Παπαδάτου Νέδη ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 230

(1999) 3 ΑΑΔ 230

[*230]27 Απριλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΔΗ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1930)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δεδικασμένο — Λειτουργικά ευρήματα — Ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση — Δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει υπόψη του κατά την επανεξέταση — Παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα δε δημιουργούν δέσμευση — Υπάρχει υποχρέωση και γι’ αυτά, εκτός αν τεθούν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου.

Κεντρική Τράπεζα — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Εμπιστευτικές εκθέσεις — Οποιαδήποτε αλλοίωση των αξιολογήσεων κατά τρόπο ή από λειτουργό άλλον, από αυτόν που προβλέπουν οι Κανονισμοί, είναι παράνομη.

Η εφεσείουσα προσέβαλε με την έφεσή της, την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή της κατά της πραγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, κατ’ επανεξέταση, μετά από ακυρωτική απόφαση, απορρίφθηκε.

Με την ακυρωτική απόφαση, είχε κριθεί ότι η αλλοίωση της αξιολόγησης της εφεσείουσας για το έτος 1988, βάσει οδηγιών που είχαν εκδοθεί το ίδιο έτος από την Τράπεζα, ήταν παράνομη.

Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε, δε λήφθηκε υπόψη η αξιολόγηση της εφεσείουσας για το έτος εκείνο, αλλά λήφθηκε υπόψη η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Τέθηκε ισχυρισμός, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο [*231]της ακυρωτικής απόφασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη. Έχει γίνει αναφορά με επιδοκιμασία στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π. Στη Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 515/93, ημερ. 19.1.98:

«Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος ………………….................................................………..

Δέσμευση που προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δε δημιουργούν δέσμευση· υπέχει όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει, εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.»

Στην κρινόμενη περίπτωση με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε ότι:

(α)   Οι οδηγίες του Δεκεμβρίου 1988 ως προς τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων της Τράπεζας, δεν έχουν οποιαδήποτε νομοθετική έγκριση και δεν μπορούν να υπερισχύουν των ισχύοντων Κανονισμών.

(β)   Οποιοσδήποτε τρόπος αξιολόγησης ή σύνταξη των εμπιστευτικών εκθέσεων αντίθετος προς τις ρητές πρόνοιες των Κανονισμών είναι παράνομος και διενεργείται καθ’υπέρβαση εξουσίας.

Συνάγεται καθαρά από τα πιο πάνω ότι οι σχετικές οδηγίες αφορούσαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας και είχαν εφαρμοσθεί για την αξιολόγηση όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας περιλαμβανομένου και του Ε.Μ.. Υπάρχει επομένως σαφές δεδικασμένο σχετικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988. Η διαπίστωση του ακυρωτικού δι[*232]καστηρίου αναφορικά με τη νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988 αποτελούσε διαπίστωση ως προς ένα ουσιώδες γεγονός πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η απόφασή του· ήταν ένα λειτουργικό εύρημα. Σαν τέτοιο δεσμεύει το διορίζον όργανο να το λάβει ως δεδομένο κατά την επανεξέταση. Ωστόσο το διορίζον όργανο με το να λάβει υπόψη την έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988 έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Αυτό συνιστά παράβαση του δεδικασμένου η οποία από μόνη της οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4029,

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 515/93, ημερ. 19.1.98.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 23.3.94 (Προσφυγή Αρ. 971/92) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να προάξει εκ νέου, μετά από επανεξέταση που έγινε λόγω προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης, το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Λειτουργού αναδρομικά από 1.1.90.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

[*233]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για τη θέση Ανώτερου Λειτουργού (“η επίδικη θέση”) στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου. Με απόφαση της ημερ. 14.2.89 (“η πρώτη απόφαση”) η Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε το διορισμό της Φωτεινής Φράνκ (“το Ε.Μ.”) στην επίδικη θέση. Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 27.10.92 (“η ακυρωτική απόφαση”), μετά από προσφυγή, η οποία ασκήθηκε από την εφεσείουσα (βλ. Νέδη Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4029).

Ένα από τα επίδικα θέματα της πιο πάνω προσφυγής (με αρ. 88/90) ήταν η νομιμότητα της εμπιστευτικής έκθεσης της εφεσείουσας για το έτος 1988. Η εφεσείουσα είχε ισχυριστεί ότι η εμπιστευτική έκθεσή της για το 1988 αντικαταστάθηκε από άλλη έκθεση με ημερομηνία 29.11.1989. Η τελευταία συντάχθηκε από το νέο προϊστάμενο της κ. Γ. Θωμά και προσυπογράφτηκε από τον κ. Παγδατή ο οποίος εφόσον απουσίαζε στο εξωτερικό κατά τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια και επέστρεψε την 1.12.1988 δεν γνώριζε την εφεσείουσα.

Ήταν η θέση της ότι η αντικατάσταση της εμπιστευτικής της έκθεσης, με την οποία μειώθηκε η αξιολόγηση της σχετικά με την απόδοση της από ‘Β’ σε ‘C’ ήταν παράνομη, αντικανονική και αντίθετη με τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1983 έως 1989 και ειδικότερα με τον Κανονισμό 12(4), δεδομένου ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό δεν προβλέπεται αντικατάσταση εμπιστευτικής έκθεσης σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του αξιολογούντος και του προσυπογράφοντος λειτουργού.

Ήταν παραδεκτό ότι η εμπιστευτική έκθεση της αιτήτριας για το 1988 αντικαταστάθηκε με άλλη. Ήταν επίσης παραδεκτό ότι στους Κανονισμούς, όπως και στις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν για καθοδήγηση των αξιολογούντων και προσυπογράφοντων λειτουργών δεν περιέχεται καμιά πρόνοια περί αντικατάστασης εμπιστευτικής έκθεσης για οποιοδήποτε λόγο. Η μόνη πρόνοια για αλλοίωση εμπιστευτικής έκθεσης περιέχεται στον Κανονισμό 12(4) όπου σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του αξιολογούντος και προσυπογράφοντος λειτουργού, ο προσυπογράφων δίδει τη δική του αιτιολογημένη αξιολόγηση με ερυθρά μελάνη, η οποία και υπερισχύει της αξιολόγησης του αξιολογούντος λειτουργού.

Με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε ότι η Κεντρική Τράπεζα ενήργησε παράνομα, καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, [*234]άσκησε τη διακριτική της εξουσία πλημμελώς “και γι’ αυτό η επίδικη απόφαση πρέπει ν’ ακυρωθεί”. Τα κύρια επίδικα θέματα της παρούσας διαδικασίας σχετίζονται άμεσα με τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην ακύρωση της πρώτης απόφασης. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρώτη απόφαση:

“Εφόσον η αιτήτρια κρίθηκε από τους αρμόδιους λειτουργούς και αξιολογήθηκε από αυτούς στην έκθεσή της για το 1988, δεν είχαν τη δυνατότητα άλλοι λειτουργοί έστω και ανώτεροι να αλλοιώσουν τις αξιολογήσεις αυτές ή να αντικαταστήσουν την εμπιστευτική της έκθεση. Η αξιολόγηση ενός υπάλληλου έγκειται στην κρίση λειτουργών υπεύθυνων για τη σύνταξη της εμπιστευτικής του έκθεσης (βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 81).

Το γεγονός ότι, όπως είναι ο ισχυρισμός, η Τράπεζα ακολούθησε την ίδια γραμμή όχι μόνο για την αιτήτρια αλλά και στην περίπτωση άλλων λειτουργών της Τράπεζας, δεν καθιστά την αντικατάσταση των εμπιστευτικών εκθέσεων νόμιμη ή δικαιότερη.

Εν πάση περιπτώσει οι σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν το Δεκέμβριο του 1988 με σκοπό να καθοδηγήσουν τους αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς ως προς τον καλύτερο τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων της Τράπεζας, δεν έχουν οποιαδήποτε νομοθετική έγκριση ούτε και μπορούν να υπερισχύσουν των ισχύοντων Κανονισμών. Συνεπώς, οποιοσδήποτε τρόπος αξιολόγησης ή σύνταξη των εμπιστευτικών εκθέσεων αντίθετος προς τις ρητές πρόνοιες των Κανονισμών είναι παράνομος και διενεργείται καθ’ υπέρβαση εξουσίας.”

Μετά την ακυρωτική απόφαση το ζήτημα της πλήρωσης της επίδικης θέσης επανεξετάστηκε από την Επιτροπή Προσωπικού της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (“η Επιτροπή”). Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη βαθμολογία της έκθεσης που περιέχεται στον προσωπικό φάκελο της εφεσείουσας για το έτος 1988 ενόψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Επιτροπή έκρινε ότι, “παρόλο που από τη δικαστική απόφαση θα μπορούσε να εκληφθεί ότι υπάρχει μαρτυρία ότι η αρχική βαθμολογία για το 1988 ήτο Β, δεν μπορούσε να θεωρήσει τούτο ως δεδομένο γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο της υποψήφιας που να το αποδεικνύουν. Εν πάση περιπτώσει η ολική εικόνα δεν αλλάζει και με βάση την αξία τους οι υποψήφιοι κατατάσσονται, κατά σειρά προτεραιότητας, ως εξής:

[*235]Φρανκ Φωτεινή (“Ε.Μ.”)

Παπαδάτου Νέδη (”εφεσείουσα”)”

Σημειώνεται ότι στις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1982-1987 οι δύο υποψήφιες έχουν την αυτή βαθμολογία - Β. Το Ε.Μ. έχει βαθμολογηθεί με το βαθμό Α για το έτος 1988. Εν όψει της εικόνας που αποκαλύπτουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις κρίνουμε ότι η πιο πάνω διαπίστωση της Επιτροπής με την οποία δίνεται προβάδισμα στο Ε.Μ. έχει σαν βάση της την έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988.

Μετά την πιο πάνω κατάταξη η Επιτροπή σημείωσε ότι το Ε.Μ. υπερτερεί σε αξία “από όλους τους άλλους υποψηφίους” ενώ η εφεσείουσα υπερτερεί σε πείρα.Σημείωσε, επίσης, ότι το Ε.Μ. υπερτερεί σε αξία της εφεσείουσας και η αρχαιότητα της τελευταίας “δεν παραγνωρίσθηκε αλλά δεν μπορούσε να είναι αποφασιστικός παράγοντας”. Επιπρόσθετα το Ε.Μ. υπερτερεί σε προσόντα από την εφεσείουσα. Όπως το έθεσε η Επιτροπή:Το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ. “λαμβάνεται υπόψη χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Δεν μπορεί βέβαια να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι το προσόν αυτό έχει απόλυτη συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης της υποψήφιας”.

Στη συνέχεια αφού η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στην παραγ. 11 των πιο πάνω Κανονισμών, δηλαδή αξία, πείρα και προσόντα, ομόφωνα σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση το Ε.Μ.. Ακολούθησε - στις 17.11.92 - η προαγωγή (“η επίδικη προαγωγή”) του Ε.Μ. από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στην επίδικη θέση από την 1.1.90.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε τη νομιμότητα της επίδικης προαγωγής με προσφυγή. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε προβάλει τη θέση ότι “και η έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988 θα έπρεπε να αγνοηθεί εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι οι οδηγίες που δόθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα στους αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς ήταν έξω από τους Κανονισμούς”.

Το πρωτόδιο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε ότι η πιο πάνω θέση “δεν βρίσκει έρεισμα εφόσον δεν υπήρξε τροποποίηση μετά τις οδηγίες”.

Η έφεση.

Το κύριο μέρος της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας περιστρέφεται γύρω από την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου [*236]δικαστηρίου. Υποστηρίχθηκε:

Ο ακυρωτικός δικαστής δεν έκρινε ως παράνομη την αντικατάσταση της εμπιστευτικής έκθεσης της εφεσείουσας, αλλά έκρινε και ως παράνομες τις σχετικές οδηγίες που εκδόθηκαν το Δεκέμβριο του 1988 με σκοπό να καθοδηγήσουν τους αξιολογούντες και προσυπογράφοντες λειτουργούς ως προς τον καλύτερο τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων της Τράπεζας. Εφόσον οι οδηγίες εκείνες κρίθηκαν παράνομες η έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988, η οποία είναι η μόνη έκθεση στην οποία το Ε.Μ.υπερέχει της εφεσείουσας, δεν έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από τους εφεσίβλητους γιατί ίσχυε το σαφέστατο δεδικασμένο. Οι εφεσίβλητοι δεν έπρεπε να λάβουν καθόλου υπόψη τις εκθέσεις των δύο υποψηφίων για το έτος 1988. Με το να τις λάβουν υπόψη έχουν παραβιάσει το δεδικασμένο.

Από την άλλη οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι το μόνο δεδικασμένο το οποίο θεμελιώθηκε με την ακυρωτική απόφαση ήταν ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν εξουσία να αντικαταστήσουν την έκθεση της εφεσείουσας για το έτος 1988. Υποστήριξαν, περαιτέρω, ότι το δεδικασμένο δεν αγγίζει την έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988. Επομένως η έκθεση εκείνη νόμιμα λήφθηκε υπόψη.

Στην Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, (απόφαση Νικήτα, Δ.), με αναφορά στις υποθέσεις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, υποδεικνύεται ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικόδίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη. Έχει, επίσης, γίνει αναφορά με επιδοκιμασία στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π. στην Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 515/93/19.1.98:

“Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος ............................................................................

Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση· υπέχει [*237]όμως υποχρέωση και σ’ εκείνη την περίπτωση η Διοίκηση να τα ακολουθήσει εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση.”

Στο σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου “Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως” (Ανατύπωση 1988), το θέμα τίθεται ως εξής στη σελ. 50:

“Η δέσμευσις της Διοικήσεως όπως μη εκδώση διά το μέλλον πράξιν με το περιεχόμενον της ακυρωθείσης, ήτοι επαγομένην τα αυτά αποτελέσματα όπως και η ακυρωθείσα, δεν είναι απόλυτος. Διότι, ως γνωστόν, η ισχύς του δεδικασμένου, ακόμη και του ακυρωτικού, δεν καλύπτει παρά μόνον τα ζητήματα τα κριθέντα ήδη υπό του ακυρωτικού δικαστού. Ήτοι, καλύπτει μόνον το λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις. Διά τούτο εις την περίπτωσιν που εκδίδεται υπό της Διοικήσεως πράξις μετά από ακυρωτικήν απόφασιν, το εξεταστέον διά την εφαρμογήν του άρθρου 50 του νόμου περί ΣτΕ εις την νέαν ακυρωτικήν δίκην είναι, εάν η πράξις αυτή αντιτίθεται προς την κρίσιν του ακυρωτικού δικαστού, εις το κριθέν ήδη παρ’ αυτού ζήτημα.”

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 297: “Προϋπόθεσιν της υπάρξεως δεδικασμένου συνιστά η ταυτότης των διαδίκων και της διαφοράς: 1533(56), 505(58).Υφίσταται δε η εν λόγω παράβασις και εν περιπτώσει ερμηνείας αποφάσεως δι’ ετέρας, εφ’ όσον αύτη άγει εις μεταβολήν του περιεχομένου της ερμηνευομένης: 159(38). Δεν προκύπτει όμως δεδικασμένον εφ’ όσον επί τινός ζητήματος δεν εξηνέχθη κυρία ή παρεμπίπτουσα ουσιαστική κρίσις: 284(39”).

Στην κρινόμενη περίπτωση με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε ότι:

(1)       Οι οδηγίες του Δεκεμβρίου 1988 ως προς τον τρόπο αξιολόγησης των υπαλλήλων της Τράπεζας δεν έχουν οποιαδήποτε νομοθετική έγκριση και δεν μπορούν να υπερισχύουν των ισχύοντων Κανονισμών.

(2)       Οποιοσδήποτε τρόπος αξιολόγησης ή σύνταξη των εμπιστευτικών εκθέσεων αντίθετος προς τις ρητές πρόνοιες των Κανονισμών είναι παράνομος και διενεργείται καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

[*238]Συνάγεται καθαρά από τα πιο πάνω ότι οι σχετικές οδηγίες αφορούσαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας και είχαν εφαρμοσθεί για την αξιολόγηση όλων των υπαλλήλων της Τράπεζας περιλαμβανομένου και του Ε.Μ.. Υπάρχει επομένως σαφές δεδικασμένο σχετικά με την νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988. Η διαπίστωση του ακυρωτικού δικαστηρίου αναφορικά με την νομιμότητα της έκθεσης του Ε.Μ. για το έτος 1988 αποτελούσε διαπίστωση ως προς ένα ουσιώδες γεγονός πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η απόφαση του. ήταν ένα λειτουργικό εύρημα. Σαν τέτοιο δεσμεύει το διορίζον όργανο να το λάβει ως δεδομένο κατά την επανεξέταση. Ωστόσο το διορίζον όργανο με το να λάβει υπόψη την έκθεση του Ε.Μ. για το έτος 1988 έχει ενεργήσει με τρόπο αντίθετο προς την κρίση του ακυρωτικού δικαστή. Αυτό συνιστά παράβαση του δεδικασμένου η οποία από μόνη της οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 269). Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της. Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν στην εφεσείουσα τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο