Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 300

(1999) 3 ΑΑΔ 300

[*300]28 Μαΐου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

Δ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2357)

 

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Άρθρο 23(1) του Ν. 4/78, προβλέπει την επιβολή φορολογίας μέσα στην εξαετή περίοδο — Το άρθρο αναφέρεται στη βεβαίωση της φορολογίας και όχι στην τελική απόφασης της Εφόρου, μετά την υποβολή ένστασης.

Φορολογία — Φορολογία εισοδήματος — Συμψηφισμός ζημιών εξαρτημένης εταιρείας — Άρθρο 15(5) του Ν. 58/61 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 163/87 — Το Άρθρο 15(5) δε στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού ζημιών — Η τελείωση του δικαιώματος αφήνεται να συντελεστεί με την έκδοση Κανονισμών — Με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος δεν μπορεί να προσβληθεί παράλειψη έκδοσης νομοθετικής πράξης.

Η εφεσίβλητη πρόβαλε δύο λόγους εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της τελικής φορολογίας εισοδήματος για το έτος 1988. Ότι πρώτο παραβιάστηκε το Άρθρο 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78 όπως τροποποιήθηκε) λόγω επιβολής της φορολογίας μετά το πέρας των έξι ετών που προβλέπεται στο Νόμο και ότι δεύτερον η διοίκηση επλανήθη ως προς τις πρόνοιες του Άρθρου 15(5) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Ξένων Προσώπων) Νόμου (Ν. 58/61, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 163/87) που προβλέπει το συμψηφισμό ζημιάς.

[*301]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 23(1) αναφέρεται στην επιβολή φορολογίας ή πρόσθετης φορολογίας μέσα στην περίοδο των έξι ετών. Σκοπός του είναι η οριοθέτηση του χρονικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι παραδεκτή η επιβολή φορολογίας και όχι ο καθορισμός του χρόνου μέσα στον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι ενστάσεις του φορολογουμένου. Σ’ αυτή την περίπτωση η φορολογία επιβλήθηκε μέσα στην εξαετή περίοδο.

2.  Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο το Άρθρο 15(5) στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού και όχι το παραδεκτό της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας. Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ’ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού, το απαράδεκτο της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση Κανονισμών δεν θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στο νόμο. Ούτε μπορεί να αναθεωρηθεί, στο πλαίσιο του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η νομιμότητας της παράλειψης έκδοσης νομοθετικής πράξης. Το Άρθρο 146.1 περιορίζει το αντικείμενο της αναθεώρησης σε πράξεις εκτελεστικής ή διοικητικής φύσεως. Ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας, τόσο σε πρώτο όσο κι σε δεύτερο βαθμό, συνιστά νομοθετική αρμοδιότητα, εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό είναι πρόδηλο από το κείμενο του Άρθρου 146.1 και νομολογιακά επιβεβαιωμένο.

     Το Άρθρο 15(5) δεν παρέχει αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα συμψηφισμού. Η τελείωση του δικαιώματος αφήνεται να συντελεστεί μέσω δευτερογενούς νομοθεσίας. Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ’ευατού, δικαίωμα συμψηφισμού, η πιθανολόγηση της μορφής, που θα μπορούσε να πάρει με την έκδοσης δευτερογενούς νομοθεσίας, δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στη στοιχειοθέτησή του.

     Η ερμηνεία, της οποίας έτυχε το Άρθρο 15(5) στην Τύμβιου υιο θετήθηκε από την Ολομέλεια και στη μεταγενέστερη απόφαση στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 325, ως σωστή έκφραση του δικαίου.

     Το Άρθρο 15(5) ευθέως συναρτά την ολοκλήρωση του δικαιώματος συμψηφισμού, με τον καθορισμό –

(α)          των προϋποθέσεων για τη διεκδίκησή του· και

[*302](β)            των “ιθυνουσών” και “εξαρτημένων” εταιρειών, μεταξύ των οποίων θα ίσχυε ο συμψηφισμός.

     Ο καθορισμός των προϋποθέσεων για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ανάγεται στον πυρήνα του δικαιώματος και ο καθορισμός των εταιρειών, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να ισχύσει συμψηφισμός, στις παραμέτρους του.

     Η ερμηνεία του Άρθρου 15(5) στην Τύμβιου είναι παραδεκτή, υπό το φως των ερμηνευτικών κανόνων της νομοθεσίας και δεσμευτική, ως θέμα δικαστικού προηγούμενου. Δέσμευση από την οποία δε συντρέχει βάσιμος λόγος να αποστούμε, σύμφωνα με τις αρχές που αναγνωρίζονται στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (Βλ. επίσης Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338).

     Εάν το μόνο το οποίο έλειπε από το Άρθρο 15(5) ήταν ο καθορισμός της διαδικασίας για τη διεκδίκηση του δικαιώματος, η αδράνεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση Κανονισμών ενδεχομένως δε θα δημιουργούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διεκδίκηση του δικαιώματος.

     Το θέμα αυτό έχει θεωρητική υφή σ’ αυτή την υπόθεση, εφόσο διαπιστώνεται, για τους λόγους που εκτέθηκαν, ότι το Άρθρο 15(5) δε στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού, διαπίστωση που επάγεται και την απόφαση της έφεσης.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Εταιρείας Γ. Κ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553,

Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 645/92 κ.ά., ημερ. 25.2.94,

Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 346,

Βογαζιανός ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2975,

Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 1335,

Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

Republic v. Secretary of State of the Environment, ex. parte Greater London Council [1983] The Times, 2 December,

[*303]Papaphilippou v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 62,

Μηλιώτη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 324,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 325,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Aρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,

Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 1061/94, ημερ. 28.5.96.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 665/95) με την οποία απορρίφθηκε η πρσφυγή της εφεσείουσας εταιρείας εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να της επιβάλουν φόρο εισοδήματος ποσού £30.667,05 με τόκο από 1.2.91 για το φορολογικό έτος 1988.

Γ. Κακογιάννης με Χρ. Ραγουζαίου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: H εφεσείουσα, η εταιρεία Δ. Νικολάου και Υιοί Λτδ, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα την αναθεώρηση της φορολογίας για το έτος (φορολογικό) 1988, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78, όπως τροποποιήθηκε).

Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η εφεσείουσα επιζήτησε την ακύρωση της φορολογίας.

Πρώτο, υπέρβαση εξουσίας. Η φορολογία επιβλήθηκε, κατά την εισήγησή της, μετά την εκπνοή της εξαετούς περιόδου που επιτρέπει το άρθρο 23(1) του Ν.4/78. Παρόλο που αναγνωρίζεται ότι η επίδικη φορολογία βεβαιώθηκε μέσα στην εξαετή περίοδο, η απόρριψη της ένστασης της εφεσείουσας έγινε μετά την πάροδο της εξαετούς περιόδου. Η θέση της Διοίκησης ήταν και παραμένει ότι η εξαετής περίοδος αναφέρεται στην επιβολή της φορολογίας και όχι στα παρεπόμενα της αναθεώρησής της μετά την υποβολή ένστασης.

Δεύτερο, πλάνη περί το νόμο. Η Διοίκηση λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη αντίληψη των προνοιών του φορολογικού νόμου* - άρθρο 15(5) - ως προς το δικαίωμα συμψηφισμού, της ζημίας την οποία υπέστη η «συνεξαρτημένη», όπως χαρακτηρίζεται εταιρεία της εφεσείουσας, D. Nicolaou & Sons (Landowners) Ltd. H παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα την επαύξηση της φορολογίας της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση. Το λάθος εντοπίζεται στην εσφαλμένη, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 15(5). Στην επίδικη διοικητική απόφαση γίνεται αναφορά και αντλείται καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης από την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Ετ. Κ. Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553. Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε, για τους λόγους που εξηγούνται σε έκταση στο σκεπτικό της απόφασης, ότι το άρθρο 15(5) δεν παρέχει το διεκδικούμενο δικαίωμα συμψηφισμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις θέσεις της εφεσίβλητης της Δημοκρατίας και στα δύο θέματα τα οποία θεώρησε λελυμένα στην περίπτωση του άρθρου 15(5), από την Τύμβιου και στην περίπτωση του άρθρου 23(1), από την Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 645/92, 646/92,- 25.2.1994, πρωτόδικη απόφαση).

Με την έφεση προσβάλλονται και οι δύο λόγοι στους οποίους  θεμελιώνεται η πρωτόδικη απόφαση. Θέση της εφεσείουσας είναι ότι ο περιορισμός των έξι ετών που θέτει το άρθρο 23(1) δεν περιορίζεται στη βεβαίωση της φορολογίας αλλά εκτείνεται και σε κάθε απόφαση η οποία προκύπτει μεταγενέστερα μετά την υποβολή ένστασης. Εάν η εισήγηση αυτή γίνει δεχτή τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι βεβαίωση φορολογίας η οποία διενεργείται  στο τέλος της εξαετούς περιόδου υπόκειται εκ προοιμίου σε αναίρεση εφόσον υποβληθεί ένσταση. Εκτός από την Ιωνίδης και σε σειρά άλλων πρωτόδικων αποφάσεων κρίθηκε ότι η περίοδος των έξι ετών αναφέρεται στη βεβαίωση της φορολογίας. [*305](Βλ. μεταξύ άλλων, Ιγνατίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 346. Πραξιτέλης Βογαζιανός ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2975.) Κρίνουμε τη θέση αυτή ορθή. Το άρθρο 23(1), συναρτά την περίοδο των έξι ετών με τη βεβαίωση φορολογίας ή την επιβολή πρόσθετης φορολογίας. Η ένσταση αποτελεί διοικητικό μέσο για την αμφισβήτηση της φορολογίας το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση της επιβληθείσας φορολογίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 του Ν.4/78

Το άρθρο 23(1) αναφέρεται στην επιβολή φορολογίας ή πρόσθετης φορολογίας μέσα στην περίοδο των έξι ετών. Σκοπός του είναι η οριοθέτηση του χρονικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι παραδεκτή η επιβολή φορολογίας και όχι ο καθορισμός του χρόνου μέσα στον οποίο πρέπει να  αντιμετωπίζονται οι ενστάσεις του φορολογούμενου. Σ’ αυτή την περίπτωση η φορολογία επιβλήθηκε μέσα στην εξαετή περίοδο.

O κ. Κακογιάννης υπέβαλε ότι το άρθρο 15(5) στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού της ζημίας εξαρτημένης στον καθορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων ιθύνουσας εταιρείας. Εισηγήθηκε ότι η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση των Κανονισμών που προβλέπονται από τις διατάξεις του δεν αναιρεί ούτε εξουδετερώνει το δικαίωμα. Συμφωνεί επί του προκειμένου με την πρωτόδικη απόφαση στην Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1335, η οποία ανατράπηκε κατ’ έφεση στη Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 15(5) στοιχειοθετούν δικαίωμα συμψηφισμού και ότι καθυστέρηση στην έκδοση των προβλεπόμενων Κανονισμών δεν μπορεί να αφεθεί να ματαιώσει τη βούληση του νομοθέτη να παράσχει το δικαίωμα. Η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης από την ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (ανωτέρω), κατά τον κ. Κακογιάννη συνιστά σφάλμα το οποίο απολήγει στην καθιέρωση λανθασμένης αρχής δικαίου. Μας κάλεσε να ανατρέψουμε την απόφαση της ολομέλειας και να αποστούμε από το λόγο της σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, οι οποίες μνημονεύονται στη Republic (Minister of Finance and Another) v. Demetrios Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213. Aνεξάρτητα από το εσφαλμένο της απόφασης της Ολομέλειας στη Τύμβιου (ανωτέρω), η δυστροπία της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση των Κανονισμών που προβλέπει το άρθρο 15(5) δεν αφήνεται ανέλεγκτη. Η έκδοση των Κανονισμών αποτελούσε, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Κακογιάννη, υποχρέωση της Διοίκησης, όλως ιδιαίτερα ενόψει του καθορισμού [*306]προθεσμίας για την έκδοσή τους, η οποία ελέγχεται δικαστικά προς ευόδωση των σκοπών του νόμου. Μας παρέπεμψε σε Αγγλικές αποφάσεις διαφωτιστικές ως προς την υποχρέωση που ενέχει για τη Διοίκηση νομοθετική διάταξη για την έκδοση Κανονισμών. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην R. v. Secretary of State for the Environment, ex. p. Greater London Council [1983] The Times, 2 December. Κατ’ αρχή υιοθετείται η θέση ότι νομοθετική επιταγή για την έκδοση Κανονισμών στοιχειοθετεί υποχρέωση της Διοίκησης να δράσει σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου. Θεωρείται αδιανόητο η Βουλή (Parliament), να αφήνει την εκπλήρωση νομοθετικής επιταγής στην κρίση της αρχής που εντέλλεται να χωρήσει στην έκδοση Κανονισμών. Και αν γίνει δεχτό ότι παρέχεται τέτοια ευχέρεια σε Διοικητική Αρχή, επισημαίνει το Δικαστήριο αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται με καθήκον να ενεργήσει ώστε να μή ματαιωθούν οι σκοποί του νόμου.

Το ερώτημα, που πρέπει να απαντήσουμε, είναι κατά πόσο το  άρθρο 15(5) στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού και όχι το παραδεκτό της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας. Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ’ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού, το απαράδεκτο της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση Κανονισμών δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στο νόμο. Ούτε μπορεί να αναθεωρηθεί, στο πλαίσιο του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η νομιμότητα της παράλειψης έκδοσης νομοθετικής πράξης. Το Άρθρο 146.1 περιορίζει το αντικείμενο της αναθεώρησης σε πράξεις εκτελεστικής ή διοικητικής φύσεως.  Ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, συνιστά νομοθετική αρμοδιότητα, εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό είναι πρόδηλο από το κείμενο του Άρθρου 146.1 και νομολογιακά επιβεβαιωμένο - (βλ., μεταξύ άλλων, George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) (1961) 1 R.S.C.C. 62 και Μηλιώτη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 324).

Επισημαίνουμε ότι η αναθεώρηση της παράλειψης έκδοσης της δευτερογενούς νομοθεσίας στη Secretary of States, (ανωτέρω), έγινε μέσω του ένδικου μέσου των προνομιακών ενταλμάτων certiorari και mandamus. Δε θα διερευνήσουμε κατά πόσο παρέχεται ανάλογη ευχέρεια και στην Κύπρο αναθεώρησης της παράλειψης διοικητικού οργάνου να προβεί στην έκδοση Κανονισμών, μέσω των ενταλμάτων certiorari και mandamus, δικαιοδοσία για την έκδοση των οποίων παρέχεται από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Το θέμα δεν εγείρεται ενώπιόν μας. Επίσης, δε θα επεκταθούμε στην εξέταση της φύσης της υποχρέωσης, η [*307]οποία ανακύπτει από την ανάθεση έκδοσης δευτερογενούς νομοθεσίας σε διοικητική αρχή στην Κύπρο, θέμα στο οποίο υπεισέρχεται και η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών. Η Ολομέλεια στην Τύμβιου ασχολήθηκε με αυτή την πτυχή του θέματος και προέβη σε διαπιστώσεις, που δεν ήταν απαραίτητες για τη λύση της διαφοράς και αποσυνδέονται από το λόγο της, ο οποίος περιορίζεται στη διαπίστωση ότι το άρθρο 15(5) δεν παρέχει αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα συμψηφισμού. Η τελείωση του δικαιώματος αφήνεται να συντελεστεί μέσω δευτερογενούς νομοθεσίας. Εάν ο νόμος δεν παρέχει, αφ’ εαυτού, δικαίωμα συμψηφισμού, η πιθανολόγηση της μορφής, που θα μπορούσε να πάρει με την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας, δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό στη στοιχειοθέτησή του.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι ο λόγος της Ολομέλειας στην απόφαση Τύμβιου είναι εσφαλμένος και κάλεσε το Δικαστήριο να ανατρέψει την απόφαση. Αντίθετα, η εφεσίβλητη υποστήριξε το λόγο της Τύμβιου ως ορθό, απόρροια σωστής ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 15(5) και νομολογιακά δεσμευτικό. 

Η ερμηνεία, της οποίας έτυχε το άρθρο 15(5) στην Τύμβιου υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια και στη μεταγενέστερη απόφαση στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 325, ως σωστή έκφραση του δικαίου.

Το άρθρο 15(5) ευθέως συναρτά την ολοκλήρωση του δικαιώματος συμψηφισμού, με τον καθορισμό -

(α)       των προϋποθέσεων για τη διεκδίκησή του· και

(β)       των «ιθυνουσών» και «εξαρτημένων» εταιρειών, μεταξύ των οποίων θα ίσχυε ο συμψηφισμός.

Ο καθορισμός των προϋποθέσεων για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ανάγεται στον πυρήνα του δικαιώματος και ο καθορισμός των εταιρειών, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να ισχύσει συμψηφισμός, στις παραμέτρους του.

Η ερμηνεία του άρθρου 15(5) στην Τύμβιου είναι παραδεκτή, υπό το φως των ερμηνευτικών κανόνων της νομοθεσίας, και δεσμευτική, ως θέμα δικαστικού προηγούμενου. Δέσμευση από την οποία δε συντρέχει βάσιμος λόγος να αποστούμε, σύμφωνα με τις αρχές που αναγνωρίζονται στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 - (βλ., επίσης, Νικολάου κ.ά. ν. [*308]Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338).

Εάν το μόνο το οποίο έλειπε από το άρθρο 15(5) ήταν ο καθορισμός της διαδικασίας για τη διεκδίκηση του δικαιώματος, η αδράνεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση Κανονισμών ενδεχομένως δε θα δημιουργούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διεκδίκηση του δικαιώματος. Στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 28/5/96, (πρωτόδικη απόφαση), η παράλειψη έκδοσης των προβλεπόμενων κανονισμών για την άσκηση πειθαρχικής αρμοδιότητας δε θεωρήθηκε μοιραία για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από το Δήμο Παραλιμνίου. Εφόσον ενυπήρχε η πειθαρχική εξουσία, το διαδικαστικό κενό μπορούσε να πληρωθεί με προσφυγή στα θέσμια της άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας. Το θέμα αυτό έχει θεωρητική υφή σ’ αυτή την υπόθεση, εφόσον διαπιστώνεται, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, ότι το άρθρο 15(5) δε στοιχειοθετεί δικαίωμα συμψηφισμού, διαπίστωση που επάγεται και την απόρριψη της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο