Δαμιανού Γεώργιος ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 129

(1999) 3 ΑΑΔ 129

[*129]26 Μαρτίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1836)

 

Διοικητική πράξη — Αιτιολογία — Χαρακτηριστικά δέουσας αιτιολογίας — Η ύπαρξη της αιτιολογίας κρίνεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης — Αιτιολογητέες εκ της φύσεώς τους πράξεις, δύνανται να περιέχουν την αιτιολογία τους στα στοιχεία του φακέλου και όχι στο σώμα της πράξης.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δεδικασμένο — Εφόσον υπάρχει δεδικασμένο επί της ουσίας της διαφοράς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλίνει από αυτό — Ο ρόλος του δικαστηρίου δεν είναι εφετειακός στον έλεγχο των διοικητικών πράξεων.

Αναθεωρητική Έφεση — Αντικείμενο — Λόγοι έφεσης — Παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει λόγους ακυρώσεως που τέθηκαν πρωτοδίκως — Δυνατή η εξέτασή τους στην έφεση — Αντικείμενο της διαδικασίας, συνεχίζει να παραμένει η νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Άρθρο 28 του Συντάγματος — Αρχή της ισότητας — Αποκλείονται διακρίσεις, οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων δικαίου — Βάρος απόδειξης δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης το φέρει αυτός που το επικαλείται.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Αποδοχή πράξης — Στερεί το έννομο συμφέρον εκτός όπου η αποδοχή έγινε με επιφύλαξη.

Αναθεωρητική Έφεση — Αντικείμενο — Λόγοι εφέσεως –– Μόνο το [*130]μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης του εφεσίβλητου, να απορρίψει αίτημά του για ένταξη του στην κλίμακα Α10 από 1.1.1981, είχε απορριφθεί.

Είχαν προηγηθεί δύο απορριπτικές δικαστικές αποφάσεις του εφεσείοντος για το ίδιο θέμα, τις οποίες είχε εφεσιβάλει, αλλά στη συνέχεια είχε αποσύρει τις εφέσεις του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αποφάσισε ότι με την απόφαση στην υπόθεση Damianou, είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο, το οποίο δεν μπορούσε να ανατραπεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Mε τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και ότι η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

     Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και παράθεση των κριτηρίων, βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στο δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.

     Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη, όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό.

     Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της.

     Όταν πρόκειται για διοικητική πράξη η οποία είναι αιτιολογητέα “ως εκ της φύσεώς της” δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης, “εφ’ όσον η αιτιολογία δεν [*131]αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου” (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185).

     Στην κρινόμενη περίπτωση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οι εφεσίβλητοι είχαν ενώπιόν τους σημείωμα του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ με επικεφαλίδα: “Επανεξέταση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Αρ. 224 της 28.11.85 που αφορούσε το Υπηρεσιακό στάτους του υπαλλήλου του ΡΙΚ κου Γ. Δαμιανού».

     Στο πιο πάνω σημείωμα γίνεται εκτενής αναφορά στα γεγονότα που σχετίζονται με τις αποφάσεις του δικαστηρίου στις υποθέσεις Evangelou και Damianou. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο αίτημα του εφεσείοντα για τοποθέτησή του στην κλίμακα Α10 και στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α΄ αναδρομικά από την 1.1.1981 και δίδονται 4 λόγοι για τους οποίους το αίτημά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

     Το πιο πάνω σημείωμα περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Δίνει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους απόρριψης του αιτήματος του εφεσείοντα. Αναπληρώνει πλήρως την αιτιολογίας της. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

2.  Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε δικαστικό δεδικασμένο και ότι δεν μπορούσε να επέμβει. Ήταν η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δε στηρίζεται σε δικαστικό δεδικασμένο, αλλά αντίθετα παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο. Συγκεκριμένα ήταν αντίθετη με αυτά που αποφασίσθηκαν στην υπόθεση Evangelou  γιατί παρόλο ότι η υπόθεση Evangelou κήρυξε παράνομη τη συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης, εντούτοις οι εφεσίβλητοι με την προσβαλλόμενη απόφαση καθόρισαν τη μισθολογική κλίμακα του εφεσείοντα «σε Α8/9 όπως προβλέπει η συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης του 1981».

     Πρέπει να σημειωθεί πως μετά την ακυρωτική απόφαση στην Evangelou ο εφεσείων είχε επανέλθει στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων – που κατείχε πριν από την αναδιάρθρωση – με τα υφιστάμενα σχέδια υπηρεσίας αλλά τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α8/9 αντί στην παλαιά 6/7. Η τοποθέτησή του εκείνη αμφισβητήθηκε με την προσφυγή του στην υπόθεση Damianou και κρίθηκε νόμιμη. [*132]Μάλιστα το δικαστήριο στην υπόθεση Damianou πρόσθεσε:

Σε ελληνική μετάφραση:

«Αυστηρώς ομιλούντες, εφόσον τέτοια συμφωνία ήταν ανεφάρμοστη, το καθ’ ου η αίτηση Ίδρυμα συμμορφούμενο με την απόφαση του Δικαστηρίου – στην Evangelou – το μόνο που έπρεπε να κάμει ήταν η τοποθέτηση των αιτητών στη θέση που κατείχαν, πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή εκείνη του Λειτουργού Προγραμμάτων κλίμακα 6/7. Δεν είχε ούτε υποχρέωση να τους τοποθετήσει στην κλίμακα Α8/9 αλλά υποθέτω ότι τους τοποθέτησε σε ψηλότερη κλίμακα για να τηρήσει κάποια ισορροπία σε ό,τι αφορά τη μισθοδοσία στην ιεραρχία της υπηρεσίας.»

     Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί επεξήγηση της απόφασης στην Evangelou. Περαιτέρω έκρινε νόμιμη της τοποθέτηση του εφεσείοντα στην κλίμακα Α8/9.

     Από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί επανάληψη της απόφασης, η οποία κρίθηκε νόμιμη στην υπόθεση Damianos. Με άλλα λόγια και πάλιν ο εφεσείων τοποθετήθηκε στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων – που κατείχε πριν από την αναδιάρθρωση – με τα σχέδια υπηρεσίας που προβλέπονται για τη θέση εκέινη, αλλά τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α8/9 αντί στην παλαιά 6/7. Εφόσον παρόμοια τοποθέτηση με τους ίδιους όρους επικυρώθηκε στην υπόθεση Damianos, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η υπόθεση Damianos αποτελεί δεδικασμένο και ότι δεν μπορούσε να επέμβει. Υιοθέτηση άλλης πορείας από το πρωτόδικο δικαστήριο θα ισοδυναμούσε με ανάληψη εφετειακού ρόλου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

3.  Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο “δεν επελήφθη και/ή δεν εξέτασε τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί από τον εφεσείοντα, ότι:

1. Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή.

2. Οι καθ’ ων η αίτηση διόρισαν τον αιτητή σε θέση ανύπαρκτη και/ή καταργηθείσα.

3. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ελήφθη κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

[*133]         Πράγματι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης δεν έχουν εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο προφανώς επειδή κρίθηκαν αβάσιμοι. Μπορούν, όμως, να εξεταστούν σ’ αυτό το στάδιο γιατί ακόμη και στο στάδιο της έφεσης αντικείμενο της διαδικασίας συνεχίζει να παραμένει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

     Ο πρώτος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στη δυσμενή διάκριση. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν τη συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης για ορισμένους υπαλλήλους, αλλά δεν την εφάρμοσαν στη δική του περίπτωση. Ισχυρίσθηκε, με άλλα λόγια, ότι έχει τύχει δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης κατά παράβαση των Άρθρων 6 και 28 του Συντάγματος.

     Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 2 C.L.R. 294, αποφασίστηκε πως η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων». Αυτό που αποκλείει η αρχή της ισότητας είναι διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε «εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δε χωρεί διάκριση, εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης.

     Το βάρος της απόδειξης δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης το φέρει ο εφεσείων. Για να ευσταθήσει η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα έπρεπε να αποδείξει ότι η περίπτωσή του ήταν όμοια με εκείνη των περιπτώσεων στις οποίες είχε εφαρμοσθεί η σχετική συμφωνία. Γενικός ισχυρισμός για εφαρμογή της συμφωνίας σε σχέση με ορισμένους υπαλλήλους δεν είναι αρκετός. Ακολουθεί πως ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει και ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

     Οι λόγοι ακύρωσης 2 και 3 πιο πάνω έχουν καλυφθεί από τη σχετική με το δεύτερο λόγο της έφεσης κατάληξη του Δικαστηρίου. Η κρίση του Δικαστηρίου, ότι η τοποθέτηση στην κλίμακα 8/9 ήταν νόμιμη, καλύπτει και τους λόγους ακύρωσης 2 και 3.

4.  Ο τέταρτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος. Στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης διευκρινίστηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων είχε αποδεχθεί τον επίδικο διορισμό με επιφύλαξη. Ακολουθεί πως δε στερείται εννόμου συμφέροντος για άσκηση προσφυγής.

5.  Ο πέμπτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την πιο πάνω διαπί[*134]στωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη δύο δικαστικών αποφάσεων οι οποίες “αντιμετωπίζουν διαφορετικά το θέμα του αιτητή και εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Τα πιο πάνω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Ο λόγος επικύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η συμφωνία της με την «απόφαση στην υπόθεση Damianos η οποία αποτελεί δεδικασμένο». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη, υπέρ της ορθότητας της σχετικής κατάληξης. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

6.  Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης βάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, που σχετίζεται με τη νομική υπόσταση της συμφωνίας για αναδιάρθρωση.

     Τα όσα έχουν αναφερθεί σε σχέση με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, εφαρμόζονται και στην περίπτωση του κρινόμενου λόγου της έφεσης. Η απόρριψη της προσφυγής του εφεσείοντα, δε συναρτάται από τη νομική υπόσταση της συμφωνίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Evangelou and Others v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 1410,

Damianos and Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476,

Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378,

Republic v. Arakian (1972) 2 C.L.R. 294,

Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441,

Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378,

[*135]Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,

Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306,

Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597,

Tomboli v. CYTA (1980) 3 C.L.R. 266.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτέμης, Δ.) που δόθηκε στις 10/9/93 (Προσφυγή Αρ. 1084/91) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα - αιτητή εναντίον της απόφασης του εφεσιβλήτου - καθ’ ου η αίτηση να μην κάνει δεκτό το αίτημα για ένταξη του στην κλίμακα Α10 από την 1/1/1981.

Κ. Λοΐζου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία δεν έγινε δεκτό το αίτημα του για ένταξη του στην κλίμακα Α10 από την 1.1.1981. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Μεταφέρουμε τα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν παρατεθεί στην πρωτόδικη απόφαση:

Ο αιτητής διορίστηκε το 1980 στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) στη μισθολογική κλίμακα 6/7.

Το 1982 υπογράφηκε συλλογική σύμβαση μεταξύ του ΡΙΚ και της Συντεχνίας που είχε σαν αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση των θέσεων των υπαλλήλων.

[*136]Μέσα στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης η θέση Λειτουργού Προγραμμάτων καταργήθηκε και δημιουργήθηκαν οι εξής νέες οργανικές θέσεις:

Λειτουργοί Προγραμμάτων Α (Κλ. Α10)

Λειτουργοί Προγραμμάτων Β (Κλ. Α8/9)

Λειτουργοί Προγραμμάτων Γ (Κλ. Α4/7).

Όσον αφορά τους υπαλλήλους που ήδη υπηρετούσαν στο ΡΙΚ αποφασίστηκε όπως αυτοί τοποθετηθούν στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α με την προσθήκη σε παρένθεση (Προσωπικός Τίτλος). Οι υπαλλήλοι αυτοί, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, τοποθετήθηκαν στη μισθολογική κλίμακα Α8/9 αναδρομικά από 1.1.81. Το 1993 ο αιτητής και άλλοι επηρεαζόμενοι συνάδελφοι του προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της τοποθέτησης τους στην πιο πάνω κλίμακα (Βλ. Evangelou and Others v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 1410). Το Δικαστήριο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι συλλογική σύμβαση, εκτός αν ενσωματωθεί σε νόμο ή κανονισμό, δεν δημιουργεί δικαιώματα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Στη συνέχεια, αποφάνθηκε ότι παρόλον ότι οι αιτητές δεν είχαν υποστεί χρηματική βλάβη εφόσον τοποθετήθηκαν σε ψηλότερη μισθολογική κλίμακα, εντούτοις επηρεάστηκε αρνητικά η υπηρεσιακή τους κατάσταση λόγω της αναδιάρθρωσης και ως εκ τούτου ακύρωσε την επίδικη απόφαση.

Το ΡΙΚ εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση αλλά η έφεση τελικά απεσύρθη.

Στις 28.11.85 το ΡΙΚ αποφάσισε να επανατοποθετήσει τον αιτητή στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων στη μισθολογική κλίμακα Α8/9 από 1.1.81.

Ο αιτητής προσέφυγε και πάλι στο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής. (Βλ. Damianos and Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848).

Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αφού αποφάσισε ότι η απόφαση στην υπόθεση Evangelou (πιο πάνω) δεν διαμόρφωσε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή, ούτε τον τοποθέτησε σε οποιαδήποτε άλλη συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο ακύρωσε τοποθετήσεις στο ΡΙΚ που έγιναν σύμφωνα με συλλογική σύμβαση σε μη οργανικές θέσεις γιατί θα έπρεπε ο αιτητής και άλλοι υπάλληλοι να είχαν τοποθετηθεί σε οργανικές θέσεις λόγω κεκτημένων δικαιωμάτων στην προηγούμενη τους θέση.

[*137]Το Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση αφού όπως είπε στη σελ. 581:

“Τhe Supreme Court in its revisional jurisdiction in administrative law matters is not a court of appeal. It therefore cannot reach a decision as to how the decision of the administrative organ ought to have been. It only decides whether in the circumstances such decision of the organ under recourse was proper and correct or not. If such decision is annulled, the organ itself is the appropriate organ to reconsider the matter in the light of the judgment of the Court and to reach a new decision.

Consequently the effect of the aforesaid judgment in cases Nos. 170/83 and 258/83, was only that such decision of the respondent Corporation was wrong and was therefore annulled and not that the applicants should have been emplaced in the post of Programme Officer A, A.10, as alleged”.

Σε ελληνική μετάφραση:

“Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία του σε θέματα διοικητικού δικαίου δεν είναι Εφετείο. Επομένως δεν μπορεί να αποφασίσει ως προς το ποιά θα έπρεπε να ήταν η απόφαση του διοικητικού οργάνου. Αποφασίζει μόνο κατά πόσο υπό τις περιστάσεις η προσβαλλόμενη απόφαση του οργάνου ήταν σωστή και ορθή ή όχι. Αν μια τέτοια απόφαση ακυρωθεί, αυτό τούτο το όργανο είναι το αρμόδιο όργανο για την επανεξέταση του ζητήματος υπό το φως της απόφασης του δικαστηρίου και να καταλήξει σε νέα απόφαση.

Συνεπώς το αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης στις προσφυγές 170/83 και 258/83 ήταν μόνο ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση Ιδρύματος ήταν εσφαλμένη και είχε, επομένως, ακυρωθεί και όχι ότι οι αιτητές έπρεπε να είχαν τοποθετηθεί στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α, Α10, ως ο σχετικός ισχυρισμός.”

Ο αιτητής κατεχώρησε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Κατά την ακρόαση της έφεσης και κατόπιν εισήγησης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγινε δήλωση από το δικηγόρο του ΡΙΚ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα επανεξετάσει το θέμα. Μετά τη δήλωση ο αιτητής απέσυρε την έφεση για να μπορέσει το ΡΙΚ να επανεξετάσει την απόφασή του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ στην συνεδρίαση του ημερ. [*138]12.7.91 επανεξέτασε το όλο θέμα και αποφάσισε ότι το αίτημα του αιτητή για ένταξη στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α στην κλίμακα Α10 αναδρομικά από 1.1.81 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Στον αιτητή στάληκε από το Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ η εξής επιστολή ημερ. 4.11.91, το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής:

‘Αναφέρομαι σ’ επιστολή σας προς το Διοικητικό Συμβούλιο ημερ. 20.4.91 και σας πληροφορώ ότι το Συμβούλιο έχει επανεξετάσει το θέμα στο οποίο αναφέρεσθε στην επιστολή σας και κατόπιν επισταμένης μελέτης όλων των στοιχείων σχετικά με το θέμα αποφάσισε τα ακόλουθα:

(ι) Το αίτημά σας για ένταξη στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α στην κλίμακα Α10 αναδρομικά από 1.1.1981 δεν γίνεται αποδεκτό.

(ιι) Ο τίτλος της θέσης σας θα εξακολουθήσει να είναι Λειτουργός Προγραμμάτων (Programme Officer).

(ιιι) Τα καθήκοντα της θέσης Λειτουργού Προγραμμάτων είναι αυτά που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Programme Officer.

(iv) Η μισθολογική κλίμακα της θέσης από 1.1.1981 καθορίζεται η Α8/9 (συνδυασμένη κλίμακα) με την πιθανότητα να ενταχθείτε στην Α10 αφού φθάσετε στην κορυφή της Α8/9, με τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής που θα κρίνει την καταλληλότητα ένταξης σας στην Α10 χωρίς συναγωνισμό με άλλους υποψηφίους, όπως προβλέπει η συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης 1981.’”

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε υποστηριχθεί πως η απόφαση των εφεσιβλήτων αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του εφεσείοντα επειδή οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν τη συλλογική σύμβαση μερικώς και επιλεκτικά. Όσον αφορά τον εφεσείοντα δεν την εφάρμοσαν και τον διόρισαν στη θέση η οποία καταργήθηκε από τη Σύμβαση, εφόσον το αποτέλεσμα των αποφάσεων Evangelou και Damianou (πιο πάνω) ήταν να κηρύξει τη συμφωνία αναδιοργάνωσης άκυρη και μη εφαρμόσιμη σαν κανόνα δίκαιου. Είχε, επίσης, υποστηριχθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

Στην υπόθεση Damianou (πιο πάνω) το δικαστήριο έκρινε [*139]πως κατά την επανεξέταση - μετά την ακυρωτική απόφαση στην Evangelou - το ΡΙΚ ορθά τοποθέτησε τους αιτητές στις θέσεις που κατείχαν προηγουμένως και ότι με την επανεξέταση υπήρξε συμμόρφωση με την απόφαση στην Evangelou. Όπως το έθεσε το δικαστήριο στην Damianou:

“Consequently, the respondent Corporation in complying with the judgment of the Court correctly emplaced the applicants in their old post.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Κατά συνέπεια, το καθ’ ου η αίτηση Ίδρυμα συμμορφούμενο με την απόφαση του Δικαστηρίου ορθά τοποθέτησε τους αιτητές στην παλιά τους θέση.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή έθεσε το θέμα ως εξής:

“Το ΡΙΚ με την απόφασή του της 12.7.91 που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, επανεξέτασε το θέμα λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση στην υπόθεση Damianos και η οποία αποτελεί δεδικασμένο. Το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να επέμβει και να ακυρώσει απόφαση της διοίκησης η οποία στηρίζεται σε προγενέστερη απόφαση Δικαστηρίου.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι για το ίδιο ακριβώς θέμα (τον επηρεασμό του υπηρεσιακού καθεστώτος του αιτητή από την αναδιάρθρωση του 1982) υπάρχουν δύο αποφάσεις οι οποίες κατά τη δική μου εκτίμηση αντιμετωπίζουν διαφορετικά το θέμα και εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να αποφανθεί για την ορθότητα της μιας έναντι της άλλης. Με τέτοια εξουσία μόνο η Ολομέλεια του Δικαστηρίου περιβάλλεται και το όλο θέμα θα μπορούσε να κριθεί τελεσίδικα μόνο με έφεση στην Ολομέλεια, διαδικασία την οποία αρχικά επέλεξε ο αιτητής, αλλά στη συνέχεια, απέσυρε.  Ως εκ τούτου η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

.......................................................................................................

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, θεωρώ ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται επαρκώς από τα στοιχεία του φακέλου και συγκεκριμένα το Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ ημερ. 12.3.81.”

[*140]Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και ότι η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).  

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Όταν πρόκειται για διοικητική πράξη η οποία είναι αιτιολογητέα “ως εκ της φύσεως της” δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αιτιολογία εις το σώμα της πράξης, “εφ’ όσον η αιτιολογία δεν αξιούται ρητώς υπό του Νόμου, αλλά δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου” (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185).

Στην κρινόμενη περίπτωση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης οι εφεσίβλητοι είχαν ενώπιον τους “σημείωμα του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ με επικεφαλίδα: “Επανεξέταση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Αρ. 224 της 28.11.85 που αφορούσε το Υπηρεσιακό στάτους του υπαλλήλου του ΡΙΚ κου Γ. Δαμιανού”.

Στο πιο πάνω σημείωμα γίνεται εκτενής αναφορά στα γεγο[*141]νότα που σχετίζονται με τις αποφάσεις του δικαστηρίου στις υποθέσεις Evangelou και Damianou (πιο πάνω). Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο αίτημα του εφεσείοντα για τοποθέτηση του στην κλίμακα Α10 και στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α αναδρομικά από την 1.1.1981 και δίδονται οι πιο κάτω 4 λόγοι για τους οποίους το αίτημα του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό:

“1.  Το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό γιατί θα θέσει τον κον Δαμιανού σε πλεονεκτική θέση έναντι των υπολοίπων συναδέλφων του που αποδέχθησαν την συμφωνίαν που έγινε το 1982.

2.   Η ερμηνεία που ο κος Δαμιανού δίδει στη σχετική συμφωνία δεν είναι αυτή που αποδέχτηκε η συντεχνία και που με συνέπεια εφάρμοσε το Ίδρυμα.

3.   Σε περίπτωση αποδοχής αυτού του αιτήματος ο κος Δαμιανού θα αποκτήσει αρχαιότητα έναντι συναδέλφων του που είχαν πολυετή αρχαιότητα έναντι του. Σε περίπτωση που ο κος Δαμιανού αποκτήσει αυτό το πλεονέκτημα ασφαλώς θα το αξιοποιήσει πλήρως στις προσφυγές που έχει ήδη καταχωρήσει εναντίον αποφάσεων του Ιδρύματος για προαγωγή συναδέλφων του που αποδειγμένα υπερτερούσαν του κου Δαμιανού κατ’αρχαιότητα.

4.   Η απόκτηση αρχαιότητας από τον κον Δαμιανού σε βάρος συναδέλφων του θα έχει μελλοντικές επιπτώσεις στην ανέλιξη των υπαλλήλων και άδικα θα ευνοεί τον κον Δαμιανού.”

Τελικά ο συντάκτης του σημειώματος εισηγείται την παραχώρηση στον εφεσείοντα της κλίμακας Α8/9/10 και την τοποθέτηση του στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων Α χωρίς καμιάν αναδρομικήν ισχύ για να διατηρηθεί η μεταξύ των υπαλλήλων του τμήματος υπάρχουσα αρχαιότητα.

Έχουμε την άποψη πως το πιο πάνω σημείωμα περιέχει τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Δίνει με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους απόρριψης του αιτήματος του εφεσείοντα. Αναπληρώνει πλήρως την αιτιολογία της. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προσβαλλό[*142]μενη απόφαση στηρίζεται σε δικαστικό δεδικασμένο και ότι δεν μπορούσε να επέμβει. Ήταν η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε δικαστικό δεδικασμένο, αλλά, αντίθετα παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο. Συγκεκριμένα ήταν αντίθετη με αυτά που αποφασίσθηκαν στην υπόθεση Evangelou (πιο πάνω) γιατί παρόλο ότι η υπόθεση Evangelou κήρυξε παράνομη την συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης εντούτοις οι εφεσίβλητοι με την προσβαλλόμενη απόφαση καθόρισαν την μισθολογική κλίμακα του εφεσείοντα “σε Α8/9 όπως προβλέπει η συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης του 1981”.

Πρέπει να σημειωθεί πως μετά την ακυρωτική απόφαση στην Evangelou ο εφεσείων είχε επανέλθει στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων - που κατείχε πριν από την αναδιάρθρωση - με τα υφιστάμενα σχέδια υπηρεσίας αλλά τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α8/9 αντί στην παλαιά 6/7. Η τοποθέτηση του εκείνη αμφισβητήθηκε με την προσφυγή του στην υπόθεση Damianos (πιο πάνω) και κρίθηκε νόμιμη. Μάλιστα το δικαστήριο στην υπόθεση Damianos πρόσθεσε:

“Strictly speaking, such agreement being unenforceable, the respondent Corporation in complying with the decision of the Court, all it had to do was to emplace them to the post they held prior to the sub judice decision, that is that of Programme Officer scale 6/7. It was not even obliged to emplace them in the Scale of A8/9, but I expect it emplaced them at a higher salary scale in order to keep some balance salary wise in the hierarchy of the service.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Αυστηρώς ομιλούντες, εφόσον τέτοια συμφωνία ήταν ανεφάρμοστη, το καθ’ ου η αίτηση Ίδρυμα συμμορφούμενο με την απόφαση του Δικαστηρίου - στην Evangelou - το μόνο που έπρεπε να κάμει ήταν η τοποθέτηση των αιτητών στη θέση που κατείχαν, πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή εκείνη του Λειτουργού Προγραμμάτων κλίμακα 6/7. Δεν είχε ούτε υποχρέωση να τους τοποθετήσει στην κλίμακα Α8/9 αλλά υποθέτω ότι τους τοποθέτησε σε ψηλότερη κλίμακα για να τηρήσει κάποια ισορροπία σε ότι αφορά την μισθοδοσία στην ιεραρχία της υπηρεσίας.”

Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί επεξήγηση της απόφασης στην Evangelou. Περαιτέρω έκρινε νόμιμη την τοποθέτηση του [*143]εφεσείοντα στην κλίμακα Α8/9.

Από το ενώπιόν μας υλικό διαπιστώνουμε πως η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί επανάληψη της απόφασης η οποία κρίθηκε νόμιμη στην υπόθεση Damianos. Με άλλα λόγια και πάλιν ο εφεσείων τοποθετήθηκε στη θέση Λειτουργού Προγραμμάτων - που κατείχε πριν από την αναδιάρθρωση - με τα σχέδια υπηρεσίας που προβέπονται για τη θέση εκείνη αλλά τοποθετήθηκε στην κλίμακα Α8/9 αντί στην παλαιά 6/7. Εφόσον παρόμοια τοποθέτηση με τους ίδιους όρους επικυρώθηκε στην υπόθεση Damianos ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η υπόθεση Damianos αποτελεί δεδικασμένο και ότι δεν μπορούσε να επέμβει. Υιοθέτηση άλλης πορείας απο το πρωτόδικο δικαστήριο θα ισοδυναμούσε με ανάληψη εφετειακού ρόλου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο “δεν επελήφθη και/ή δεν εξέτασε τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί από τον εφεσείοντα:

“1. Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή.

2. Οι καθ’ ων η αίτηση διόρισαν τον αιτητή σε θέση ανύπαρκτη και/ή καταργηθείσα.

3. Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ελήφθη κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας.”

Πράγματι οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης δεν έχουν εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο προφανώς επειδή κρίθηκαν αβάσιμοι. Μπορούν, όμως, να εξεταστούν σ’ αυτό το στάδιο γιατί ακόμη και στο στάδιο της έφεσης αντικείμενο της διαδικασίας συνεχίζει να παραμένει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλ. Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433).

Αρχίζουμε με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο οποίος αναφέρεται στη δυσμενή διάκριση. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν την συμφωνία Αναδιοργάνωσης/Αξιολόγησης για ορισμένους υπαλλήλους αλλά δεν την εφάρμοσαν στην δική του περίπτωση. Ισχυρίσθηκε, με άλλα λόγια, ότι έχει τύχει δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης κατά παράβαση των άρθρων 6 και 28 του Συντάγματος.

[*144]Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 2 C.L.R. 294 αποφασίσθηκε πως η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων”. Αυτό που αποκλείει η αρχή της ισότητας είναι διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε “εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή δεν χωρεί διάκριση, εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης” (Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306 και Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).

Το βάρος απόδειξης δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης το φέρει ο εφεσείων (Βλ. Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597).  Για να ευσταθήσει η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα έπρεπε να αποδείξει ότι η περίπτωση του ήταν όμοια με εκείνη των περιπτώσεων στις οποίες είχε εφαρμοσθεί η σχετική συμφωνία. Γενικός ισχυρισμός για εφαρμογή της συμφωνίας σε σχέση με ορισμένους υπαλλήλους δεν είναι αρκετός. Ακολουθεί πως ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει και ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Έχουμε περαιτέρω την άποψη πως οι λόγοι ακύρωσης 2 και 3 πιο πάνω έχουν καλυφθεί από τη σχετική με τον δεύτερο λόγο της έφεσης κατάληξή μας. Η κρίση μας ότι η τοποθέτηση στην κλίμακα 8/9 ήταν νόμιμη καλύπτει και τους λόγους ακύρωσης 2 και 3.

Ο τέταρτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την ύπαρξη ή μη έννομου συμφέροντος. Στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης διευκρινίστηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων είχε αποδεχθεί τον επίδικο διορισμό με επιφύλαξη. Ακολουθεί πως δεν στερείται εννόμου συμφέροντος για άσκηση προσφυγής (Βλ. Tomboli v. CYTA (1980) 3 C.L.R. 266).

Ο πέμπτος λόγος της έφεσης σχετίζεται με την πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη δύο δικαστικών αποφάσεων οι οποίες “αντιμετωπίζουν διαφορετικά το θέμα του αιτητή και εκφράζουν αντίθετες απόψεις”. Έχουμε την άποψη πως τα πιο πάνω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης.  Ο λόγος επικύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η συμφωνία της με την “απόφαση στην υπόθεση Damianos η οποία [*145]αποτελεί δεδικασμένο”. Έχουμε ήδη αποφανθεί υπέρ της ορθότητας της σχετικής κατάληξης. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης βάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζεται με την νομική υπόσταση της συμφωνίας για αναδιάρθρωση.

Τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχεση με τον πέμπτο λόγο της έφεσης εφαρμόζονται και στην περίπτωση του κρινόμενου λόγου της έφεσης. Η απόρριψη της προσφυγής του εφεσείοντα δεν συναρτάται από την νομική υπόσταση της συμφωνίας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Υπό το φως των πιο πάνω καταλήξεών μας η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο