(1999) 3 ΑΑΔ 496
[*496]20 Ιουλίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ.,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
3. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2373)
Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Χαρακτηριστικά — Επιστολή στην οποία περιέχονται πληροφορίες για τις πρόνοιες του νόμου και τις συνέπειες παράβασής του δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πληροφοριακή — Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.
Με την πρωτόδικη απόφαση είχε αποφασιστεί ότι η επίδικη στην προσφυγή απόφαση, με την οποία οι αιτητές επληροφορούντο ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο αυτοί μπορούσαν να κυκλοφορήσουν «ξυστό λαχείο» ήταν αυτό να διανεμηθεί δωρεάν και να μην επικολληθεί σε κιβώτια ή φιάλες των αναψυκτικών Coca-Cola, ήταν επιβεβαιωτική προηγούμενης εκτελεστής. Οι αιτητές καταχώρησαν έφεση κατά της πρωτόδικη απόφαση, αμφισβητώντας το βεβαιωτικό χαρακτήρα της δεύτερης και επίδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
To πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επίδικη επιστολή δεν περιέχει εκτελεστή διοικητική απόφαση, ως επιβεβαιωτική προηγούμενης που εκφράζεται στην επιστολή της 1.8.95 και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναθεώρηση με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά για διαφο[*497]ρετικό λόγο. Ούτε η επιστολή ημερ. 1.8.95, ούτε και η επίδικη ημερ. 2.11.95, περιέχουν οποιοδήποτε εκτελεστή διοικητική απόφαση.
Το κριτήριο για την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης έχει καθοριστεί με σαφήνεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26. Στην απόφαση αυτή στη σελίδα 31 αναφέρει το εξής:
“Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.»
Όχι μόνο η επιστολή ημερομηνίας 2.11.95 αποκαλύπτει εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά ούτε και η επιστολή 1.8.95 αποκαλύπτει επίσης τέτοια απόφαση. Η επιστολή έχει πληροφοριακό και σιγουρευτικό χαρακτήρα, αποκαλυπτικό της θεώρησης από τις Αρχές των σχετικών νομικών διατάξεων και της εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα ενέχει για την εφεσείουσα η οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26,
Αmathus Navigation Co. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 10,
Colokassides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 542,
Fellas v. Republic (1972) 3 C.L.R. 310.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικήτας, Δ.) που δόθηκε στις 20 Νοεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 1007/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να θεωρήσουν ότι ο διαγωνισμός σχετικά με την Coca-Cola για Χριστουγεννιάτικα δώρα αποτελούσε λαχείο και να θέ[*498]σουν τον όρο όπως τα ξυστά κουπόνια μη επικολληθούν ή περιληφθούν σε κιβώτια ή φιάλες αναψυκτικών Coca-Cola.
Χρ. Χριστοφίδης, για την Εφεσείουσα.
Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την εμφιάλωση και διανομή του αναψυκτικού Coca-Cola.
Την 1.8.95 το Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε επιστολή στην εφεσείουσα με την οποία την πληροφορούσε ότι η κυκλοφορία ξυστού λαχείου αντίκειται στις πρόνοιες του περί Λαχείων Νόμου, Κεφ. 74.
Την 24.8.95 η εφεσείουσα, μέσω των δικηγόρων της, δι’ επιστολής προς το Υπουργείο Οικονομικών, εξέφρασαν τη διαφωνία της ζητώντας συγχρόνως την ανάκληση της επιστολής ημερ. 1.8.95.
Το Υπουργείο Οικονομικών, στις 24.10.95 μετά και από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, απάντησε στην πιο πάνω επιστολή της εφεσείουσας εμμένοντας στο περιεχόμενο της επιστολής του ημερ. 1.8.95 και προειδοποιώντας ότι, εάν δεν τερματισθεί η κυκλοφορία του λαχείου η υπόθεση θα καταγγελθεί στην Αστυνομία.
Στις 2.11.95 η εφεσείουσα, με επιστολή των δικηγόρων τους, και πάλιν αμφισβητούσε τη θέση του Υπουργείου Οικονομικών και ζητούσε από αυτό βεβαίωση ότι τα συνημμένα έγγραφα δεν εμπίπτουν στην έννοια του “λαχείου” όπως καθορίζεται από το Νόμο. Αυθημερόν το Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε απαντητική επιστολή εμμένοντας στις προηγούμενες θέσεις του προσθέτοντας ότι θα ήταν δυνατό να επιτραπεί η κυκλοφορία του “λαχείου” εάν η εφεσείουσα διαβεβαίωνε γραπτώς ότι το ξυστό “λαχείο” θα διανέμεται εντελώς δωρεάν και δεν επρόκειτο να επικολληθεί ή να περιληφθεί σε κιβώτια ή φιάλες των αναψυκτικών Coca-Cola.
Εναντίον της τελευταίας αυτής επιστολής η εφεσείουσα καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1007/95. Οι καθ’ ων η αίτηση-εφε[*499]σίβλητοι με τη γραπτή τους ένσταση στην προσφυγή πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη ή απόφαση η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα και επιβεβαιωτική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων και απέρριψε την προσφυγή. Αποφάσισε ότι η επιστολή ημερ. 1.8.95 “περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκτελεστής απόφασης”. Περαιτέρω, αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση (επιστολή ημερ. 2.11.95) είναι επιβεβαιωτική της πρώτης αφού κανένα νέο στοιχείο δεν παρουσίασε η εφεσείουσα και δεν διεξήχθη καμιά νέα έρευνα. Επειδή δε θεώρησε την πρώτη επιστολή, ημερ. 1.8.95, ως την εκτελεστή απόφαση κατέληξε περαιτέρω ότι και η προσφυγή ήταν και εκπρόθεσμη αφού παρήλθε η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος.
Η εφεσείουσα προβάλλει δύο επάλληλους λόγους που οδηγούν, κατά την άποψή της, σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιους τους δύο λόγους έφεσης.
“1ος Λόγος Έφεσης
Ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στο πόρισμα του ότι η επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημ. 1.8.1995 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη της οποίας η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση ήτο επιβεβαιωτική.
Αιτιολογικά
Η εν λόγω επιστολή αναφερόταν σε εντελώς διαφορετικό υλικό από εκείνο για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση.
2ος Λόγος Έφεσης
Το πόρισμα του Πρωτόδικου Δικαστή ότι με την επιστολή ημ. 2.11.95 η Αιτήτρια δεν είχε θέσει ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση οτιδήποτε νεώτερο που να δικαιολογούσε έρευνα και επομένως η προσβαλλομένη πράξη ή απόφαση ήτο εκπρόθεσμη είναι εσφαλμένο.
[*500]Αιτιολογικά
(α) Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αξιολόγησε δεόντως το γεγονός ότι με την επιστολή της ημ. 2.11.95 η Αιτήτρια επιζητούσε συγκεκριμένη απόφαση ή πράξη επί συγκεκριμένου υλικού που συνόδευε την επιστολή της για να χρησιμοποιηθεί για τον εκτελωνισμό έντυπου υλικού που βρισκόταν στο Τελωνείο, και δεν ήτο δυνατόν να συσχετιστεί ή να εξομοιωθεί με το αντικείμενο οποιασδήποτε προγενέστερης έκφρασης γνώσης.
(β) Το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε θετική διοικητική πράξη η οποία επέτρεπε την κυκλοφορία του “λαχείου” αλλά υπό τον όρο όπως η Αιτήτρια δώσει γραπτή διαβεβαίωση ότι τα δελτία θα διενέμοντο εντελώς δωρεάν, και αυτή η θετική διοικητική πράξη ήτο εντελώς διαφορετική από το περιεχόμενο προηγούμενης αλληλογραφίας μεταξύ Υπουργείου και Αιτήτριας. Εκείνο που προσβαλλόταν με την παρούσα προσφυγή ήτο ο όρος που περιείχε η διοικητική πράξη ο οποίος όρος δεν αποτελούσε βεβαίωση προγενέστερης διοικητικής πράξης.
(γ) Ο Πρωτόδικος Δικαστής παρερμήνευσε την επιστολή της Αιτήτριας ημ. 2.11.95 διότι αποφάνθηκε μεν πως τα έντυπα που την συνόδευαν αφορούσαν νέο διαγωνισμό που βρίσκοντο στο Τελωνείο αλλά έκρινε πως τα έντυπα αυτά ήταν ουσιαστικά τα ίδια με τα προηγούμενα, ενώ επρόκειτο για εντελώς διαφορετικούς διαγωνισμούς που θα διεξήγοντο σε διαφορετικές ημερομηνίες, με διαφορετικά βραβεία, περιεχόμενο και άλλα στοιχεία και το αίτημα της Αιτήτριας έγινε δεκτό με μόνη διαφορά ότι έθεσαν όρον ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής.
(δ) Ο Πρωτόδικος Δικαστής παρεγνώρισε το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέσθηκαν την επιστολή των ημ. 24.10.95 (και όχι την επιστολή των ημ. 1.8.95) η οποία ουδέποτε παρήγαγε νομικά αποτελέσματα.”.
Ο πρώτος λόγος έφεσης συνοδεύετο και από άλλα αιτιολογικά τα οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας τα απέσυρε στο στάδιο της ακρόασης.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του περιόρισε τον πρώτο λόγο έφεσης στο ότι “ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στο πόρισμα του ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήτο βεβαιωτική εκείνης που περιείχε η επιστολή της 1.8.95. Ένεκα τούτου ανέπτυξε την επιχει[*501]ρηματολογία του και για τους δύο λόγους συγχρόνως θεωρώντας ότι αμφότεροι είναι συναφείς μεταξύ τους.
Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου της εφεσείουσας είναι ότι η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή τους 1.8.95 δεν έχει καμιά σχέση ή συνάφεια με την επίδικη γιατί επρόκειτο για δύο εντελώς ξεχωριστά ξυστά λαχεία και κατά συνέπεια επρόκειτο περί διαφορετικών διοικητικών πράξεων που δεν είχαν σύνδεση μεταξύ τους. Με την πρώτη, ισχυρίζεται η εφεσείουσα, καλείται να παύσει να κυκλοφορεί το ξυστό λαχείο ενώ με τη δεύτερη της επιτρέπεται να το κυκλοφορήσει αλλά υπό όρους. Τα έντυπα στα οποία αναφερόταν η επιστολή της 1.8.95, συνεχίζει, κυκλοφορούσαν ήδη και ήσαν διαφορετικού περιεχομένου από τα έντυπα που στάληκαν με την επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 2.11.95.
Η δικηγόρος για τους εφεσίβλητους με το περίγραμμα της υπεστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ότι δηλαδή η επίδικη απόφαση ήταν βεβαιωτική της προηγούμενης ημερ. 1.8.95 και κατά συνέπεια μη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία ζητήθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων να τοποθετηθούν επί ζητήματος που τέθηκε εάν δηλαδή οποιαδήποτε επιστολή είτε της 1.8.95 είτε της 2.11.95 περιέχει εκτελεστή διοικητική απόφαση. Και οι δύο πλευρές επέμειναν στις θέσεις τους όπως καταγράφονται στα περιγράμματα αγορεύσεων.
Το θέμα της εκτελεστότητας της διοικητικής απόφασης είναι δημόσιας τάξης και το Δικαστήριο μπορεί να το εξετάσει αυταπάγγελτα. Αυτή είναι η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εξάλλου η εκτελεστότητα της απόφασης εγείρεται τόσο στην προσφυγή όσο και στους λόγους έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επίδικη επιστολή δεν περιέχει εκτελεστή διοικητική απόφαση ως επιβεβαιωτική προηγούμενης που εκφράζεται στην επιστολή της 1.8.95 και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε αναθεώρηση με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Καταλήγουμε και εμείς στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά για διαφορετικό λόγο. Η θέση μας είναι ότι ούτε η επιστολή ημερ. 1.8.95 ούτε και η επίδικη ημερ. 2.11.95 περιέχουν οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική απόφαση.
[*502]Το κριτήριο για την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης, έχει καθοριστεί με σαφήνεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 A.A.Δ. 26. Στην απόφαση αυτή, στη σελίδα 31 αναφέρει τα εξής:-
“Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ’ αυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας Του Συμβουλίου της Επικράτειας, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ.125). Χρήσιμη αναφορά για τη φύση και χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής Λιμένων μπορεί να γίνει στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 καθώς και στα χαρακτηριστικά πράξεων εξουσίας.”.
Έχουμε καταλήξει ότι όχι μόνο η επιστολή ημερομηνίας 2/11/95 αποκαλύπτει εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά ούτε και η επιστολή 1/8/95 αποκαλύπτει επίσης τέτοια απόφαση. Η επιστολή έχει πληροφοριακό και σιγουρευτικό χαρακτήρα, αποκαλυπτικό της θεώρησης από τις Αρχές των σχετικών νομικών διατάξεων και της εφαρμογής τους. Ταυτόχρονα προειδοποιεί για τις συνέπειες που θα ενέχει για την εφεσείουσα η οποιαδήποτε παράβαση του Νόμου.
Ο Α. Λοΐζου, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Amathus Navigation Co. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 10 εξετάζοντας υπόθεση με προσομειάζοντα γεγονότα αναφέρει στη σελίδα 20:-
“As I have already stated the decision contained in exhibit 1 is nothing more than a legal opinion or to put it otherwise, a restatement in general of the legal approach on the question of the imposition of import duty on short landed goods. As such it could not be the subject of a recourse and if any authority is [*503]needed in this respect reference may be made to the case of Erotokritou v. The Republic (1972) 3 C.L.R., p. 523.”.
(Βλέπε επίσης, μεταξύ άλλων: Nicos Colοkassides v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 542 (απόφαση Ολομέλειας) και Neophytos Fellas v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 310).
Kαταλήγουμε, κατά συνέπεια, στο ίδιο αποτέλεσμα που κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο