Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Χαράλαμπου Περικλέους (1999) 3 ΑΑΔ 170

(1999) 3 ΑΑΔ 170

[*170]31 Μαρτίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2447)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συμβούλιο Προσωπικού — Αναφορά στη σύστασή του σε “άλλα στοιχεία” που λήφθηκαν υπόψη — Σύμφωνη με τον Κανονισμό 10(7) που αναφέρει ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων — Αιτιολογημένη η απόφαση αυτή — Η αιτιολογία συμπληρώνεται από τους φακέλους.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Διευθυντή — Δεν απαιτείται αιτιολογία — Όταν δοθεί όμως, αυτή ελέγχεται από το Δικαστήριο.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Κριτήρια — Επίδοση, απόδοση, καταλληλότητα — Τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά στοιχεία για τη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας.

Η πρωτόδικη απόφαση είχε ακυρωθεί για λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αργότερα ανατράπηκε με απόφαση της διευρυμένης Ολομέλειας. Με συμφωνία των μερών, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε για το λόγο αυτό και η προσφυγή εκδικάσθηκε για τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως από την Ολομέλεια.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Σε αναφορά προς την απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού ο αι[*171]τητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η αναφορά του σε “άλλα στοιχεία του καθενός των υποψηφίων” χωρίς να τα προσδιορίζει, καθιστά την αιτιολογία ελλειπή αφού αυτά τα “άλλα στοιχεία” είναι άγνωστα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν. Προσεκτική όμως μελέτη της μακράς απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού καταδεικνύει ότι η αναφορά σε “άλλα στοιχεία” δεν είναι αιωρούμενη αφού ως πηγή αυτών ήταν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(7) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Ο Κανονισμός 10(7) έχει ως ακολούθως:

“(7) Aι προς προαγωγήν κρίσεις διενεργούνται εν όψει της υπηρεσιακής επιδόσεως και αποδόσεως και της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας εκάστου, ελεγχομένων εκ των στοιχείων του ατομικού του φακέλου, εκ των φύλλων ποιότητας και των φύλλων προαγωγής αυτού, εν συνδυασμώ προς την προσωπικής αντίληψιν των Μελών της Αρχής περί του κρινομένου.”

    Το Δικαστήριο μελέτησε την απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού. Ενώπιόν του υπήρχαν όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων.

    Το Συμβούλιο μελέτησε ενδελεχώς, αφού προέβη στη δέουσα έρευνα, όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιον του αξιολογώντας τον κάθε ένα υποψήφιο ξεχωριστά. Κατέληξε δε, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που θέτει ο Κανονισμός 10(7) να συμβουλεύσει την Αρχή για τους καταλληλότερους υποψηφίους για την πλήρωση της θέσης. Η απόφαση του Συμβουλίου είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού δυνατό να συμπληρωθεί.

2. Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η εισήγηση-σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη. Προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η εισήγηση απλά υιοθετεί τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού. Η καθ΄ης η αίτηση Αρχή αντιπαραθέτει ότι με βάση τους κανονισμούς δεν απαιτείται αιτιολογία στην εισήγηση.

    Είναι γεγονός ότι με βάση τους Κανονισμούς δεν απαιτείται όπως η εισήγηση είναι αιτιολογημένη. Έχει όμως νομολογιακά τεθεί η αρχή ότι, όταν δίδεται αιτιολογία, αυτή ελέγχεται από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Βλέπε μεταξύ άλλων: Kίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833 και Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).

    Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό του αιτητή, ότι ο Διευθυντής απλά επικύρωσε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπι[*172]κού. Από ολόκληρο το κείμενο της εισήγησής του, προκύπτει ότι προέβη ο ίδιος στην έρευνα στη βάση όλων των στοιχείων που ήταν ενώπιόν του. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ταύτιση των δικών του θέσεων με αυτές του Συμβουλίου Προσωπικού τις οποίες και υιοθέτησε.

    Όσον αφορά την αιτιολογία είναι γεγονός ότι η εισήγηση περιέχει αιτιολογία η οποία, όπως αναφέρθηκε, ελέγχεται από το Δικαστήριο. Η αιτιολογία της εισήγησης του Διευθυντή αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρήθηκαν καταλληλότεροι για τη θέση από τους άλλους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε «ύστερα από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπάλλήλων στους οποίους περιλαμβάνονται οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.»

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(7) κριτήρια για τις προαγωγές είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και εν γένει η ουσιαστική καταλληλότητα ελεγχομένων εκ των στοιχείων του ατομικού φακέλου εκάστου υποψηφίου.

    Από τα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν στα κύρια κριτήρια της επίδοσης, απόδοσης και καταλληλότητας έναντι του αιτητή. Κατά συνέπεια θεωρείται ότι η αιτιολογία της εισήγησης του Διευθυντή συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων και έτσι είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

3. Είναι γνωστή η αρχή ότι απόφαση διοικητικού οργάνου που ασκεί διακριτική εξουσία πρέπει να αιτιολογείται. Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση της Αρχής καταλαμβάνει τρεις δακτυλογραφημένες σελίδες. Από το περιεχόμενό της είναι φανερό ότι η Αρχή προέβη η ίδια σε πλήρη έρευνα των στοιχείων που ήταν ενώπιόν της, τα οποία και αξιολόγησε. Ακολούθως προχώρησε σε σύγκριση όλων των υποψηφίων περιλαμβανομένου του αιτητή και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα τα οποία και αιτιολόγησε. Όπως αναφέρθηκε η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης είναι δυνατό να συμπληρωθεί ή ακόμα και να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Σ’ αυτή την υπόθεση, η αιτιολογία της επίδικης απόφαση συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν υπέρτεροι σε αξία (επίδοση – απόδοση – καταλληλότητα) του αιτητή. Ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη τα υπέρτερα του προσόντα και την αρχαιότητά του δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Η Αρχή είχε ενώπιόν της τόσο τα ακαδημαϊκά [*173]προσόντα των υποψηφίων στα οποία αναφέρεται στην απόφασή της, όσο και τον πίνακα αρχαιότητας των υποψηφίων. Ο αιτητής στην προηγούμενη θέση του Υποδιευθυντή έχει αρχαιότητα έναντι μόνο του ενδιαφερόμενου μέρους αρ. 1.

    Τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά απλώς στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας.

   Η απόφαση της Αρχής είναι αιτιολογημένη. Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή για να επιτύχει στην προσφυγή του, όπως ο ισχυρισμός του.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 355,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,

Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713.

Έφεση.

Μετά από την απόφαση στην έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κωνσταντινίδης, Δ.) που δόθηκε στις 6 Μαΐου, 1997 (Προσφυγή Αρ. 320/96) με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των εφεσειόντων-καθ’ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Διευθυντή στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, η υπόθεση ορίστηκε για εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης της προσφυγής.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρχή) εστρέφετο εναντίον της πρωτόδικης απόφασης αδελφού Δικαστή με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του εφεσίβλητου και ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση για ένα και μοναδικό λό[*174]γο, ότι οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις που αφορούσαν τόσο τον αιτητή-εφεσίβλητο όσο και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήσαν άκυρες γιατί συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου και επίσης ότι ο Νόμος αρ. 155/90 είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

Διευρυμένη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επελήφθη του ιδίου θέματος στην υπόθεση αρ. 672/96 διάδικος στην οποία ήταν και πάλιν η εφεσείουσα Αρχή. Η διευρυμένη Ολομέλεια ομόφωνα κατέληξε ότι “οι διατάξεις του άρθρου 3 του Νόμου 155/90 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου που, ομολογουμένως, “απέκτησε και διατηρεί την περιουσιακήν της υπόσταση χωρίς κρατική παρέμβαση”. Η αιτιολογία της πιο πάνω απόφασης αναφέρεται λεπτομερώς στην απόφαση της Ολομέλειας στην προσφυγή Λοΐζου Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 355, στην οποία και παραπέμπουμε.

Στις 2.7.98 η έφεση αυτή τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας με αίτημα των δικηγόρων των διαδίκων. Ο δικηγόρος της ΑΤΗΚ ζήτησε όπως η πρωτόδικη απόφαση παραμερισθεί ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην προσφυγή 672/96 και εκδικασθεί η προσφυγή αρ. 320/96 που αφορούσε την έφεση αυτή για τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου-αιτητή συγκατάνευσε προς τούτο. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφασή της την ίδια ημέρα έκαμε δεκτή την έφεση και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:-

“Εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει επιληφθεί των υπολοίπων λόγων ακύρωσης, σύμφωνα με την προσφυγή, η υπόθεση θα οριστεί ενώπιον της Ολομέλειας σε ημερομηνία η οποία θα καθοριστεί από το Πρωτοκολλητείο για την εξέτασή τους.”.

Η προσφυγή αρ. 320/96 ορίστηκε στις 4.12.98 ενώπιον της παρούσας Ολομέλειας. Κατόπιν αίτησης των δικηγόρων των διαδίκων και με τη σύμφωνο γνώμη του Δικαστηρίου η υπόθεση ορίσθηκε στις 11.1.99 για διευκρινίσεις ενόψει του γεγονότος ότι ήσαν καταχωρημένες οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων στην προσφυγή. Έτσι δεν ετίθετο θέμα να δοθούν οδηγίες για περιγράμματα αγορεύσεων.

Το αιτητικό της προσφυγής όπως διαγράφεται σ’ αυτήν έχει ως ακολούθως:-

“Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση του καθ’ ου που γνωστο[*175]ποιήθηκε γραπτά στις 20.2.96, με την οποία επέλεξε για προαγωγή από 1.4. 96 τους 1. Στυλιανό Ιωακείμ, 2. Κλεάνθη Σολέα και 3. Ανδρέα Ματσουκάρη αντί του αιτητή στη θέση Διευθυντή.”.

Με απόφαση της Αρχής ημερ. 16.1.96 απεφασίσθη η πλήρωση τριών κενών θέσεων Διευθυντή στις διευθύνσεις Υπηρεσιών Προσωπικού, Υπηρεσιών Πληροφορικής και Εμπορικών Υπηρεσιών. Συνάμα ζητήθηκε από το Συμβούλιο Προσωπικού η συμβουλή προς την Αρχή με βάση τον Κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 91/89, ημερ. 21.4.89.

Το Συμβούλιο Προσωπικού απεφάσισε όπως τύχουν εξέτασης οι περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που κατέχουν το βαθμό του Υποδιευθυντή όπως προνοείται από τον Κανονισμό 4(3)(Α). Ακολούθως το Συμβούλιο Προσωπικού προχώρησε στον καταρτισμό του καταλόγου υποψηφίων αφού έλαβε υπόψη τον Κανονισμό 10(1)(4) όπως έχει τροποποιηθεί από την Κ.Δ.Π. 91/89 ημερ. 21.4.89 που θέτει ως προϋπόθεση για προαγωγή υπαλλήλου στον αμέσως ανώτερο του κατεχόμενου βαθμό, τη συμπλήρωση τριετίας.

Το Συμβούλιο Προσωπικού κατάρτισε τον πίνακα των υποψηφίων με βάση τη συμπλήρωση τριετίας στο βαθμό του Υποδιευθυντή με αφετηρία την 16.1.96, ημερομηνία που αποφασίσθηκε η πλήρωση της θέσης και αποτελούσε το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε για τις προαγωγές αυτές. Στον πίνακα αυτό των υποψηφίων περιλήφθηκαν 9 Υποδιευθυντές μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Το Συμβούλιο Προσωπικού αφού έλαβε υπόψη τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7) όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 163/90 της 13.7.90, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις προχώρησε στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Απεφάσισε κατά πλειοψηφία να συμβουλεύσει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων με βάση κατάλογο εκ τεσσάρων υποψηφίων κατά σειρά προτεραιότητας στον οποίο περιλαμβάνοντο τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, όχι όμως και ο αιτητής. Ακολούθως το Συμβούλιο Προσωπικού αφού στάθμισε τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), δηλαδή την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση καθώς και την ουσιαστική καταλληλότητα στην οποία περιλαμβάνονται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, έκρινε ως καταλληλότερους για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.

[*176]Το Συμβούλιο της Αρχής αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων στους οποίους περιλαμβάνοντο οι υπηρεσιακές εκθέσεις και αφού προέβηκε το ίδιο σε δική του αξιολόγηση κατέληξε στην κρίση του να προαγάγει στις επίδικες θέσεις τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία υπερείχαν έναντι των άλλων υποψηφίων και θεώρησε ως τους πιο κατάλληλους.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή προβάλλει στην προσφυγή του επτά λόγους ακυρότητας. Οι πλείστοι από τους λόγους αυτούς έχουν ήδη κριθεί με την απόφαση της διευρυμένης Ολομέλειας στην υπόθεση Λοΐζος Κυπριανού ν. ΑΤΗΚ (πιο πάνω). Οι εναπομείναντες λόγοι ακυρότητας όπως αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή αναφέρονται στην πάσχουσα κατ’ ισχυρισμόν του αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού, της εισήγησης του Αναπληρωτή Διευθυντή της Αρχής και της τελικής επίδικης απόφασης.

Σε αναφορά προς την απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η αναφορά του σε “άλλα στοιχεία του καθενός των υποψηφίων” χωρίς να τα προσδιορίζει καθιστά την αιτιολογία ελλειπή αφού αυτά τα “άλλα στοιχεία” είναι άγνωστα και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν. Προσεκτική όμως μελέτη της μακράς απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού καταδεικνύει ότι η αναφορά σε “άλλα στοιχεία” δεν είναι αιωρούμενη αφού ως πηγή αυτών ήταν το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(7) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Ο Κανονισμός 10(7) έχει ως ακολούθως:-

“(7) Αι προς προαγωγήν κρίσεις διενεργούνται εν όψει της υπηρεσιακής επιδόσεως και αποδόσεως και της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητος εκάστου, ελεγχομένων εκ των στοιχείων του ατομικού του φακέλου, εκ των φύλλων ποιότητος και των φύλλων προαγωγής αυτού, εν συνδυασμώ προς την προσωπικήν αντίληψιν των Μελών της Αρχής περί του κρινομένου.”.

Έχουμε μελετήσει την απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού. Ενώπιόν του υπήρχαν όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων.

Το Συμβούλιο μελέτησε ενδελεχώς, αφού προέβη στη δέουσα έρευνα, όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιον του αξιολογώντας τον [*177]κάθε ένα υποψήφιο ξεχωριστά. Κατέληξε δε, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που θέτει ο Κανονισμός 10(7) να συμβουλεύσει την Αρχή για τους καταλληλότερους υποψηφίους για την πλήρωση της θέσης. Η απόφαση του Συμβουλίου είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Προσωπικού δυνατό να συμπληρωθεί.

Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Αρχής στην εισήγηση του προς την Αρχή δυνάμει του Κανονισμού 10(5) αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:-

“Ύστερα από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους υποψήφιους υπαλλήλους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, διαπιστώνω ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι σωστή και δικαιολογημένη, γι’ αυτό και εισηγούμαι προαγωγή των υπαλλήλων Στυλιανού Ιωακείμ (808), Κλεάνθη Σολέα (2334) και Ανδρέα Ματσουκάρη (1311) στη θέση του Διευθυντή προς πλήρωση των τριών κενών θέσεων.

Κατά την άποψή μου οι πιο πάνω είναι εξαιρετικοί υπάλληλοι, διαθέτουν τόσο τα τυπικά όσο και τα ουσιαστικά προσόντα, τις γνώσεις και την πείρα για επιτυχή ανταπόκριση στα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων και είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Διευθυντή από όλους τους κρινομένους υπαλλήλους.”.

Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η εισήγηση-σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη. Προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η εισήγηση απλά υιοθετεί τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού. Η καθ’ ης η αίτηση Αρχή αντιπαραθέτει ότι με βάση τους κανονισμούς δεν απαιτείται αιτιολογία στην εισήγηση.

Είναι γεγονός ότι με βάση τους Κανονισμούς δεν απαιτείται όπως η εισήγηση είναι αιτιολογημένη. Έχει όμως νομολογιακά τεθεί η αρχή ότι, όταν δίδεται αιτιολογία αυτή ελέγχεται από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Βλέπε, μεταξύ άλλων: Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833 και Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).

Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο Διευθυντής απλά επικύρωσε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Από [*178]ολόκληρο το κείμενο της εισήγησης του προκύπτει ότι προέβη ο ίδιος στην έρευνα στη βάση όλων των στοιχείων που ήταν ενώπιόν του. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ταύτιση των δικών του θέσεων με αυτές του Συμβουλίου Προσωπικού τις οποίες και υιοθέτησε.

Όσον αφορά την αιτιολογία είναι γεγονός ότι η εισήγηση περιέχει αιτιολογία η οποία, όπως αναφέραμε προηγούμενα, ελέγχεται από το Δικαστήριο. Η αιτιολογία της εισήγησης του Διευθυντή αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρήθηκαν καταλληλότεροι για τη θέση από τους άλλους υποψηφίους, συμπεριλαμβανομένου του αιτητή. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε “ύστερα από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων υπαλλήλων στους οποίους περιλαμβάνονται οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.”.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(7) κριτήρια για τις προαγωγές είναι η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση και εν γένει η ουσιαστική καταλληλότητα ελεγχομένων εκ των στοιχείων του ατομικού φακέλου εκάστου υποψηφίου.

Από τα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν στα κύρια κριτήρια της επίδοσης, απόδοσης και καταλληλότητας έναντι του αιτητή. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η αιτιολογία της εισήγησης του Διευθυντή συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων και έτσι τη θεωρούμε ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Παραπονείται τέλος ο αιτητής ότι η τελική απόφαση της Αρχής δεν είναι αιτιολογημένη.

Είναι γνωστή η αρχή ότι απόφαση διοικητικού οργάνου που ασκεί διακριτικήν εξουσία πρέπει να αιτιολογείται.

Στην παρούσα υπόθεση η απόφαση της Αρχής καταλαμβάνει τρεις δακτυλογραφημένες σελίδες. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:-

“.....................................................................................................

Με βάση τα πιο πάνω, το Συμβούλιο συμφώνησε με τον πίνακα των υποψηφίων, όπως παρουσιάζεται στα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού.

[*179]Ακολούθως, το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς:

........................................................................................................

Ο υποψήφιος Χαράλαμπος Περικλέους (1992) κρίνεται ως υπάλληλος με καλή επαγγελματική κατάρτιση και ικανοποιητικό επίπεδο αποδόσεως. Η πρωτοβουλία και η αποφασιστικότητα που επιδεικνύει, η συνεργασία του με τους συναδέλφους του και οι διοικητικές του ικανότητες έχουν περιθώρια περαιτέρω βελτιώσεως. Γενικά κρίνεται καλός υπάλληλος.

Ο υποψήφιος Κλεάνθης Σολέας (2334) κρίνεται ως υπάλληλος με πολύ καλή επαγγελματική κατάρτιση και ικανοποιητικό επίπεδο αποδόσεως. Έχει αναπτυγμένο αίσθημα ευθύνης και διαθέτει καλές διοικητικές ικανότητες. Ικανοποιητικό το επίπεδο πρωτοβουλίας και αποφασιστικότητας που επιδεικνύει. Γενικά κρίνεται πολύ καλός υπάλληλος.

Ο υποψήφιος Στέλιος Ιωακείμ κρίνεται ως υπάλληλος με πολύ καλή επαγγελματική κατάρτιση, εξαιρετικές ικανότητες και εμπειρίες, ψηλό επίπεδο αποδόσεως, πολύ αναπτυγμένο αίσθημα ευθύνης και εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Επιπρόσθετα, επιδεικνύει ψηλό επίπεδο πρωτοβουλίας και αποφασιστικότητας. Γενικά κρίνεται πολύ καλός υπάλληλος.

........................................................................................................

Ο υποψήφιος Ανδρέας Ματσουκάρης (1311) κρίνεται ως υπάλληλος με πολύ καλή επαγγελματική κατάρτιση, γνώσεις και εμπειρίες. Διακρίνεται για το ψηλό αίσθημα ευθύνης, το ζήλο και την ευσυνειδησία του. Καλές οι διοικητικές του ικανότητες και ψηλό το επίπεδο συνεργασίας που επιδεικνύει. Γενικά κρίνεται πολύ καλός υπάλληλος.

.......................................................................................................

Το Συμβούλιο αφού προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψήφιων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και τα επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις, έκρινε ότι οι Στυλιανός Ιωακείμ (808), Κλεάν[*180]θης Σολέας (2334) και Ανδρέας Ματσουκάρης (1311) υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων και είναι οι καταλληλότεροι για τις τρεις κενές θέσεις, γι’ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό του Διευθυντή για την πλήρωσή τους.

Κατά την κρίση του το Συμβούλιο στάθμισε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, δηλαδή την απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, τα προσόντα, την πείρα, τη γενική υπηρεσιακή εικόνα και την ουσιαστική καταλληλότητα για τις προς πλήρωση θέσεις.”.

Από τα πιο πάνω αποσπάσματα είναι φανερό ότι η Αρχή προέβη η ίδια σε πλήρη έρευνα των στοιχείων που ήσαν ενώπιόν της, τα οποία και αξιολόγησε. Ακολούθως προχώρησε σε σύγκριση όλων των υποψηφίων περιλαμβανομένου του αιτητή και κατέληξε στα δικά της συμπεράσματα τα οποία και αιτιολόγησε. Όπως αναφέραμε και προηγούμενα η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης είναι δυνατό να συμπληρωθεί ή ακόμα και να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φακέλων. Σ’ αυτή την υπόθεση η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν υπέρτεροι σε αξία (επίδοση-απόδοση-καταλληλότητα) του αιτητή. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η Αρχή δεν έλαβε υπόψη τα υπέρτερα του προσόντα και την αρχαιότητά του δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Η Αρχή είχε ενώπιον της τόσο τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων στα οποία αναφέρεται στην απόφασή της, όσο και τον πίνακα αρχαιότητας των υποψηφίων. Ο αιτητής στην προηγούμενη θέση του Υποδιευθυντή έχει αρχαιότητα έναντι μόνο του ενδιαφερόμενου μέρους αρ. 1.

Τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά απλώς στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας.

Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι η απόφαση της Αρχής είναι αιτιολογημένη. Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή για να επιτύχει στην προσφυγή του, όπως ο ισχυρισμός του.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο