Koυρσάρος Γιάννης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345

(1999) 3 ΑΑΔ 345

[*345]21 Ιουνίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2299)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου — Βαρύτητα στο είδος των καθηκόντων του επιλεγέντος — Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης — Πλημμελής άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

Διοικητικό Όργανο — Συλλογικό όργανο — Απόφαση πλειοψηφίας αποτελεί την απόφαση του συλλογικού οργάνου — Αλλαγή απόφασης σε σύντομο χρόνο — Δυνατή αλλά αιτιολογητέα εκ φύσεως — Δύο διαφορετικές αποφάσεις ως προς την αξιολόγηση των συνεντεύξεων σε διαδικασία προαγωγών — Η δεύτερη απόφαση δεν περιείχε αιτιολογία για την αλλαγή πορείας.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου — Υπάλληλοι — Εμπιστευτικές εκθέσεις — Έλεγχος και ανατροπή του περιεχομένου τους από το Συμβούλιο — Επιτρεπτός εφόσον προηγείται η δέουσα έρευνα — Υπό τις περιστάσεις η δέουσα έρευνα επέβαλλε τη λήψη των σχολίων του Γενικού Διευθυντή πριν την επέμβαση στις εμπιστευτικές εκθέσεις που είχε συντάξει ο ίδιος.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Λιμένων Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσωπική γνώση των μελών του Συμβουλίου — Επιτρέπεται ως συμπληρωματικό και όχι ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως — Απαιτούμενες προδιαγραφές — Η προσωπική γνώση που λαμβάνεται υπόψη πρέπει να ανήκει σε όλα τα μέλη της πλειοψηφίας που λαμβάνουν την απόφαση.

Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφα[*346]σης, με την οποία η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Στη Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, αναφέρθηκε:

     “Oι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται.

     Είναι πρόδηλο από το πρακτικό της απόφασης και ιδιαίτερα του συνδέσμου “αλλά” ότι το Συμβούλιο της αρχής έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ. Έχει επομένως παραβιάσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης.

     Η έννοια της “χρηστής διοίκησης και η αρχή της ισότητας αποτελούν δύο βασικές αρχές τις οποίες επικαλείται η νομολογία κατά τον έλεγχο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης” (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 378 και 402). Λόγω της παραβίασης των πιο πάνω αρχών η Διοίκηση έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το Νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

2.  Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελεί συλλογικό όργανο. Σε περίπτωση που απόφαση συλλογικού οργάνου – όπως είναι εδώ η περίπτωση – λαμβάνεται με πλειοψηφία “την απόφασιν” αποτελεί η γνώμη της πλειοψηφίας και ουχί η τυχόν διατυπούμενη γνώμη της μειοψηφίας.

     Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο της Αρχής έχει εκδώσει δύο αποφάσεις σε σχέση με τη γενική εντύπωση από την προφορική εξέταση. Με την πρώτη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Αρχής, η απόδοση των δύο υποψηφίων κρίθηκε “ως πολύ καλή”. Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την πλειοψηφία του Συμβουλίου, το Ε.Μ. κρίθηκε ότι υπερέχει του εφε[*347]σείοντα. Επομένως η δεύτερη απόφαση αποτελεί απόφαση αντίθετη προς παλαιότερη του ιδίου οργάνου. Σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να αιτιολογήσει την απόκλισή του από την προηγούμενη απόφαση (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 642: “Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου είναι αιτιολογημένες εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ’ αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (Στ.Ε. 2387/66 υπό την προϋπόθεση ότι η προηγούμενη πράξη είναι πρόσφατη)».

     Στην παρούσα υπόθεση η προηγούμενη απόφαση ήταν πρόσφατη. Η αλλαγή πορείας δεν έχει αιτιολογηθεί. Ακολουθεί πως η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης κρίνεται έγκυρος. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

3.  Έχει νομολογηθεί ότι το διορίζον όργανο μπορεί να αγνοήσει τις υπηρεσιακές εμπιστευτικές εκθέσεις, αν διαπιστώσει ότι για οποιοδήποτε λόγο π.χ. λόγω προκατάληψης ή έλλειψης αμεροληψίας, δεν είναι αντικειμενικές.

     Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι η ύπαρξη στοιχείων ή λόγων που τείνουν να αποδυναμώσουν τα αντικειμενικά συμπεράσματα από το περιεχόμενο της έκθεσης ανάγεται στη εκτίμηση του διορίζοντος οργάνου.

     Το Δικαστήριο κρίνει πως το διορίζον όργανο – εδώ το Συμβούλιο της Αρχής – μπορεί να διερευνήσει το θέμα του περιεχομένου των υπηρεσιακών εμπιστευτικών εκθέσεων περαιτέρω και να το ανασκευάσει ή αναιρέσει ή ανατρέψει. Ωστόσο της υιοθέτησης μιας τέτοιας πορείας πρέπει να προηγείται η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις δέουσα έρευνα του θέματος. Το τι αποτελεί δέουσα έρευνα, είναι θέμα βαθμού το οποίο εξαρτάται από τη φύση του υπό διερεύνηση θέματος και από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η απουσία δέουσας έρευνας αποτελεί ανεξάρτητο λόγο ακύρωσης. Στην παρούσα υπόθεση τα επίδικα σχόλια ανήκουν στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής. Ο τελευταίος είναι το όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διεύθυνση όλων των υπηρεσιών της Αρχής. Πρέπει κατά τεκμήριο να θεωρείται ότι είναι υπεύθυνο άτομο. Είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα ή εντύπωση για το Ε.Μ. η οποία αντανακλάται στις εμπιστευτικές-υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1987, 1988 και 1989. Με την επίδικη προσέγγιση του Συμβουλίου της Αρχής έχει επιτευχθεί εξουδετέρωση των σχολίων του Γενικού Διευθυντή. Ενόψει της θέσης και υπόστασης του [*348]Γενικού Διευθυντή στην Αρχή και της φύσης του υπό διερεύνηση θέματος, η έρευνα του θέματος από το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να περιλάβει και τη λήψη των απόψεων του Γενικού Διευθυντή. Η μη λήψη των απόψεων του Γενικού Διευθυντή καθιστά τη διεξαχθείσα έρευνα του θέματος ανεπαρκή. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και λόγω παράλειψης του Συμβουλίου της Αρχής να διερευνήσει δεόντως μια ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης.

4.  Η ανάμειξη της προσωπικής γνώσης τριών από τα μέλη του Συμβουλίου της Αρχής σε ό,τι αφορά την εργατικότητα κ.λπ. του Ε.Μ. αποτέλεσε ακόμη ένα λόγο έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι “εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση του Συμβουλίου να λάβει υπόψη τις προσωπικές γνώσεις των μελών του αναφορικά με την εργατικότητα, υπευθυνότητα και τις διοικητικές ικανότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν εφικτή και εύλογη”.

     Ανάγνωση του σχετικού κειμένου της προσβαλλόμενης απόφαση αποκαλύπτει ότι οι προσωπικές γνώσεις των μελών του Συμβουλίου είχαν ληφθεί υπόψη ως “αυτοτελές στοιχείο κρίσεως” και όχι “ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως”.

     Έχει ληφθεί υπόψη το είδος των καθηκόντων που εκτελεί το Ε.Μ. Αναφέρονται κυρίως σε θέματα προσωπικού. Το σχετικό πρακτικό καταγράφει τις ευκαιρίες που είχαν τα συγκεκριμένα μέλη του Συμβουλίου της Αρχής να παρακολουθήσουν το κύριο έργο του Ε.Μ. Ακολουθεί πως ικανοποιεί τις προδιαγραφές που θέτει η νομολογία. Ωστόσο υπάρχει μια άλλη πολύ ουσιώδης διάσταση του θέματος. Όπως καταφαίνεται από το πρακτικό μόνο τρία από τα πέντε μέλη της Αρχής, τα οποία ψήφισαν υπέρ του Ε.Μ. είχαν τη συγκεκριμένη προσωπική γνώση. Τονίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόφαση πλειοψηφίας. Πέντε από τα οκτώ μέλη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ του Ε.Μ., δύο υπέρ του αιτητή και ένα τήρησε αποχή. H υποκειμενική κρίση που έχουν σχηματίσει τα τρία από τα πέντε μέλη σε σχέση με τις πιο πάνω ιδιότητες του Ε.Μ., δεν μπορεί να είναι και κρίση των άλλων δύο μελών. Για να έχει έννομες συνέπειες η προσωπική γνώση έπρεπε να αποτελούσε και γνώση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου. Ακολουθεί πως το διορίζον όργανο δεν μπορούσε νόμιμα να λάβει υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλόμενης απόφασης την προσωπική γνώση των τριών μελών του.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

[*349]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249,

Hadjipanayiotou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 159,

Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703,

Themistocleous v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2652,

Soteriadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 300,

Koκκινής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2518,

Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317,

Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189,

Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592,

Hadjipaschali v. Republic (1980) 3 C.L.R. 101,

Frangos v. Republic (1970) 3 C.L.R. 312,

Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Κρονίδης, Δ.) που δόθηκε στις 31 Μαΐου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 277/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, 1ης Τάξης.

A.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για την Εφεσίβλητη.

Α. Παναγιώτου, για το Εφεσίβλητο - Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*350]δώσει ο Π. Καλλής, Δ.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και ο Λευτέρης Παπακυριάκου (“το Ε.Μ.”) ήταν υποψήφιοι για τη θέση Διοικητικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης (“η επίδικη θέση”) στην Αρχή Λιμένων Κύπρου (“η Αρχή”). Η επίδικη θέση είναι  θέση προαγωγής. Με απόφαση του ημερ. 29.1.94 το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. (“η επίδικη προαγωγή”) στην επίδικη θέση. Ο εφεσείων αμφισβήτησε την νομιμότητα της επίδικης προαγωγής με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έχει απορριφθεί η προσφυγή.

Τόσο με τους λόγους ακύρωσης όσο και με τους λόγους έφεσης αμφισβητήθηκαν έντονα τα κριτήρια τα οποία υιοθέτησε η Αρχή για την επιλογή του Ε.Μ..

Ένα από αυτά τα κριτήρια ήταν το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ.. Στο σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου της Αρχής το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και οι κοι Γ. Γαλαταριώτης, Λ. Κουζαπάς και Θ. Μιχαήλ υποστήριξαν ως πιο κατάλληλο για προαγωγή τον κο Λ. Παπακυριακού, δεδομένου ότι από πλευράς αξίας, προσόντων και αρχαιότητας οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι αλλά ο κ. Λ. Παπακυριακού ασχολείται στην Διεύθυνση Προσωπικού και Διοίκησης και ασκεί πολύ σημαντικά καθήκοντα, περιλαμβανομένης της σύνταξης και εφαρμογής νομοθεσίας που σε ορισμένους τομείς είναι αρκετά πολύπλοκη.”  (Η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου).

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ. και η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στα καθήκοντα του εφεσείοντα προσβάλλει την αρχή του ενιαίου μέτρου κρίσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός του εφεσείοντα δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η Αρχή - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - είχε ενώπιόν της “τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, τις εμπιστευτικές εκθέσεις και όλο το υλικό που αφορούσε τους υποψηφίους και είχε πλήρη γνώση και της υπηρεσιακής κατάστασης του αιτητή όσον αφορά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του και συμφώνησε με την άποψη του Διευθυντή ότι ο αιτητής ήταν κατάλληλος για προαγωγή στην επίδικη θέση. Η αναφορά του Συμβουλίου της Αρχής στα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν εύλογη και επιτρεπτή και δεν συνιστούσε προσβολή του ενιαίου μέτρου κρίσεως των υποψηφίων”.

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αμφισβητείται με ένα από τους λόγους της έφεσης.

Στην Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται - (βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου - (Υπόθ. Αρ. 524/88 - 31/8/1990), Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 512/89 - 19/9/1990)).”

Η τοποθέτηση του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ταυτόσιμη με εκείνη της δικής μας νομολογίας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 357*).

Είναι πρόδηλο από το υπογραμμισμένο μέρος του πιο πάνω πρακτικού και ιδιαίτερα του συνδέσμου “αλλά” ότι το Συμβούλιο της αρχής έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο είδος των καθηκό[*352]ντων που εκτελούσε το Ε.Μ.. Έχει επομένως παραβιάσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης (Βλ. Γεωργιάδης, πιο πάνω).

 

Η έννοια της “χρηστής διοίκησης και η αρχή της ισότητας αποτελούν δύο βασικές αρχές τις οποίες επικαλείται η νομολογία κατά τον έλεγχο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης” (Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παραγ. 378 και 402). Λόγω της παραβίασης των πιο πάνω αρχών η Διοίκηση έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το Νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. HjiPanayiotou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 159, Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703).   Για το λόγο αυτό η πρωτόδικη προσέγγιση κρίνεται εσφαλμένη.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης επιτυγχάνει.

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στην προφορική εξέταση των υποψηφίων. Θα παραθέσουμε πρώτα το σχετικό πραγματικό βάθρο.

Η προφορική εξέταση των υποψηφίων έλαβε χώραν στις 26.1.94. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης το Συμβούλιο της Αρχής προχώρησε στην καταγραφή της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου “αναφορικά με την απόδοση του καθενός υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση”. Παραθέτουμε τη γενική εντύπωση:

“Γιάννης Κουρσάρος - εφεσείων:

Το Συμβούλιο αξιολόγησε την απόδοσή του στην προφορική εξέταση ως πολύ καλή.

Λευτέρης Παπακυριακού - Ε.Μ.:

Το Συμβούλιο αξιολόγησε την απόδοση του στην προφορική εξέταση ως πολύ καλή.”

Στο στάδιο της τελικής αξιολόγησης των υποψηφίων πέντε από τα οκτώ μέλη του Συμβουλίου της Αρχής - ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και οι κοι Γ. Γαλαταριώτης, Λ. Κουζάπας και Θ. Μιχαήλ - παρατήρησαν ότι “στην εξέταση ενώπιον του Συμβουλίου το Ε.Μ. έδωσε καλύτερη εντύπωση από πλευράς θετικότητας και υπευθυνότητας”. Τονίζεται ότι η προσβαλλόμενη από[*353]φαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία - με τις ψήφους των πιο πάνω πέντε μελών του Συμβουλίου της Αρχής.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε υποστηριχθεί ότι η πιο πάνω παρατήρηση της πλειοψηφίας καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης παράνομη και μη ανταποκρινόμενη στα στοιχεία του φακέλου. Είχε γίνει αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 188 και 267. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι “δεν πρόκειται περί στοιχείων του φακέλου αλλά για περαιτέρω εξειδίκευση της κρίσης του Συμβουλίου όσον αφορά την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε την προηγούμενη συνεδρία”. Η περαιτέρω αυτή εξειδίκευση - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - “δεν αναιρεί την προηγούμενη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αλλά την εξειδικεύει και την συμπληρώνει. Η αναφορά του Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατά την προφορική εξέταση έδωσε καλύτερη εντύπωση από πλευράς θετικότητας και υπευθυνότητας δεν καθιστά την πράξη παράνομη ή την αιτιολογία πλημμελή.”

Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας τον σχετικό λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τόνισε:

Η μεταγενέστερη αναφορά της πλειοψηφίας του Συμβουλίου στην εντύπωση που αποκόμισε από το Ε.Μ. στην ενώπιον του συνέντευξη δεν αποτελεί εξειδίκευση της κρίσης του, αλλά μεταβολή γνώμης και/ή προσπάθεια εκ των υστέρων να αποδώσει αιτιολογία στην απόφαση του. Εάν το Συμβούλιο έκρινε ότι το Ε.Μ. έδωσε καλύτερη εντύπωση από πλευράς θετικότητας και υπευθυνότητας “όφειλε να τον αξιολογήσει καλύτερα από ότι τον εφεσείοντα”. Τα όσα ανέφεραν τα πέντε μέλη του Συμβουλίου δεν αποτελούν “περαιτέρω εξειδίκευση της κρίσης του Συμβουλίου”, όπως εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί δεν ήταν το Συμβούλιο που έδωσε την “περαιτέρω εξειδίκευση” αλλά μόνο η πλειοψηφία. Η τελευταία δεν μπορεί - συνεχίζει η εισήγηση - να εξειδικεύσει ή να συμπληρώσει την ομόφωνη κρίση του Συλλογικού Οργάνου.

Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελεί συλλογικό όργανο. Σε περίπτωση που απόφαση συλλογικού οργάνου - όπως είναι εδώ η περίπτωση - λαμβάνεται με πλειοψηφία “την απόφασιν αποτελεί η γνώμη της πλειοψηφίας και ουχί η τυχόν διατυπούμενη γνώμη της μειοψηφίας: Στ.Ε. 1861/48, 640/54, 2019/50, 822/54” (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, [*354]σελ. 113).

Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο της Αρχής έχει εκδώσει δύο αποφάσεις σε σχέση με τη γενική εντύπωση από την προφορική εξέταση.  Με την πρώτη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Αρχής, η απόδοση των δύο υποψηφίων κρίθηκε “ως πολύ καλή”. Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την πλειοψηφία του Συμβουλίου, το Ε.Μ. κρίθηκε ότι υπερέχει του εφεσείοντα. Επομένως η δεύτερη απόφαση αποτελεί απόφαση αντίθετη προς παλαιότερη του ιδίου οργάνου. Σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να αιτιολογήσει την απόκλιση του από την προηγούμενη απόφαση (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 642: “Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ’ αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της (Στ.Ε. 2387/66 υπό την προϋπόθεση ότι η προηγούμενη πράξη είναι πρόσφατη)”).

Στην παρούσα υπόθεση η προηγούμενη απόφαση ήταν πρόσφατη. Η αλλαγή πορείας δεν έχει αιτιολογηθεί. Ακολουθεί πως η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης κρίνεται έγκυρος. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και λόγω έλλειψης αιτιολογίας (Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 187: “Ειδικώτερον: Απόφασις διοικητικού οργάνου αντίθετος προς παλαιοτέραν του αυτού οργάνου, τυγχάνει αναιτιολόγητος, εφ’ όσον δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν νέα στοιχεία, αλλ’ εκείνα, εφ’ ων εστηρίχθη η αρχικήν απόφασις: 461 (41)”).

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Αρχής ανασκεύασε παρατηρήσεις τις οποίες έκαμε ο Γενικός Διευθυντής στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1987, 1988 και 1989 για το Ε.Μ.. Αυτή η ενέργεια του Συμβουλίου βάλλεται με ξεχωριστό λόγο έφεσης ως εσφαλμένη. Πρέπει πρώτα να παραθέσουμε το επίμαχο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης:

“Όσον αφορά ορισμένα σχόλια που αναγράφονται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις του από το Γενικό Διευθυντή περί ‘σχολαστικότητας’ και ‘ανασφάλειας’ ανέφεραν ότι διερεύνησαν το θέμα και διαπίστωσαν ότι δεν μπορούν να ευσταθούν ούτε να γίνουν δεκτά γιατί εκτός του ότι δεν τεκμηριώνονται, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις, δεν προέρχονται από τον άμεσα προϊστάμενο και αξιολογούντα λειτουργό του υπαλλήλου. Ανέφεραν σχετικά ότι κατά την διερεύνηση του θέματος διαπίστω[*355]σαν ότι ο κ. Λ. Παπακυριακού διακρίνεται για την παρατηρητικότητα και την διερευνητικότητα του, που αποτελούν προσόντα με βάση τις εκθέσεις (ιδιότητα 9) εξού και ο εν λόγω υπάλληλος καλείται να ελέγχει την εργασία άλλων ομόβαθμων του και δεν πρέπει αυτές του οι ικανότητες να αποδίδονται ως σχολαστικότητα. Όσον αφορά το σχόλιο για ‘ανασφάλεια’ ανέφεραν ότι από την σχετική διερεύνηση προέκυψεν ότι αφορά την κάποια εμμονή του υπαλλήλου να ακολουθεί πιστά τις νομοθετικές πρόνοιες και τις διάφορες διαδικασίες που ισχύουν στην Αρχή, περιλαμβανομένης της κάποιας εμμονής του υπαλλήλου να επιζητεί την γραπτή έγκριση του Γενικού Διευθυντή για υπηρεσιακές οδηγίες που αφορούν σημαντικά θέματα που δυνατόν να έχουν επιπτώσεις, ενέργεια που θεωρείται απόλυτα ορθή και επιβεβλημένη στον δημόσιο τομέα όπου προβλέπεται και εφαρμόζεται η διοικητική ιεραρχία.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο της Αρχής είχε το δικαίωμα να διερευνήσει τα σχόλια του Γενικού Διευθυντή εξετάζοντας στο σύνολο τους όλα τα σχετικά στοιχεία του φακέλου. Η κατάληξη του Συμβουλίου της Αρχής, συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν εύλογη και αιτιολογημένη.

Από τον σχετικό λόγο της έφεσης προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το διορίζον όργανο πρέπει να αποδέχεται το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων ή κατά πόσο μπορεί να διερευνά το θέμα περαιτέρω και να αναιρεί ή ανασκευάζει ή ανατρέπει το περιεχόμενό τους.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει προσεγγίσει το θέμα ως εξής:

“Κατά γενικήν αρχήν του δημοσίου δικαίου, αι διοικητικαί αρχαί υποχρεούνται να αναγνωρίζωσιν ως ισχυράς και ως τοιαύτας να εφαρμόζωσι τας πράξεις ετέρων διοικητικών αρχών, εφ’ όσον εξωτερικώς φέρουσι τα κατά νόμον γνωρίσματα εγκύρων πράξεων: 1255 (52), παρεμπίτουσα δε αμφισβήτησις του κύρους αυτών μεταγενεστέρως (εκ μέρους διοικητικής αρχής) δεν είναι επιτρεπτή: 1396 (52).  Η αρχή όμως αύτη εθεωρήθη καμπτομένη εις περιπτώσεις οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, οίτινες, απολαύοντες διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας εν τω πλαισίω της κρατικής οργανώσεως, δικαιούνται κατά την αναγνώρισιν συνταξιοδοτικού δικαιώματος να εξετάζω[*356]σι και την εσωτερικήν νομιμότητα των πράξεων ετέρων διοικητικών αρχών, εφ’ όσον αύται αποτελούσι την νόμιμον ουσιαστικήν προϋπόθεσιν διά την αναγνώρισιν του συνταξιοδοτικού δικαιώματος: 1255 (52).  Βλ. όμως και 2251, 2552 (52).”

(Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 157-158. Βλ. και Themistocleous v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2652, 2665).

Ωστόσο οι υπηρεσιακές εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν μια ιδιάζουσα περίπτωση. Επομένως η σχετική νομολογιακή αρχή “εθεωρήθη καμπτόμενη” στην περίπτωση τους. Έχει νομολογηθεί ότι το διορίζον όργανο μπορεί να τις αγνοήσει αν διαπιστώσει ότι για οποιοδήποτε λόγο π.χ. λόγω προκατάληψης ή έλλειψης αμεροληψίας δεν είναι αντικειμενικές (Βλ. Soteriadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 300 - απόφαση της Ολομέλειας και Κοκκινής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2518).

Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι η ύπαρξη στοιχείων ή λόγων που τείνουν να αποδυναμώσουν τα αντικειμενικά συμπεράσματα από το περιεχόμενο της έκθεσης ανάγεται στην εκτίμηση του διορίζοντος οργάνου (Βλ. Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 324).

Έχουμε επομένως την άποψη πως το διορίζον όργανο - εδώ το Συμβούλιο της Αρχής - μπορεί να διερευνήσει το θέμα του περιεχομένου των υπηρεσιακών εμπιστευτικών εκθέσεων περαιτέρω και να το ανασκευάσει ή αναιρέσει ή ανατρέψει. Ωστόσο της υιοθέτησης μιας τέτοιας πορείας πρέπει να προηγείται η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις δέουσα έρευνα του θέματος (Βλ. Themistocleous, πιο πάνω).  Το τί αποτελεί δέουσα έρευνα είναι θέμα βαθμού το οποίο εξαρτάται από τη φύση του υπό διερεύνηση θέματος και από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Νicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C. L.R. 189 και Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, 602). Η απουσία δέουσας έρευνας αποτελεί ανεξάρτητο λόγο ακύρωσης (Βλ. HadjiPaschali v. Republic (1980) 3 C.L.R. 101). Στην παρούσα υπόθεση τα επίδικα σχόλια ανήκουν στον Γενικό Διευθυντή της Αρχής.  Ο τελευταίος είναι το όργανο το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διεύθυνση όλων των υπηρεσιών της Αρχής. Πρέπει κατά τεκμήριο να θεωρείται ότι είναι υπεύθυνο άτομο. Είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα ή εντύπωση για το Ε.Μ. η οποία αντανακλάται στις εμπιστευτικές-υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1987, 1988 και 1989. Με την επίδικη προσέγγιση του [*357]Συμβουλίου της Αρχής έχει επιτευχθεί εξουδετέρωση των σχολίων του Γενικού Διευθυντή. Ενόψει της θέσης και υπόστασης του Γενικού Διευθυντή στην Αρχή και της φύσης του υπό διερεύνηση θέματος η έρευνα του θέματος από το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να περιλάβει και τη λήψη των απόψεων του Γενικού Διευθυντή. Η μη λήψη των απόψεων του Γενικού Διευθυντή καθιστά τη διεξαχθείσα έρευνα του θέματος ανεπαρκή. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να πετύχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και λόγω παράλειψης του Συμβουλίου της Αρχής να διερευνήσει δεόντως μια ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης.

Η ανάμειξη της προσωπικής γνώσης τριών από τα μέλη του Συμβουλίου της Αρχής σε ότι αφορά την εργατικότητα κλπ. του Ε.Μ. αποτέλεσε ακόμη ένα λόγο έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι “εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση του Συμβουλίου να λάβει υπόψη τις προσωπικές γνώσεις των μελών του αναφορικά με την εργατικότητα, υπευθυνότητα και τις διοικητικές ικανότητες του ενδιαφ. προσώπου ήταν εφικτή και εύλογη”.

Αυτό που έδωσε αφορμή για την προσθήκη των πιο πάνω δύο λόγων της έφεσης ήταν το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Αρχής:

“Όσον αφορά την εργατικότητα, την υπευθυνότητα και τις διοικητικές ικανότητες του υπ’ αναφοράν υπαλλήλου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και τούτο συνάγεται από προσωπική γνώση που έχει ο Πρόεδρος και άλλα δύο Μέλη του Συμβουλίου που μετέχουν της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού της Αρχής για την οποία ο κος Λ. Παπακυριακού προσφέρει απεριόριστα τις υπηρεσίες του αλλά και από τα πολύ σοβαρά σημειώματα που υποβάλλονται στο Συμβούλιο για θέματα προσωπικού για την προετοιμασία των οποίων ο κος Λ. Παπακυριακού συμβάλλει εξολοκλήρου. Η κάποια μικρή διαφορά στον τομέα της υπευθυνότητας από τον άλλο επικρατέστερο υποψήφιο οφείλεται στο ότι το αντικείμενο της εργασίας τους είναι εντελώς διαφορετικό. Όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ο κος Λ. Παπακυριακού βαθμολογείται όσον αφορά την υπευθυνότητα αναφορικά με τα θέματα προσωπικού για τα οποία, με βάση την νομοθεσία και τις διαδικασίες της Αρχής, δεν παρέχονται πολλά περιθώρια πρωτοβουλίας.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι “η ακολουθηθείσα διαδικασία στο θέμα αυτό από το Συμβούλιο ήταν εφικτή και εύλογη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητικός λόγος ακύρω[*358]σης της διοικητικής πράξης”. Άντλησε καθοδήγηση από την Frangos v. Republic (1970) 3 C.L.R. 312, 333.

Παρόμοιος λόγος έφεσης είχε προβληθεί και στην Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728, από την οποία μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ‘οι προσωπικές γνώσεις’ των μελών του Διοικητικου Συμβουλίου της Αρχής είχαν ληφθεί υπόψη ως αυτοτελές στοιχείο κρίσεως και όχι ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως. Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι κατά τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου επιτρέπεται στα μέλη του διορίζοντος οργάνου να κάμνουν χρήση των προσωπικών τους γνώσεων ή πληροφοριών για τους υποψηφίους. Ωστόσο οσάκις υιοθετείται τέτοια πορεία η αιτιολογία της σχετικής απόφασης πρέπει να είναι τέτοια που να καθιστά εφικτό επί του προκειμένου τον δικαστικό έλεγχο (Βλ. Ierides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 181 - απόφαση Ολομέλειας). Αυτό που πρέπει να περιλαμβάνει η αιτιολογία στην κάθε περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές. Ωστόσο η απόκτηση προσωπικής γνώσης προϋποθέτει την ύπαρξη ευκαιρίας για παρακολούθηση του έργου και της εν γένει υπηρεσιακής συμπεριφοράς ενός υπαλλήλου. Οι ευκαιρίες αυτές δυνατόν να μη είναι ισάριθμες για όλους τους υπαλλήλους. Έχουμε, λοιπόν, την άποψη πως σαν θέμα ίσου μέτρου κρίσης επιβάλλεται η καταγραφή στα πρακτικά των ευκαιριών που είχαν, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ., για να λάβουν γνώση της αξίας των υποψηφίων. Επιβάλλεται, επίσης, η καταγραφή των στοιχείων ή των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία έχει συναχθεί η προσωπική γνώση. Πρέπει, επίσης, να καταγράφεται κατά πόσο έχει γίνει αντιπαραβολή της γνώσης τους με τα στοιχεία του φακέλου.

Η προσέγγιση της Ελληνικής Νομολογίας αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, όπως συνοψίζεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 355-356, έχει ως εξής:

‘... Ούτω εγένοντο δεκτά τα κάτωθι στοιχεία κρίσεως:

5) Η προσωπική αντίληψις των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου:  923/55, 248/49, 960/47. Εφ’ όσον όμως [*359]το στοιχείον τούτο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ως ενισχυτικόν απλώς της επί τη βάσει των στοιχείων του ατομικού φακέλλου του κρινομένου μορφουμένης κρίσεως, αλλ’ ως αυτοτελές στοιχείον κρίσεως μη ανταποκρινόμενον εις στοιχεία του φακέλλου, δέον τούτο να εξειδικεύηται ήτοι δέον να μνημονεύωνται εν τη πράξει τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εξ ων συνήχθη η προσωπική αντίληψις ή προκειμένου περί πληροφορίας τα πραγματικά περιστατικά τα συνιστώντα το περιεχόμενον αυτής: 1809/58, 447/50, 248/49, 421/43.’

Στα ‘Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου’, του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1957, σελ. 347, το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

‘γ) Αι προσωπικαί αντιλήψεις και πληροφορίαι των μελών, αίτινες λαμβάνωνται υπ’ όψιν μόνον αν διατυπωθώσι σαφώς και λεπτομερώς εν τω πρακτικώ κατά τρόπον διαφωτίζοντα τον δικαστήν επί του γεγονότος, το οποίον περιλαμβάνει η πληροφορία ή η γνώσις.  Παράνομος, συνεπώς, θα ήτο η εν τω πρακτικώ μνεία ‘κατά τας πληροφορίας των μελών’ κλπ., άνευ αναγραφής του συγκεκριμένου περιεχομένου των πληροφοριών, ή και άνευ βεβαιώσεως ότι η πληροφορία είναι ασφαλής, ως απαιτεί ο νόμος.’

Η απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης καθιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ανεπαρκή και τον δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (Απόφαση ΣτΕ 1809/58, 248/49).”

Ανάγνωση του σχετικού κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι οι προσωπικές γνώσεις των μελών του Συμβουλίου είχαν ληφθεί υπόψη ως “αυτοτελές στοιχείο κρίσεως” και όχι “ως ενισχυτικό στοιχείο κρίσεως”.

Έχουμε λάβει υπόψη το είδος των καθηκόντων που εκτελεί το Ε.Μ. (βλ. προσωπικό φάκελο, Τεκ. 2(α)). Αναφέρονται κυρίως σε θέματα προσωπικού. Το σχετικό πρακτικό καταγράφει τις ευκαιρίες που είχαν τα συγκεκριμένα μέλη του Συμβουλίου της Αρχής να παρακολουθήσουν το κύριο έργο του Ε.Μ.. Ακολουθεί πως ικανοποιεί τις προδιαγραφές που θέτει η νομολογία. Ωστόσο υπάρχει μια άλλη πολύ ουσιώδης διάσταση του θέματος. Όπως καταφαίνεται από το πρακτικό μόνο τρία από τα πέντε μέλη της Αρχής, τα οποία ψήφισαν υπέρ του Ε.Μ., είχαν την συγκεκριμένη προσωπική γνώση. Τονίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόφαση πλειοψηφίας. Πέντε από τα οκτώ μέ[*360]λη του Συμβουλίου ψήφισαν υπέρ του Ε.Μ., δύο υπέρ του αιτητή και ένα τήρησε αποχή. Έχουμε την άποψη πως η υποκειμενική κρίση που έχουν σχηματίσει τα τρία από τα πέντε μέλη σε σχέση με τις πιο πάνω ιδιότητες του Ε.Μ. δεν μπορεί να είναι και κρίση των άλλων δύο μελών. Για να έχει έννομες συνέπειες η προσωπική γνώση έπρεπε να αποτελούσε και γνώση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου. Ακολουθεί πως το διορίζον όργανο δεν μπορούσε νόμιμα να λάβει υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης την προσωπική γνώση των τριών μελών του. Η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι’ αυτό το λόγο.

Στο σχετικό μέρος του πρακτικού - παρατίθεται στη σελ. 9 - έχει εμφιλοχωρήσει ακόμη ένα σφάλμα. Το Ε.Μ. έχει και πάλιν αξιολογηθεί με βάση το είδος των καθηκόντων που εκτελεί.  Όπως εξηγήσαμε πιο πάνω (βλ. σελ. 3) τέτοια αξιολόγηση αντιστρατεύεται τις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο