Θεοκλήτου Δημήτριος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 451

(1999) 3 ΑΑΔ 451

[*451]13 Ιουλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2366)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Τριετής υπηρεσία σε προηγούμενη θέση Επιμελητή — Αναφορά σε ειδικότητα ψυχιατρικής από την Ε.Δ.Υ. — Ορθά αξιολογήθηκε πιστοποιητικό ειδίκευσης στη ψυχιατρική, παρόλο που δεν απαιτείτο ως προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας,εφόσον σχετιζόταν με τα απαραίτητα προσόντα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Επαυξητικό στοιχείο της αξίας — Εκφράζει τη θέση του Προϊσταμένου, ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Αναφορά σε προβλήματα που κατά καιρούς παρουσίασε υποψήφιος — Απλώς έγινε αναφορά στο περιεχόμενο του φακέλου — Δεν αφορούσε πειθαρχική διαδικασία, ούτε απαιτείτο να ακουστεί ο υποψήφιος, ενόψει του ότι σε κανένα περαιτέρω σχόλιο δεν προέβη ο Προϊστάμενος.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Έκδηλη υπεροχή — Κριτήριο για τον έλεγχο νομιμότητας της απόφασης της Ε.Δ.Υ., το λογικά εφικτό αυτής — Αυτοτελή λόγο ακύρωσης αποτελεί η διαπίστωση έκδηλης υπεροχής.

Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του, κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ειδικού Ιατρού στις Υπη[*452]ρεσίες Ψυχικής Υγείας είχε απορριφθεί. Οι λόγοι έφεσης αφορούσαν την πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς την ειδίκευση του ενδιαφερόμενου μέρους στη Ψυχιατρική, το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή, λόγω παραγνώρισης της αρχαιότητάς του και αναφοράς του σε προβλήματα που είχε δημιουργήσει κατά καιρούς ο εφεσείων και το μη εύλογο της απόφασης της Ε.Δ.Υ.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, εισηγήθηκε ότι κανένα έγγραφο ή πιστοποιητικό στο φάκελο του Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν υπήρχε που να δείχνει ότι είχε ειδίκευση στη Ψυχιατρική και ότι το μόνο σχετικό πιστοποιητικό ήταν απλώς πιστοποιητικό εργασίας και παρακολούθησης μεταπτυχιακών μαθημάτων από κάποιο Dr. Jenner και όχι καν από το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Η Ε.Δ.Υ. λέγει δεν ερεύνησε επαρκώς το θέμα και μάλιστα για να διαπιστώσει ότι το δίπλωμα της ειδικότητας στη Ψυχιατρική D.P.M., το οποίο ο Εφεσείων έχει, παρέχεται από το Royial College μετά από εξετάσεις. Η απάντηση σε αυτό όμως είναι απλή και εδόθη πρωτοδίκως, δε χρήζει δε περαιτέρω σχολιασμού. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί μεταπτυχιακό τίτλο παρά μόνο τριετή υπηρεσία στη θέση του Επιμελητή, προϋπόθεση που ικανοποιούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Αλλά και καθ’ όσον η οποιαδήποτε ειδίκευση στη Ψυχιατρική θα ήταν σχετική και ανεφέρθη από την Ε.Δ.Υ., δεν κατεδείχθη πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς τη σημασία του πιστοποιητικού που αφορούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, βάσει του οποίου θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι είχε ειδικευθεί στη Ψυχιατρική, ενώ οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας τον είχαν αναγνωρίσει ως Ειδικό Ψυχίατρο από το 1979.

2.  Το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή προβάλλεται κυρίως σε συνάρτηση με την εισήγηση ότι παραγνωρίσθηκε η αρχαιότητα του Αιτητή και εδόθη εσφαλμένη σημασία στην προσωπική εκτίμηση του Διευθυντή στα καθήκοντα που εκτελούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ενώ ο Διευθυντής εσφαλμένα και αναιτιολόγητα επίσης αναφέρει ότι ο Αιτητής έχει κατά καιρούς απασχολήσει την υπηρεσία με προβλήματα που προκάλεσε στο Τμήμα. Η αρχαιότητα του Αιτητή όχι μόνο δεν παραγνωρίσθηκε αλλά προσμετρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει πεπλανημένη αξιολόγηση του παράγοντα αυτού στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της. Αλλά και ως προς την ίδια την εκτίμηση του Διευθυντή, ορθώς ετέθη πρωτοδίκως, με παραπομπή και στη σχετική νομολογία, η φύση και το πλαίσιό της ως επαυξητικό στοιχείο αξίας [*453]που εκφράζει την πληροφορημένη γνώμη του διευθυντή, ως εκ της ιδιάζουσας θέσης του, για τους υποψηφίους και ιδιαίτερα την καταλληλότητά τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Στα πλαίσια αυτά, η σύσταση του Διευθυντή συνιστούσε αξιολόγηση της προσφοράς και δραστηριότητας του κάθε υποψηφίου στο Τμήμα του χωρίς να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στον τομέα στον οποίο υπηρετούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος από ότι στον τομέα στον οποίο υπηρετούσε ο Αιτητής και καμιά σύγκρουση της σύστασης δεν υπάρχει με τα στοιχεία των φακέλων. Όσο για τη θέση ότι ο Διευθυντής αβάσιμα και κακόπιστα αναφέρθηκε σε προβλήματα που ο Αιτητής προκάλεσε στο Τμήμα απασχολώντας έτσι την υπηρεσία, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει την Ε.Δ.Υ. και μάλιστα χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον Αιτητή να ακουσθεί επ’ αυτών, ο Διευθυντής δεν αναφέρθηκε σε τίποτα άλλο, παρά μόνο σε στοιχεία που ήδη περιέχοντο στους φακέλους υπό μορφή μίας επιστολής, ούτε υπήρχε θέμα οποιασδήποτε πειθαρχικής έρευνας ή δίωξης και κανένας δυσμενής σχολιασμός δε γίνεται από το Διευθυντή του εν λόγω θέματος. Κυρίως δε, η Ε.Δ.Υ. καμιά σημασία δεν απέδωσε στην εν λόγω αναφορά, η οποία και δεν υπεισήλθε καθόλου στην κρίση της, ώστε να μην τίθεται ούτε από αυτή την άποψη θέμα παραπλάνησης ή πλάνης της Ε.Δ.Υ..

3.  Ο άλλος λόγος έφεση αναφορικά με το μη εύλογο της απόφασης, έχει ήδη σχολιασθεί σε σχέση με την αρχαιότητα και δε χρειάζεται να σχολιασθεί γενικότερα πέραν της υιοθέτησης και παράθεσης του σχετικού αποσπάσματος από την απόφαση πρωτοδίκως:

«Ο ισχυρισμός αυτός δε συνιστά αυτοτελή λόγο για ακύρωση της επίμαχης διοικητικής απόφασης. Μόνο όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή, προκύπτουσα από την αντικειμενική υφή των πραγμάτων, προσδιορίζεται αυτοτελής λόγος για την ακύρωση διοικητικής απόφασης. Κατά τα άλλο, το κριτήριο για τον έλεγχο της νομιμότητας απόφασης της Ε.Δ.Υ. είναι κατά πόσο υπό το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν της, η ληφθείσα απόφαση ήταν λογικά εφικτή, όπως όντως ήταν η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στην προκείμενη περίπτωση.»

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Π.) που δόθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1996 (Προσφυγή Αρ. 643/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέ[*454]ρους στη θέση ειδικού Ιατρού στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η απόρριψη πρωτοδίκως της προσφυγής του Εφεσείοντα κατά της προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Ειδικού Ιατρού στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Οι λόγοι έφεσης αφορούν τη διαπίστωση πρωτοδίκως:

1.  Ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ευλόγως εκρίθη από την ΕΔΥ ότι είχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.

2.  Ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη.

3.  Ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος είχε αποφανθεί ότι τα στοιχεία που περιείχοντο στο φάκελο του Ενδιαφερόμενου Μέρους παρείχαν πεδίο για το εύρημα της ΕΔΥ ότι είχε το προσόν του σχεδίου υπηρεσίας. Ότι η σύσταση του Διευθυντή αιτιολογείτο και μάλιστα σε ορισμένα σημεία με πολλή λεπτομέρεια, ούτε είχε παραγνωρισθεί η αρχαιότητα του Εφεσείοντα, ήταν δε νόμιμο για το Διευθυντή να βασισθεί στην προσωπική του γνώση και να αξιολογήσει την προσφορά και δραστηριότητα του κάθε υποψηφίου στο τμήμα του. Και ότι δεν κατεδείχθη έκδηλη υπεροχή του Εφεσείοντα έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

Τους λόγους έφεσης κατά των πιο πάνω διαπιστώσεων πραγματεύεται σε έκταση ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στη γραπτή αγόρευση του, ενώ ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στις δικές τους γραπτές αγορεύσεις υποστηρίζουν την καθ’ όλα ορθότητα της απόφασης.

[*455]Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κανένα έγγραφο ή πιστοποιητικό στο φάκελο του Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν υπάρχει που να δείχνει ότι είχε ειδίκευση στη ψυχιατρική, και ότι το μόνο σχετικό πιστοποιητικό ήταν απλώς πιστοποιητικό εργασίας και παρακολούθησης μεταπτυχιακών μαθημάτων από κάποιο Dr. Jenner και όχι καν από το ίδιο το Πανεπιστήμιο. Η ΕΔΥ, λέγει, δεν ερεύνησε επαρκώς το θέμα και μάλιστα για να διαπιστώσει ότι το δίπλωμα της ειδικότητας στη Ψυχιατρική D.P.M., το οποίο ο Εφεσείων έχει, παρέχεται από το Royal College μετά από εξετάσεις Η απάντηση σε αυτό όμως είναι απλή και εδόθη πρωτοδίκως, δεν χρήζει δε περαιτέρω σχολιασμού.  Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί μεταπτυχιακό τίτλο παρά μόνο τριετή υπηρεσία στη θέση του Επιμελητή, προϋπόθεση που ικανοποιούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Αλλά και καθ’ όσον η οποιαδήποτε ειδίκευση στη Ψυχιατρική θα ήταν σχετική και ανεφέρθη από την ΕΔΥ, δεν κατεδείχθη πλάνη της ΕΔΥ ως προς τη σημασία του πιστοποιητικού που αφορούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, βάσει του οποίου θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι είχε ειδικευθεί στη Ψυχιατρική, ενώ οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας τον είχαν αναγνωρίσει ως Ειδικό Ψυχίατρο από το 1979.

Το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή προβάλλεται κυρίως σε συνάρτηση με την εισήγηση ότι παραγνωρίσθηκε η αρχαιότητα του Αιτητή και εδόθη εσφαλμένη σημασία στην προσωπική εκτίμηση του Διευθυντή στα καθήκοντα που εκτελούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ενώ ο Διευθυντής εσφαλμένα και αναιτιολόγητα επίσης αναφέρει ότι ο Αιτητής έχει κατά καιρούς απασχολήσει την υπηρεσία με προβλήματα που προκάλεσε στο Τμήμα. Δεν συμφωνούμε.  Επικροτώντας τη διαπίστωση πρωτοδίκως ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι επαρκώς αιτιολογημένη, επισημαίνουμε ιδιαίτερα την αναφορά του Ευπαιδεύτου Προέδρου στο ότι η αρχαιότητα του Αιτητή όχι μόνο δεν παραγνωρίσθηκε αλλά προσμετρήθηκε από την ΕΔΥ και ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει πεπλανημένη αξιολόγηση του παράγοντα αυτού στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της.  Αλλά και ως προς την ίδια την εκτίμηση του Διευθυντή, ορθώς ετέθη πρωτοδίκως, με παραπομπή και στη σχετική νομολογία, η φύση και το πλαίσιο της ως επαυξητικό στοιχείο αξίας που εκφράζει την πληροφορημένη γνώμη του διευθυντή, ως εκ της ιδιάζουσας θέσης του, για τους υποψήφιους και ιδιαίτερα την καταλληλότητα τους να ανταποκριθούν στα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Συμφωνούμε δε με τη διαπίστωση ότι, στα πλαίσια αυτά, η σύσταση του Διευθυντή συνιστούσε αξιολόγηση της προσφοράς και δραστηριότητας του κάθε υποψηφίου στο Τμήμα του χωρίς να αποδίδεται μεγαλύτερη [*456]σημασία στον τομέα στον οποίο υπηρετούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος από ότι στον τομέα στον οποίο υπηρετούσε ο Αιτητής και ότι καμιά σύγκρουση της σύστασης δεν υπάρχει με τα στοιχεία των φακέλων. Όσο για τη θέση ότι ο Διευθυντής αβάσιμα και κακόπιστα αναφέρθηκε σε προβλήματα που ο Αιτητής προκάλεσε στο Τμήμα απασχολώντας έτσι την υπηρεσία, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει την ΕΔΥ και μάλιστα χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον Αιτητή να ακουσθεί επ’ αυτών, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Διευθυντής δεν αναφέρθηκε σε τίποτα άλλο παρά μόνο σε στοιχεία που ήδη περιείχοντο στους φακέλους υπό μορφή μιας επιστολής, ούτε υπήρχε θέμα οποιασδήποτε πειθαρχικής έρευνας ή δίωξης και κανένας δυσμενής σχολιασμός δεν γίνεται από το Διευθυντή του εν λόγω θέματος. Κυρίως δε, η ΕΔΥ καμιά σημασία δεν απέδωσε στην εν λόγω αναφορά, η οποία και δεν υπεισήλθε καθόλου στην κρίση της, ώστε να μην τίθεται ούτε από αυτή την άποψη θέμα παραπλάνησης ή πλάνης της ΕΔΥ.

Ο άλλος λόγος έφεσης έχει ήδη σχολιασθεί σε σχέση με την αρχαιότητα και δεν χρειάζεται να σχολιασθεί γενικότερα πέραν της υιοθέτησης και παράθεσης του σχετικού αποσπάσματος από την απόφαση πρωτοδίκως:

“Ο ισχυρισμός αυτός δεν συνιστά αυτοτελή λόγο για ακύρωση της επίμαχης διοικητικής απόφασης. Μόνο όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή, προκύπτουσα από την αντικειμενική υφή των πραγμάτων, προσδιορίζεται αυτοτελής λόγος για την ακύρωση διοικητικής απόφασης. Κατά τα άλλα, το κριτήριο για τον έλεγχο της νομιμότητας απόφασης της ΕΔΥ είναι κατά πόσο υπό το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν της η ληφθείσα απόφαση ήταν λογικά εφικτή, όπως όντως ήταν η απόφαση της ΕΔΥ στην προκειμένη περίπτωση. (Βλέπε Lewis v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 522, εξεδόθη στις 30.5.89 και δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα).

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας και του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο