Αζίνας Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 508

(1999) 3 ΑΑΔ 508

[*508]20 Ιουλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΖΙΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 1389)

 

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Εξουσίες — Πειθαρχική Διαδικασία — Άρθρο 79(1) του Ν. 33/67 καθορίζει τις πειθαρχικές ποινές. Αυστηρότερη η ποινή της απόλυσης — Η επιβολή της, παρά την αναγνώριση ελαφρυντικών δεν σημαίνει υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Επέμβαση Δικαστηρίου — Πειθαρχικές ποινές — Καμία εξουσία επέμβασης στην επιβληθείσα ποινή — Μόνο αν επιβλήθηκε καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

Ο εφεσείων ο οποίος είχε καταδικαστεί σε πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η ποινή της απόλυσης, εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή του, κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ., είχε απορριφθεί.

Με τους λόγους έφεσης προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. επιλέγοντας να επιβάλει την αυστηρότερη προβλεπόμενη ποινή, είχε υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

Η  Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων υποστήριξε τη θέση ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επέμβει στο θέμα της ποινής, εκτός εάν το πειθαρχικό όργανο έχει υπερβεί πρόδηλα τα ακραία [*509]όρια της διακριτικής του εξουσίας. Ακόμα ανέφερε ότι η εκτίμηση των γεγονότων και το ύψος της πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η εισήγηση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων είναι ορθή. Έχει πράγματι νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής.

Το Άρθρο 79(1) του Νόμου 33/67 καθορίζει τις πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν. Η ποινή της απόλυσης περιλαμβάνει στις ποινές που η Επιτροπή δικαιούται να επιβάλει. Η απώλεια των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων είναι το επακόλουθο της απόλυσης (Βλέπε Άρθρο 79(7) του Νόμου).

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η Επιτροπή επέλεξε τη βαρύτερη ποινή. Η επιλογή αυτή ήταν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της και δεν είχε καταδειχθεί ότι ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, είτε γιατί ενεργούσε έξω από τα πλαίσια του λογικού, είτε γιατί ενεργούσε, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αρχή της αναλογικότητας πάνω στην οποία ουσιαστικά ο δικηγόρος του εφεσείοντα βασίστηκε.

Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. επέβαλε την αυστηρότερη ποινή που προνοεί ο σχετικός νόμος, παρόλον ότι διαπίστωσε η ίδια την ύπαρξη ελαφρυντικών, δεν καταδεικνύει ότι αυτή ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Προφανώς έκρινε ότι, παρόλην την ύπαρξη ελαφρυντικών, η σοβαρότητα και οι επιπτώσεις των αδικημάτων, όπως φαίνονται την απόφασή της, ήταν τέτοια που κατά την κρίση της δικαιολογούσαν την επιβολή της αυστηρότερης προνοούμενης ποινής. Τούτο προκύπτει από την απόφαση της Ε.Δ.Υ. στην οποία τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων, έκαμε και αναφορά σε μέρη της απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210,

Enotiadou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 409,

Solomou v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 533,

[*510]Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457,

Παπαφώτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 12 Ιουνίου, 1991 (Προσφυγή Αρ. 415/82) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που του επέβαλε την ποινή της απόλυσης με επακόλουθο τη στέρηση των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.

Ε. Ευσταθίου με Τ. Μιλτιάδου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής κ. Π. Αρτέμης.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Αναθεωρητική αυτή Έφεση ακούστηκε αρχικά και επιφυλάχθηκε από άλλη σύνθεση. Λόγω όμως αποχώρησης από την Υπηρεσία ενός εκ των μελών του Δικαστηρίου προτού εκδοθεί η απόφαση, έγινε επανακρόαση της έφεσης στις 9.7.99.

Ο εφεσείων ήταν ο Διοικητής της Συνεργατικής Αναπτύξεως και στις 9.4.1981 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε φυλάκιση 18 μηνών για διάφορα ποινικά αδικήματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

Οι κατηγορίες, στις οποίες ο εφεσείων καταδικάστηκε, αφορούσαν κλοπή υπό αντιπροσώπου, κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο λειτουργό, κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό και διάθεση χρηματικών ποσών κατά παράβαση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 83 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 33/67, όπως τροποποιήθηκε, έλαβε πειθαρχικά μέτρα εναντίον του εφεσείοντα, γιατί τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε “ενεί[*511]χαν έλλειψη τιμιότητας”.

Ο εφεσείων κλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής, η οποία και άκουσε τις παρατηρήσεις του δικηγόρου του σε ό,τι αφορούσε την επιβολή πιεθαρχικής ποινής και επεφύλαξε την απόφασή της. Στις 28.4.1982, η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος της πειθαρχικής ποινής και έκρινε πως υπό τις περιστάσεις η αρμόζουσα ποινή ήταν εκείνη της απόλυσης από τη Δημόσια Υπηρεσία, από την ημερομηνία της διαβίβασης της απόφασης στον εφεσείοντα. Περαιτέρω, βάσει του άρθρου 84(3) του Νόμου αποφάσισε όπως επιστραφεί στον εφεσείοντα το ένα δεύτερο (1/2) των απολαβών του που κατακρατήθηκαν από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι την καταδίκη του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δηλαδή από 6.6.80 - 8.4.81 και ότι από την ημερομηνία της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων δεν εδικαιούτο σε οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του, σύμφωνα με τα άρθρα 83(3) και 84(3)κ του Νόμου. Η σχετική απόφαση της Επιτροπής διαβιβάστηκε στον εφεσείοντα στις 30.7.82 και η απόλυσή του δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 13.8.82, αρ. γνωστοπ. 1737.

Με την προσφυγή του ο εφεσείων πρόσβαλε σαν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος την απόφαση της Επιτροπής, που επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της απόλυσης, που είχε και σαν επακόλουθο τη στέρηση των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιλήφθηκε των λόγων ακυρότητας που υποβλήθηκαν και συγκεκριμένα τους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του Νόμου 33/67, περί αντίθεσης των άρθρων 79(1)(i) και 79(7) του Νόμου 33/67, προς το άρθρο 12.2 του Συντάγματος και τους απέρριψε ως αβάσιμους και μη στηριζόμενους στο Νόμο και τη νομολογία.

Για το θέμα της ποινής υποβλήθηκε ο ισχυρισμός πως ήταν υπέρμετρη, επαχθής και δυσανάλογη προς την βαρύτητα του αδικήματος που διαπράχθηκε, πως η Επιτροπή παράλειψε να λάβει υπόψη της τις ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση της ποινής και, τέλος, πως άσκησε με πλημμέλεια τη διακριτική της εξουσία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι ορθά και νόμιμα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακρι[*512]τικής της εξουσίας, επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της απόλυσης. Επίσης, ανάφερε πως η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις διάφορες ελαφρυντικές περιστάσεις του αιτητή προτού καταλήξει, και πως η διακριτική της ευχέρεια δεν αφορούσε το θέμα της σύνταξης του εφεσείοντα, παρά μόνο το θέμα της ποινής. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είχε, βάσει του ίδιου του Νόμου, το επακόλουθο της απώλειας όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησής του.

Ο εφεσείων με την έφεσή του τελικά περιορίστηκε σε δύο μόνο λόγους, που αναφέρονται στην τροποποιημένη ειδοποίηση έφεσης και που είναι οι ακόλουθοι:

“(1) Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ποινή η οποία επεβλήθηκε στον αιτητή από την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας δεν ήταν υπέρμετρα επαχθής και δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του αδικήματος που διεπράχθη και/ή ότι η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας έλαβε δεόντως υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση της ποινής και/ή ότι δεν άσκησε με πλημμέλεια τη διακριτική της εξουσία κατά τον καθορισμό της ποινής είναι εσφαλμένο.

(2) Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ορθά και νόμιμα και χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας επέβαλε στον αιτητή την ποινή της απόλυσης είναι εσφαλμένο.”

Είναι η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι όλες οι αρχές του δικαίου που αφορούν τις ποινικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις πειθαρχικές υποθέσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπήρχαν ελαφρυντικά στοιχεία, όπως η μακρά υπηρεσία του εφεσείοντα στον απελευθερωτικό αγώνα και το Συνεργατισμό και το γεγονός ότι δεν προσεπορίσθη ο ίδιος οποιοδήποτε υλικόν όφελος, εντούτοις επέβαλε στον εφεσείοντα την εσχάτη των ποινών, δηλαδή αυτή της απόλυσης και όχι π.χ. την αναγκαστική αφυπηρέτηση, με την οποία θα εξασφαλίζετο και πάλι η απομάκρυνση του εφεσείοντα από την υπηρεσία. Την ποινή της απόλυσης τη χαρακτήρισε υπέρμετρα επαχθή και δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του αδικήματος που διεπράχθη, ισχυρίστηκε ότι επλήγη η αρχή της αναλογικότητας και συνεπακόλουθα, υποστήριξε την άποψη ότι υπήρξε από μέρους της Επιτροπής υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Διευκρινίζοντας τη θέση του αυτή, ανάφερε ότι δεν ζητά από το Δικαστήριο να αλλάξει τη νομολογία και να επέμβει στην ποινή που επιβλήθηκε, αλλά ζητά να κη[*513]ρύξει άκυρη την απόφαση για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.

Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του εφεσείοντα υποστήριξε τη θέση ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επέμβει στο θέμα της ποινής, εκτός εάν το πειθαρχικό όργανο έχει υπερβεί πρόδηλα τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας. Ακόμα ανέφερε ότι η εκτίμηση των γεγονότων και το ύψος της πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται εκτός των πλαισίων της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η εισήγηση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων μας βρίσκει σύμφωνους. Έχει πράγματι νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής.  Στην υπόθεση Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 221:

“. . . failing any legislative provisions entitling this Court, in the exercise of its competence under Article 146, to decide on the substance of certain aspects of disciplinary matters (and it would be in the interests of justice if such provisions came to be enacted here, as in Greece) the severity, as such, of a disciplinary sanction cannot be tested, and decided upon, by means of a recourse under Article 146 (see Kyriacopoulos on Greek Administrative Law, 4th ed., Vol. III, p. 305, p.308).”

Σε μετάφραση:

“. . . στην απουσία νομοθετικών προνοιών που να δίδουν την εξουσία σε αυτό το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του με βάση το άρθρο 146, να αποφασίζει επί της ουσίας ορισμένων πτυχών πειθαρχικών θεμάτων (και θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης εάν ενομοθετούντο τέτοιες πρόνοιες, όπως στην Ελλάδα) η αυστηρότητα πειθαρχικής ποινής δεν μπορεί να ελεγχθεί και να αποφασιστεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146. (Βλ. Κυριακόπουλου Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Τόμος ΙΙΙ, σελ. 305, σελ. 308)”

Περαιτέρω, στην Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409 αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποία προβαίνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και στη Solomou v. [*514]Republic (1984) 3(A) C.L.R. 533 λέχθηκε ότι η επιλογή της ποινής για πειθαρχικά αδικήματα βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του διοικητικού οργάνου και δεν εμπίπτει στις εξουσίες του Δικαστηρίου η εκτίμηση της ποινής.

Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις υποθέσεις Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302.

To άρθρο 79(1) του Νόμου 33/67 καθορίζει τις πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν. Η ποινή της απόλυσης περιλαμβάνεται στις ποινές που η Επιτροπή δικαιούται να επιβάλει. Η απώλεια των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων είναι το επακόλουθο της απόλυσης (βλέπε άρθρο 79(7) του Νόμου).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, ανάφερε τα ακόλουθα στη σελ.9 της απόφασής του:

“Έχοντας εξετάσει με κάθε προσοχή το φάκελο της υπόθεσης, καθώς επίσης και τα σχετικά πρακτικά της απόφασης στα οποία αναφέρονται λεπτομερώς το σκεπτικό και η αιτιολογία, κρίνω πως η Ε.Δ.Υ. ορθά και νόμιμα και χωρίς να υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας, επέβαλε στον αιτητή την ποινή της απόλυσης. Η Ε.Δ.Υ., όπως ρητά αναφέρθηκε στο σχετικό πρακτικό (βλ. Παράρτημα 8 στην ένσταση) έλαβε υπόψη της τις διάφορες ελαφρυντικές περιστάσεις του αιτητή προτού καταλήξει. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. δεν αφορούσε τα θέματα σύνταξης παρά μόνο το θέμα της ποινής. Η ποινή η οποία επιβλήθηκε στον αιτητή είχε, βάσει του ίδιου του νόμου, το επακόλουθο της απώλειας όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησής του.”

Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Η Επιτροπή επέλεξε τη βαρύτερη ποινή. Η επιλογή αυτή ήταν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της και δεν είχε καταδειχθεί ότι ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, είτε γιατί ενεργούσε έξω από τα πλαίσια του λογικού, είτε γιατί ενεργούσε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αρχή της αναλογικότητας πάνω στην οποία ουσιαστικά ο δικηγόρος του εφεσείοντα βασίστηκε.

Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. επέβαλε την αυστηρότερη ποινή που [*515]προνοεί ο σχετικός νόμος παρόλον ότι διαπίστωσε η ίδια την ύπαρξη ελαφρυντικών δεν καταδεικνύει ότι αυτή ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Προφανώς έκρινε ότι, παρόλην την ύπαρξη ελαφρυντικών, η σοβαρότητα και οι επιπτώσεις των αδικημάτων, όπως φαίνεται στην απόφαση της, ήταν τέτοια που κατά την κρίση της δικαιολογούσαν την επιβολή της αυστηρότερης προνοούμενης ποινής.  Τούτο προκύπτει από την απόφαση της Ε.Δ.Υ. στην οποία τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων έκαμε και αναφορά σε μέρη της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ.:

“Η Επιτροπή δεν δύναται παρά να θεωρήση τα αδικήματα, διά τα οποία ο υπάλληλος κατεδικάσθη εις φυλάκισιν υπό του Δικαστηρίου ως βαρυτάτης μορφής. Ως προσφυώς ελέχθη υπό του Δικαστού του εκδικάσαντος την υπόθεσιν:

“Οι ενέργειες του είχαν ένα και μοναδικό σκοπό την προβολή του σαν του ανθρώπου που μπορούσε να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα του τόπου χωρίς καμμιά δυσκολία λόγω της οικονομικής ευρωστείας του Συνεργατικού Κινήματος, του οποίου διεκδικούσε την πατρότητα. Και υπογραμμίζω στο σημείο αυτό ότι διεχειρίζετο τους πόρους του Ταμείου Αλληλοβοηθείας σαν να επρόκειτο για τη δική του περιουσία.  Κι όμως κανένα δικαίωμα δεν είχε να διαθέτει τους πόρους του Ταμείου για σκοπούς άλλους από εκείνους που τα Συνεργατικά Ιδρύματα του είχαν εμπιστευτεί σημαντικά ποσά.

Η κακή του πίστη καταφαίνεται, μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι με επιμέλεια απέκρυπτε την προέλευση των χρημάτων οποτεδήποτε πλήρωνε ποσά για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματα. Το Ταμείο αποτελούσε για τον κατηγορούμενο αστείρευτη πηγή για να φαίνεται αρεστός στους κρατούντες και στους φίλους του.

“. . . . . Το ότι μεγάλα ποσά διατέθηκαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς δεν απαλλάσσει τον κατηγορούμενο της ευθύνης.  Η φιλανθρωπία με πόρους που άλλοι διαθέτουν παύει να είναι φιλανθρωπία και καθίσταται πράξη εκμεταλλεύσεως και αυτοπροβολής”.”

Ακολούθως η Επιτροπή προτού καταλήξει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής ανέφερε και τα ακόλουθα:

[*516]“Ανώτατος αξιωματούχος, ο οποίος επιδεικνύει περιφρόνησιν τοιαύτης εκτάσεως προς τας υποχρεώσεις και τα καθήκοντα του, ως εις την παρούσαν υπόθεσιν, και ο οποίος παραβιάζει μάλιστα τόσον καταφώρως του νόμους ή/και τους κανονισμούς της υπηρεσίας με σκοπόν την αυτοπροβολήν του ως ευεργέτου της Κοινωνίας - θέτει εαυτόν εκτός της δημοσίας υπηρεσίας.”

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο