(1999) 3 ΑΑΔ 468
[*468]19 Ιουλίου, 1999.
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΑΚΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1711)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Απαιτείται αιτιολόγηση — Πλήρης αναφορά στα στοιχεία των υποψηφίων — Η υπεροχή σε πείρα, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη ως επί μέρους στοιχείο της αξίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προσόντα — Πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας — Έχουν οριακή σημασία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία.
Αναθεωρητική Έφεση — Αντικείμενο — Περιγραφική επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, στην επί μέρους βαθμολογία, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία δεν περιέχει κανένα παρόμοιο σχόλιο.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Δεν ισχύουν άλλοι κανόνες επειδή διάδικος είναι η Δημοκρατία, είτε ως εναγόμενη, είτε ως καθ’ ης η αίτηση σε προσφυγή.
Προβάλλοντας λόγους εφέσεως που αφορούσαν την παρανομία της επίδικης διοικητικής απόφασης, ο εφεσείων επεδίωξε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία, η προσφυγή του κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ., να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος, στη [*469]θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία, είχε απορρίφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η σύσταση ήταν αιτιολογημένη. Η σύσταση παρέχει επαρκή αιτιολογία και δεν έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων. Επισημαίνεται επίσης στη σύσταση το στοιχείο της πείρας υπέρ του εφεσίβλητου–ενδιαφερόμενου μέρους, που αιτιολογείται επαρκώς και επιβεβαιώνεται από τους διοικητικούς φακέλους. Η πείρα ως επί μέρους στοιχείο της αξίας νόμιμα λαμβάνεται υπόψη στην τελική κρίση του διορίζοντος οργάνου.
Όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς φακέλους τόσο ο εφεσείων όσο και το εφεσίβλητο ενδιαφερόμενο μέρος, πληρούν τα απαραίτητα προσόντα, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής της αγγλικής γλώσσας. Τόσο ο εφεσείων όσο και το εφεσίβλητο ενδιαφερόμενο μέρος, έχουν αξιολογηθεί ως “Λίαν Καλός” το 1987 και ως “Εξαίρετος” για τα έτη 1988-1989.
Ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 25 ½ μήνες στην προηγούμενη θέση. Όπως εξηγείται στη σύσταση ο εφεσείων διορίστηκε απευθείας στην προηγούμενη θέση Ελεγκτή, 1ης Τάξης, την 15.1.85, γιατί κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα, εν αντιθέσει προς το ενδιαφερόμενο μέρος που διορίστηκε για πρώτη φορά στις 18.10.82 στη θέση Ελεγκτή, 2ης Τάξης, γιατί δεν κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα. Στη σύσταση επίσης αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει μακρύτερη πείρα, στοιχείο που προσμετρά στην αξία λαμβάνοντας υπόψη ότι τα καθήκοντα των θέσεων Ελεγκτή, 1ης και 2ης Τάξης, είναι τα ίδια. Η σύσταση επομένως είναι αιτιολογημένη και είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
2. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας έχουν μόνο οριακή σημασία, η δε αρχαιότητας δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία (στην περίπτωση αυτή η κλίμακα της θέσης είναι η Α13). Οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα, πέραν των απαιτουμένων από τα σχέδια υπηρεσίας, μόνο περιθωριακή σημασία μπορούσαν να έχουν κατά την αξιολογική σύγκριση. Η δεδομένη δε αρχαιότητα του εφεσείοντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα που να ανατρέπει την υπεροχή του τελευταίου σε αξία, λόγω και της σύ[*470]στασης του Γενικού Ελεγκτή και της μακρότερης πείρας του. Η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία και το διορίζον όργανο έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια επιλογής.
3. Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εφεσίβλητο ενδιαφερόμενο μέρος, υπερέχει σε αξία, λόγω ελαφράς ανώτερης επί μέρους βαθμολογίας στις εμπιστευτικές εκθέσεις.
Η επισήμανση αυτή από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι απλά περιγραφική και δε φαίνεται να ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που τον οδήγησε στην τελική κρίση του. Δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης λόγω της πιο πάνω αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., αλλά και η σύσταση του Γενικού Ελεγκτή, δεν περιέχει καμιά μνεία ή σχόλιο για την επί μέρους βαθμολογία των υποψηφίων. Η αναφορά αυτή του πρωτόδικου Δικαστή δεν είναι δυνατό να επηρεάσει την επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. η οποία είναι αιτιολογημένη και συνάδει με τα ενώπιόν της στοιχεία.
4. Το θέμα των εξόδων της δίκης παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 43:
“H Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους.»
Στην προκείμενη περίπτωση δε διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,
Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405,
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288,
[*471]Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,
Χατζηγεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου, 1992 (Προσφυγή Αρ. 578/90) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο-Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αναθεωρητική έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 578/90 με την οποία απερρίφθη η πιο πάνω προσφυγή του με έξοδα γιατί κρίθηκε ότι κανένας από τους νομικούς λόγους που πρόβαλε δεν στοιχειοθετούσε λόγο ακύρωσης και ούτε αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή έναντι του προαχθέντα-ενδιαφερόμενου μέρους.
Επίδικη ήταν η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία από 15.7.1990.
Επειδή η θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή είναι θέση προαγωγής εξετάστηκε απευθείας από την ΕΔΥ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του [*472]1990 (Νόμος αρ. 1/90).
Ο εφεσείων, διά του δικηγόρου του, προβάλλει τέσσερις λόγους έφεσης.
Ο κύριος λόγος έφεσης αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, που, σύμφωνα με τον συνήγορο του εφεσείοντα, πάσχει ανεπανόρθωτα λόγω πλημμελούς αιτιολογίας.
Όπως αναφέραμε η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 35(4), που αφορά τη διαδικασία της πλήρωσης θέσης προαγωγής, απαιτούνται οι αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η σύσταση περιέχει αναιτιολόγητη-αναρμόδια αναφορά στη γνώση της αγγλικής τόσο από τον εφεσείοντα όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος και στην αστήριχτη, όπως τη χαρακτηρίζει, θέση του Διευθυντή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί σε πείρα χωρίς να τη συγκεκριμενοποιεί και χωρίς μια τέτοια πείρα να είναι απαραίτητο προσόν από τα σχέδια υπηρεσίας. Ισχυρίζεται ότι στη σύσταση απλώς επαναλαμβάνονται τα τρία νόμιμα κριτήρια γενικά και αόριστα χωρίς ουσιαστική σύγκριση των υποψηφίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τη σύσταση αιτιολογημένη και αναφέρει τα εξής:-
“Από το πρακτικό που παρατέθηκε πιο πάνω η άποψη μου είναι ότι η σύσταση του Γενικού Ελεγκτή είναι αιτιολογημένη. Διευκρινίζει πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υποψήφιοι διαθέτουν την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας. Αναφέρεται ειδικά στην αρχαιότητα του αιτητή σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος και αιτιολογεί την προτίμηση του και τη σύστασή του για τον τελευταίο ενόψει της μεγαλύτερης πείρας του στην υπηρεσία.”.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη. Η σύσταση παρέχει επαρκή αιτιολογία και δεν έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των φακέλων. Επισημαίνεται επίσης στη σύσταση το στοιχείο της πείρας υπέρ του εφεσίβλητου-ενδιαφερόμενου μέρους που αιτιολογείται επαρκώς και επιβεβαιώνεται από τους διοικητικούς φακέλους. Η πείρα ως επί μέρους στοιχείο της αξίας νόμιμα λαμβάνεται υπόψη στην τελική κρίση του διορίζοντος οργάνου.
[*473]Όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς φακέλους τόσο ο εφεσείων όσο και το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος πληρούν τα απαραίτητα προσόντα, συμπεριλαμβανομένης της κατοχής της αγγλικής γλώσσας. Τόσο ο εφεσείων όσο και το εφεσίβλητο-ενδιαφερόμενο μέρος έχουν αξιολογηθεί ως “Λίαν Καλός” το 1987 και ως “Εξαίρετος” για τα έτη 1988-1989.
Ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 25½ μήνες στην προηγούμενη θέση. Όπως εξηγείται στη σύσταση ο εφεσείων διορίστηκε απευθείας στην προηγούμενη θέση Ελεγκτή, 1ης Τάξης, την 15.1.85 γιατί κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα εν αντιθέσει προς το ενδιαφερόμενο μέρος που διορίστηκε για πρώτη φορά στις 18.10.82 στη θέση Ελεγκτή, 2ης Τάξης γιατί δεν κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα. Στη σύσταση επίσης αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει μακρύτερη πείρα, στοιχείο που προσμετρά στην αξία λαμβάνοντας υπόψη ότι τα καθήκοντα των θέσεων Ελεγκτή 1ης και 2ης Τάξης είναι τα ίδια. Η σύσταση επομένως είναι αιτιολογημένη και είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η ΕΔΥ απέτυχε να επιλέξει τον πραγματικά καλύτερο υποψήφιο με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια και παραγνώρισε τα προσόντα και την έκδηλη αρχαιότητά του.
Ήδη αναφέρθηκε προηγούμενα ότι ο εφεσείων είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής των Αθηνών, προσόν που δεν απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας ούτε αποτελεί πρόσθετο προσόν και έχει αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση κατά 25½ μήνες.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ακαδημαϊκά προσόντα που δεν απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας έχουν μόνο οριακή σημασία, η δε αρχαιότης δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία (στην περίπτωση αυτή η κλίμακα της θέσης είναι η Α13).
Οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα, πέραν των απαιτουμένων από τα σχέδια υπηρεσίας, μόνο περιθωριακή σημασία μπορούσαν να έχουν κατά την αξιολογική σύγκριση (Βλέπε: Αλέκος Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186 και Andrestinos Papadopoulos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 405).
Η δεδομένη δε αρχαιότητα του εφεσείοντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα που [*474]να ανατρέπει την υπεροχή του τελευταίου σε αξία, λόγω και της σύστασης του Γενικού Ελεγκτή και της μακρότερης πείρας του. Η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία και το διορίζον όργανο έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια επιλογής. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47).
Καταλήγουμε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή όπως έχει προσδιοριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος (ενδιαφερόμενο μέρος) υπερέχει σε αξία λόγω ελαφράς ανώτερης επί μέρους βαθμολογίας στις εμπιστευτικές εκθέσεις.
Η επισήμανση αυτή από τον πρωτόδικο Δικαστή είναι απλά περιγραφική και δεν φαίνεται να ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που τον οδήγησε στην τελική κρίση του. Παραθέτω την παρατήρηση αυτή από την απόφαση:-
“Από απόψεως αξίας για το έτος 1987 έχουν και οι δύο αξιολογηθεί με “Λίαν Καλός”, για δε τα έτη 1988 και 1989 ως “Εξαίρετος” με ελαφρά ανώτερη επί μέρους βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους.”.
Έχουμε καταλήξει ότι δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης λόγω της πιο πάνω αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση της ΕΔΥ, αλλά και η σύσταση του Γενικού Ελεγκτή, δεν περιέχει καμιά μνεία ή σχόλιο για την επί μέρους βαθμολογία των υποψηφίων. Η αναφορά αυτή του πρωτόδικου Δικαστή δεν είναι δυνατό να επηρεάσει την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ η οποία είναι αιτιολογημένη και συνάδει με τα ενώπιον της στοιχεία. (Βλέπε: Σταύρος Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288).
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιδίκαση εξόδων εναντίον του ως αποτέλεσμα της απόρριψης της προσφυγής του.
Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι “διεκδικώντας στο Δημόσιο Δίκαιο εξαφάνιση διοικητικής πράξης, δεν αναζητούσε ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων ούτε είχε προσαγάγει στο Δικαστήριο ιδιωτική διαφορά, ώστε να καταδικαστεί στα έξοδα επί αποτυχίας της υπόθεσής του.”.
[*475]Το θέμα των εξόδων της δίκης παραμένει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Ανδρόνικος Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43:-
“Η Δημοκρατία ενάγεται ως διάδικος στο Δικαστήριο ή προσβάλλονται οι αποφάσεις των διοικητικών της οργάνων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσουν άλλοι κανόνες, αναφορικά με τα έξοδα, από τους καθιερωμένους.”
(Βλέπε επίσης: Αντ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102 και Τάκης Χ’’Γεωργίου κ.ά. ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 42.)
Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο