αναγνώρισε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ioannides, ότι ενσωματώνει το Άρθρο 150 του Συντάγματος.
Στη Republic v. Nissiotou, αποφασίστηκε ότι η μη συμμόρφωση με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδο[*112]νται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε τριών εφέσεων εναντίον ισάριθμων πρωτόδικων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν σε προσφυγή της εφεσίβλητης (Nissiotou). Η πρώτη απόφαση αφορούσε την ακύρωση της διοικητικής απόφασης, την οποία προσέβαλε η αιτήτρια - (Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 974). Η δεύτερη, τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, βάσει της παραγράφου 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Έγινε δεκτό ότι υπάρχει τέτοια εξουσία - (Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1483). Και η τρίτη, το παραδεκτό τιμωρίας όσων απειθούν προς ακυρωτική απόφαση για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος - (Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1498). Αποφασίστηκε ότι παρέχεται εξουσία για την τιμωρία των απειθούντων προς ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος.
Η Ολομέλεια στη Republic v. Nissiotou έκρινε παράλληλα και τις τρεις εφέσεις. Αποδέχτηκε την πρώτη έφεση. αποφάσισε ότι δεν εδικαιολογείτο η ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης. Αποδέχτηκε και τη δεύτερη έφεση, με το δικαιολογητικό ότι η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 δεν παρέχει ανεξάρτητη θεραπεία για πειθαναγκασμό των δυστροπούντων προς ακυρωτική απόφαση. Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα, στο οποίο εξηγείται ότι η παράγραφος 5 ταυτίζεται με την παράγραφο 4(β) του Άρθρου 146, καθοριστική της επιτακτικής υποχρέωσης προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αλληλένδετη με το Άρθρο 150 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει για την τιμωρία όσων αρνούνται να συμμορφωθούν με αυτή. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την τρίτη έφεση, εκείνη που αφορούσε την περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε ότι παράλειψη συμμόρφωσης προς ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιστά τον παραβάτη υπόλογο για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150.
Ο επόμενος νομολογιακός σταθμός είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kyriacou (απόφαση πλειοψηφίας). Το Δικαστήριο υιοθέτησε τη Republic v. Nissiotou. Διαπίστωσε ότι:- (σελ. 648)
“..., as a matter of principle, analysis of the provisions of paras. 4 and 5 of Art. 146 of the Constitution and authority, para. 5 of Art. 146 imposes a duty of active compliance, as earlier indicated, for breach of which a person may be committed for [*113]contempt under Art. 150 of the Constitution.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«..., ως θέμα αρχής, ανάλυσης των προνοιών των παραγράφων 4 και 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος και νομολογιακής τάξης, η παράγραφος 5 του Άρθρου 146 επιβάλλει καθήκον ενεργού συμμόρφωσης, όπως έχει νωρίτερα υποδειχθεί, για παράβαση του οποίου πρόσωπο μπορεί να καταδικαστεί για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος.»)
Σχετικά με τη φύση της περιφρόνησης του Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 150, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1498. Ο συσχετισμός μεταξύ των Άρθρων 150 και 146, κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Nissiotou (σελ. 1351)
“Under Article 150 of the Constitution the Supreme Constitutional Court has jurisdiction to punish for contempt of itself; and, of course, one form of contempt is non-compliance with its judgments.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Κάτω από το Άρθρο 150 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να τιμωρεί για καταφρόνηση του ιδίου του Δικαστηρίου. και, βεβαίως, μια μορφή καταφρόνησης είναι η μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του.»)
Στην Kyriacou, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και, ειδικά, του θ.1 της Διαταγής αυτής, διότι δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη φύση της υποχρέωσης που επιβάλλει το Άρθρο 146.5 και, κατ’ επέκταση, με το Σύνταγμα. Η τήρηση των αναλογιών, που προβλέπει ο Κανονισμός 18 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, δεν επιτρέπει την εφαρμογή της Δ.42Α.
Η απόφαση στην Kyriacou ήταν απόφαση πλειοψηφίας - (Τριανταφυλλίδης, Π., Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), Κούρρης, Δ.). Τα άλλα δύο Μέλη του Δικαστηρίου - (Μαλαχτός, Δ., Σαββίδης, Δ.), με ξεχωριστή απόφαση, έκριναν ότι τυγχάνει εφαρμογής η Δ.42Α σε διαδικασία για περιφρόνηση του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος, και σ’ αυτό διαφώνησαν με την [*114]πλειοψηφία. Ενόψει αυτής της κατάληξης, δε διατύπωσαν οποιαδήποτε άποψη ως προς το αν παρέχεται η ευχέρεια τιμωρίας για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, λόγω μη συμμόρφωσης ή ανυπακοής προς αποφάσεις, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β).
Τρία χρόνια αργότερα, στη Θαλασσινού, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic v. Nissiotou και Kyriacou. Το Δικαστήριο ήταν κατηγορηματικό ως προς την απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνουμε το σχετικό απόσπασμα:- (σελ. 227-228)
«Εγκαταλείπουμε τα αποφασισθέντα και αφιστάμεθα από αυτά γιατί το θεωρούμε ορθό και επιβεβλημένο να το πράξουμε χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας των νομοθετημάτων και όχι της συμπλήρωσης των.»
Η καταληκτική πρόταση της απόφασης στη Θαλασσινού συνοψίζει την ουσία του λόγου της:- (σελ. 229)
«Τελειώνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι οποιαδήποτε και αν είναι τα επακόλουθα της μη συμμόρφωσης προς τις ακυρωτικές αυτές αποφάσεις, δεν μπορούν αυτά να συνιστούν περιφρόνηση του Δικαστηρίου διότι η παράλειψη συμμόρφωσης αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου.»
Η σημασία και οι συνέπειες της «παράβασης του Συντάγματος» δεν εξηγούνται, ούτε πώς αποσυνδέεται η συνταγματική επιταγή από τις δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρεται. Μόνη θεραπεία, σύμφωνα με τη Θαλασσινού, για την αντιμετώπιση της άρνησης των αρμοδίων διοικητικών οργάνων να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση, είναι η αγωγή για αποζημιώσεις, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του Άρθρου 146.
Η απόφαση Θαλασσινού ήταν απόφαση πλειοψηφίας - (Α. Λοΐζου, Π., Δημητριάδης, Στυλιανίδης, Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης και Χρυσοστομής, Δ/στές). Η μειοψηφία των Δικαστών - (Νικήτας και Αρτεμίδης), με ξεχωριστές αποφάσεις, διαπίστωσε ότι, τόσο ως θέμα ερμηνείας των σχετικών συνταγματικών διατάξεων όσο και ως θέμα αρχής και δικαστικού προηγούμενου, δεν παρεχόταν πεδίο για απόκλιση από τις προηγούμενες [*115]αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic v. Nissiotou και Kyriacou. Ο Νικήτας, Δ., μετά από εκτενή αναφορά στις εισηγήσεις που έγιναν για απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατέληξε:- (σελ. 240)
«Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση καταλήγω ότι, ως θέμα αρχής, η παράβαση του καθήκοντος συμμόρφωσης με απόφαση ή διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146.4 μπορεί να αντιμετωπισθεί κάτω από το άρθρο 150 με την επιβολή κυρώσεων περιλαμβανομένης και της επιβολής φυλάκισης στον υπόχρεο να συμμορφωθεί. Η απομάκρυνση από τη θέση αυτή θα οδηγούσε σε οπισθοδρόμηση την απονομή της δικαιοσύνης.»
Η εξουσία, υποδεικνύει στην απόφασή του, για την επιβολή ποινής σε πρόσωπα υπόλογα για περιφρόνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα αντίστοιχα πεδία της λειτουργίας του, πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα - τα Άρθρα 150 και 162 - το λεκτικό και οι σκοποί των οποίων είναι εμφανώς οι ίδιοι.
Ανάλογη υπήρξε η θέση και του Αρτεμίδη, Δ. Στην απόφασή του αντιπαραβάλλει τα Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος, για να διαπιστώσει ότι οι πρόνοιές τους, αναφορικά με τις εξουσίες των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, για την τιμωρία ατόμων που περιφρονούν το Δικαστήριο, είναι πανομοιότυπες. Κανένας βάσιμος λόγος, αναφέρει, δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις αρχές της Republic (Minister of Finanace and Another) v. Demetrios Demetriades, (ανωτέρω). Η θέση του συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:- (σελ. 250)
«Η άποψη μου είναι πως, για τους λόγους που έχω ήδη εκθέσει, η νομολογία μας πάνω στο θέμα είναι οφθαλμοφανώς ορθή και συνάδουσα με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Θα πρόσθετα όμως δύο λόγια ακόμα. Η αρχή της δεσμευτικότητας στις αποφάσεις μας δεν μας επιτρέπει παρέκκλιση από τη σταθερή νομολογία, έστω και αν ένας δικαστής τυγχάνει να έχει διαφορετική γνώμη πάνω στο κρινόμενο ζήτημα. Γιατί αν αυτό επιτρεπόταν να γίνει, τότε η αναγκαιότητα για βεβαιότητα του δικαίου θα επλήττετο ανεπανόρθωτα.»
Οι κύριοι λόγοι, για τους οποίους η Ολομέλεια στη Θαλασσινού απέστη από τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου στις Republic v. Nissiotou και Kyriacou, είναι οι εξής:-
[*116]
(α) Η διαφορά μεταξύ της δικαιοδοσίας που παρέχεται στα δύο Ανώτατα Δικαστήρια από τα Άρθρα 150 και 162 του Συντάγματος, τέτοια, που να διακρίνει τους σκοπούς και την εμβέλειά τους.
Το κείμενο των δύο Άρθρων, αναφορικά με την εξουσία των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, να επιβάλλουν ποινές λόγω περιφρόνησης του Δικαστηρίου, είναι το ίδιο. Όμοια είναι και η υπόσταση των δύο Δικαστηρίων, τα οποία καθιδρύθηκαν ως τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, και πρόδηλος ο σκοπός, για τον οποίο παρασχέθηκε η δικαιοδοσία να τιμωρούν εκείνους που περιφρονούν τα Δικαστήρια. Συνίσταται στη διαφύλαξη του κύρους και της αποτελεσματικότητας του Δικαστηρίου.
(β) Η θεώρηση των αποφασισθέντων στη Republic v. Nissiotou, ως προς την περιφρόνηση του Δικαστηρίου, ήταν obiter.
Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio) στοιχειοθετείται, όπως έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί, από τη νομική αρχή, στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα. Η έφεση εναντίον της απόφασης στη Nissiotou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1498 απορρίφθηκε. Ο λόγος της απόφασης εστιάζεται στην ύπαρξη δικαιοδοσίας και συναφούς εξουσίας για την τιμωρία εκείνων, οι οποίοι δε συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β). Αυτή είναι η αρχή στην οποία θεμελιώνεται η απόφαση της Ολομέλειας. Η έφεση απορρίφθηκε γι’ αυτό το λόγο.
Για την Kyriacou, στη Θαλασσινού, δε διατυπώνεται καμιά επιφύλαξη ως προς το λόγο της ή τη δεσμευτικότητά του.
(γ) Ερωτηματικά, κατά πόσο παρέχεται η δυνατότητα προσεπίκλησης του Άρθρου 150, για την τιμωρία των ατόμων που περιφρονούν το Δικαστήριο, ενόψει των προνοιών των παραγράφων 2 και 3 του Άρθρου 12 του Συντάγματος και του αξιώματος ότι κανένας δεν τιμωρείται στην απουσία νόμου, ο οποίος καθορίζει ποινές, (nulla paena sine lege). Η θέση αυτή αναπτύσσεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση και με τις παραγράφους 2 και 3 του Άρθρου 12, για να διατυπωθεί η επιφύλαξη, κατά πόσο το Άρθρο 150 παρέχει αυτοδύναμα εξουσία για την τιμωρία προσώπων που περιφρονούν το Δικαστήριο.
Λογική προέκταση της θέσης αυτής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι [*117]το Άρθρο 150 του Συντάγματος δεν παρέχει, αφ’ εαυτού, εξουσία για τιμωρία κανενός, για οιανδήποτε πράξη περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Το Άρθρο 150, όμως, ευθέως παρέχει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να «επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου». Η εξουσία, πρέπει να υπογραμμίσουμε, που παρέχει το Άρθρο 150, δεν περιορίζεται σε αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146, αλλά εκτείνεται σε ολόκληρο το φάσμα των αποφάσεων που εκδίδονται από το Δικαστήριο, βάσει του Μέρους ΙΧ του Συντάγματος, που προσδιορίζει τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η εξουσία, την οποία παρέχει το Άρθρο 150, για την τιμωρία των περιφρονητών του Δικαστηρίου, πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα.
(δ) Η ύπαρξη μειοψηφίας στην Kyriacou, αναφορικά με το επίμαχο θέμα, δηλαδή κατά πόσο άρνηση συμμόρφωσης με αποφάσεις, που εκδίδονται κάτω από το Άρθρο 146.4(β), μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Αφήνεται να νοηθεί ότι η ύπαρξη μειοψηφίας αποδυναμώνει, σε κάποιο βαθμό, το λόγο δικαστικής απόφασης.
Η μειοψηφία των Δικαστών στην Kyriacou απέφυγε να πάρει θέση στο ουσιαστικό θέμα, το οποίο εξετάστηκε και αποφασίστηκε σ’ εκείνη την υπόθεση, ενόψει της διαφωνίας της με την πλειοψηφία, αναφορικά με την εφαρμογή της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε αιτήσεις για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, που εδράζονται στο Άρθρο 150 του Συντάγματος.
Σημειώνουμε ότι η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξασθενεί, όπως είναι θεμελιωμένο, από την ύπαρξη μειοψηφίας - (βλ., μεταξύ άλλων, Miliangos v George Frank (Textiles) Ltd [1975] 3 All ER 801, 803 (HL)· Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., (ανωτέρω).
Είμεθα αντιμέτωποι με διϊστάμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Θαλασσινού συγκρούεται άμεσα και ευθέως με τις προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας στις Republic v. Nissiotou και Kyriacou. Συγκρούεται, επίσης, με το θεμέλιο λόγο της Ioannides, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε επιδοκιμαστικά σ’ αυτή. Η επιδοκιμασία αφορά τη φύση των αποφάσεων, που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιφρόνησης του Δικαστηρίου. Συγκρούεται, όμως (η Θαλασσινού), με την Ioannides, αναφορικά με τη φύση της εξουσίας, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 150 του Συντάγματος, για την τιμωρία προσώπων, τα οποία περιφρονούν το Δικαστήριο και τις αποφάσεις του. Η [*118]εξουσία, την οποία άσκησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ioannides και επέβαλε ποινές, αντλήθηκε άμεσα από το Άρθρο 150 του Συντάγματος, το δικαιοδοτικό βάθρο του οποίου εξηγείται σε έκταση. Η Θαλασσινού αντιστρατεύεται το βάθρο αυτό.
Η τελευταία χρονολογικά απόφαση ισοβάθμιου δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δε διαγράφει από το νομολογιακό πεδίο προηγούμενες αποφάσεις του, στο θέμα που διαπραγματεύεται. Αν αυτό συνέβαινε, θα προσδιδόταν σε δικαστικές αυθεντίες ισχύς νόμου. Αυτό θα ήταν αντινομικό προς τη φύση της δικαστικής λειτουργίας, αποστολή της οποίας είναι η διαπίστωση και εφαρμογή του δικαίου, προς επίλυση της διαφοράς που άγεται ενώπιόν της. Το δικαστικό προηγούμενο αποτελεί πηγή για τη διαπίστωση του δικαίου, μεγάλης σημασίας για το δίκαιο και τη βεβαιότητα των αρχών του. Η ύπαρξη διϊστάμενων προηγούμενων αποφάσεων πολλαπλασιάζει τις πηγές, στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προστρέξει προς διαπίστωση της υπό εξέταση αρχής δικαίου. Γνώμονα για την αυθεντικότητα του λόγου συγκρουόμενων δικαστικών αποφάσεων αποτελεί η κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητα των διϊστάμενων θέσεων.
Στην Αγγλία, η δυνατότητα επιλογής μεταξύ προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων αναγνωρίστηκε στη θεμελιακή απόφαση Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293 (C.A.) - (βλ., επίσης, Young v. Bristol Aeroplane Co. [1946] 1 All E.R. 98 (H.L.)) - και επαναβεβαιώθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, τόσο του Εφετείου όσο και της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων - (βλ. A-G of St Christopher v Reynolds [1979] 3 All ER 129. Cassell & Co Ltd v Broome [1972] 1 Αll ER 801).
Χαρακτηριστικό της ελευθερίας επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Reid στη Scruttons v. Midland Silicones [1962] 1 All E.R. 1:- (σελ. 12)
“I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision. The first two of these grounds appear to me to apply to the present case.”
[*119]
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δε θα απέκλινα, για μη σοβαρούς λόγους, από το λόγο προηγούμενης απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων, αλλά υπάρχουν, τουλάχιστον, τρεις κατηγορίες υποθέσεων, όπου δικαιολογούμαστε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση, ή να περιορίσουμε το λόγο της: πρώτο, όπου ο λόγος της είναι ασαφής, δεύτερο, όπου η απόφαση, αφ’ εαυτής, βρίσκεται έξω από την καθιερωμένη γραμμή της νομολογίας ή των καθιερωμένων αρχών, και τρίτο, όπου η αρχή είναι ευρύτερη, απ’ ότι ήταν απαραίτητο για τη λύση της διαφοράς, ώστε να τίθεται θέμα ως προς το βαθμό που είναι πρέπον να διακριθεί από την υπό εκδίκαση υπόθεση. Οι πρώτοι δύο λόγοι, μου φαίνεται ότι τυγχάνουν εφαρμογής σ’ αυτή την υπόθεση.»)
Η απόφαση στη Θαλασσινού ήταν έξω από τη γραμμή της προηγούμενης νομολογίας, αναφορικά με τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται από το Άρθρο 150 του Συντάγματος, το σκοπό και την εμβέλειά της και, ειδικά, σε ότι αφορά ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στην Caspi Shipping Limited κ.ά., (στην οποία έχουμε αναφερθεί), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε την ευχέρεια επιλογής μεταξύ προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων, όπως έχουμε διαπιστώσει. Παραπέμψαμε στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293 (C.A.):- (σελ. 298)
“..., the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions.”
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:
«..., το δικαστήριο έχει αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ των δύο σγκρουόμενων αποφάσεων.»)
Το θέμα αφορούσε τη δυνατότητα επιλογής, από πρωτόδικο δικαστή, μεταξύ δύο προηγούμενων αποφάσεων του Εφετείου της Αγγλίας.
Η ίδια αρχή έτυχε επιδοκιμασίας και στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), (απόφαση πλειοψηφίας), σε σχέση με προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου.
Είναι φυσιολογικό, στην αξιολόγηση προηγούμενων συγκρου[*120]όμενων αποφάσεών του, το Εφετείο να ξεκινά από την τελευταία χρονολογικά απόφαση. Ιδιαίτερης σημασίας είναι πάντα οι λόγοι, για τους οποίους το Δικαστήριο απέστη από τις προηγούμενες αποφάσεις του.
Στην περίπτωση της Θαλασσινού, η διαφωνία με τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου εντοπίζεται στην κρίση του - ότι οι προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας ήταν εσφαλμένες και ότι η αρχή, την ύπαρξη της οποίας διαπιστώνουν, δεν ευρίσκει έρεισμα στις συνταγματικές διατάξεις που πραγματεύονται.
Οι συγκρουόμενες αποφάσεις - Ioannides, Republic v. Nissiotou και Kyriacou, αφενός, και η Θαλασσινού, αφετέρου - δίνουν διαφορετική ερμηνεία στο Άρθρο 150 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό βάθρο και την τάξη που καθιδρύει. Πρόκειται για διάσταση θέσεων, με επίκεντρο το Σύνταγμα και την ερμηνεία των σχετικών διατάξεών του.
Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., (ανωτέρω), διαπιστώσαμε:-
«Ως προς το Σύνταγμα, αυθεντική πηγή για το περιεχόμενό του αποτελεί το κείμενό του.»
Θα προχωρήσουμε τώρα στην επιλογή μεταξύ των συγκρουόμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου, με επίμετρο την ορθότητα, όπως εμείς εκτιμούμε, του λόγου τους.
Σειρά σφαλμάτων, τα οποία έχουμε επισημάνει, αναιρούν την ορθότητα της απόφασης στη Θαλασσινού. Οι λόγοι, που την καθιστούν εσφαλμένη, σχετίζονται με το Σύνταγμα, την ερμηνεία του και τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Συνοψίζουμε τους λόγους, στους οποίους θεμελιώνεται η απόφαση στη Θαλασσινού, τους οποίους κρίνουμε εσφαλμένους. αντικείμενους προς το Σύνταγμα και την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
1. Η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της δικαιοδοσίας, που παρέχεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με το Άρθρο 150, και της δικαιοδοσίας, που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) με το Άρθρο 162. Το σφάλμα είναι πρόδηλο από τη σύγκριση του κειμένου των δύο συνταγματικών διατάξεων και από το ταυτόσημο του σκοπού, για τον οποίο παρέχεται η εξουσία στα δύο Ανώτατα Δικαστήρια.
2. Παραγνώριση της ουσίας του λόγου της Ioannides, σύμ[*121]φωνα με τον οποίο το Άρθρο 150 παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και, κατ’ επέκταση, στο Ανώτατο Δικαστήριο, να τιμωρεί όσους περιφρονούν το Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση των δικαιοδοσιών που του παρέχει το ΜΕΡΟΣ ΙΧ του Συντάγματος. δικαιοδοσία ανάλογη προς εκείνη που ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας για τον ίδιο σκοπό.
Πρόκειται για κλάδο δικαιοδοσίας, ο οποίος δεν έχει αντίστοιχό του στο Ηπειρωτικό Δίκαιο. Η επιδοκιμασία της Ioannides, αναφορικά με τη φύση απόφασης που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιφρόνησης του Δικαστηρίου, και η αντίθεση ως προς το θεμέλιο λόγο της, που αναπτύσσεται στη Θαλασσινού, αποκαλύπτει αντίφαση, η οποία υποσκάπτει την ορθότητά της.
3. Εσφαλμένη διαπίστωση ότι ο λόγος της Republic v. Nissiotou, αναφορικά με την εξουσία τιμωρίας ατόμων που δε συμμορφώνονται ή επιδεικνύουν ανυπακοή προς ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, ήταν obiter. Η θέση, επί του προκειμένου, αποτελούσε τον πυρήνα της απόφασης της Ολομέλειας στη Republic v. Nissiotou.
Το αντικείμενο της δικαιοδοσίας, που παρέχει το Άρθρο 146, είναι η θεώρηση της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης η οποία προσβάλλεται, προς το σκοπό επικύρωσης ή αποκήρυξής της, ανάλογα με την κρίση της νομικής της υπόστασης. Η εξουσία για την αποκήρυξη παράνομων πράξεων περιέχεται στην παράγραφο 4(β) του Άρθρου 146:-
«(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος.»
Ακυρωτική απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει της προαναφερθείσας παραγράφου, αφ’ εαυτής, καταργεί τη διοικητική απόφαση και την αποστερεί οποιουδήποτε αποτελέσματος. Η ακύρωση δεσμεύει τους πάντες. Καθίσταται υποχρέωση του καθενός να συμμορφωθεί, υποχρέωση την οποία πρέπει να εκπληρώσει ο καθένας που έχει εξουσία να το πράξει, ως ορίζει προστακτικά η παράγραφος 5 του Άρθρου 146:-
«... τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.»
[*122]
Εφόσον πρόσωπο παραλείπει να εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση, που τίθεται από τον υπέρτατο νόμο, το Σύνταγμα, περιφρονεί το Δικαστήριο, το θεματοφύλακα της νομιμότητας.
Θεωρούμε τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Ioannides, Republic v. Nissiotou και Kyriacou ορθές, ενώ, αντίθετα, τη συγκρουόμενη με αυτές μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θαλασσινού εσφαλμένη. Ο λόγος των τριών πρώτων αποφάσεων αποτελεί, κατά την κρίση μας, σωστή έκφραση του δικαίου.
Και αν δεν παρεχόταν η δυνατότητα, ως ζήτημα νομολογιακής τάξης, επιλογής μεταξύ προγενέστερων συγκρουόμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πάλιν θα αποκλίναμε από το λόγο της Θαλασσινού, για τους ίδιους, στην ουσία, λόγους, που επικαλέστηκε το Δικαστήριο στη Θαλασσινού, για να αποστεί από τις προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Οι λόγοι, για τους οποίους μπορεί να αποστεί το Ανώτατο Δικαστήριο από προηγούμενες αποφάσεις του, αποκρυσταλλώνονται στην απόφαση στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., (ανωτέρω), και συμπυκνώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, το οποίο υιοθέτησε:- (σελ. 1406)
«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, [1966] 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd ν. Cherry [1977] 3 All E.R. 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal [1983] 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping [1988] 2 All E.R. [*123]513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O’ Brien v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, (H.L.)).»
Πότε απόφαση μπορεί να θεωρηθεί «αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη», εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (ανωτέρω):-
«Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης, ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.»
Καταλήγουμε ότι άρνηση συμμόρφωσης με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρθρο 146.4(β)) συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος. Και, εφόσον στοιχειοθετείται αίτημα για περιφρόνηση του Δικαστηρίου, το Άρθρο 150 παρέχει δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επιληφθεί του αιτήματος. Η απόφαση της πλειοψηφίας περί του αντιθέτου, επαγόμενη την απόρριψη της αίτησης, καθιστά θεωρητικό εγχείρημα την εξέταση οποιουδήποτε θέματος, που σχετίζεται με την απόδειξή της.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο