Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστάκη Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485

(1999) 3 ΑΑΔ 485

[*485]20 Ιουλίου 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

v.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2743)

 

O περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος — Άρθρο 34(1) — Προφορικές Συνεντεύξεις για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής — Αιτιολογία γενικής Εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής — Βαθμολόγηση με τη βοήθεια πίνακα που περιέχει τα κεφάλαια στα οποία βαθμολογούνται — Δεν παρέχονται με τις επί μέρους βαθμολογίες, οι λόγοι για τη συγκεκριμένη αξιολόγηση — Ελλείπει η αιτιολογία — Χαρακτηριστικά αιτιολογίας — Επιπλέον το Άρθρο 34(10) απαιτεί αξιολόγηση της «γενικής εντύπωσης» από τις συνεντεύξεις.

Το ζήτημα που εξετάστηκε στην παρούσα έφεση, αφορούσε στο κατά πόσο πληρείτο η απαίτηση του Άρθρου 34(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) με την καταγραφή αξιολόγησης σε επιμέρους κεφάλαια κρίσης που περιέχοντο σε πίνακα, από το μέσο όρο της οποίος εξαγόταν η γενική αξιολόγηση των υποψηφίων για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ’ εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέ[*486]χουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άρθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δε μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επί μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.

Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της “Α” ή της “Β” γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν την βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση, το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους. Η προφορική εξέταση παρέχει ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου που επίσης λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση, τηρουμένης πάντα της αρχής της ισότητας που ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και της διοίκησης και αποκλείει κάθε διάκριση αντινομική προς αυτή (Άρθρο 28.1.2 του Συντάγματος).

Τέλος, μία επιφύλαξη. Είναι πράγματι συζητήσιμο αν στο πλαίσιο του Άρθρου 34(1) του Νόμου είναι παραδεκτή η διαμόρφωση της αξιολόγησης των υποψηφίων με αναφορά σε ιδιαίτερα κεφάλαια κρίσεως. Το κριτήριο αξιολόγησης που θέτει ο Νόμος είναι “η γενική εντύπωση” που εισάγει το στοιχείο της σφαιρικότητας της κρίσης.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 279/93, ημερ, 30.6.94,

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 83/94, ημερ. 29.12.95,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου και Άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,

Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 165/97 κ.ά. ημερ. 14.12.98.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Καλλής, Δ.) που δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου, 1998 [*487](Προσφυγή Αρ. 435/97) με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιμελητή (Παιδιατρικής) στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.

Ν. Χαραλάμπους, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Λ. Μιξίδης για Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Άννα Πέτσα Τορνάρη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η προφορική εξέταση καθιερώνεται από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν.1/90), (ο νόμος), ως ένα από τα μέσα δοκιμασίας των υποψηφίων για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καθορίζεται από το εδάφιο 10 του άρθρου 34 του Νόμου.  Προβλέπει:

«(10) Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής όσο αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται.»

Το άρθρο 34(10) καθιστά τη γενική εντύπωση που συναποκομίζουν τα μέλη του εξετάζοντος σώματος το μέτρο κρίσης των υποψηφίων, επιβάλλει την καταγραφή της και απαιτεί την αιτιολόγησή της. Αναμφισβήτητο είναι ότι το άρθρο 34(10) στοιχειοθετεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο προσδιοριστικό του κύρους της προφορικής εξέτασης. (Βλ. Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 279/93 - 30.6.1994. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, 580-581. Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 83/94 - 29.12.1995.)

Σ’ αυτή την έφεση καλούμεθα να αποφασίσουμε κατά πόσο η αξιολόγηση της επίδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με τη βαθμολόγησή τους (εξαίρετος, πολύ καλός, κ.ο.κ.), στο γνωσιολογικό, νοητικό και εκφραστικό πεδίο, και εκείνο της προσωπικότητάς τους, συνιστά αιτιολόγηση της γενικής κρίσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η οποία χαρακτηρίζεται ως η «γενική αξιολόγηση». Η αξιολόγηση για την οποία ο λόγος, έγινε με τη βοήθεια πίνακα στον οποίο καταγράφονται οριζοντίως τα κεφάλαια κάτω από τα οποία αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι, και στην τελευταία στήλη, η γενική αξιολόγηση. Ο πίνακας εικονίζεται πιο κάτω:

Κάτω από την κάθε στήλη αναγράφεται φραστικά η βαθμολογία του υποψηφίου με τα χαρακτηριστικά, «εξαίρετος», «πάρα πολύ καλός», «πολύ καλός», κ.ο.κ., και στην τελική στήλη η γενική αξιολόγηση συντιθέμενη από το μέσο όρο των επί μέρους βαθμολογιών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων που κατοπτρίζεται στην τελική στήλη, δεν αιτιολογείται και για το λόγο αυτό αποδέκτηκε την προσφυγή του εφεσίβλητου και ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση με την οποία πληρώθηκε η θέση Επιμελητή (Παιδιατρικής) στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Διάφορη είναι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος υπέβαλε έφεση εκ μέρους της δημόσιας αρχής που έλαβε την απόφαση, με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ως εσφαλμένης και συνακόλουθα η επικύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι οι επι μέρους  κρίσεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας συνιστούν αιτιολογία της γενικής αξιολόγησης και ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου είναι εσφαλμένη. Εκτός από την εμφανή, κατά την εισήγησή του, αιτιολόγηση της τελικής κρίσης που προκύπτει από τις επι μέρους βαθμολογήσεις σε συσχετισμό με το περιεχόμενο της στήλης του πίνακα κάτω από την οποία τέθηκαν, επικαλέστηκε και την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, προς υποστήριξη της θέσης του. Στην Αντωνίου αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων από το Συμβούλιο Κρίσεως του Αστυνομικού σώματος με τη βοήθεια πίνακα στον οποίο εξειδι[*489]κεύονται τα κεφάλαια κάτω από τα οποία αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι (κατάρτιση, δραστηριότητα, νοητικές ικανότητες και προσήλωση στο καθήκον), προβλεπόμενα από έντυπο το οποίο εγκρίθηκε, ήταν παραδεκτή. (Βλ. επίσης Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές αρ. 165/97, 195/97, 219/97, 221/97, 14.12.1998 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.)). Η εισήγηση παραγνωρίζει ότι ο Κανονισμός 8(2) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, βάσει του οποίου γίνεται η αξιολόγηση του αστυνομικού σώματος, δεν επιβάλλει την αιτιολόγηση της κρίσης των μελών του συμβουλίου.

O εφεσίβλητος υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση σε συγκεκριμένους τομείς γνώσης και αξίας αφήνει αγεφύρωτο το κενό στην αιτιολόγηση της γενικής αξιολόγησης. Αντίθετα, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε, όπως μπορούμε να συνοψίσουμε τις θέσεις του, ότι η επίδοση ή ο βαθμός επάρκειας  των υποψηφίων στο γνωσιολογικό, νοητικό και ατομικό πεδίο, αιτιολογεί την τελική κρίση του σώματος. Παραστατικά, ένας υποψήφιος που κρίνεται πολύ καλός στους πέντε τομείς που εξειδικεύονται, δικαιολογημένα αξιολογείται ως πολύ καλός. Οι επί μέρους κρίσεις συνιστούν αιτιολογία της γενικής κρίσης. Δεν συμφωνούμε. Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ’ εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης. δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.

Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της “Α” ή της “Β” γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους. Η προφορική εξέταση παρέχει ενδείξεις για την προσωπικότητα του υποψηφίου που  επίσης λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση, τηρουμένης πάντα [*490]της αρχής της ισότητας που ορίζει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και της διοίκησης και αποκλείει κάθε διάκριση αντινομική προς αυτή. (Άρθρο 28.1.2 του Συντάγματος.)

Τέλος μία επιφύλαξη. Είναι πράγματι συζητήσιμο αν στο πλαίσιο του άρθρου 34(10) του Νόμου είναι παραδεκτή η διαμόρφωση της αξιολόγησης των υποψηφίων με αναφορά σε ιδιαίτερα κεφάλαια κρίσεως. Το κριτήριο αξιολόγησης που θέτει ο Νόμος είναι «η γενική εντύπωση» που εισάγει το στοιχείο της σφαιρικότητας της κρίσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο