Κούρτης Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 407

(1999) 3 ΑΑΔ 407

[*407]25 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2163 και 2164)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής στην Α.Ε. 2163,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής στην Α.Ε. 2164,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2170 και 2185)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΚΩΣΤΑ ΣΑΒΒΟΥΛΙΔΗ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή στην Α.Ε. 2170,

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εφεσίβλητου-Αιτητή στην Α.Ε. 2185,

 

[*408](Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2187)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΤΤΑ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2163, 2164, 2170, 2185 και 2187)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου — Σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτεπάγγελτος — Εφόσον προσδιορίζεται το συνταγματικό θέμα, αυτό εξετάζεται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που το στοιχειοθετούν — Η βάση της επιχειρηματολογίας περί αντισυνταγματικότητας στην κριθείσα περίπτωση κρίθηκε ανύπαρκτη — Περιστάσεις.

Στρατός της Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Προαγωγές — Οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90) — Ισχυρισμοί περί παραβίασης των Κανονισμών στην κριθείσα περίπτωση κρίσεων — Ειδικά οι Καν. 41(6) και 29(2)(θ) και 29(3) — Περιεχόμενο ρύθμισης και ερμηνεία από τη νομολογία — Οι ισχυρισμοί περί παραβιάσεων απορρίφθηκαν.

Στρατός της Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Προαγωγές — Κρίση και ιεραρχική προσφυγή κατ’ αυτής — Οι εξουσίες του οργάνου που αποφασίζει επί της ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει του Καν. 44 της Κ.Δ.Π. 90/90 — Η διαφοροποίηση της ρύθμισης με τον Καν. 43Α, ο οποίος προστέθηκε στην Κ.Δ.Π. 90/90 διά της Κ.Δ.Π. 157/91, καθώς και με την Κ.Δ.Π. 139/92 — Στην κριθείσα περίπτωση εφαρμογής έτυχε ο Κανονισμός 43Α και η εφαρμογή του κρίθηκε νόμιμη.

Στρατός της Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Προαγωγές — Κρίση και ιεραρχική προσφυγή κατ’ αυτής — Αιτιολογία της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής — Κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περί[*409]πτωση — Περιστάσεις.

Οι εφέσεις ακούστηκαν από κοινού, λόγω της κοινής, εν πολλοίς, βάσης τους. Στις πρώτες δύο των εφέσεων, οι εφεσείοντες έπληξαν τόσο το περιεχόμενο της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής που είχαν ασκήσει κατά των κρίσεών τους, όσο και το κανονιστικό πλαίσιο επί του οποίου εδράζετο η εν λόγω απόφαση. Από πλευράς της Δημοκρατίας, στις υπόλοιπες τρεις εφέσεις, αμφισβητήθηκε η κρίση της πρωτόδικης απόφασης, τόσο επί της ουσίας, όσο κυρίως και επί των εξουσιών τις οποίες έγινε δεκτό πρωτοδίκως ότι διέθετε το όργανο που αποφάσισε επί των ιεραρχικών προσφυγών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας τις Α.Ε. 2163 και 2164 και αποδεχόμενη τις Α.Ε. 2170, 2185 και 2187, αποφάσισε ότι:

Α.Ε. 2163 και 2164

1.  Έχει τονισθεί η ιδιάζουσα σημασία και σπουδαιότητα των συνταγματικών θεμάτων και η ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού τους. (Βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196). Η εξέτασή τους σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτεπάγγελτη. Εφόσον προσδιορίζεται δε το συνταγματικό θέμα, αυτό εξετάζεται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που το στοιχειοθετούν. Η διαπίστωση πως η προβληθείσα ως αντισυνταγματικότητα στηρίζεται σε ανύπαρκτη βάση, αφήνει το επιχείρημα κενό περιεχομένου. Στην παρούσα υπόθεση, όσα υποστήριξαν οι εφεσείοντες στηρίκτηκαν σε ανύπαρκτη βάση, δε στοιχειοθετούν το συνταγματικό θέμα όπως το έθεσαν και είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέα.

2.  Σύμφωνα με τον Καν. 41(6) κατά τις κρίσεις αξιωματικού λαμβάνονται υπόψη και εκτιμούνται “όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία, ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται σε στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού”. Σύμφωνα με το Κανονισμό 29(2)(θ) στον ατομικό φάκελο των αξιωματικών περιλαμβάνονται και “οι τυχόν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές οποιαδήποτε μορφής και τα αιτιολογικά τους”. Αυτές, σύμφωνα με τον Κανονισμό 29(3), αποτελούν στοιχεία κρίσης του εκτός εάν παρέλθουν δέκα χρόνια από την επιβολή τους( οπότε διαγράφονται. Δεν είχαν παρέλθει δέκα χρόνια από την καταδίκη τους Α. Κούρτη στην υπό κρίση περίπτωση και αυτή ήταν νόμιμο στοιχείο κρίσης που δεν μπορούσε να αφαιρεθεί από την εικόνα λόγω των άλλων κρίσεων στο παρελθόν. Ισχύει το ίδιο και σε σχέ[*410]ση προς τα άλλα στοιχεία κρίσης που εξειδικεύθηκαν. Συναφής είναι η υπόθεση Ανδρέας Παμπόρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 164/95, ημερ. 15.12.95. Είχε και εκεί υποστηριχθεί, πως όμοιος χειρισμός ήταν αντιφατικός και αντίθετος προς την καλή πίστη και ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, αποφάσισε πως η κρίση αιτιολογημένη όπως ήταν με αναφορά σε νόμιμα στοιχεία, ενόψει του Καν. 41(6) δεν έπασχε. Αυτή η προσέγγιση επιδοκιμάστηκε στη συνέχεια και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Α.Ε. 2170, 2185 και 2187.

     Δεν εφαρμοζόταν στις υπό κρίση περιπτώσεις ο Καν. 44. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι κρίθηκαν δυνάμει του Καν. 43Α και με την Κ.Δ.Π. 139/92, η οποία ίσχυε όταν εξετάστηκαν οι ιεραρχικές προσφυγές, προστέθηκε σ’ αυτόν ειδική διάταξη. Στις πρωτόδικες αποφάσεις σημειώνεται πως οι ειδικές διατάξεις του Καν. 43Α δεν αφαίρεσαν το δικαίωμα για ιεραρχική προσφυγή προς επανάκριση, αλλά αυτό δεν είναι ορθό. Διέλαθε της προσοχής η Κ.Δ.Π. 139/92. Σύμφωνα με τις διατάξεις της, δύο είναι οι δυνατότητες που έχει το Συμβούλιο Επανακρίσεων: Να απορρίψει την προσφυγή ή να τη δεκτεί αλλάζοντας υπέρ του αξιωματικού και την αναλογία των ψήφων της κρίσης. Η δυνατότητα για επανάκριση παραλείφθηκε εντελώς. Η βάση στην οποία στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν και στη συνέχεια η πρωτόδικη απόφαση, δεν υπάρχει.

4.  Οι πρωτόδικες αποφάσεις προσδιόρισαν μόνο ένα λόγο ακύρωσης. Άλλοι ισχυρισμοί, απορρίφθηκαν. Το ζήτημα της αιτιολογίας δεν απασχόλησε και ως προς αυτό δεν διατυπώθηκαν επιχειρήματα ουσίας. Όμως, υπήρχε αιτιολογία σε όλες τις περιπτώσεις. Και, επί πλέον, αναφορά στο περιεχόμενο των Ιεραρχικών Προσφυγών που ασκήθηκαν. Αυτό δεν άλλαζε την κατάσταση και δεν χρειαζόνταν επί του προκειμένου περισσόρετη εξειδίκευση. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων έκρινε πως ήταν δικαιολογημένες οι ψήφοι για προαγωγή κατά αρχαιότητα ως προς όλους, με αναφορά στη σχετικά χαμηλή βαθμολογία τους σε εκθέσεις ικανότητας «στα καθοριστικά για την αξία αξιωματικού επαγγελματικά προσόντα, κατάρτιση για το κατεχόμενο βαθμό και κατάρτιση για περαιτέρω ανέλιξη». Επιπλέον, ως προς τον Κ. Σαββουλίδη, υπάρχει αναφορά σε πειθαρχική ποινή που του είχε επιβληθεί το 1989, ως προς τον Γ. Παπαπαύλου, όπως προσθέτει το Συμβούλιο Επανακρίσεων, σε σχετικά χαμηλή απόδοσή του στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου Ελλάδος το 1988/89, ως προς το Δ. Παπαδημητρίου σε σχετικά χαμηλή επίδοσή τους στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας το 1976 και σε τρεις πειθαρχικές ποινές που του επιβληθηκαν μια το 1986 και δύο [*411]το 1988, και ως προς τον Α. Παναγιώτου σε σχετικά χαμηλή επίδοσή του στη Σχολη Πεζικού Χαλκίδας το 1976.

5.  Οι Α.Ε. 2163 και 2164 απορρίπτονται, οι δε Α.Ε. 2170, 2185 και 2187 επιτυγχάνουν. Οι προσβαλλόμενες κρίσεις και η κατάταξη στην οποία οδήγησαν, επικυρώνονται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

Διαταγή ως ανωρέρω.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Mισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,

Πάττας ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1887,

Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65,

Παπακυριακού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 148/97, ημερ. 8.4.99,

Ιεροδιακόνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 419,

Δημοκρατία ν. Βαρναβίδη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 851,

Μάγου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 940/92 κ.ά., ημερ. 5.6.96,

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

Παμπόρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 164/95, ημερ. 15.12.95,

Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,

Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 128/95, ημερ. 15.12.95,

Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 573/94, ημερ. 8.3.96,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 379/92, ημερ. 8.11.93.

Εφέσεις.

Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 27 Οκτωβρίου, 1995 (Προσφυγές Αρ. 875/92, 881/92, 884/92, 886/92, 911/92, 939/92) με την οποία απορρίφθηκαν οι Προσφυγές Αρ. 886/92 και 939/92 και έγιναν αποδεκτές οι προσφυγές αρ. [*412]875/92, 881/92, 884/92, 911/92 εναντίον των κρίσεων των αιτητών από το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών και της συνεπακόλουθης των κρίσεων κατάταξής τους στην Επετηρίδα σε θέση κατώτερη από αυτήν των ενδιαφερομένων μερών.

Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εφεσείοντες στις Α.Ε. 2163 & Α.Ε. 2164 και τους Εφεσιβλήτους στις Α.Ε. 2170 & Α.Ε. 2185.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους στις Α.Ε. 2163 & Α.Ε. 2164 και τους Εφεσείοντες στις Α.Ε. 2170, Α.Ε. 2185 & Α.Ε. 2187.

Γ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στις Α.Ε. 2163 & Α.Ε. 2164.

Μ. Ασπρή για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 10 στις Α.Ε. 2163 & Α.Ε. 2164 και τον Εφεσίβλητο στην Α.Ε. 2187.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι προσφυγές 875/92, 881/92, 884/92, 911/92 886/92, και 939/92 συνεκδικάστηκαν, οι τέσσερις πρώτες πέτυχαν και η Δημοκρατία άσκησε την Α.Ε. 2170.  Ο αιτητής στην 911/92 Σ. Κκαφά απεβίωσε και η έφεση 2170 παρέμεινε σε σχέση με τους υπόλοιπους.  Οι άλλες απορρίφθηκαν και οι αιτητές άσκησαν τις Α.Ε. 2163 και 2164. Οι προσφυγές 954/92 και 16/93 εκδικάστηκαν χωριστά, πέτυχαν και η Δημοκρατία άσκησε τις Α.Ε. 2187 και 2185. Όλες οι υποθέσεις αφορούσαν στις τακτικές ετήσιες κρίσεις αξιωματικών του στρατού του 1992 και οι αναθεωρητικές εφέσεις ακούστηκαν μαζί.

Όλοι οι εμπλεκόμενοι αξιωματικοί είχαν κριθεί δυνάμει του Καν. 43Α που προστέθηκε με την Κ.Δ.Π. 157/91 στους περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμούς του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90).

Α.Ε. 2163 και 2164

Στις Α.Ε. 2163 και 2164 συζητήθηκε από τους εφεσείoντες η συνταγματικότητα του Καν. 43Α. Όπως εξήγησαν, αυτός ήταν ο [*413]κύριος λόγος έφεσής τους. Ξεκινώντας από τη θεμελιακή αντίληψη πως ο Καν. 43Α ευνόησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σε βάρος τους αφού ανέτρεψε τη μεταξύ τους αρχαιότητα όπως αυτή ήταν νομίμως δοσμένη ως τη θέσπισή του, πρόβαλαν σειρά ισχυρισμών στους οποίους ενέπλεξαν:

(α)       την αρχή πως οι νομοθετικές διατάξεις δεν μπορούν να είναι ατομικές αλλά πρέπει να περιέχουν γενική και αφηρημένη ρύθμιση,

(β)       τις αρχές περί δυνατότητας αναδρομικής ισχύος νομοθετικής διάταξης,

(γ)        το Άρθρο 28 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας με ιδιαίτερη αναφορά σε “κεκτημένα δικαιώματα” ως προς την αρχαιότητα τους των οποίων, όπως αντιλαμβάνονται το θέμα, στερήθηκαν,

(δ)       άλλους Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 90/90 ως προς τα γενικά προαπαιτούμενα για να δικαιούται αξιωματικός τακτικής ετήσιας κρίσης, με την εισήγηση πως αφού ο Καν. 43Α τους παρέκαμπτε, ειδικά για την περίπτωση αυτή, είναι αντίθετος και προς το άρθρο 25 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος.

Παρά τα πιο πάνω, αναγνώρισαν στο τέλος οι εφεσείοντες δυνατότητα “ανατροπής της αρχαιότητας” με νομοθετική διάταξη. Συνόψισαν τη θέση τους ως εξής:

“Υποδεικνύεται σχετικώς πως ανατροπή της αρχαιότητας, μεταξύ αξιωματικών είναι επιτρεπτή μόνο δι’ αυθεντικής κανονιστικής ρυθμίσεως, δηλαδή δια ρυθμίσεως η οποία να ρυθμίζει καταστάσεις για το μέλλον, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο”.

Πρωτοδίκως δεν είχε εξεταστεί τέτοιο θέμα και οι εφεσείοντες διατύπωσαν ξεχωριστό παράπονο γι’ αυτό. Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν πως ενώ περιλήφθηκε στις προσφυγές ως νομικό σημείο ο ισχυρισμός πως ο Καν. 43Α παραβίαζε το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αυτό δεν προωθήθηκε και ορθά δεν εξετάστηκε.

Ανατρέξαμε στη δικογραφία της πρωτόδικης διαδικασίας.  Στα γεγονότα της προσφυγής δεν υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσε να συσχετισθεί προς τη γενική θέση στα νομικά ση[*414]μεία ότι ο Καν. 43Α παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.  Οι εφεσείοντες περιορίστηκαν σε όσα αφορούσαν στην ουσία της κρίσης τους και στην απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής που άσκησαν προς ανατροπή της. Μάλιστα, με αναφορά και κατ’ επίκληση των δικαιωμάτων που τους παρείχε ο Καν. 43Α. Ανέπτυξαν θέμα συνταγματικότητας στη γραπτή τους αγόρευση, χωρίς όμως συνάρτηση προς το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η άποψη που προώθησαν ήταν πως ο Κανονισμός 43Α δεν ήταν στην πραγματικότητα διάταξη νομοθετικού περιεχομένου, για τους λόγους που πρόβαλαν και ενώπιόν μας. Χωρίς αναφορά ούτε και στο άρθρο 25 του Συντάγματος που επικαλούνται τώρα και το οποίο ουδέποτε περιέλαβαν στα νομικά τους σημεία.

Τίθεται, λοιπόν, ζήτημα στοιχειοθέτησης καν του νομικού σημείου που προσδιορίστηκε αφού δεν παρατέθηκαν στην προσφυγή τα γεγονότα που θα το αναδείκνυαν. (βλ. Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379). Επιπλέον ζήτημα διάστασης μεταξύ εκείνου του νομικού σημείου προς όσα συζήτησαν στη συνέχεια οι εφεσείοντες. Είναι σε άλλο συνταγματικό ζήτημα που παραπέμπουν οι ισχυρισμοί ως προς την “ατομικότητα” του Καν. 43Α, ειδικά, εκείνο της διάκρισης των εξουσιών. Αφού τέτοια “ατομικότητα”, αν υπήρχε, θα συνιστούσε κατ’ ουσίαν άσκηση εκτελεστικής εξουσίας.

Διαπιστώνουμε, όμως, και σοβαρή παρανόηση των δεδομένων. Στην πραγματικότητα τα επιχειρήματα των εφεσειόντων αναπτύχθηκαν πάνω στη βάση ανύπαρκτου υπόβαθρου. Ο Καν. 43Α εισάγει εξαίρεση από τα προβλεπόμενα σε άλλους κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 90/90, ειδικά σε ό,τι αφορούσε στην αρχαιότητα αξιωματικών που διορίστηκαν στο στρατό την 1.3.76 και που έφεραν το βαθμό του ταγματάρχη από 1.6.87. Κατά τις διατάξεις του, η σειρά αρχαιότητάς τους, όπως αυτή φαινόταν στις επετηρίδες, θα ίσχυε μέχρι τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1992.  Κατά τις κρίσεις αυτές θα θεωρούνταν όλοι ίσης σειράς, θα κρίνονταν ανεξαρτήτως από το αν είχαν συμπληρωμένο χρόνο διοίκησης  όπως προέβλεπε άλλος κανονισμός και θα κατατάσσονταν κατά σειρά αρχαιότητας στη βάση κριτηρίων που τέθηκαν.  Αυτά ήταν το κατά πόσο θα κρίνονταν ως προακτέοι κατ’ εκλογήν ή κατ΄αρχαιότητα ή ως παραμένοντες στον ίδιο βαθμό.  Και σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων για τις πιο πάνω κρίσεις. Συμπληρωματικό κριτήριο, σε περίπτωση ίδιων κρίσεων από τις πιο πάνω απόψεις, ήταν η επίδοσή τους στο πρώτο στρατιωτικό σχολείο που φοίτησαν μετά τον αρχικό διορισμό τους.  Η θεμελιακή θέση των εφεσειόντων είναι πως ο Καν. 43Α επέφερε ανατροπή τής ως τότε [*415]αρχαιότητάς τους και την ισοπέδωση τους προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που ήταν νεότεροι.  Και για να δείξουν την ατομικότητα αυτής της ρύθμισης, το γεγονός δηλαδή ότι αφορούσε ειδικά σε συγκεκριμένους αξιωματικούς που ευνοήθηκαν με αυτό τον τρόπο, επικαλέστηκαν και το γεγονός ότι στην Κ.Δ.Π. 157/91, ενόψει και του Καν. 15(6) όπως τον τροποποίησε, επισυνάφθηκε ως ισχύουσα αυτούσια η επετηρίδα.

Προκύπτει όμως ότι, σύμφωνα με εκείνη την επετηρίδα, οι μόνοι από τους εμπλεκόμενους στην παρούσα διαδικασία που φέρονταν να είχαν προαχθεί την 1.6.87, ήταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες αλλά και οι άλλοι αιτητές στις προσφυγές που συνεκδικάστηκαν. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, σύμφωνα με την ίδια επετηρίδα, έφεραν το βαθμό του ταγματάρχη από την 1.9.90.  Επομένως, δεν μπορούσε να τους αφορά ο Καν. 43Α, όταν αυτός θεσπίστηκε. Αν περιείχε ατομική εύνοια ο Κανονισμός κατά το χρόνο της θέσπισής του, αυτή θα ήταν νοητό να εκδηλώθηκε μόνο υπέρ των εφεσειόντων και των άλλων αιτητών, για τους οποίους ήταν δυνατό να εφαρμοστεί. Σημειώνουμε και το εξής παράδοξο, ενδεικτικό και αυτό της σύγχυσης που επικράτησε.  Ισχυρισμούς για αντισυνταγματικότητα, για ακριβώς όμοιους λόγους, ανέπτυξε στην αγόρευσή του και ο αιτητής Δ. Παπαδημητρίου στην Προσφυγή 16/93. Αυτός, όμως, σύμφωνα με την πιο πάνω επετηρίδα, είχε προαχθεί στη θέση του ταγματάρχη την 1.9.90, ακριβώς όπως και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις συνεκδικασθείσες προσφυγές. Στράφηκε δε εναντίον ταγματαρχών που είχαν προαχθεί επίσης την 1.9.90 και που φέρονταν, συνεπώς, να βρίσκονταν στην ίδια θέση μαζί του αλλά, το πιο παράξενο, και εναντίον ταγματαρχών που είχαν προαχθεί την 1.6.87 οι οποίοι υποτίθεται ότι, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, αδικούνταν από τον Καν. 43Α.  Τα σημειώνουμε αυτά, χωρίς να προβαίνουμε σε άλλα σχόλια, γιατί τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιόν μας, στην έφεση 2185, ο Δ. Παπαδημητρίου εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους των εφεσειόντων στις εφέσεις 2163 και 2164.

Οι εφεσείοντες, για να ενισχύσουν την άποψή τους πως ο Καν. 43Α ήταν “ατομικός”, υποστήριξαν πως ήταν το αποτέλεσμα διακανονισμού μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σπύρος Πάττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1887. Παραλείπουν όμως οι εφεσείοντες αναφορά στο αντικείμενο εκείνης της προσφυγής αλλά και στις λεπτομέρειές της.  Δεν φαίνονται όλες στο κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου, βρίσκονται όμως στο φάκελλο της υπόθεσης. Παρατηρούμε τα ακόλουθα:

[*416]1.           Η προσφυγή 562/87 δεν ασκήθηκε μόνο από τον Σπύρο Πάττα, ενδιαφερόμενο πρόσωπο στις Α.Ε. 2163 και 2164 και εφεσίβλητο στην Α.Ε. 2187. Ασκήθηκε και από άλλους οκτώ, όλους λοχαγούς τότε. Όλοι οι αιτητές είναι τώρα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις Α.Ε. 2163 και 2164.

2.  Με την προσφυγή 562/87 προσβλήθηκε η προαγωγή 13 λοχαγών σε ταγματάρχες από 1.6.87. Όλοι οι αιτητές στις συνεκδικασθείσες στην παρούσα διαδικασία προσφυγές και, βέβαια, οι εφεσείοντες Κούρτης και Χρίστου στις Α.Ε. 2163 και 2164, ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή 562/87.

3.  Αιτητές και ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην 562/87 είχαν, όπως προκύπτει, προσληφθεί στον στρατό την 1.3.76 και είχαν στις 15.5.82 προαχθεί σε λοχαγούς.

4.  Όλες οι προαγωγές, περιλαμβανομένων και εκείνων των εφεσειόντων στις Α.Ε. 2163 και 2164, ακυρώθηκαν. Όπως κρίθηκε από τον Κούρρη Δ., οι προαγωγές βασίστηκαν στην υπεροχή τους σε αρχαιότητα όπως αυτή προέκυπτε από την επετηρίδα που συντάχθηκε το 1982, και η επετηρίδα εκείνη έπασχε. Συντάχθηκε, όπως αποφασίστηκε, κατά πλήρη και ολοκληρωτική παραγνώριση των προνοιών των Κανονισμών που ίσχυαν τότε, δηλαδή των περί Ιεραρχίας και Προαγωγής Μόνιμων Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1981 (Κ.Δ.Π. 118/81).

5.  Σε δυο αναθεωρητικές εφέσεις η Ολομέλεια αναφέρθηκε στις επιπτώσεις αλλά και στις εξελίξεις μετά από την απόφαση στην προσφυγή 562/87. Η πρώτη είναι η Κυριάκος Παπακυριακού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1996) 3 Α.Α.Δ. 65. Μετά την ακύρωση της επετηρίδας στην 562/87, για τις ανάγκες της υπόθεσης εκείνης,  (άρα σε ό,τι αφορούσε στους εμπλεκόμενους στην παρούσα διαδικασία), δεν καταρτίστηκε νέα επετηρίδα  παρά τη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 90/90 με την οποία καταργήθηκε η Κ.Δ.Π. 118/81 - που περιλάμβαναν, βέβαια, πρόνοιες για τον καταρτισμό επετηρίδας. Εκδόθηκε νέα επετηρίδα με την Κ.Δ.Π. 157/91 και, ακριβώς, αντικείμενο της συζήτησης ήταν, μεταξύ άλλων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα από την παράνομη διαμόρφωση της αρχαιότητας ως τη θέσπισης της Κ.Δ.Π. 157/91. (βλ. επίσης και την απόφαση του Χατζηχαμπή Δ. στην Κυριάκος Παπακυριακού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 148/97, ημερομηνίας 8.4.99).

[*417]  Η δεύτερη απόφαση της Ολομέλειας εκδόθηκε στην υπόθεση Παύλος Ιεροδιακόνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 419. Αφορούσε όπως και η προηγούμενη, προαγωγές με ισχύ από 1.9.90, μετά τις ετήσιες τακτικές κρίσεις του έτους εκείνου. Ό,τι ενδιαφέρει είναι η διαπίστωση πως κατά το χρόνο των προαγωγών δεν υπήρχαν έγκυρες επετηρίδες των αξιωματικών αφού εκείνες που υπήρχαν είχαν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

6.  Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ο εφεσίβλητος στην Α.Ε. 2185, μετά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1990, προάχθηκαν σε ταγματάρχες από 1.9.90.

7.  Όπως είδαμε, η Κ.Δ.Π. 157/91 που εισήγαγε τον Καν. 43Α είχε ως παράρτημα επετηρίδες. Ο δε Καν. 15(6) όπως τον τροποποίησε, αναφερόταν σ’ αυτές ως τις ισχύουσες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της Κ.Δ.Π. 157/91. Στην Α.Ε. 1931 (ανωτέρω) περιγράφονται αυτές οι επετηρίδες ως εκδοθείσες δια της Κ.Δ.Π. 157/91. Η εντύπωσή μας είναι - και θα εξηγήσουμε γιατί στη συνέχεια - πως απλώς εκλήφθηκαν ως ισχύουσες, παρά την απόφαση στην Προσφυγή 562/87, με ενσωματωμένες σ’ αυτές τις μεταβολές λόγω μεταγενέστερων προαγωγών.  Σ’ αυτές τις επετηρίδες οι εφεσείοντες αλλά και οι άλλοι των οποίων η προαγωγή ακυρώθηκε στην προσφυγή 562/87, εξακολουθούν να εμφανίζονται ως ταγματάρχες, κατέχοντες τη θέση από 1.6.87 ως εάν να μήν είχε συμβεί τίποτε. Ακολουθούν κατά σειρά στις επετηρίδες οι προαχθέντες την 1.9.90, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις παρούσες διαδικασίες και έχουμε και το Καν. 43Α να αναφέρεται σε ρυθμίσεις αναφορικα με τους κατέχοντες τη θέση του ταγματάρχη από 1.6.87. Εν τούτοις, το πρόβλημα που είδαν οι εφεσείοντες και οι πρωτοδίκως ομόδικοί τους ήταν η “ατομικότητα” του Καν. 43Α και ο δι’ αυτής επηρεασμός “κεκτημένων” ως προς την αρχαιότητά τους.

8.  Ακολούθησε η τελευταία εξέλιξη, και αυτή εντυπωσιακή.  Κατά της απόφασης στην προσφυγή 562/87 ασκήθηκε η Α.Ε. 971.  Είναι προφανές πως τα πράγματα, ως προς τους εφεσείοντες στις Α.Ε. 2163 και 2164 και τους άλλους των οποίων η προαγωγή σε ταγματάρχες ακυρώθηκε, παρέμειναν στάσιμα για τρία σχεδόν χρόνια.  Υπήρξαν οι ακόλουθες εξελίξεις:

α) Στις 20.3.92 θεσπίστηκε ο περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός αρ. 2) Νόμος του 1992 (Ν. 13(ΙΙ)/92). Μεταξύ άλλων, στη [*418]στήλη για τους ταγματάρχες, πρόσθεσε την ακόλουθη σημείωση: “27 θέσεις ‘ταγματάρχη (κλίμακα Α12)’ έχουν αναδρομική ισχύ από 1.6.87.  Σε εκείνους που θα διορισθούν αναδρομικά δεν θα καταβληθούν απολαβές με βάση το βαθμό του ταγματάρχη για την περίοδο από 1.6.87 - 31.8.90”. (βλ. συναφώς για παρόμοια ρύθμιση την υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νικόλα Βαρναβίδη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 851.) Οι ημερομηνίες δεν ήταν βέβαια τυχαίες. Κάλυπταν, από την άποψη των απολαβών, την περίοδο που μεσολάβησε από την ημερομηνία των προαγωγών που ακυρώθηκαν στην προσφυγή 562/87 ως την 1.9.90 που έγιναν οι νέες προαγωγές, όπως αναφέραμε.

β) Στις 2.4.92, ο Υπουργός Άμυνας, ενόψει, όπως σημειώνει, της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 562/87 και της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα να αποσύρει την έφεση που άσκησε, “ανακάλεσε” την προαγωγή όσων αυτή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αφήνεται η εντύπωση πως κατά την αντίληψη του, αναμφιβόλως εσφαλμένη, δεν είχαν εξαφανιστεί αυτές οι προαγωγές ex tunc με την ακυρωτική απόφαση.  Φαίνεται δε πως ήταν κάτω από αυτή την αντίληψη, πως χρειαζόταν δηλαδή και ανάκληση, που οι αξιωματικοί των οποίων η προαγωγή ακυρώθηκε, εξακολουθούσαν να αναφέρονται ως ταγματάρχες από 1.6.87 στις επετηρίδες - παράρτημα της Κ.Δ.Π. 157/91.

(γ)   Επίσης στις 2.4.92, με την ίδια απόφαση, ο Υπουργός Άμυνας ανακάλεσε και τις προαγωγές όσων είχαν προαχθεί σε ταγματάρχες από 1.9.90 των αιτητών δηλαδή στην 562/87 και των ενδιαφερομένων προσώπων στην παρούσα διαδικασία.

(δ)   Ακολούθησε στην ίδια απόφαση η τελική ρύθμιση. Όλοι οι πιο πάνω προάχθηκαν αναδρομικά από 1.6.87. Όπως εξηγήθηκε, η απόφαση γι’ αυτή την αναδρομική προαγωγή λήφθηκε με βάση τα κριτήρια της Κ.Δ.Π. 118/81 που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε στην προσφυγή 562/87. Τελικά, στις 30.6.92, αποσύρθηκε και η έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης στην προσφυγή 562/87.

Όπως κατανοούμε τα πράγματα, με αυτή την απόφαση εξισώθηκαν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο θέμα που εγέρθηκε. Είχαν όλοι προσληφθεί την 1.3.76 και κατείχαν πλέον τη θέση του ταγματάρχη από 1.6.87. Εξ ου και κατά τις ετήσιες τακτικές κρίσεις του 1992, εφαρμόστηκε για όλους ο Καν. 43Α. Συνάγεται πως με τον πιο πάνω τρόπο σκοπήθηκε η άρση των επιπτώσεων από την επε[*419]τηρίδα του 1982 που κρίθηκε παράνομη. Δεν χρειάζεται όμως να διατυπώσουμε οριστική κρίση είτε γι’ αυτό είτε για ο,τιδήποτε άλλο αφορά στην απόφαση της 2.4.92, η οποία δεν έχει προσβληθεί.

Οι εφεσείοντες, λοιπόν, στις Α.Ε. 2163 και 2164 διατύπωσαν τα επιχειρήματά τους κατά πλήρη παραγνώριση των δεδομένων, όπως τα παραθέσαμε. Μάλιστα, ενώ οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν στις αναδρομικές προαγωγές δυνάμει του Ν. 13(ΙΙ)/92. Όσα αποτέλεσαν το υπόβαθρο της εισήγησής τους για αντισυνταγματικότητα, είναι ανύπαρκτα.  Συνεπώς, δεν εγείρεται εγκύρως ζήτημα συνταγματικότητας που θα ήταν δυνατό να εξεταστεί. Τέθηκε υπόψη μας η απόφαση του Παπαδόπουλου Δ. στην Δώρος Μάγου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 940/92 κ.ά., ημερομηνίας 5.6.96, στην οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα του Καν. 43Α, ως παραβιάζοντος την “αρχή της γενικότητας”.  Δεν υπάρχει αναφορά στα διαδραματισθέντα αλλά το Δικαστήριο κατέληξε πως ο Καν. 43Α απέβλεπε στην παροχή θεραπείας κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 562/87. Αυτό φαίνεται γενικά ορθό αλλά θέλουμε να καταστήσουμε σαφές πως δεν είναι η πρόθεσή μας να διατυπώσουμε γνώμη αναφορικά με το κύρος από οποιαδήποτε άποψη, του Καν. 43Α. Έχει τονιστεί η ιδιάζουσα σημασία και σπουδαιότητα των συνταγματικών θεμάτων και η ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού τους. (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν Πάμπου Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196). H εξέταση τους σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτεπάγγελτη. Εφόσον προσδιορίζεται δε το συνταγματικό θέμα, αυτό εξετάζεται στο πλαίσιο των επιχειρημάτων που το στοιχειοθετούν. Η διαπίστωση πως η προβληθείσα ως αντισυνταγματικότητα στηρίζεται σε ανύπαρκτη βάση, αφήνει το επιχείρημα κενό περιεχομένου. Στην παρούσα υπόθεση, όσα υποστήριξαν οι εφεσείοντες στηρίκτηκαν σε ανύπαρκτη βάση, δεν στοιχειοθετούν το συνταγματικό θέμα όπως το έθεσαν και είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέα.

Το επόμενο θέμα που εγείρεται, αφορά στο ίδιο το περιεχόμενο των κρίσεων κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1992, στη βάση των οποίων ακολούθησαν οι προαγωγές σε αντισυνταγματάρχες και η κατάταξή τους στην επετηρίδα.  Το Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε τους εφεσείοντες Α. Κούρτη (προσφυγή 886/92) και Α. Χρίστου (Προσφυγή 939/92) ως προακτέους κατ΄εκλογήν παμψηφεί αλλά ο Υπουργός, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο Καν. 42(3), διατύπωσε διαφωνία. Επελήφθη του θέματος το Συμβούλιο Επανακρίσεων το οποίο και μεταρρύθμισε την κρίση του. Για λόγους που ανέφερε, τους έκρινε ως προακτέους κατ’ εκλογήν με 4 ψή[*420]φους και μια κατ’ αρχαιότητα.  Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η αιτιολόγηση της απόφασης του Συμβολίου Επανακρίσεων πάσχει. Την χαρακτηρίζουν αυθαίρετη, κακόπιστη, αντιφατική και στηριγμένη σε κριτήρια μή νόμιμα ή που χρησιμοποιήθηκαν “σκόπιμα ή/και τυχαία ή/ και συμπτωματικά ή/και επιλεκτικά εναντίον μόνον των εφεσειόντων”. Εξειδίκευσαν τί εννοούσαν και με συγκρίσεις που έκαμαν μεταξύ της αιτιολόγησης της κρίσης τους και εκείνης άλλων. Ισχυρίζονται τα ακόλουθα:

(α)       Η βαθμολογία τους στις εκθέσεις ικανότητας δεν υπολειπόταν εκείνης άλλων που κρίθηκαν ως προακτέοι κατ’ εκλογήν παμψηφεί και όμως θεωρήθηκε ως “σχετικά χαμηλή”, όρος, εν πάση περιπτώσει, άγνωστος στους κανονισμούς. Αναφέρονται συναφώς σε βαθμολογία τους 9 και 10 “σε όλες τις κρίσιμες εκθέσεις ικανότητας”. Ποιες θεωρούν κρίσιμες δεν προσδιορίζουν. Προσθέτουν πως σε άλλες περιπτώσεις η βαθμολογία 9 στις εκθέσεις ικανότητας ρητά θεωρήθηκε ως ψηλή, πάντως όχι ως σχετικά χαμηλή.

(β)       Ο εφεσείων Α. Κούρτης βαθμολογήθηκε με 14.71 στο Τμήμα Υπομονάδων της Σχολής Πεζικού Χαλκίδας και αυτό δεν κρίθηκε αρκετό ακόμα και για να εξουδετερώσει πειθαρχική καταδίκη του, ενώ σε άλλη περίπτωση, εκείνη του Αγγ. Χριστοδούλου, ο βαθμός 14.81 κρίθηκε αρκετός.

(γ)        Ο βαθμός 13.64 του Α. Χρίστου στην πιο πάνω σχολή θεωρήθηκε ως σχετικά χαμηλή βαθμολογία ενώ δεν υπολείπεται σημαντικά του βαθμού 14.79 που εξασφάλισαν άλλοι και που δεν θεωρήθηκε σχετικά χαμηλή βαθμολογία.

(δ)       Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην πειθαρχική καταδίκη του Α. Κούρτη (δεκαήμερη κράτηση) ενώ σε άλλες περιπτώσεις (Αλ. Μιχαηλίδη, Σ. Αργυρού, Αγγ. Χριστοδούλου) δεν επηρέασε. Εν πάση περιπτώσει, η καταδίκη του, όπως άλλωστε και οι βαθμοί του από τη σχολή, το 1987 δεν επηρέασαν και κρίθηκε τότε ως προακτέος κατ’ εκλογήν παμψηφεί.

Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση κρίνουμε αβάσιμα τα επιχειρήματα. Εκείνα που αναφέρονται σε βαθμολογία στις εκθέσεις ικανότητας στηρίζονται σε λανθασμένο υπόβαθρο. Δεν συνάγεται κρίση του Συμβουλίου Επανακρίσεων πως ο βαθμός 9 είναι σχετικά χαμηλός στην περίπτωσή τους. Δεν υπάρχει τέτοια αντίφαση.  Εκείνο που παραγνωρίζουν οι εφεσείοντες είναι πως, σύμφωνα με τους λόγους διαφωνίας του Υπουργού, είχαν [*421]βαθμολογία 8 και 9. Είναι αυτά, ως συνολική εικόνα, που χαρακτηρίστηκε ως σχετικά χαμηλή βαθμολογία.  Αναφορικά δε με το βαθμό του Α. Χρίστου στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας επεξηγείται πως κατετάγη 37ος μεταξύ 41 κριθέντων και αυτό δεν απασχόλησε κατά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων. Επίσης δεν απασχόλησε το γεγονός ότι συνέτεινε στην κρίση και η απόδοση του Α. Χρίστου στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου Ελλάδας. Με βαθμό 13.97 κατετάγη 115ος μεταξύ 116 αποφοιτησάντων και αυτά κρίθηκαν ως σχετικά χαμηλή βαθμολογία.

Είναι γεγονός πως είχαν και άλλοι πειθαρχικές καταδίκες.  Εκείνο που παραγνωρίζουν οι εφεσείοντες είναι πως δεν ήταν το μόνο κριτήριο και πως, στην περίπτωση του Α. Κούρτη, μέτρησε “η σοβαρότητα του παραπτώματος” που είχε διαπράξει.  Οι άλλες ποινές στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες είναι χαμηλότερες και, μάλιστα, στην περίπτωση του Σ. Αργυρού, ενώ ο Υπουργός διαφώνησε, το Συμβούλιο Επανακρίσεων εξήγησε γιατί η ποινή του εξαήμερου περιορισμού δεν έπρεπε να επηρεάσει, με αναφορά στη μή σοβαρότητα της και σε συσχετισμό προς τη ψηλή απόδοσή του στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας και στις ψηλές βαθμολογίες του στις εκθέσεις ικανότητας. Παρέχεται επίσης ρητή εξήγηση και ως προς την τετραήμερη κράτηση του Αγγ. Χριστοδούλου. Το παράπτωμά του δεν ήταν σοβαρό.  Συναφώς δεν συμφώνησε το Συμβούλιο Επανακρίσεων πως ο βαθμός 14.81 στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας δικαιολογείται να χαρακτηριστεί ως σχετικά χαμηλός. Ας σημειωθεί πως ούτε ο βαθμός 14.71 του Α. Κούρτη κρίθηκε σχετικά χαμηλός αφού δεν περιλήφθηκε κάτι τέτοιο στους λόγους της κρίσης του.

Σύμφωνα με τον Καν. 41(6), κατά τις κρίσεις αξιωματικού λαμβάνονται υπόψη και εκτιμούνται “όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία, ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται σε στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού.” Σύμφωνα με το Κανονισμό 29(2)(θ) στον ατομικό φάκελο των αξιωματικών περιλαμβάνονται και “οι τυχόν επιβληθείσες πειθαρχικές ποινές οποιασδήποτε μορφής και τα αιτιολογικά τους”. Αυτές, σύμφωνα με τον Κανονισμό 29(3), αποτελούν στοιχεία κρίσης του εκτός εάν παρέλθουν δέκα χρόνια από την επιβολή τους οπότε διαγράφονται. Δεν είχαν παρέλθει δέκα χρόνια από την καταδίκη του Α. Κούρτη και αυτή ήταν νόμιμο στοιχείο κρίσης που δεν μπορούσε να αφαιρεθεί από την εικόνα λόγω των άλλων κρίσεων στο παρελθόν. Ισχύει το ίδιο και σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία κρίσης που εξειδικεύθηκαν. Έχουμε συναφώς υπόψη την υπόθεση Ανδρέας Παμπόρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προ[*422]σφυγή 164/95 ημερομηνίας 15.12.95.  Είχε και εκεί υποστηριχθεί πως όμοιος χειρισμός ήταν αντιφατικός και αντίθετος προς την καλή πίστη και ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, αποφάσισε πως η κρίση αιτιολογημένη όπως ήταν με αναφορά σε νόμιμα στοιχεία, ενόψει του Καν. 41(6), δεν έπασχε. Αυτή η προσέγγιση επιδοκιμάστηκε από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φώτη Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 (βλ. επίσης Μιχάλης Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 128/95 ημερομηνίας 15.12.95, Μαρία Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 573/94 ημερομηνίας 8.3.96 και συναφώς Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 379/92, ημερομηνίας 8.11.93). Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π.

“Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 164/95, 15.12.95, η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση εξουσίας, που εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλά την άσκηση εξουσίας η οποία παρέχεται”.

Α.Ε. 2170, 2185 ΚΑΙ 2187

Οι Κ. Σαββουλίδης, Γ. Παπαπαύλου, Α. Παναγιώτου, Σ. Πάττας και Δ. Παπαδημητρίου κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων ως προακτέοι κατ’ εκλογήν, όχι όμως παμψηφεί. Οι τέσσερις πρώτοι με τέσσερις ψήφους υπέρ και μιά κατά αρχαιότητα και ο πέμπτος με τρεις ψήφους υπέρ και δυο κατά αρχαιότητα. Άσκησαν Ιεραρχικές προσφυγές που απορρίφθηκαν, και πρωτοδίκως πέτυχαν ακύρωση της κρίσης και της κατάταξης που αυτή συνεπαγόταν.  Κρίθηκε πως εμφιλοχώρησε πλημμέλεια στη διαδικασία επανακρόασης από το Συμβούλιο Επανακρίσεων. Σύμφωνα με το Καν. 44(5) το Συμβούλιο Επανακρίσεων δύναται να απορρίψει ή να δεχθεί την προσφυγή κατατάσσοντας τον προσφεύγοντα ανάλογα. Επιπλέον, να επανακρίνει την υπόθεση. Εξηγήθηκε πως η ιεραρχική προσφυγή συνιστά αίτημα για επανακρόαση, πως σύμφωνα με τον πιο πάνω κανονισμό το Συμβούλιο Επανακρίσεων “έχει εξουσίες πρωτογενούς έρευνας και εξ υπαρχής κρίσεως της ουσίας των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του”, πως δεν άσκησε αυτές τις εξουσίες αλλά περιορίστηκε σε “απλό έλεγχο νομιμότητας” της αιτιολογίας που έδωσαν τα μειοψηφήσαντα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεων, παραλείποντας να εκφέρει ιδίαν κρίση επί της ουσίας και πως, για το λόγο αυτό,εστοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας.

Δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει η φύση των εξουσιών [*423]του Συμβουλίου Επανακρίσεων στο πλαίσιο του Καν. 44.  Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Χριστοφόρου, δεν εφαρμοζόταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Καν. 44. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι κρίθηκαν δυνάμει του Καν. 43Α και με την Κ.Δ.Π. 139/92, η οποία ίσχυε όταν εξετάστηκαν οι ιεραρχικές προσφυγές, προστέθηκε σ’ αυτόν ειδική διάταξη. Στις πρωτόδικες αποφάσεις σημειώνεται πως οι ειδικές διατάξεις του Καν. 43Α δεν αφαίρεσαν το δικαίωμα για ιεραρχική προσφυγή προς επανάκριση, αλλά αυτό δεν είναι ορθό.  Διέλαθε της προσοχής η Κ.Δ.Π. 139/92.  Σύμφωνα με τις διατάξεις της, δυο είναι οι δυνατότητες που έχει το Συμβούλιο Επανακρίσεων: Να απορρίψει την προσφυγή ή να τη δεκτεί αλλάζοντας υπέρ του αξιωματικού και την αναλογία των ψήφων της κρίσης. Η δυνατότητα για επανάκριση παραλείφθηκε εντελώς. Η βάση στην οποία στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν και στη συνέχεια η πρωτόδικη απόφαση, δεν υπάρχει.

Οι εφεσίβλητοι δεν διαφώνησαν ως προς τις επιπτώσεις από την Κ.Δ.Π. 139/92. Υποστήριξαν όμως πως, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη. Με τις πρωτόδικες αποφάσεις, συνεχίζει η εισήγησή τους, κρίθηκε πως ήταν αναιτιολόγητη.  Αυτός ο ξεχωριστός λόγος ακύρωσης δεν αποτέλεσε αντικείμενο λόγου έφεσης και, συνεπώς, οι εφέσεις της Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθούν γι’ αυτό το λόγο. Συναφώς, η εισήγηση στο περίγραμμα για τη Δημοκρατία πως υπήρχε πλήρης, σαφής και νόμιμη αιτιολογία, πρέπει να αγνοηθεί.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η εισήγηση. Οι πρωτόδικες αποφάσεις προσδιόρισαν μόνο ένα λόγο ακύρωσης, αυτόν που συνοψίσαμε. Άλλοι ισχυρισμοί, απορρίφθηκαν. Το ζήτημα της αιτιολογίας δεν απασχόλησε και ως προς αυτό δεν διατυπώθηκαν ενώπιόν μας επιχειρήματα ουσίας. Ο κ. Αγγελίδης, πέρα από το πιο πάνω δικονομικό θέμα που ήγειρε, υποστήριξε πως στην απόφασή του Συμβουλίου Επανακρίσεων δεν υπήρχε αιτιολογία. Οι άλλοι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν στις ιεραρχικές προσφυγές που άσκησαν με την εισήγηση πως το Συμβούλιο Επανακρίσεων όφειλε να είχε περιλάβει στην αιτιολογία του αναφορά στους ισχυρισμούς που πρόβαλαν. Όμως, υπήρχε αιτιολογία σε όλες τις περιπτώσεις.  Και, επι πλέον, αναφορά στο περιεχόμενο των Ιεραρχικών Προσφυγών που ασκήθηκαν.  Όπως σημειώθηκε, αυτό δεν άλλαζε την κατάσταση και δεν νομίζουμε ότι χρειαζόταν επί του προκειμένου περισσότερη εξειδίκευση.  Το Συμβούλιο Επανακρίσεων έκρινε πως ήταν δικαιολογημένες οι ψήφοι για προαγωγή κατά αρχαιότητα ως προς [*424]όλους, με αναφορά στη σχετικά χαμηλή βαθμολογία τους σε εκθέσεις ικανότητας “στα καθοριστικά για την αξία αξιωματικού επαγγελματικά προσόντα, κατάρτιση για το κατεχόμενο βαθμό και κατάρτιση για περαιτέρω ανέλιξη”. Επιπλέον, ως προς τον Κ. Σαββουλίδη, υπάρχει αναφορά σε πειθαρχική ποινή που του είχε επιβληθεί το 1989, ως προς τον Γ. Παπαπαύλου, όπως προσθέτει το Συμβούλιο Επανακρίσεων, σε σχετικά χαμηλή απόδοσή του στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου Ελλάδος το 1988/89, ως προς το Δ. Παπαδημητρίου σε σχετικά χαμηλή επίδοσή του στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας το 1976 και σε τρεις πειθαρχικές ποινές  που του επιβλήθηκαν, μια το 1986 και δυο το 1988, και ως προς τον Α. Παναγιώτου σε σχετικά χαμηλή επίδοσή του στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδας το 1976.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι Α.Ε. 2163 και 2164 απορρίπτονται, οι δε Α.Ε. 2170, 2185 και 2187 επιτυγχάνουν. Οι προσβαλλόμενες κρίσεις και η κατάταξη στην οποία οδήγησαν, επικυρώνονται. Πρωτοδίκως δεν επιδικάστηκαν έξοδα σε καμιά από τις προσφυγές, ενώπιόν μας επέδρασαν στοιχεία που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως και θα αποφύγουμε την έκδοση διαταγής για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο