Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ανδρέα Πάταλλου (1999) 3 ΑΑΔ 399

(1999) 3 ΑΑΔ 399

[*399]25 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2362)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Εξάλειψη εννόμου συμφέροντος μετά την καταχώρηση της προσφυγής — Διαθεσιμότητα — Τερματισμός της και όχι ανάκλησής της, μετά την προσβολή της με προσφυγή — Δεν εξαλείφεται το έννομο συμφέρον, εφόσον επήλθε ζημία, υλική και ηθική για το διάστημα εκείνο, που η διαθεσιμότητα ήταν σε ισχύ.

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή του δημοσίου συμφέροντος — Εξειδίκευσή του όπου γίνεται επίκλησή του — Δεν δύναται να αναπληρωθεί η εξειδίκευση από το περιεχόμενο του φακέλου.

Πρωτοδίκως, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση να θέσει τον εφεσίβλητο σε διαθεσιμότητα, είχε ακυρωθεί, λόγω μη εξειδίκευσης του δημοσίου συμφέροντος. Η προδικαστική ένσταση ότι ο τερματισμός της διαθεσιμότητας εκ των υστέρων, στερούσε από τον αιτητή το έννομο συμφέρον, απορρίφθηκε. Με την έφεση, η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και στα δύο αυτά ζητήματα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην παρούσα έφεση δεν ανακλήθηκε η διαθεσιμότητα αλλά τερματίστηκε. Χωρίς την ακύρωσή της θα παραμείνει ως νομίμως ισχύσασα μέχρι τον τερματισμό της.

     Μετά τον τερματισμό της επεστράφηκαν στον εφεσίβλητο τα ποσά του μισθού του που του απεκόπησαν. Εν τούτοις, τίθεται ζήτημα [*400]υλικής ζημιάς αφού, ως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή, εξαιτίας της απομάκρυνσής του από την εργασία του, απώλεσε τη δυνατότητα υπερωριακής εργασίας και αμοιβής αυτής. Επίσης τίθεται ζήτημα ηθικής ζημιάς, αφού θα παραμείνει στο χώρο των εγκύρων πράξεων, απόφαση σύμφωνα με την οποία το δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε την απομάκρυνσή του από την υπηρεσία του.

     Με την πιο πάνω θεώρηση του θέματος, το Δικαστήριο καταλήγει, ότι είναι ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο τερματισμός της διαθεσιμότητα του εφεσιβλήτου δεν επέφερε και κατάργηση της δίκης.

2.  Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε εκ μέρους της εφεσείουσας παράλειψη προσδιορισμού του δημοσίου συμφέροντος, με επίληση του οποίου αποφασίσθηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή.

     Είναι φανερό από το κείμενο της επίδικης απόφασης ότι το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον δεν εξειδικεύεται καθόλου. Είναι αδύνατο να εξειδικευθεί το “δημόσιο συμφέρον” από το περιεχόμενο του φακέλου. Είναι γεγονός ότι μεταξύ της εφεσείουσας και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού αντηλλάγησαν επιστολές. Η Αστυνομική Διεύθυνση με επιστολή της ημερ. 22.2.95, πολύ πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι οι ανακρίσεις είχαν λήξει και προσάφθηκε κατηγορία για κλεπταποδοχή εναντίον του εφεσιβλήτου βάσει του Άρθρου 306 του Κεφ. 154. Δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος από το περιεχόμενο του φακέλου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής επί του θέματος. Το δημόσιο συμφέρον συναρτάται, σε κάθε περίπτωση, με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους ο νόμος παρέχει την εξουσία να θέσει σε διαθεσιμότητα δημόσιο λειτουργό.

     Στην παρούσα έφεση καμιά απολύτως εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος ή οποιαδήποτε αιτιολογία περιέχεται στην επίδικη απόφαση ούτως ώστε να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται για την προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239,

[*401]Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,

Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490,

Στεφανίδης και Άλλοι ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 367,

Αντωνιάδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295,

Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Χατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1996 (Προσφυγή Αρ. 475/95) με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή του εφεσίβλητου εναντίον της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου να τον θέσει σε διαθεσιμότητα από τις 13.3.1995 μέχρι τη συμπλήρωση υπόθεσης για την οποία διεξαγόταν αστυνομική έρευνα για διάπραξη από αυτόν του ποινικού αδικήματος της κλεπταποδοχής.

Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για την Εφεσείουσα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Αρχή Λιμένων Κύπρου (η εφεσείουσα) με απόφασή της ημερομηνίας 9.3.95 έθεσε τον εφεσίβλητο σε διαθεσιμότητα από 13.3.95 μέχρι τη συμπλήρωση υπόθεσης για την οποία διεξαγόταν αστυνομική έρευνα για διάπραξη από τον αιτητή του ποινικού αδικήματος της κλεπταποδοχής.

Την 20.2.95 ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι είχε καταγγελθεί κλοπή στην οποία εφέροντο ως ανεμεμιγμένοι ο εφεσίβλητος, Ανώτερος Λιμενικός Λειτουργός και άλλο πρόσωπο επίσης Λιμενικός Λειτουργός.

Πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης της 9.3.95 η εφεσείουσα πληροφορήθηκε από την Αστυνομία ότι οι ανακρίσεις είχαν περατωθεί και ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε γραπτώς για το αδίκημα της κλεπταποδοχής.

[*402]Με επιστολή της ημερ. 20.5.95 η Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι “η μαρτυρία εναντίον του Ανδρέα Πάταλλου (εφεσίβλητου) δεν δικαιολογεί την ποινική του δίωξη.

Η εφεσείουσα σε συνεδρία της ημερ. 22.5.95 αποφάσισε ως εξής:-

“Κατά τη χθεσινή συνεδρία του το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων ασχολήθηκε με το θέμα της διαθεσιμότητας στην οποία είχε τεθεί ο κ. Α. Πάταλλος, Ανώτερος Λιμενικός Λειτουργός στο λιμάνι της Λεμεσού.

Αφού έλαβε υπόψη νεώτερη έκθεση από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία εναντίον του κ. Α. Πάταλλου δεν δικαιολογεί την ποινική του δίωξη, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισεν όπως η διαθεσιμότητα του κ. Α. Πάταλλου τερματιστεί.”.

Πριν από τον πιο πάνω τερματισμό της διαθεσιμότητας του εφεσίβλητου ο τελευταίος στις 9.5.95 κατεχώρησε προσφυγή εναντίον της απόφασης της εφεσείουσας να τον θέσει από 10.3.95 σε διαθεσιμότητα.

Η εφεσείουσα, βασιζόμενη στον τερματισμό της διαθεσιμότητας του εφεσίβλητου λίγες μόνο μέρες μετά την καταχώρηση της προσφυγής ισχυρίστηκε προδικαστικά ότι ο εφεσίβλητος στερείται πλέον ενεστώτος και ζημιωθέντος εννόμου συμφέροντος.

Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής απεφάνθη ότι η προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας, επικαλούμενος την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, δεν ευσταθούσε και την απέρριψε. Προχωρώντας δε, στην απόφασή του, στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής, ακύρωσε τη διοικητική απόφαση της διαθεσιμότητας του εφεσίβλητου για το μοναδικό λόγο ότι σ’ αυτή δεν εξειδικεύεται το δημόσιο συμφέρον με επίκληση του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας ως εσφαλμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου και στα δύο πιο πάνω ζητήματα.

Η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας αναλύει επισταμένα στο περίγραμμα αγόρευσής της τη θέση της, παραθέτοντας [*403]τη σχετική νομολογία. Το όλο βάθρο της αγόρευσης της στηρίζεται σε επιχειρηματολογία την οποία εξάγει από τη νομολογία και αφορά ανάκληση διοικητικής πράξης εξ’ υπαρχής και έχουσα αναδρομική ισχύ (ex tunc), εκ της οποίας δεν πιθανολογείται οποιασδήποτε μορφής ζημιογόνο αποτέλεσμα.

Στην υπόθεση Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239 τέθηκε θέμα κατάργησης της δίκης γιατί η διαθεσιμότητα τερματίστηκε. Εν τούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του γιατί θεώρησε ως καθήκον του την έκδοση της αφού ο αιτητής δεν απέσυρε την έφεση. Αναφέρθηκαν οι αρχές που ίσχυαν όσον αφορά το δικαίωμα αιτητή να έχει δικαστική απόφαση επί της προσφυγής του, ανεξάρτητα από την ανάκληση ή μη της επίδικης απόφασης.

Στην υπόθεση Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η ανάκληση επιφέρει την κατάργηση της δίκης εκτός όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η ζημιά ή η βλάβη του προσφεύγοντος δεν εξαλείφεται με την ανάκληση.

Πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - κατά πλειοψηφία - στην υπόθεση Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, επιβεβαίωσε την απόφαση Παπαδοπούλου (πιο πάνω), τονίζοντας στη σελίδα 10 τα εξής:-

“Η απόφαση στην Παπαδοπούλου είναι ορθή και εφαρμόζεται απόλυτα στην ενώπιόν μας περίπτωση. Ενόψει της ανάκλησης της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, η διοίκηση δεν θα έχει να συμμορφωθεί με τίποτε προς όφελος του αιτητή-εφεσείοντα ούτε θα έχει να ικανοποιήσει οποιαδήποτε αξίωση του σε περίπτωση που θα επακολουθήσει ακυρωτική απόφαση.”.

Στο Σύγγραμμα “Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο” του Π.Δ. Δαγτόγλου, 2η Έκδοση, στη σελίδα 372 ο καθηγητής - συγγραφέας αναφέρει τα εξής:-

“Εάν η ζημιογόνος πράξις της διοικήσεως δεν ανακληθή, αλλά καταργηθή, ή ανακληθή, αλλ’ ουχί πλήρως, δηλαδή εξ υπαρχής, αλλ’ από τινος χρονικού σημείου μεταγενεστέρου της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, εξεταστέον αποβαίνει, εάν εκ της ισχύος αυτής από του χρόνου της εκδόσεως μέχρι της τοιαύτης ανακλήσεως παρήχθησαν αποτελέσματα ζημιούντα τον [*404]προσφυγόντα και δεκτικά πλέον ανατροπής μόνον δι’ ακυρώσεως. Εις ην περίπτωσιν παρήχθησαν τοιαύτα εκ της προσβαλλομένης πράξεως αποτελέσματα, η αίτησις ακυρώσεως, παρά την από τινος χρονικού σημείου εφ’ εξής μόνο επενεργούσαν ανακλητικήν πράξιν, δεν αποστερείται του αντικειμένου της.”.

Σε σειρά αποφάσεων τόσο πρωτόδικων όσο και της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες περιλαμβάνεται και η απόφαση της Ολομέλειας Χρίστος Ιωσηφίδης (πιο πάνω), απεφασίσθη ότι στις περιπτώσεις προαγωγών η διορισμών στη δημόσια υπηρεσία η ανάκληση της απόφασης με αναδρομική ισχύ εξαλείφει εξ υπαρχής την πράξη ως μη γενομένη χωρίς να αφήνει ηθικά ή υλικά κατάλοιπα.

Στην παρούσα έφεση δεν ανακλήθηκε η διαθεσιμότητα αλλά τερματίστηκε. Χωρίς την ακύρωση της θα παραμένει ως νομίμως ισχύσασα μέχρι τον τερματισμό της.

Μετά τον τερματισμό της επεστράφηκαν στον εφεσείβλητο τα ποσά του μισθού του που του απεκόπησαν. Εν τούτοις τίθεται ζήτημα υλικής ζημιάς αφού, ως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή, εξαιτίας της απομάκρυνσης του από την εργασία του απώλεσε τη δυνατότητα υπερωριακής εργασίας και αμοιβής αυτής. Επίσης τίθεται ζήτημα ηθικής ζημιάς αφού θα παραμείνει στο χώρο των εγκύρων πράξεων απόφαση σύμφωνα με την οποία το δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε την απομάκρυνση του από την υπηρεσία του.

Με την πιο πάνω θεώρηση του θέματος καταλήξαμε ότι είναι ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της διαθεσιμότητας του εφεσίβλητου δεν επέφερε και κατάργηση της δίκης.

Ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε εκ μέρους της εφεσείουσας παράλειψη προσδιορισμού του δημοσίου συμφέροντος με επίκληση του οποίου αποφασίσθηκε η διαθεσιμότητα του αιτητή.

Είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι τόσο από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει με ασφάλεια πως η προσβαλλόμενη απόφαση για διαθεσιμότητα του [*405]εφεσίβλητου επιβλήθηκε γιατί συνέτρεχε η δεύτερη διαζευκτική περίπτωση διαθεσιμότητας που το άρθρο 84(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (Ν. 33/67) προβλέπει, το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση δυνάμει του Κανονισμού 4(1) του Μέρους VI των περί Αρχής Λιμένων Κανονισμών του 1982-1990 (Κ.Δ.Π. 317/82 όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 134/88).

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας.

Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ολόκληρο το κείμενο της επίδικης απόφασης που έχει ως εξής:-

“Ύστερα από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων το Συμβούλιο αφού έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των υποθέσεων και για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, αποφάσισε, με αποχή του κ. Α. Πογιατζή, όπως θέσει σε διαθεσιμότητα τους υπαλλήλους Γεώργιο Γιαννουρή, Λιμενικό Λειτουργό, 2ης Τάξης και Ανδρέα Πάταλλο, Ανώτερο Λιμενικό Λειτουργό από τις 13.3.1995 ως την τελική συμπλήρωση των υποθέσεων που τους αφορούν και όπως τους επιτρέψει να παίρνουν στη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητάς τους τα 3/4 των απολαβών της θέσης τους. Επίσης να εκδοθεί σχετική ανακοίνωση από την Αρχή.”.

Είναι φανερό από το κείμενο της επίδικης απόφασης ότι το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον δεν εξειδικεύεται καθόλου. Είναι αδύνατο να εξειδικευθεί το “δημόσιο συμφέρον” από το περιεχόμενο του φακέλου. Είναι γεγονός ότι μεταξύ της εφεσείουσας και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού αντηλλάγησαν επιστολές. Η Αστυνομική Διεύθυνση με επιστολή της ημερ. 22.2.1995, πολύ πριν από την λήψη της επίδικης απόφασης, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι οι ανακρίσεις είχαν λήξει και προσάφθηκε κατηγορία για κλεπταποδοχή εναντίον του εφεσίβλητου βάσει του άρθρου 306 του Κεφ. 154. Δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος από το περιεχόμενο του φακέλου. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφής επί του θέματος (βλ. Στεφανίδης και Άλλοι ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1993) 3 Α.Α.Δ. 367, Αντωνιάδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295 και Ηλίας Κυριακίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485).

Στην πιο πάνω υπόθεση Ηλίας Κυριακίδης, λέχθηκε ότι το δημόσιο συμφέρον συναρτάται, σε κάθε περίπτωση, με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους ο νόμος παρέχει την εξου[*406]σία να θέσει σε διαθεσιμότητα δημόσιο λειτουργό.

Στην παρούσα έφεση καμιά απολύτως εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος ή οποιαδήποτε αιτιολογία περιέχεται στην επίδικη απόφαση ούτως ώστε να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται για την προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου.

Και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο