Ζεμπύλα Ούλα Μίκη και Άλλοι ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 314

(1999) 3 ΑΑΔ 314

[*314]28 Μαΐου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.         ΟΥΛΑ ΜΙΚΗ ΖΕΜΠΥΛΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΚΗ ΖΕΜΠΥΛΑ Η ΜΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΕΜΠΥΛΑ Η ΜΙΧΑΗΛ Ν. ΖΕΜΠΥΛΑ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

2.         ΑΛΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

3.         ΜΑΝΟΣ Μ. ΖΕΜΠΥΛΑΣ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

1. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ

    ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

3. ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1970)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Αθωωτική απόφαση Πειθαρχικού οργάνου — Οι προβαίνοντες σε καταγγελία για πειθαρχικό αδίκημα συναδέλφων τους αρχιτεκτόνων, στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της αθωωτικής απόφασης του Πειθαρχικού Σώματος, καθ’ ότι με την ακύρωση της αθωωτικής πειθαρχικής απόφασης, δεν προάγεται οποιοδήποτε συμφέρον των αιτητών — Οι οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους για οικονομική ζημία, δε συναρτώνται με την αθωωτική απόφαση.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν με την έφεσή τους την νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία αυτοί εστερούντο εννόμου συμφέροντος προσβολής με προσφυγή της αθωωτικής απόφασης του Ε.Τ.Ε.Κ, σε πειθαρχική διαδικασία που είχε ξεκινήσει εναντίον συναδέλφων τους αρχιτεκτόνων, μετά από καταγγελία των ιδίων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφασίζοντας κατά πλειοψηφία – απόφαση Δικαστή Αρτέμη με την οποία συμφώνησαν οι Γ. Πικής, Π., Γ. Κωνσταντινίδης, Δ. και Μ. Κρονίδης, Δ. αποφά[*315]σισε ότι:

Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι εφεσείοντες – αιτητές ήσαν εκείνοι που υπέβαλαν το παράπονο για παράβαση των κανόνων δεοντολογίας από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο καταγγέλλων και μόνο όμως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον που να επηρεάζεται από την έκβαση της πειθαρχικής δίωξης των καταγγελθέντων. Η αθώωση των εφεσιβλήτων ουδόλως επηρεάζει οιονδήποτε οικονομικό ή ηθικό τους συμφέρον. Το ζήτημα όμως έχει ακόμη μία προέκταση. Οι εφεσείοντες – αιτητές είναι και αυτοί αρχιτέκτονες, όπως και οι εφεσίβλητοι, και το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο ως μέλη ενός σώματος έχουν άμεσο ηθικό συμφέρον να ενδιαφέρονται για την τήρηση της δεοντολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες είναι προφανές ότι δεν είχαν ιδιαίτερο συμφέρον να παραπονούνται για μη τιμωρία των εφεσιβλήτων, γιατί η απόφαση αυτή δεν τους επηρέαζε άμεσα.

Η επέκταση της έννοιας του ηθικού συμφέροντος, δεν είναι τόσον ευρεία, ώστε να καλύπτει την περίπτωση, γιατί ακύρωση της πειθαρχικής αθωωτικής απόφασης, δε θα προήγε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των εφεσειόντων.

Παρατηρείται τέλος ότι οποιαδήποτε απαίτηση των εφεσειόντων – αιτητών για οικονομική ζημιά δε συναρτάται με την αθωωτική απόφαση και εξακολουθούν να έχουν δικαίωμα αγωγής για αποζημιώσεις εναντίον τόσο των εφεσιβλήτων όσο και της Κεντρικής Τράπεζας.

Με την απόφαση πλειοψηφίας, διαφώνησε ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ., ο οποίος εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας, με αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208,

Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης) που δόθηκε στις 3 Αυγούστου, 1994 (Προσφυγή Αρ. 781/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης των Συμβουλίων Εγ[*316]γραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών να απαλλάξουν τα ενδιαφερόμενα μέρη από την κατηγορία διάπραξης του πειθαρχικού αδικήματος, της λήψης εντολής από την Κεντρική Τράπεζα της αποπεράτωσης της εκπόνησης των αρχιτεκτονικών σχεδίων του νέου κτιρίου αυτής, ενώ ήταν σε γνώση τους ότι υφίστατο απαίτηση των εφεσειόντων εναντίον της Τράπεζας για αμοιβή ή αποζημίωση.

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης. Με αυτή συμφωνούν οι Γ. Πικής, Π., Γ. Κωνσταντινίδης, Δ. και Μ. Κρονίδης, Δ. Ο Φρ. Νικολαΐδης Δ., θα εκδώσει τη δική του απόφαση.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια 1 είναι η σύζυγος και διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος αρχιτέκτονα Μίκη Ζεμπύλα. Οι εφεσείοντες-αιτητές 2 και 3 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο συνεταίροι στον συνεταιρισμό “Architects in Association”. Ο εφεσείων-αιτητής 3 διαδέχθηκε στο συνεταιρισμό τον αποβιώσαντα πατέρα του Μίκη Ζεμπύλα.

Η προσφυγή αρχικά στρεφόταν εναντίον των Συμβουλίων Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών αλλά κατά την έφεση, με άδεια του Δικαστηρίου, ο τίτλος τροποποιήθηκε και οι καθ’ ων η αίτηση αντικαταστάθηκαν από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, προστέθηκαν δε και ως εφεσίβλητοι οι αρχιτέκτονες Ιάκωβος Φιλίππου και Ανδρέας Φιλίππου, που στην ουσία ήταν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Ο πιο πάνω συνεταιρισμός είχε αναλάβει την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων του νέου κτιρίου της Κεντρικής Τράπεζας στη Λευκωσία. Μετά το θάνατο του Μίκη Ζεμπύλα, η Κεντρική Τράπεζα τερμάτισε το μεταξύ της και του συνεταιρισμού συμβόλαιο και ανέθεσε την αποπεράτωση του έργου στους Ι. & Α. Φιλίππου. Οι αιτητές, με βάση τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κανονισμών του 1978 (Κ.Δ.Π. 115/78) υπέβαλαν στους καθ’ ων η αίτηση καταγγε[*317]λία για παράβαση από τα ενδιαφερόμενα μέρη κανόνων δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, το παράπονο αναφερόταν σε διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος κατά παράβαση του Καν. 4(VII)(B)(γ) για το λόγο ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ανέλαβαν εντολή από την Κεντρική Τράπεζα ενώ ήταν σε γνώση τους ότι υφίστατο απαίτηση των εφεσειόντων-αιτητών εναντίον της Τράπεζας για αμοιβή ή αποζημίωση. Η κατηγορία εξετάστηκε πειθαρχικά σε διάφορες συνεδρίες και στις 28.7.93 ομόφωνα τα ενδιαφερόμενα μέρη απαλλάγηκαν. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 27.8.93 και η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.

Αφού απορρίφθηκαν 2 από τις 3 προδικαστικές ενστάσεις που ηγέρθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε την 3η προδικαστική ένσταση και, κρίνοντας ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνταν γιατί δεν είχε προσβληθεί ευθέως “ίδιον ενεστώς έννομον συμφέρον” τους, όπως προβλέπει το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, απέρριψε την προσφυγή.

Οι εφεσείοντες-αιτητές με την έφεσή τους αμφισβητούν την ορθότητα του πιο πάνω ευρήματος του Δικαστηρίου και με εκτενή επιχειρηματολογία και με αναφορά στην επί του θέματος νομολογία υποστηρίζουν ότι η έννοια του έννομου συμφέροντος, όπως αυτή έχει διευρυνθεί, καλύπτει και την παρούσα περίπτωση, όπου οι αιτητές ήσαν και οι καταγγέλλοντες αλλά και αρχιτέκτονες που κατά τον ισχυρισμό τους προσβλήθηκε έννομο τους συμφέρον, είτε οικονομικό ή ηθικό.

Αντίθετα, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση επιχειρηματολογώντας ότι από την αθωωτική απόφαση στην πειθαρχική διαδικασία δεν θίγεται κανένα συμφέρον των αιτητών.

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, υπήρξε μία εξελικτική τάση προς διεύρυνση της έννοιας του όρου “έννομο συμφέρον” και τούτο διεπιστώθη και στην υπόθεση Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208.

Στο σύγγραμμα του Κυριακόπουλου, “Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον”, Γ Ειδικό Μέρος, Έκδοση 4η, στις σελ. 118-120 αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Συμφέρον έχει ο υλικώς ή και ο ηθικώς μόνον ζημιούμενος.  Το περιεχόμενον δηλ. του συμφέροντος δεν απαιτείται να είναι [*318]χρηματικόν, αλλ’ αρκεί να είναι και ηθικόν μόνον. Ηθικόν είναι το συμφέρον, όταν, επί παραδ., αφορά εις τιμητικήν διάκρισιν ή συμμετοχήν εις συμβούλιον άνευ αμοιβής, ή εις χαρακτηρισμόν παρασχεθείσης ωρισμένης στρατιωτικής φύσεως υπηρεσίας ως μή ευδοκίμου, ασχέτως αν δύναται ν’ απολαύση ωρισμένου εκ του νόμου ευεργετήματος. ή εις την προστασίαν αρχαίων μνημείων βλαπτομένων εκ πράξεως, καθ’ ης ασκεί αίτησιν ακυρώσεως ειδικός επιστήμων, αρχαιολόγος κ.ο.κ. Δεν είναι δε απαραίτητον η ύπαρξις συμφέροντος να ταυτίζηται με την ύπαρξιν πραγματικής θετικής υλικής ή ηθικής ζημίας. Αρκεί και ότι θα υπήρχεν ή θα ηδύνατο να υπάρξη ωφέλεια, εάν η διοίκησις δεν ενήργει την προσβαλλομένην πράξιν ή δεν παρέλιπε την παραλειφθείσαν ενέργειαν. Η έννοια της ζημίας, επομένως, είναι καθαρώς υποθετική. Αλλά το συμφέρον δέον να παρουσιάζη ωρισμένας ιδιότητας:

Α. Δέον να είναι έννομον, ήτοι να πηγάζη εκ καθωρισμένης νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος έναντι της δημοσίας διοικήσεως και να μη αντίκειται εις το δίκαιον.  Δεν απαιτείται όμως, όπως το συμφέρον είναι έννομον, να συνιστά δικαίωμα. Άλλαις λέξεσι, δεν απαιτείται προσβολή δικαιώματος υπό την στενήν νομικήν έννοια του όρου κατά το αστικόν δίκαιον, να πρόκειται δηλαδή αγώγιμον συμφέρον. Δέον όμως το συμφέρον, ίνα είναι έννομον, είτε να στηρίζηται επί ιδιωτικού δικαιώματος του προσφεύγοντος, είτε να πηγάζη εκ προηγουμένων διοικητικών πράξεων, εξών ο διοικούμενος απέκτησεν ή προσδοκά την απόκτησιν νομίμων ωφελημάτων.

Β. α. Το έννομον συμφέρον δέον να είναι προσωπικόν ή ατομικόν - ή, κατ’ άλλην διατύπωσιν, άμεσον - ήτοι η προσβαλλομένη πράξις να θίγη απ’ ευθείας τον αιτούντα, είτε ν’ αφορά ευθέως εις αυτόν. Ανάγκη τουτέστιν ο προσφεύγων να υφίσταται βλάβην εκ της προσβαλλομένης πράξεως, ως εκ της ειδικής σχέσεως, εν τη οποία διατελεί προς ταύτην.  Κατ’ ακολουθίαν, ο μη θιγόμενος εκ της προσβαλλομένης πράξεως δεν έχει ατομικόν συμφέρον. Διό και πράξις, αφορώσα εις τρίτον και ουχί εις τον προσφεύγοντα, δεν δύναται να προσβληθή παρά τούτου παραδεκτώς.  Ούτω λ.χ. δεν δύναται να προσβάλη δημοτικός σύμβουλος πράξιν τιμωρίας άλλου δημοτικού συμβούλου. ούτε ο μη δικαιούμενος να μετάσχη διαγωνισμού το κύρος αυτού. ούτε ο υποβαλών παραίτησιν, γενομένην δεκτήν, προς προσβολήν πράξεως προαγωγής συναδέλφου του. Αντιθέτως, ο κληρονόμος, από της επαγωγής, παραδεκτώς δύναται ν’ ασκήση αίτησιν ακυρώσεως, εφ’ όσον το προτεινόμενον συμφέρον δεν [*319]αφορά μόνον εις το πρόσωπον του αποβιώσαντος. επίσης δε και ο εκδοχεύς του έχοντος ατομικόν συμφέρον.”

Όσον αφορά την ανάγκη άμεσου επηρεασμού του συμφέροντος του προσφεύγοντος από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Pitsillos (ανωτέρω), ανέφερε τα ακόλουθα στη σελ. 215:

“Οn examination of Greek case law, a tendency is discernible to construe broadly and not restrictively the element of direct prejudice necessary to sustain a recourse for the review of an administrative act. (The subject is discussed in Tsatsos’ “Application for Annulment” 3rd ed., pp. 54-57). In France, the relaxation, it appears, has gone further though not to the extent of recognizing an actio popularis. We are not inclined to construe restrictively legal provisions conferring a right of recourse to the courts; on the contrary, access must be as wide as the law may permit. But we cannot ignore the madatory constitutional provisions laying down that a right to judicial review accrues only where the right vindicated is directly affected as a result of the decision challenged. The antonym of “directly” is “indirectly”. Indirect interference with a right does not confer a right to judicial review.”

Σε μετάφραση:

“Από εξέταση της Ελληνικής νομολογίας, διαφαίνεται μία τάση να ερμηνεύεται ευρέως και όχι περιοριστικά το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού που είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση προσφυγής για την αναθεώρηση διοικητικής πράξης. (Το θέμα εξετάζεται στον Τσάτσο, Αίτηση Ακυρώσεως, 3η Έκδοση, σελ. 54-57). Στη Γαλλία, η χαλάρωση όπως φαίνεται έχει προχωρήσει περισσότερον, όχι όμως στο βαθμό που αναγνωρίζεται actio popularis. Δεν αποκλείνουμε στο να ερμηνεύουμε περιοριστικά νομικές πρόνοιες που δίδουν δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια· αντιθέτως, η πρόσβαση πρέπει να είναι τόσον ευρεία όσον επιτρέπει ο νόμος. Δεν μπορούμε όμως να ερμηνεύσουμε τις επιτακτικές συνταγματικές πρόνοιες που καθορίζουν ότι το δικαίωμα για δικαστική αναθεώρηση εγείρεται μόνο όπου το συμφέρον επηρεάζεται άμεσα ως αποτέλεσμα της απόφασης που προσβάλλεται. Το αντίθετο του “άμεσα” είναι “έμμεσα”. Έμμεσος επηρεασμός συμφέροντος δεν δίδει δικαίωμα για δικαστική αναθεώρηση”.

[*320]Στην υπόθεση Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. ....., έγινε μία ευρεία ανάλυση του θέματος του έννομου συμφέροντος και του επηρεασμού του. Στη σελ.4 της ομόφωνης απόφασης που εκδόθηκε από τον Πική, Π., λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“Το Άρθρο 146.2, του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, “actio popularis”, όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208”.

Στη σελ. 5:

“Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή, πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Δεν εξομοιώνεται όμως με αγώγιμο δικαίωμα. Το αντικείμενο του επηρεασμού κάτω από το Άρθρο 146, είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα. Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα”. 

Στη σελ.6:

“Το “ηθικό” συμφέρον, που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δεν συναρτάται με την ηθική τάξη στην στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του.

Η ιδιαιτερότητα της σχέση του προσφεύγοντος προς την απόφαση η οποία προσβάλλεται, ενέχει μετάλη σημασία για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του αιτητή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στη Νικόλας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 701/93 - 2.2.1995, έγινε δεχτή προσφυγή κυβερνήτη αεροσκάφους εναντίον απόφασης των μεταναστευτικών αρχών, για τη χορήγηση άδειας για την πρόσληψη αλλοδαπών, στο πλαίσιο της εξουσίας που τους παρέχεται να χορηγούν άδεια εργασίας σε αλλοδαπούς όταν δεν [*321]είναι “... διαθέσιμοι καταλλήλως προσοντούχοι κάτοικοι της Δημοκρατίας ...” Το Δικαστήριο έκρινε παραδεχτή την προσφυγή, εφόσον η απόφαση επηρέαζε άμεσα τις προοπτικές εργοδότησης του αιτητή στον τομέα της ειδικότητας του. Το συμφέρον του, διακρίνεται όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, από εκείνο κάθε άλλου πολίτη της Δημοκρατίας, να επιδιώξει την αναθεώρηση της απόφασης, από το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν προσοντούχος και επεδίωκε εργασία σ’ εκείνο τον κλάδο.”

Στη Γεωργίου (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι αστυνομικοί που είχαν τα προσόντα για προαγωγή είχαν έννομο συμφέρον να προσφύγουν εναντίον προαγωγής επ’ ανδραγαθία συναδέλφων τους και στη σελ.7 λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του θέματος:

“Προαγωγή επ’ ανδραγαθία συνιστά εξαίρεση από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, που επιβάλλουν την προαγωγή των καταλληλοτέρων, βάσει των υπηρεσιακών τους στοιχείων, στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.

 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Κάθε μέλος της τάξης του Αστυνομικού σώματος από το οποίο προέρχεται ο προαγόμενος επ’ ανδραγαθία, που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το συμφέρον του πηγάζει από την παράκαμψη της διαδικασίας για τις προαγωγές μελών της τάξης, όπου ο προσφεύγων υπηρετεί, το οποίο επηρεάζει, αφενός, την υπηρεσιακή του κατάσταση και, αφετέρου, τη λειτουργία του Αστυνομικού σώματος.”

Στην υπό εξέταση περίπτωση οι εφεσείοντες-αιτητές ήσαν εκείνοι που υπέβαλαν το παράπονο για παράβαση των κανόνων δεοντολογίας από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο καταγγέλλων και μόνο όμως είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον που να επηρεάζεται από την έκβαση της πειθαρχικής δίωξης των καταγγελθέντων. Η αθώωση των εφεσιβλήτων ουδόλως επηρεάζει οιονδήποτε οικονομικό ή ηθικό τους συμφέρον. Το ζήτημα όμως έχει ακόμη μία προέκταση. Οι εφεσείοντες-αιτητές είναι και αυτοί αρχιτέκτονες όπως και οι εφεσίβλητοι και το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο ως μέλη ενός σώματος έχουν άμεσο ηθικό συμφέρον να ενδιαφέρονται για την τήρηση της δεοντολογίας. Η υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), όπου αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αστυνομικών να προσφύγουν εναντίον της προαγωγής τρίτων επ’ ανδραγαθία, διαχωρίζεται κατά τη γνώμη μας από την παρούσα, γιατί εκεί οι ίδι[*322]οι οι αιτητές ήσαν προσοντούχοι που θα μπορούσαν να προαχθούν στη θέση των ενδιαφερομένων μερών και έτσι αν η πράξη της προαγωγής επ’ανδραγαθία ήταν παράνομη, ακύρωση της δυνατό να είχε άμεσες συνέπειες για τους ιδίους.

Στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσείοντες είναι προφανές ότι δεν είχαν ιδιαίτερο συμφέρον να παραπονούνται για μη τιμωρία των εφεσιβλήτων, γιατί η απόφαση αυτή δεν τους επηρέαζε άμεσα.

Καταλήγουμε ότι η επέκταση της έννοιας του ηθικού συμφέροντος δεν είναι τόσον ευρεία ώστε να καλύπτει την περίπτωση, γιατί ακύρωση της πειθαρχικής αθωωτικής απόφασης δεν θα προήγε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των εφεσειόντων.

Παρατηρούμε, τέλος, ότι οποιαδήποτε απαίτηση των εφεσειόντων-αιτητών για οικονομική ζημιά δεν συναρτάται με την αθωωτική απόφαση και εξακολουθούν να έχουν δικαίωμα αγωγής για αποζημιώσεις εναντίον τόσο των εφεσιβλήτων όσο και της Κεντρικής Τράπεζας.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Διαφωνώ με την κατάληξη της πλειοψηφίας στην παρούσα υπόθεση. Θεωρώ ότι οι εφεσείοντες-αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, για τους λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια. 

Κάθε αιτητής πρέπει να αποδείξει ότι έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να αποδείξει την ύπαρξη μιας ειδικής έννομης σχέσης μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης.

Αίτηση ακυρώσεως μπορούν να ασκήσουν μόνο εκείνοι που προσβαλλόμενη πράξη τους αφορά ή εκείνοι που μπορούν εύλογα να ισχυριστούν, να πιθανολογήσουν, ότι η πράξη θίγει έννομο τους συμφέρον. Έτσι για να είναι παραδεκτή αίτηση ακύρωσης δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει το γενικό δημόσιο συμφέρον, αλλά πρέπει να προβληθεί ο εύλογος ισχυρισμός ότι η πράξη θίγει το συμφέρον του αιτητή (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, Δεύτερη Έκδοση, σελ. 396 και 397).

[*323]Η προσφυγή ασκείται από οποιονδήποτε του οποίου προσβλήθηκε με την πράξη συμφέρον που έχει είτε ως άτομο, είτε ως μέλος κοινότητας (Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 358/96, ημερ. 16.9.1998).

Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση σ’ αυτόν υλικής ή ηθικής βλάβης (Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498 και Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189, Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, και Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η Έκδοση, σελ. 32,33).

Η έννοια του ηθικού εννόμου συμφέροντος έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας με ιδιαίτερη ευρύτητα.  Για παράδειγμα η ιδιότητα του ενορίτη ναού που ανήκει στη Μητρόπολη της οποίας απομακρύνθηκε ο Μητροπολίτης, θεωρήθηκε ότι θεμελιώνει έννομο συμφέρον (ΣτΕ 4113/83 (Ολ.)).

Από το Συμβούλιο Επικρατείας έγινε επίσης δεκτό ότι ανώτερος υπάλληλος έχει ηθικό συμφέρον, όπως ευνομία και τάξη διέπει το συγκροτούν τον κλάδο στον οποίο ανήκει προσωπικό, ιδιαίτερα δε όπως οι ανώτερες θέσεις κατέχονται νόμιμα (ΣτΕ 357/49, 195/53).

Κρίθηκε ότι μέλος φαρμακευτικού συλλόγου κέκτειται προσωπικό έννομο συμφέρον προς προσβολή πράξης που αφορούσε στη νόμιμη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (ΣτΕ 1963/54) ή γιατρός ή δικηγόρος προς προσβολή εκλογής του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου στον οποίο ανήκε (ΣτΕ 995/40).

Η ύπαρξη συμφέροντος είναι καθαρά υποθετική και δεν ταυτίζεται προς την ύπαρξη πραγματικής, θετικής ή αποθετικής, υλικής ή ηθικής ζημιάς.  Αρκεί ότι θα απεφεύγετο η ζημιά ή θα υπήρχε ωφέλεια αν η διοίκηση δεν προέβαινε στην προσβαλλόμενη πράξη ή δεν παρέλειπε τη συγκεκριμένη ενέργεια (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 39).

Ο καθηγητής Δαγτόγλου, στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ανωτέρω, αναφέρει στη σελ. 398:

“    Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο [*324]δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας, το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μία απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. Έννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος, ή η σύμβαση. Είναι επίσης το αντανακλαστικό δικαίωμα (Reflexrecht) ή ορθότερα, η αντανάκλαση δικαιώματος (Rechtsreflex), η ευμενής δηλαδή επιρροή κανόνων του αντικειμενικού δικαίου, που προβλέπουν υποχρεώσεις της διοικήσεως, στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη. Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι’ αυτόν κατάσταση.”

Το συμφέρον δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να ανήκει μόνο στον προσφεύγοντα. Αρκεί το προβαλλόμενο συμφέρον να είναι κοινό σε ορισμένο κύκλο προσώπων σαν τον προσφεύγοντα, που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς δεσμούς, όπως για παράδειγμα πρόσωπα που κατοικούν στον ίδιο δήμο, ανήκουν σε συγκεκριμένο σωματείο ή εταιρεία, ασκούν ένα επάγγελμα κ.λ.π (Δαγτόγλου, σελ.401).

Ο μέτοχος εταιρείας ή μέλος σωματείου μπορεί να προσβάλει πράξεις που αφορούν την εταιρεία ή το σωματείο, γιατί αναγνωρίζεται ως επαρκές προς νομιμοποίηση των αιτούντων το συμφέρον που αφορά όχι προσωπικά αυτούς, αλλά ευρύ σχετικώς κύκλο προσώπων (Μιχ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 199).

Για τις πράξεις που απευθύνονται σε πρόσωπο άλλο από τον αιτούντα, απαιτείται ειδική πιθανολόγηση του εννόμου συμφέροντος. Σε μια τέτοια περίπτωση ο αιτητής θα πρέπει να ισχυριστεί εύλογα ότι θίγονται δικά του συμφέροντα. Πράξεις που είναι ευμενείς για τον αποδέκτη της, μπορεί να έχουν δυσμενή αποτελέσματα για τρίτους, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονται αντικειμενικά σε άμεση αντίθεση με τα συμφέροντα του αποδέκτη της ευμενούς πράξης. Τις πράξεις αυτές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οι τρίτοι με την αιτιολογία της αντικειμενικής παρανομίας (Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 409).

Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες είναι τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία στο Συμβούλιο.  Τουλάχιστον δύο από αυτούς είναι αρχιτέκτονες, ενώ η αιτήτρια 1 η διαχειρίστρια της [*325]περιουσίας του αποβιώσαντος αρχιτέκτονα στον οποίο είχε ανατεθεί η εκπόνηση των σχεδίων του έργου που αποτέλεσε την αιτία της καταγγελίας. Η συνάφεια των αιτητών με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να εξεταστεί στενά και σε σχέση μόνο με την πιθανή οικονομική ζημιά που προκύπτει ή δεν προκύπτει από την αθωωτική απόφαση του Συμβουλίου.

Αν δεχτούμε ότι για αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης του Συμβουλίου απαιτείται η απόδειξη ουσιαστικά μόνο οικονομικής ζημιάς του καταγγέλλοντος, τότε η απόφαση παραμένει πλήρως εκτός δικαστικού ελέγχου και καταλήγουμε σε πιθανή αυθαιρεσία του οργάνου.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον Καν. 12 (Ι) (α) η πειθαρχική εξουσία του Συμβουλίου είναι είτε αυτεπάγγελτη, είτε ένεκα καταγγελίας, ενώ η απόφαση του πρέπει να είναι αιτιολογημένη (Καν. 15 (γ)).

Η απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου ασφαλώς και αφορά τους καταγγέλλοντες, ιδιαίτερα όταν αυτοί είναι και μέλη του ιδίου επαγγελματικού σώματος. Εξ άλλου, σύμφωνα με τον Καν. 4 (I) (α) των περί Δεοντολογίας των Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κανονισμών του 1978, Κ.Δ.Π. 115/78, οι τεχνικοί οφείλουν πάντοτε να τηρούν και περιφρουρούν την τιμή και την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος.

Νομίζω ότι κάτω από τις περιστάσεις αποδεικνύεται μεταξύ των εφεσειόντων και της προσβαλλόμενης πράξης ένας δεσμός που τους ξεχωρίζει από το γενικό συμφέρον.  Πέραν τούτου, το ερώτημα κατά πόσο μόνη η ιδιότητα μέλους του επαγγελματικού σώματος στην τήρηση της δεοντολογίας  δημιουργεί έννομο συμφέρον, θα πρέπει να παραμείνει ανοικτό και να απασχολήσει ίσως σε μια άλλη περίπτωση.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι εφεσείοντες έχουν έννομο συμφέρον και γι’ αυτό θα θεωρούσα ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο