Ambrosia Oils (1976) Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 457

(1999) 3 ΑΑΔ 457

[*457]15 Ιουλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

AMBROSIA OILS (1976) LTD,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2204)

 

Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Πίστωση φόρου εισροών — Άρθρο 25(13)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου — Δεν παραχωρείται πίστωση φόρου εισροών, με τον οποίο επιβαρύνονται δαπάνες που αφορούν στην παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία — Δεξαμενές ύψους και διαμέτρου 20 μέτρων, που είναι στερεά συνδεδεμένες με την γη, λόγω της εγκατάτασής τους σε τσιμεντένια βάση, ορθά θεωρήθηκαν ότι ενέπιπταν στις πρόνοιες του άρθρου.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή τους, κατά της απόφασης του καθ’ ου, να απορρίψει αίτημά τους για πίστωση φόρου εισροών, για υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιήθηκαν για εργασίες, που εκτελέστηκαν αναφορικά με κατασκευή δεξαμενών αποθήκευσης σπορελαίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Αφετηρία της διοικητικής απόφασης, ήταν το Άρθρο 25(13)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 το οποίο προνοεί ότι δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία. Ετέθη λοιπόν πρωτοδίκως ευθέως το ερώτημα κατά πόσο οι εν λόγω δεξαμενές συνιστούσαν ακίνητη ιδιοκτησία με την έννοια που ο όρος αυτός έχει στον εν λόγω Νόμο, [*458]η οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 2, είναι η ίδια με εκείνη που της αποδίδεται στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, Κεφ. 224, το Άρθρο 2 του οποίου προνοεί ότι η ακίνητη ιδιοκτησία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

“(b) Buildings and other erections, structures or fixtures affixed to any land or to any building or other erection or structure.”

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αφού εξέθεσε τις εκατέρωθεν θέσεις αναφορικά με το εγειρόμενο ερώτημα και συγκεκριμένα αν οι δεξαμενές ήσαν συνδεδεμένες με τη γη, και εξέτασε τα ενώπιον της διοίκησης σχετικά στοιχεία, αποφάνθηκε ότι δε διαπιστώνετο έλλειψη δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας. Ήταν, όπως είπε, λογικά εφικτό για τη διοίκηση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δεξαμενές, που ήσαν ύψους και διαμέτρου 20 μέτρων, ήσαν στερεά συνδεδεμένες σε δομική εγκατάσταση στη γη, ιδιαίτερα ως εκ της τοποθέτησής τους σε τσιμεντένια βάση και του περιτειχίσματος το οποίο τις περίκλειε.

Η έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής του δικαστηρίου, ως αγνοούσα την τεχνική άποψη που παρουσιάσθηκε από τους Εφεσείοντες, ότι οι δεξαμενές ήσαν μετακινήσιμες, αφού, εκτός από την τσιμεντένια βάση τους και το περιτείχισμα το οποίο τις περίκλειε, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο το οποίο να τις συνέδεε με τη γη, θέματα που το δικαστήριο, όπως και η διοίκηση, δεν ερεύνησε δεόντως και έτσι ούτε αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του.

Τίποτα το λανθασμένο δε διαπιστώνεται στην προσέγγιση αυτή και ασφαλώς από το σύνολο των ενώπιον του δικαστηρίου στοιχείων, το δικαστήριο μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η απόφαση της διοίκησης.

Υπάρχει και μία άλλη διάσταση στο όλο θέμα. Αυστηρώς ομιλούντες, το Άρθρο 25(13)(α) δε θέτει ως προϋπόθεση της εφαρμογής του, το ότι η κατασκευή, σε σχέση με τις δαπάνες της οποίας διεκδικείται πίστωση φόρου, συνιστά η ίδια μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας. Το Άρθρο ομιλεί για δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία. Ασφαλώς, και ανεξάρτητα από το αν οι δεξαμενές καθίσταντο οι ίδιες μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει του Άρθρου 2, οι δαπάνες για την κατασκευή τους αφορούσαν υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιήθηκαν, για την εκτέλεση εργασιών στην εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*459]Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Π.) που δόθηκε στις 24 Ιανουαρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 343/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να θεωρήσει τις δεξαμενές αποθήκευσης σπορέλαιου στερεά συνδεδεμένες με δομική εγκατάσταση στη γη και να μην παραχωρήσει πίστωση φόρου εισροών για δαπάνες σε σχέση με υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή προσβάλλει την απόφαση πρωτοδίκως με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των Εφεσειόντων που αφορούσε τη διεκδίκηση πίστωσης φόρου εισροών στα πλαίσια της νομοθεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για δαπάνες τους σε σχέση με υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιήθησαν για την κατασκευή δεξαμενών αποθήκευσης σπορελαίου.

Αφετηρία της απόφασης ήταν το άρθρο 25(13)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 το οποίο προνοεί ότι δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία. Ετέθη λοιπόν πρωτοδίκως ευθέως το ερώτημα κατά πόσο οι εν λόγω δεξαμενές συνιστούσαν ακίνητη ιδιοκτησία με την έννοια που ο όρος αυτός έχει στον εν λόγω Νόμο, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι η ίδια με εκείνη που της αποδίδεται στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, Κεφ. 224, το άρθρο 2 του οποίου προνοεί ότι η ακίνητη ιδιοκτησία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

“(b) buildings and other erections, structures or fixtures affixed to any land or to any building or other erection or structure.”

[*460]O ευπαίδευτος Πρόεδρος, αφού εξέθεσε τις εκατέρωθεν θέσεις αναφορικά με το εγειρόμενο ερώτημα, και συγκεκριμένα αν οι δεξαμενές ήσαν συνδεδεμένες με τη γη, και εξέτασε τα ενώπιον της διοίκησης σχετικά στοιχεία, αποφάνθηκε ότι δεν διαπιστώνετο έλλειψη δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας. Ήταν, όπως είπε, λογικά εφικτό για τη διοίκηση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δεξαμενές, που ήσαν ύψους και διαμέτρου 20 μέτρων, ήσαν στερεά συνδεδεμένες σε δομική εγκατάσταση στη γη, ιδιαίτερα ως εκ της τοποθέτησης τους σε τσιμεντένια βάση και του περιτειχίσματος το οποίο τις περίκλειε.

Η έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής του δικαστηρίου ως αγνοούσα την τεχνική άποψη που παρουσιάσθηκε από τους Εφεσείοντες ότι οι δεξαμενές ήσαν μετακινήσιμες, αφού, εκτός από την τσιμεντένια βάση τους και το περιτείχισμα το οποίο τις περίκλειε, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο το οποίο να τις συνέδεε με τη γη, θέματα που το δικαστήριο, όπως και η διοίκηση, δεν ερεύνησε δεόντως και έτσι ούτε αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση του.  Αντί τούτου, λέγει ο κ. Αγγελίδης, το δικαστήριο προέβη στους δικούς του πρωτογενείς και υποθετικούς συλλογισμούς για να οδηγηθεί στην κατάληξη ότι εύλογα εδικαιολογείτο η άποψη της διοίκησης, η οποία η ίδια δεν είχε βασισθεί σε δέουσα έρευνα.

Από την πλευρά του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία στη γραπτή αγόρευση του ουσιαστικά αναπαράγει την πρωτόδικη απόφαση, την ορθότητα της οποίας και υποστηρίζει.

Αδυνατούμε να διαγνώσουμε ουσία στην έφεση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος παρατήρησε ότι στην απόφαση της διοίκησης μνημονεύοντο όλα τα ουσιώδη γεγονότα, που περιλάμβαναν την άποψη που είχε εκτεθεί από τους Εφεσείοντες, και αντλείτο καθοδήγηση από τις διατάξεις του Νόμου. Οι Εφεσείοντες λέγουν ότι, εκτός της δομικά ανυψωμένης τσιμεντένιας βάσης των δεξαμενών και του τσιμεντένιου περικλείσματος τους, δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία από τα οποία το δικαστήριο, όπως και η διοίκηση, θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δεξαμενές ήσαν προσαρτημένες στη γη, και ότι η κατάληξη ήταν αποτέλεσμα πρωτογενών και υποθετικών συλλογισμών. Μα τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούσαν πρωτογενείς και υποθετικούς συλλογισμούς εκ μέρους του δικαστηρίου ή της διοίκησης αλλά πραγματικά στοιχεία εκτεταμένης σημασίας στον προσδιορισμό του θέματος, όπως ορθά εθεωρήθησαν και ελήφθησαν υπ’ όψη και από το δικαστήριο, έχοντας μάλιστα υπ’ όψη ότι επρόκειτο για δεξαμενές τεραστίων διαστάσεων.  Το δικαστήριο παρατήρησε μάλιστα ότι η [*461]αδυναμία διαπίστωσης οποιασδήποτε άλλης σύνδεσης των δεξαμενών με τη γη και η δυνατότητα μετακίνησης τους με ειδικούς γερανούς, όπως ήταν η θέση των Εφεσειόντων, δεν αναιρούσε τη σημασία των εν λόγω στοιχείων ως στοιχειοθετούντων την προσάρτηση των δεξαμενών στη γη και ότι ήταν λογικά εφικτό τέτοιο συμπέρασμα. Τίποτα το λανθασμένο δεν διαπιστώνεται στην προσέγγιση αυτή και ασφαλώς από το σύνολο των ενώπιον του δικαστηρίου στοιχείων το δικαστήριο μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η απόφαση της διοίκησης.

Υπάρχει και μία άλλη διάσταση στο όλο θέμα. Αυστηρώς ομιλούντες, το άρθρο 25(13)(α) δεν θέτει ως προϋπόθεση της εφαρμογής του το ότι η κατασκευή, σε σχέση με τις δαπάνες της οποίας διεκδικείται πίστωση φόρου, συνιστά η ίδια μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας. Το άρθρο ομιλεί για δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση εργασιών σε (υπογράμμιση δική μας) ακίνητη ιδιοκτησία. Ασφαλώς, και ανεξάρτητα από το αν οι δεξαμενές καθίσταντο οι ίδιες μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 2, οι δαπάνες για την κατασκευή τους αφορούσαν υλικά και υπηρεσίες που χρησιμοποιήθησαν για την εκτέλεση εργασιών στην εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία. 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Οι Εφεσείοντες θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο