Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 391

(1999) 3 ΑΑΔ 391

[*391]25 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

2. ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2300)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προσβαλλόμενες πράξεις — Εκτελεστές — Παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων — Απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία θεωρήθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης παραχώρισης αδειών σε τρίτους, δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη — Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία πέτυχε η προσφυγή των εφεσιβλήτων κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ότι αυτοί στερούντο εννόμου συμφέροντος προσβολής με ιεραρχική προσφυγή της παραχώρησης αδειών οχημάτων «Ζ» σε τρίτους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάζοντας το αιτητικό της προσφυγής που αφορούσε την απόφαση ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον και όχι την απόφαση απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής, έκανε δεκτή την έφεση και αποφάσισε κατά πλειοψηφία (απόφαση Προέδρου Πική συμφωνούντων των Δικαστών Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Κρονίδη) ότι:

Είναι πρόδηλο από αυτό τούτο το αιτητικό καθώς και την παράλειψη συνένωσης των ατόμων στα οποία χορηγήθηκαν οι άδειες, ως ενδιαφερομένων προσώπων στην προσφυγή, ότι οι εφεσίβλητοι περιόρισαν το αντικείμενο της προσφυγής στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι δεν ενομιμοποιούντο να ασκήσουν ιεραρχι[*392]κή προσφυγή κατά των αποφάσεων που αφορούσαν τρίτους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή τη θέση των εφεσιβλήτων. Στην απόφασή του παραλληλίζει το απαιτούμενο συμφέρον για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, προβλεπόμενο από το Άρθρο 4Α(1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, (Ν. 9/82, όπως διαμορφώθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο Ν. 84/84) με εκείνο το οποίο απαιτείται για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Και καταλήγει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το απαιτούμενο συμφέρον να προσφύγουν τόσο ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, όσο και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην περίπτωση του Ανδρέα Χρυστοστόμου ενδεχομένως δεν υπήρχε ανυπέρβλητο κώλυμα στην τεκμηρίωση εννόμου συμφέροντος να προσβάλει αποφάσεις για τη χορήγηση αδειών “Ζ” σε ανταγωνιστές του. Το Δικαστήριο δε θα επεκταθεί όμως στο θέμα αυτού του εννόμου συμφέροντος, εφόσον δεν προσβάλλεται η χορήγηση των αδειών στους τρίτους, που ήταν και η μόνη απόφαση που παρήγαγε έννομα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να πλήξουν το συμφέρον του. Η μη συνένωση των τρίτων σε συνδυασμό με την απόφαση η οποία προσβάλλεται, δεν αφήνει αμφιβολία ως προς το αντικείμενο της προσφυγής. Αυτή καθεαυτή η μη αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής του Ανδρέα Χρυσοστόμου από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, δεν επαγόταν τον άμεσο επηρεασμό εννόμων αποτελεσμάτων σε αντίθεση με την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και τη βεβαίωση της χορήγησης αδειών “Ζ” σε τρίτους. Είναι αυτή η πράξη που είχε έννομα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να θίξουν το συμφέρον του.

Μόνο αποφάσεις εκτελεστές, αφεαυτών παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της προσφυγής δε συνιστούσε εκτελεστή απόφαση, διαπίστωση που θέτει εκ ποδών την προσφυγή και επιβάλλει την αποδοχή της έφεσης.

O Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης εξέδωσε απόφαση μειοψηφίας με αντίθετο αποτέλεσμα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 30 Μαΐου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 566/89) με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή των [*393]εφεσιβλήτων εναντίον της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή τους που αφορούσε την παραχώρηση αδειών σε τρίτους με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής που αφορούσαν χορήγηση αδειών “Ζ” σε άλλα πρόσωπα.

Γ. Κωνσταντίνου-Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Αγ. Ξενοφώντος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση που θα δώσω είναι απόφαση της πλειοψηφίας. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, και Κρονίδης. Διάφορη είναι η απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., για τους λόγους που εξηγούνται στη ξεχωριστή του απόφαση.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Εξαρχής πρέπει να καθορίσουμε το αντικείμενο της προσφυγής όπως διαγράφεται από το αιτητικό προς παροχή θεραπείας:

«1.   Δήλωσιν ότι η πράξις και/ή απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ημερ. 26.5.1989 η οποία εκοινοποιήθη προς τους Αιτητάς δι επιστολής ημερ. 8.6.1989 ή άλλως πως (ίδε παράρτημα 1), και δια της οποίας η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών δεν απεδέχθη ότι οι Αιτηταί έχουν έννομον συμφέρον για να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής Αδειών που αφορούν έγκρισιν/χορήγησιν αδειών “Ζ” εις άλλα πρόσωπα, είναι άκυρος παράνομος και εστερουμένη οιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.”

Για να γίνει κατανοητό το αντικείμενο και σε συνάρτηση προς αυτό να κριθεί η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή έγινε αποδεκτή, πρέπει να αναφερθούμε στο υπόβαθρο της διαφοράς που είχε ως αφετηρία αίτηση των εφεσιβλήτων προς την Αρχή Αδειών να τους παράσχει άδεια χρήσης αριθμού οχημάτων εκμισθούμενων  άνευ οδηγού, γνωστών με το διακριτικό “Ζ”. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το απαιτούμενο συμφέρον να ασκήσουν ιεραρχική προσφυγή εναντίον των αποφάσεων που αφορούσαν τρίτους και ακύρωσε την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών περί του αντιθέτου.

Με ξεχωριστές αιτήσεις οι εφεσίβλητοι, Ανδρέας Χρυσοστό[*394]μου και Αγαθοκλής Χρυσοστόμου, ζήτησαν από την Αρχή Αδειών να τους χορηγήσει δεκατέσσερις και είκοσι άδειες “Ζ”, αντίστοιχα. Διαφαίνεται ότι οι αρχές ενέκριναν την έκδοση μεγάλου αριθμού αδειών “Ζ” για την απόκτηση των οποίων υπέβαλαν αιτήσεις πολλά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και οι εφεσίβλητοι. Η Αρχή Αδειών χορήγησε τρεις άδειες “Ζ” στον Ανδρέα Χρυσοστόμου και καμιά στον Αγαθοκλή Χρυσοστόμου. Με ξεχωριστές αποφάσεις η Αρχή Αδειών αντιμετώπισε τις αξιώσεις άλλων αιτητών. Βάσει των αποφάσεων εκείνων εγκρίθηκε η χορήγηση εκατοντάδων αδειών “Ζ” σε μεγάλο αριθμό ατόμων.

Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών η οποία είχε δύο σκέλη. Το πρώτο, αφορούσε τη μή ικανοποίηση του αιτήματος εκάστου από αυτούς για τη χορήγηση του αριθμού αδειών “Ζ” τον οποίον είχαν ζητήσει. Το δεύτερο αφορούσε τη χορήγηση αδειών “Ζ” σε τρίτα πρόσωπα. Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αποδέκτηκε εν μέρει την ιεραρχική προσφυγή εκάστου των εφεσιβλήτων σε σχέση με τα προσωπικά τους αιτήματα. Αύξησε τις άδειες που δόθηκαν στο Χρυσοστόμου από τρεις σε πέντε, και ενέκρινε την παροχή επτά αδειών στον Αγαθοκλή Χρυσοστόμου. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών σε σχέση με τα προσωπικά αιτήματα των εφεσιβλήτων δεν προσεβλήθη και έπαυσε να είναι υπό αμφισβήτηση ο αριθμός των αδειών που δόθηκε σ’ αυτούς. Προσεβλήθη η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών βάσει της οποίας κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενομιμοποιούντο να ασκήσουν ιεραρχική προσφυγή εναντίον των αποφάσεων της Αρχής Αδειών, που αφορούσε τα αιτήματα τρίτων. Στην απόφαση αυτή προήλθε η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αφού άκουσε τις παραστάσεις των  εφεσιβλήτων και αφού έλαβε υπόψη της Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Ως νομιμοποιητικό έρεισμα για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής κατά των αποφάσεων που αφορούσαν την παροχή αδειών σε τρίτους, ο Ανδρέας Χρυσοστόμου πρόβαλε την ενασχόλησή του με την ενοικίαση αυτοκινήτων “Ζ”. Το ίδιο δεν ίσχυε για τον Αγαθοκλή Χρυσοστόμου, ο οποίος όπως φαίνεται, θα επιδιδόταν στην επιχειρηματική δραστηριότητα ενοικίασης αυτοκινήτων “Ζ”, μετά την υλοποίηση της απόφασης για τη χορήγηση σ’ αυτόν αδειών για τη χρήση αυτής της κατηγορίας οχημάτων.

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών έκρινε, όπως έχουμε αναφέρει, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την παροχή αδειών “Ζ” σε τρίτους. Μετά τη διαπίστωση αυτή η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών απέρριψε αυτό το μέρος της ιεραρχικής προσφυγής των εφεσιβλήτων, επαγόμενη εκ των πραγμάτων, την [*395]επικύρωση των αποφάσεων που αφορούσαν τη χορήγηση αδειών σε τρίτους.

Είναι πρόδηλο από αυτό τούτο το αιτητικό και την παράλειψη  συνένωσης των ατόμων στα οποία χορηγήθηκαν οι άδειες ως ενδιαφερομένων προσώπων στην προσφυγή, ότι οι εφεσίβλητοι  περιόρισαν το αντικείμενο της προσφυγής στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ότι δεν ενομιμοποιούντο να ασκήσουν ιεραρχική προσφυγή κατά των αποφάσεων που αφορούσαν τρίτους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως ορθή τη θέση των εφεσιβλήτων. Στην απόφασή του παραλληλίζει το απαιτούμενο συμφέρον για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, προβλεπόμενο από το άρθρο 4Α(1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982, (Ν.9/82, όπως διαμορφώθηκε από τον τροποποιητικό νόμο Ν.84/84), με εκείνο το οποίο απαιτείται, για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Και καταλήγει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το απαιτούμενο συμφέρον να προσφύγουν τόσο ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, όσο και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην περίπτωση του Ανδρέα Χρυσοστόμου ενδεχομένως δεν υπήρχε ανυπέρβλητο κώλυμα στην τεκμηρίωση εννόμου συμφέροντος να προσβάλει αποφάσεις για τη χορήγηση αδειών “Ζ” σε ανταγωνιστές του. Δεν θα επεκταθούμε όμως στο θέμα αυτού του εννόμου συμφέροντος εφόσον δεν προσβάλλεται η χορήγηση των αδειών στους τρίτους, που ήταν και η μόνη απόφαση που παρήγαγε έννομα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να πλήξουν το συμφέρον του. Η μή συνένωση των τρίτων σε συνδυασμό με την απόφαση η οποία προσβάλλεται δεν αφήνει αμφιβολία ως προς το αντικείμενο της προσφυγής. Αυτή καθεαυτή η μη αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής του Ανδρέα Χρυσοστόμου από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, δεν επαγόταν τον άμεσο επηρεασμό εννόμου συμφέροντός του.  Η πράξη δεν ήταν παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων σε αντίθεση με την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και τη βεβαίωση της χορήγησης αδειών “Ζ” σε τρίτους. Είναι αυτή η πράξη που είχε έννομα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να θίξουν το συμφέρον του.

Μόνο αποφάσεις εκτελεστές, αφεαυτών παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής. Στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο της προσφυγής δεν συνιστούσε εκτελεστή απόφαση, διαπίστωση που θέτει εκ ποδών την προσφυγή και επιβάλλει την αποδοχή της έφεσης.

[*396]Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή κρίνεται απαράδεχτη και απορρίπτεται.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό διαφωνώ με την αντιμετώπιση της πλειοψηφίας. Οι εφεσίβλητοι με χωριστές αιτήσεις αξίωσαν τη χορήγηση από την Αρχή Αδειών αριθμού αδειών οχημάτων εκμισθούμενων άνευ οδηγού. Η Αρχή Αδειών ικανοποίησε το αίτημα του εκ των εφεσιβλήτων Ανδρέα Χρυσοστόμου για μικρότερο όμως αριθμό αδειών, ενώ απέρριψε εντελώς το αίτημα του εφεσίβλητου Αγαθοκλή Χρυσοστόμου. 

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ιεραρχική προσφυγή με την οποία αμφισβητούσαν από τη μια τη μη παραχώρηση σ’ αυτούς του αριθμού αδειών που είχαν ζητήσει και από την άλλη προσέβαλλαν  την έκδοση παρόμοιων αδειών σε άλλους.

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αύξησε τον αριθμό των αδειών που είχαν παραχωρηθεί στον Ανδρέα Χρυσοστόμου και ενέκρινε την παραχώρηση αριθμού αδειών στον Αγαθοκλή Χρυσοστόμου. Ταυτόχρονα απέρριψε την ιεραρχική τους προσφυγή που αφορούσε την παραχώρηση αδειών σε τρίτους, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής Αδειών που αφορούσαν την χορήγηση αδειών σε άλλα πρόσωπα.

Eναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών καταχωρήθηκε προσφυγή με την οποία αξιωνόταν δήλωση ότι η απόφαση ημερ. 26.5.1989 ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής Αδειών που αφορούν τη χορήγηση αδειών “Ζ” (όπως είναι γνωστές οι άδειες εκμισθουμένων οχημάτων άνευ οδηγού) σε άλλα πρόσωπα, είναι άκυρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 30.5.1996 κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πιθανολογήσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.  Οι καθ’ ων η αίτηση εφεσίβαλαν την απόφαση.

Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο και να αξιώσουν την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής. Πρώτα όμως θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών είναι ή όχι εκτελεστή διοικητική πράξη.

[*397]Έχω τη γνώμη ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των εφεσίβλητων συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί είναι απόφαση διοικητικού οργάνου, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ο τερματισμός της διαδικασίας εκδίκασης της ιεραρχικής προσφυγής που καταχώρησαν εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών και η στέρηση της δυνατότητάς τους να ακουστούν.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη δηλωτική της βούλησης του οργάνου που την εξέδωσε και συνάμα καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του διαβήματος των εφεσίβλητων και κατά συνέπεια των δικαιωμάτων τους. Τέλος, περιέχει επιταγή της οποίας η εκτέλεση είναι υποχρεωτική, ενώ αποτέλεσμά της είναι η δημιουργία, τροποποίηση ή κατάργηση έννομης προσδοκίας (Krashias Modern Land & Building Developers Ltd ν. Δήμου Έγκωμης, (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 424. Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ 1929-1959, σελ. 237 και Θεμιστοκλής Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, σελ. 120 και επ.).

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον. Η συμμετοχή στην προβλεπόμενη από νομοθετική διάταξη διοικητική διαδικασία αποτελεί, αν όχι μια ιδιότητα, τουλάχιστον μια ιδιαίτερη κατάσταση, την οποία η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζει σε διάφορες περιπτώσεις, ως απαραίτητη, αλλά και επαρκή θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, με το σκεπτικό ότι πληροί τις προϋποθέσεις ύπαρξης ιδιαίτερου δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη (Γλυκερία Π. Σιούτη, Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, Έκδοση 1998, παραγρ. 81, σελ.96). 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η σύνδεση αυτή μεταξύ του δικαιώματος συμμετοχής σε μια διοικητική διαδικασία και του εννόμου συμφέροντος για άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά της πράξης, δεν είναι αυτονόητη για όλες τις έννομες τάξεις.

Όταν όμως το συγκεκριμένο δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία προβλέπεται από τη νομοθεσία, ανεξαρτήτως της προσβολής ουσιαστικών δικαιωμάτων, η προσβολή του δικαιώματος συμμετοχής επαρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος (Σιούτη, ανωτέρω, παραγρ. 82, σελ. 96).

Οι πιο πάνω απόψεις φαίνεται να επικρατούν και στο αγγλικό δι[*398]οικητικό δίκαιο (P.P. Craig, Administrative Law, 3rd Ed., 1994, σελ. 511), ενώ στη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται δεκτό ότι η συμμετοχή σε διαδικασία ή στην προπαρασκευή της προσβαλλόμενης πράξης, αποτελεί συνήθως επαρκές θεμέλιο για το έννομο συμφέρον των ιδιωτών που συμμετείχαν, προκειμένου να προσβάλουν την πράξη που αποτελεί το προϊόν της διαδικασίας αυτής. (Βλέπε υπόθεση 264/82 Timex, ημερ. 20.3.86, Συλλ. 1985, σελ.849 και υπόθεση C-198/91 Cook, ημερ. 19.5.93, Συλλ. 1993, σελ. Ι-2487). Τέλος, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος θεμελιώνεται συχνά στην έλλειψη συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία (Σιούτη, ανωτέρω, σελ. 97).

Στην παρούσα υπόθεση το δικαίωμα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής παρέχεται από το νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 4Α (1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικού) Νόμου του 1982, Ν.9/82, όπως τροποποιήθηκε (βλέπε άρθρο 4 του Νόμου 84/84), κάθε απόφαση της Αρχής Αδειών που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μπορεί να προσβληθεί με έγγραφη προσφυγή υπό παντός έχοντος έννομο συμφέρον, μέσα σε είκοσι μία ημέρες από της κοινοποίησης της απόφασης αυτής.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν εξετάζουμε κατά πόσο η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ορθά αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ενώπιόν της ιεαρχική προσφυγή.  Εκείνο που μας ενδιαφέρει στο παρόν στάδιο είναι το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μπορεί για παράδειγμα να αμφισβητηθεί η νομιμοποίηση του δεύτερου εφεσίβλητου,  ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε οποιαδήποτε άδεια ενοικίασης αυτοκινήτων της κατηγορίας αυτής και πιθανόν για το λόγο αυτό να στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση της Αρχής Αδειών με ιεραρχική προσφυγή. Όμως η συμμετοχή του στη διαδικασία, δηλαδή η υποβολή αίτησης για παραχώρηση σ’ αυτόν άδειας και η άσκηση στη συνέχεια ιεραρχικής προσφυγής, από μόνη της του παρέχει, σύμφωνα με τα πιο πάνω, το έννομο συμφέρον να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο και να αμφισβητήσει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική τους προσφυγή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο